Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Scripta manent

Κάθε μέρα την βρίσκει να απολαμβάνει τον πρώτο καφέ κοιτάζοντας τη γαλάζια πουά κορνίζα που καθρεφτίζει εικόνες από μια εποχή ατελείωτης ανεμελιάς. Παλιοί φίλοι με χαμόγελα πλατιά που μαρτυρούν πως αν υπάρχει νόημα σε αυτή τη ζωή, εκείνοι το είχαν αιχμαλωτίσει. Πορεύονταν με μια παράλογη δυναμική, σα να είχαν λύσει όλα τους τα προβλήματα. Ή μήπως τελικά δεν είχαν ?
Εκείνη η εποχή παρήλθε εδώ και χρόνια αλλά τής κληροδότησε άπειρα σύμβολα. Κάθε μέρα που περνά, τείνει προς την απόλυτη εξιδανίκευσή της.
Άλλαξαν πολλά, ακόμα και η ίδια τους η ψυχή, με ρυθμό συχνά τρομακτικό. Τρομοκρατικό.
Αυτό που παραμένει αμετάβλητο, είναι ότι εκείνες οι αναμνήσεις τροφοδοτούν την έμπνευσή της προκειμένου να ξεγλιστρά από την αυταρχική ρουτίνα. Είναι απίστευτο πως κατορθώνει μέσα από τις αναμνήσεις να χλευάζει τον ίδιο το ρεαλισμό που σπρώχνει τους ανθρώπους στην πιο υποχθόνια παραποίηση της Αλήθειας τους.
Ο μόνος τρόπος που έχει για να κρατάει τις αναμνήσεις ζωντανές είναι η γραφή. Καθώς σμιλεύει τις λέξεις, αναδύονται από το πουθενά στιγμιότυπα που κάνουν την καρδιά της εφηβική, νήπια σχεδόν.
Μόνο στο χαρτί ξετυλίγεται ο εαυτός της με φωτεινές πλευρές και σκοτεινές επισκιάσεις, με αντιθέσεις και αρμονικές συζεύξεις, με ανασφάλειες και ισχυρές στιγμές. Γυμνή η Αλήθεια της, την μετουσιώνει σε κάτι που την απομακρύνει έστω και παροδικά από τα γήινα.
Κάποιος τής είχε πει πως η συγγραφή την καθιστά σοφή. Εκείνη, πιστεύει ότι σοφούς δύναται να μας καταστήσει η μοναξιά και μόνο, εφόσον αντιμετωπιστεί  ως εποικοδομητική και όχι ως απευκταία κατάσταση. Δεν είναι τυχαίο ότι η θλίψη αποτελεί από καταβολής κόσμου κίνητρο δημιουργίας.
Ο άνθρωπος επικαλείται την τέχνη ως μορφή αυτοέκφρασης και απεγκλωβισμού εσώτερων στοιχείων, τα οποία όσο παραμένουν σε λανθάνουσα μορφή, μετατρέπονται σε άγχη, βάσανα, σύγχυση, αιτίες για προσποίηση. Η γραφή διαιωνίζει κάτι θνητό, κάτι θνησιγενές συχνά, και σε αυτή την αποτρόπαια πάλη με το Χρόνο, το παιδί του Θανάτου, δεν υπάρχει περιθώριο για αναποφασιστικότητα. Γραφή ίσον επιλογή, απόσειση της δειλίας. Γιατί απαιτεί γενναιότητα να αντικρύζεις την ψυχή σου να ξετυλίγεται μέσα από λιλιπούτειες αλλά πανούργες λεξούλες.
Εκείνη ξέρει, το έμαθε στην πορεία ότι χωρίς τις λέξεις της είναι νεκρή. Ακόμα χειρότερα, ζωντανή -νεκρή. Έχει εντοπίσει το δικό της κρησφύγετο από έναν κόσμο ασταθή και αχανή, που την κάνει να ακροβατεί ανάμεσα στον ηρωισμό και τη μικρότητα. Από εκεί ανιχνεύει αντισώματα κατά του πόνου και σαν μεθυσμένη γίνεται επαίτης της ίδιας της μοναξιάς της κάτι βράδια που ο κόσμος κατακερματίζεται σε γιορτές όλο λόξες. Από εκεί καθίσταται μοναχική και όχι μόνη.
