Δεν είχε νόημα να κρύβεται από τον ίδιο του τον εαυτό. Βίωνε μια παρατεταμένη περίοδο θλίψης, όπου μάταια κυνηγούσε τη χαρά και εκείνη δραπέτευε σε μια στιγμή μόνο. Και όμως, την είχε δει, είναι σίγουρος πως την είχε κατακτήσει.. κάποια πρωινά ηλιόλουστα, μέσα σε ένα καταιγισμό από χαμόγελα, κάποια απογεύματα συννεφιάς, γεμάτα δυνατότητες, βόλτες στην απεραντοσύνη και παθιασμένα φιλιά. Κάτι στιγμές που αισθανόταν παιδί πάλι, αναπτερωμένος και κινούμενος από καθαρό συναίσθημα. Χωρίς ενοχές ή δεύτερες σκέψεις, χωρίς ψυχαναγκαστική αυτοκριτική. Ελεύθερος, ικανός να είναι τα πάντα και συνάμα τίποτα. Χωρίς ταυτότητα, γιατί η ταυτότητα σκλαβώνει. Σε χιμαιρικές μεταμορφώσεις, να δοκιμάζει την γλυκόπικρη επίδραση του αναπάντεχου. Ανοιχτός στα λάθη, τρωτός, μικρός, θνητός, ταπεινός, ο εαυτός του που δε θα μάθει ποτέ.
Όμως οι εποχές αλλάζουν και συμπαρασύρουν ακόμα και την πιο τρανή δυναμική. Πλέον, οι καιρικές μεταβολές τον αφήνουν παγερά αδιάφορο, όπως και τόσα άλλα. Δε χωράει στο σώμα του, η ψυχή του ξεπηδάει αντάρτικα από μέσα του και εξανεμίζεται, το πρόσωπό του δεν το αναγνωρίζει πια, μοιάζει με ένα θεόρατο σύννεφο που χάνεται σε κατάμαυρους αιθέρες. Ο χρόνος στατικός, μια απειλή σωρευμένης φθοράς που θα αποκαλυφθεί μέσα από έναν μνησίκακο ετεροχρονισμό. Εκούσια απόκοσμος, απεχθάνεται την υποκριτική αδεξιότητα των ανθρώπων που παριστάνουν τους φυσιολογικούς και ευτυχείς. Μια αλυσίδα από συμβατικότητες και φρικτά ψέματα περιφράζει τις αποστειρωμένες τους προσωπικότητες. Προτίμησε να είναι μόνος. Κάπου όπου μπορεί να φωνάξει φοβερές αλήθειες και ας είναι ανέτοιμος για αυτές. Την απώλεια του χρόνου, το ξόδεμά του σε μια ζωή που παρήλθε αλλά δε γίνεται να ήταν δική του. Δεν την επέλεξε, δεν ήταν αυτό που φαντάστηκε, αυτό που ποθούσε. Μακριά από όλους, ακόμα και η γεύση ενός ποτού είναι καλύτερη. Πιο έντονη, πιο καθαρή, πιο βαθιά.
Η θλίψη ήρθε πιο ισχυρή μαζί με ένα βιαστικό φθινόπωρο. Γιατί όμως μάχεται τόσο σθεναρά εναντίον της ; Η ανακωχή με τη θλίψη είναι αναγκαία για να μη μοιάζει η χαρά με εμπόλεμη ζώνη. Να ενδώσει στη θλίψη του, ως συναίσθημα εσώτερης έκφρασης και αποκωδικοποίησης των σκοτεινών του πλευρών. Να γίνει η θλίψη πυξίδα και γιατρικό του. Τότε θα γίνει και η χαρά, ευδαιμονία. Έτσι όπως περιπλανιέται σε φαινομενικά ανέλπιδες μέρες και μανιωδώς κρύβεται πίσω από άχαρα σκηνικά, να τον μάθει η θλίψη να εντοπίζει τη χαρά. Γιατί χωρίς τη θλίψη, η χαρά γίνεται εχθρική και ακατανόητη, ανούσια και άφθαστη. Είναι η θλίψη που απελευθερώνει τον πόνο.. και για να αγγίξει τη χαρά πρέπει να έχει συμφιλιωθεί με τον πόνο. Με τα όσα λάθος πήρε και λάθος έπραξε, με όσα άφησε να φύγουν και όσα αντίο δεν τόλμησε να πει, με όλα εκείνα που τον βασανίζουν και δε μπορεί να βγάλει από μέσα του, ακόμα και αν η ζωή φαίνεται ατάραχη.
Δεν πειράζει για τη ζωή που έφυγε. Με το να την αναλογίζεται, δίνει παράταση στο θάνατο. Η ζωή ξεκινάει τώρα. Ξεκινάει όποτε το επιλέξει. Μπορεί να γίνει κάποιος άλλος, μπορεί να γίνει όποιος θέλει να είναι. Αρκεί να πάψει να κυνηγά ανέφελους αιθέρες. Τότε ακριβώς θα διαπιστώσει ότι οι ηλιόλουστες μέρες είναι μπροστά του.