Η σοφία κατοικεί εκεί όπου η μοναξιά πυροδοτεί ευδαιμονία ανυψώνοντας μας σε αφανείς ήρωες..

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Άγνοια

Είναι αργά, αποπνικτικό βράδυ ενός πρόωρα καυτού καλοκαιριού.
Στο δωμάτιο ακούγεται ποπ μουσική, που μοιάζει να φιλοδοξεί να απαλύνει την ένταση της ώρας.
Μουσική που τον ταξιδεύει σε παραλίες με καταγάλανα νερά, αιώρες και χρυσαφένια άμμο.
Σε γαλαξίες όπου ο χρόνος έχει πάψει να κυλάει και νιώθει πάντα τη νιότη να τον πλημμυρίζει από υπερβατικές τάσεις.
Ποιος θα το περίμενε, εκείνος που ήταν υπέρμαχος της τζαζ να διασκεδάζει με χαζοχαρούμενους ποπ ήχους. Ή να αρέσκεται στο ρομαντικό φως των κεριών τα αφόρητα ζεστά βράδια, εκείνος που άλλοτε ήθελε φωτοχυσία για να νιώθει ευδιάθετος.
Πολλά άλλαξαν εν καιρώ, άθελά του και ο ίδιος μετασχηματίστηκε σε καινή οντότητα.
Αισθάνεται μια παράξενη θαλπωρή, με συνήθειες που παλαιότερα θα χλευάζε και μόνο στο άκουσμα της υιοθέτησής τους, όπως το να λύνει μετά μανίας σταυρόλεξα, να απολαμβάνει παγωμένη σανγκρία ή να μαθαίνει μόνος του ισπανικά.
Πόσο απρόβλεπτος είναι ο άνθρωπος ! Πόση άγνοια τον καταδιώκει για τα πάντα !
Πορευόταν στη ζωή με ζευγάρια στερεοτύπων να κατοικοεδρεύουν στο μυαλό του σαν αντανακλαστικά απέναντι στον αντίποδα, στον εναλλακτικό τρόπο προσέγγισης. Θαρρούσε πως ήξερε να σφυγμομετρεί τις αντιδράσεις του κατασκευάζοντας ένα πλαίσιο όπου αποπειράθηκε να εντάξει τη ζωή του ατόφια. Μα πόσο άτοπο είναι να προσπαθείς να κλειδαμπαρώσεις τη ζωή και την προσωπικότητα σου που είναι υπερεκχειλίζουσες εκ φύσεως σε πλαίσια και καλούπια?
Τα πιο στυγερά εγκλήματα είναι εκείνα που διαπράττονται από άγνοια. Εκείνα όπου ο δράστης, αγαθός και υπερμέτρως αφελής, αγνοεί τι εστί στρατηγική, προσβολή, επίθεση, βλάβη, πρόθεση, τεχνογνωσία. Αλλά και πόση γνώση αντέχουμε να κουβαλάμε σε κάτι τόσο φευγάτο όπως η ζωή?
Πόση γνώση δεν απειλεί την ίδια μας την διανοητική ακεραιότητα και είναι σύμφυτη προς την ανθρώπινη μας ιδιότητα? Και, εν τέλει, πόση γνώση ξέρουμε να χειριζόμαστε χωρίς να ωθούμαστε στην αυτοκαταστροφή?
Όσα στοιχήματα έβαζε για τον εαυτό του σαρανταεπτά χρόνια, απέληξαν στο απόλυτο φιάσκο.
Εκ των υστέρων, διαπιστώνει ότι αναρίθμητες φορές ευχήθηκε με ένοχη ανακούφιση να μη μάθει τι, πώς, πού. Να είναι μακάριος μέσα στην απουσία απόδειξης, χωρίς συνάμα να ταλανίζεται μέσα σε υποχθόνιες υποψίες. Απλώς να μην ξέρει.
Η άγνοια είναι παράμετρος ευτυχίας. Είναι κομμάτι από το ίδιο μας το είναι, και πολλές φορές η δύναμη και αρωγός για την εγκατάλειψη αδιεξόδων. Αθόρυβα, διαδραματίζει έναν ρόλο καίριο για να οδηγηθούμε στην Αλήθεια. Γιατί η Αλήθεια πάνω από όλα απαιτεί ταπεινότητα, την αποδοχή ότι τίποτα δεν κατέχουμε, ότι όλα εξανεμίζονται ανά πάσα στιγμή, ότι τρέχουν με ταχύτητα φωτός μακριά από εμάς, όσο και αν προσευχόμαστε μακρόθυμα για σταθερότητα.
Το πλησίασμα της Αλήθειας μπορεί να γίνει μόνο μέσω της γνώσης. Ωστόσο, η γνώση δε μπορεί να επιτευχθεί αν δεν παραδεχτούμε σε μια λυτρωτική αυτοακύρωση της ολοσχερή μας άγνοια, που αφετηρία έχει τον ίδιο μας τον εαυτό ! Οι αντίρροπες έννοιες πρέπει να διασταυρωθούν για να παράγουν κάτι νέο, η άγνοια πρέπει να προσκρούσει στη γνώση για να αναδείξει τη σημασία της, όπως η αυταπάτη αναδεικνύει τη σπουδαιότητα της αντικειμενικής ματιάς.  
 Η προσωπικότητα, ως ένα σύνολο ιδιοτήτων που προσδίδουν ατομικότητα, ιδιάζουσα δηλαδή υπόσταση στον άνθρωπο, θα ήταν στατική και ημίνεκρη αν ζούσαμε υπό το κράτος της πλάνης της παντογνωσίας ! Αν , φρονώντας, πως έχουμε διαμορφώσει προσωπικότητα, δρέπαμε με κομπορρημοσύνη τις δάφνες των κοπων μας και εφησυχάζαμε, θα ήμασταν μίζερες και ξοφλημένες, μη εξελίξιμες καρικατούρες. Χωρίς όνειρα, προσδοκία, περιέργεια.
Στην άγνοια κυοφορείται η αθωότητα  που μας οδηγεί στη διάσωση κομματιών της παιδικής μας ψυχής.
Πόσοι άνθρωποι σήμερα ενστερνίζονται την παιδικότητα?
Οι περισσότεροι την ποινικοποιούν άνευ δεύτερης σκέψης, φορτώνοντας  την με ενοχές αβάσταχτες.
Είναι πιο βολικός ο κυνισμός μάλλον. Πιο ασφαλής.
Αυτό δε σημαίνει όμως ότι είναι η πλέον ειλικρινής επιλογή, εκείνη που θα μας καταστήσει ελεύθερους, σοφούς, μεστούς εσωτερικά. Ποτέ κανένας δεν ευτύχησε βασιζόμενος σε μια υπεκφυγή.
Ξαφνικά τον ζώνει μια ευδαιμονία που είχε χρόνια να νιώσει. Ανάλαφρη, παιχνιδιάρικη, στιγμιαία του ξετυλίγει το Νόημα που πεισματικά του διέφευγε.
Ακροβατεί σε χρώματα όλο γλύκα, οι μελωδίες τον παρακινούν να προσηλωθεί στο δικό του '' Α'', της Αρχής μα και της Άγνοιας. Γιατί ίσως τελικώς να είναι το ένα και το αυτό.
Μια παράφορη χαρά για όσα δεν ξέρει και είναι αυτά που τον κρατάνε ζωντανό, υπενθυμίζοντάς του την ασημαντότητα που τον στιγματίζει κάθε φορά που καμώνεται τον σπουδαίο, αιφνιδιάζοντάς τον εκεί που νομίζει πως όλα τα είδε, καθιστώντας κάθε του πρόβλεψη υβριστικά γελοία.
Πώς θα ήταν η ζωή αν δεν είχαμε να περιμένουμε την ανατροπή?
Η νύχτα γίνεται όλο και πιο θερμή, οι σκοτεινοί δρόμοι γράφουν τις μεταμεσονύχτιες ιστορίες τους με οίστρο αξιοζήλευτο και η καρδιά του αναζητεί ένα μέρος να ξαποστάσει, ισορροπημένη από και για όλα αυτά που αγνοεί...

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

Φόβος

Ζούσε υπό τη σκιά ενός αέναου φόβου.
Η ψυχή του γύρευε απεγνωσμένη λίγη ηρεμία αλλά ποτέ δεν στάθηκε άξιος να την αγγίξει.
Η δειλία του έχει υψώσει τα πάντα σε μία απροσπέλαστη ουτοπία.
Έμαθε πως όλα απειλούνται από το Χρόνο.
Κατάστρωσε τη ζωή του σε πειθήνιες αποθεώσεις του εφήμερου.
Τίποτα δεν τον άγγιξε γιατί τίποτα δε θα είχε τη δυναμική να τον διαπεράσει.
Γύρω του, όλα σε μια τραγελαφική μεταμφίεση.
Μόνο η γνώση μπορούσε να δαμάσει το φόβο που, απολυταρχικός, τον κατέκλυζε κάθε στιγμή.
Συνέλεξε γνώση με μανία, με εφηβική λαχτάρα σάστιζε μπροστά σε κάθε νέα ανακάλυψη.
Όμως γιατί η αλήθεια στέκεται μίλια μακριά?
Κατέπνιξε το ένστικτό του ως αμαρτωλή ενόρμηση που του φανέρωνε πτυχές μιας ζωής χυδαία δελεαστικής.
Δεν άφησε κανέναν να κατεδαφίσει το αμυντικό του οπλοστάσιο γιατί στην ουσία έτρεμε την ίδια του την απελευθέρωση από το φόβο.
Είχε εθιστεί στο μοναχικό του σύμπαν όπου ανθούσαν οι πιο ψυχωτικοί του συλλογισμοί.
Αντάμωνε το μυαλό του με αγωνία, την ψυχή του με φρίκη.
Κάθε μέρα αλλοιωνόταν, σε μια βλοσυρή παραμόρφωση που επέφερε η ανευ όρων υποταγή στο Χρόνο.
Ώσπου Άγνωστη και Ξένη, του αποκρύπτει τις βουλές, το θυμικό της.
Η ψυχή αποστρέφεται το φόβο με ένθεη μάνητα.
Ο κόσμος εξανεμίζεται με ένα αλλόκοτο επίχρισμα.
Είναι θελκτικός, όπως το ηλιοβασίλεμα αυτό το ανέμελο, όλο ραστώνη απόγευμα.
Είναι συνάμα εχθρικός, όπως ο αέρας που του φέρνει μια απροσδόκητη δροσιά.
Θυμίζοντάς του όλα εκείνα που άφησε πίσω, όλα αυτά για τα οποία ποτέ δεν αισθάνθηκε έτοιμος, τη ζωή που σπαρταριστή ξεγλίστρησε από τα χέρια του, ότι , μάλλον, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να παραδεχτεί πως είναι πολύ αργά.
Το καλοκαίρι είναι μια εκδικητική υπενθύμιση της ανικανότητάς του να βιώσει τη ζωή.
Τόσα χρόνια αρεσκόταν εκουσίως σε έναν κομπαρσικό ρόλο.
Είναι οξύμωρο ξαφνικά να εμφανιστεί στο προσκήνιο ως πρωταγωνιστής.
Αυτό που δεν ήξερε εξαρχής, είναι πως αν εθιστείς στη μοναξιά, είναι αδύνατο να την προδώσεις.
Έτσι, η ελπίδα πυροδοτεί την απελπισία του, τα θαύματα διεγείρουν τον κυνισμό του, η πρόκληση εξάπτει τα κυκλοθυμικά του ξεσπάσματα.
Ο φόβος έγινε κινητήρια  δύναμη, άλλοθι για να ξεχνάει ο, τι του θυμίζει πόσο μικρός είναι.
Και ο πόνος μια αφόρητη πληγή που τον βγάζει από τη λήθη γιατί του θυμίζει τη δυνατότητα που επιμένει να καταποντίζει στην ανυπαρξία..
Ποτέ δε μας φοβίζει ο θάνατος. Η ζωή μας φοβίζει όταν νιώθουμε ανάξιοι να την καρπωθούμε, με όλα τα βάσανα και τις μεγάλες της συγκινήσεις, με τρόπο που να την εξευτελίζουμε στον πιο έκφυλο θάνατο..

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

Mετακομίσεις

Όλα είχαν μπει στη σειρά που τους έπρεπε. Οι τοίχοι βαμμένοι σε μια λιλά απόχρωση, τα βασικά έπιπλα στη θέση τους και μια στοίβα από κούτες κουβαλούσαν την πραμάτεια μιας μακροχρόνιας περιπλάνησης. Η μυρωδιά από το χρώμα πότε την εκνευρίζει και πότε της φτιάχνει το κέφι..
Ήσυχη γειτονιά, σωστό ησυχαστήριο..Άναψε ένα τσιγάρο και βγήκε στο μπαλκόνι.
Από μικρή είχε συνηθίσει να μετακομίζει με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου. Έγινε αδύνατο να στεριώσει κάπου...Οι συνθήκες. Δυνάμεις άδικες , σημαιοφόροι του παροδικού. Σε πλάθουν όπως ορέγονται, σε στέλνουν όπου σχεδιάζουν, σου στήνουν ενέδρες. Ακολούθησε τις συνθήκες επειδή δεν είχε άλλη επιλογή.
Με πατέρα στρατιωτικό, κάθε κουβέντα και ειδική βαρύτητα. Λακωνικός και υπέρμετρα αυστηρός, σε σημείο αναχρονισμού. Θεωρούσε αυτονόητα επιβεβλημένη τη σκληραγωγία μιας ευάλωτης παιδικής ψυχής..Η επικοινωνία με την κόρη του απλώς ανύπαρκτη. Ολότελα απορροφημένος στις δουλειές του, ίσα που ρωτούσε τα τυπικά.
Η απώλεια της μάνας της, τής κόστισε. Συνέβη όταν τη χρειαζόταν επιτακτικά δίπλα της.Έκλαιγε γοερά για χρόνια αλλά ο πόνος αμείωτος.
Όταν τα παιδιά της ηλικίας της κατάστρωναν παιχνίδια και εκδρομές, εκείνη κλεινόταν στο δωμάτιό της και διάβαζε λογοτεχνία βουλιμικά. Χανόταν στις ιστορίες με πάθος, την έκαναν να δραπετεύει από την πραγματικότητα και να στηρίζεται σε μια ψευδαίσθηση σταθερότητας.
Δεν προσπαθούσε να γίνει αρεστή. Αυτό ίσως την έκανε να φαντάζει σνομπ αλλά ούτε αυτό την ένοιαζε. Είχε αλλεργία στις ταμπέλες και τις νόρμες.
Στην αρχή αισθανόταν αλλόκοτη, ύστερα διαφορετική. Άρχισε να το διασκεδάζει, και ας την απογοήτευε η απουσία ουσιαστικής επαφής.
Ο εαυτός της κατακερματίστηκε σε άπειρα τεμάχια που δεν έχει το κουράγιο ούτε και τη θέληση πια να μαζέψει. Έγινε πρόωρα κυνική, απενοχοποιημένα '' φλου''..Η ασφάλεια της προκαλούσε κλειστοφοβική αίσθηση. Έμαθε να τρέχει προτού γεννηθούν δεδομένα.
Και τώρα αυτό το δροσερό κυριακάτικο πρωινό του Ιουνίου, τη βρίσκει και πάλι tabula rasa.
Βλέπει το γείτονά της να περπατά με εφημερίδες ανά χείρας. Μοναχικός άνθρωπος αλλά το βλέμμα του εξέπεμπε μια αδιανόητη καλοσύνη. Τις προάλλες τη ρώτησε αν χρειάζεται οποιαδήποτε βοήθεια και διαφήμισε με τέχνη την περιοχή που επέλεξε να μείνει. Σεμνός, διακριτικός, αθόρυβος.
- Καλημέρα, της είπε χαμογελαστός.
- Καλημέρα, επαναλαμβάνει εκείνη.
- Τακτοποιήθηκες τελικά? ρωτάει με συγκρατημένο ενδιαφέρον.
- Στο περίπου !
- Είναι μέχρι να προσαρμοστείς ! Θα σου αρέσει πολύ εδώ...
Γέλασε γλυκόπικρα. Τον κάλεσε για καφέ, αν και δεν το συνήθιζε.. Είχε την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον εκείνη τη στιγμή.
- Πολλά λουλούδια ! παρατηρεί εκείνος.
- Ναι...είναι το φετίχ μου !Θέλω να βλέπω λουλούδια στο χώρο μου...
- Σου παίρνει καιρό να προσαρμοστείς?
Η ερώτηση ηχεί σατανική στα αυτιά της..
- Δε θέλω να προσαρμόζομαι..
Περιμένει να αντιδράσει με σαστισμάρα ή απορία.  Τον παρατηρεί όμως εκείνη με έκπληξη ανέκφραστο και σπεύδει να διευκρινίσει:
- Παλιά ήταν αναγκαίο κακό οι μετακομίσεις για εμένα..Ύστερα τις συνήθισα τόσο πολύ, που δε μπορώ χωρίς αυτές ! Η ζωή μου είναι...μια παρατεταμένη μετακόμιση !
Είχε ένα ύφος αινιγματικό και αυτό τον εξίταρε.
- Μα πώς γίνεται να χτίσεις μια ζωή όταν δεν έχεις σημείο αναφοράς?
- Έχω σημείο αναφοράς..Τη φυγή..τον αποστόμωσε εκείνη. Και συνέχισε απνευστί:
- Δε θέλω να κάνω καριέρα, ούτε οικογένεια..Διαβλέπω μια ματαιότητα σε όλα αυτά...Το μόνο που με απασχολεί είναι να γίνομαι σοφότερη μέσα από την αλλαγή παραστάσεων..Έμαθα να μη δένομαι με κανέναν...Έτσι κι αλλιώς στο τέλος με τον εαυτό μας καταλήγουμε...
Την κοιτούσε με δέος και δυσπιστία. Ήταν όσα έλεγε αλήθεια ή απλώς η άμυνα απέναντι στους φόβους που την κύκλωναν?
- Συγγνώμη που θα το πω αλλά αυτή η άποψη μου φαίνεται δειλή...
- Δειλία είναι να συμβιβάζεσαι με τις συνθήκες...Να κάνεις ο,τι και οι άλλοι γιατί αυτό είναι το μέτρο του φυσιολογικού...Ποιος τα καθορίζει αυτά? η ερώτηση μαρτυρά την ταραχή της.
- Κανείς..Εσύ επιλέγεις..Όμως έτσι στερείς τον εαυτό σου από συγκινήσεις...Από την αίσθηση να ανήκεις κάπου !
- Μα αυτό δεν μπορείς να καταλάβεις ! τον έκοψε απότομα..Ότι το να ανήκω κάπου με κάνει ανελεύθερη...
Είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του από το πρώτο τέταρτο. Αμηχανία, δεν ήξερε πώς να χειριστεί την..παράταιρη, επιθετική γειτόνισσα που τον αφόπλιζε κάθε λεπτό απροσδόκητα.
-Πλήττω πολύ εύκολα...Δε φταίω εγώ,  έτσι μεγάλωσα...Είναι δύσκολο να χειραφετηθείς από τον εφηβικο σου εαυτό !
Η αφελής της προπέτεια τον δαιμόνιζε. 
- Η πλήξη είναι μέγιστο αμάρτημα, είπε με αποφθεγματικό στόμφο.
-Και εμείς επιρρεπείς στα αμαρτήματα όμως ! αντέτεινε με ετοιμολογία.
Αυτή η γυναίκα ήταν όντως αλλιώτικη. Πραγματικός χείμαρρος ! Ήθελε να την προσεγγίζει αποδεικνύοντάς της εμπράκτως ότι η φυγή δεν είναι πάντα η πυξίδα. Ότι μπορεί να βρει ένα κίνητρο ανασταλτικό της μετακόμισης. Όχι πως ήταν φαντασμένος αλλά διασθανόταν πως χρειαζόταν αποδοχή και συναίσθημα. Και αβρούς χειρισμούς.
Πράγματι, άρχισαν να κάνουν παρέα και το τοίχος βαθμηδόν κατέρρεε. Δεν ήταν καθόλου απλό, ωστόσο. Βοήθησαν τα κοινά μουσικά και κινηματογραφικά γούστα, όπως και η λατρεία για τη ζωγραφική. Την ερωτεύτηκε παράφορα, όπως κάτι που αδυνατείς να καταλάβεις.
Και το γρίφο δεν τον έλυσε ποτέ.
Πέρασαν μαζί έξι απερίγραπτους μήνες κατά τους οποίους εκείνη γινόταν ολοένα και λιγότερο φευγάτη. Σε ελάχιστες στιγμές, του φάνηκε πως εξοικειώθηκε με το συναίσθημα και ήταν πανευτυχής.
Πριν την πρωτοχρονιά, φρόντισε να επιστρέψει στον παλιό πλην ποτέ απόντα εαυτό της.
Μάζεψε τα πράγματά της μηχανικά, έριξε μια τελευταία ματιά στο σπίτι και του χτύπησε την πόρτα.
Μόλις την αντίκρυσε, κατάλαβε πως συνέβη αυτό που φοβόταν από την πρώτη στιγμή...
- Φεύγω....του είπε..Αντίο...
Δύο λέξεις μόνο. Και ένα βλέμμα απλανές, άτολμο να αντικρύσει.
Καθώς παρατηρούσε τη φιγούρα της να ξεμακραίνει, δεν ήξερε πως να νιώσει...Θυμό? Πόνο?Απογοήτευση?
Για κάποιο λόγο δε μπορούσε να αισθανθεί τίποτα αρνητικό. Θα ήταν σα να μην αποδεχόταν τη φύση της αλλιώς..Και ήταν εξαρχής αληθινή..Είχε σκηνοθετήσει άπειρες φορές στο μυαλό του αυτή τη σκηνή αλλά η πραγματικότητα είναι πάντα ευρηματική. Διαφορετική.
Νιώθει ευγνώμων που ένιωσε κάτι τόσο έντονο, και ας το χάνει ξαφνικά...
Δεν ξέρει αν υπαίτιες είναι οι συνθήκες, η φύση μας, ο χρόνος ή η ανάγκη, όμως τελικά η ζωή μας είναι όντως μια παρατεταμένη μετακόμιση, μόνο που δεν το ξέρουμε ή δε θέλουμε να το καταλάβουμε..Και σε κάθε προορισμό, ξετυλίγεται το ετερόκλητο πρόσωπό μας που κάνει τη μοναξιά λιγότερο μαρτυρική..Γιατί, όπως είπε και εκείνη, στο τέλος είμαστε με τον εαυτό μας μόνο..Και μετά από κάθε μετακόμιση, σε αυτόν πάντα θα γυρνάμε γιατί θα είναι και ο μόνος που θα είναι εκεί...

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Απολογισμοί

Σα να της φαίνεται αλλόκοτη η είσοδος του Καλοκαιριού. Ένας Ιούνιος με μελαγχολικό επίχρισμα, όπου ο χρόνος κυλάει απειλητικά. Κάτι, κάπου στη διαδρομή άλλαξε. Κάτι έχασε.
Το χειρότερο αποτέλεσμα του χρόνου στην ψυχή αντανακλάται. Γιατί όταν αυτή αλώβητη βγει και φωτεινή, μπορεί με τη λάμψη της να εξωραϊσει και το πιο αποκρουστικό πρόσωπο. Αλλά την ψυχή δεν την παζαρεύεις, ούτε με το χρόνο διαπραγματεύεσαι. Εκεί δίνονται μάχες ατέρμονες και αλγεινές.
Μερικά χρόνια πριν θα ξεκινούσε τη μέρα με γαλλικό καφέ, μηλόπιτα και ανάλαφρα ποπ τραγούδια που είχε μάθει να ανασύρει από την αφάνεια. Ένα δικό της μισάωρο στη βεράντα του σπιτιού καμωμένο από μικρές ιεροτελεστίες, προτού βουλιάξει με περίσσεια αφοσίωση στο σαματά και τη γραφειοκρατία του γραφείου. Ακόμα και το ανιαρό της δουλειάς ωστόσο συνεργούσε στη διασφάλιση της ισορροπίας της, την απέτρεπε από υπέρμετρες ονειροβασίες...
Έχασε τις ιεροτελεστίες της. Τις πολύχρωμες λεπτομέρειες μιας επαναλαμβανόμενης σκηνής. 'Ή-ακόμα χειρότερα- τη διάθεση για αυτές.
Δεν είναι ώρα για απολογισμούς. Το Καλοκαίρι μπαίνει με νεφέλη και μυρωδιά από βροχή. Ψάχνει ένα σημάδι να της δείξει το δρόμο και εκείνο είναι πεισματικά άφαντο.
Ο καθρέφτης αντανακλά ένα είδωλο εξουθενωμένο, κάτωχρο , παραιτημένο. Και όμως, πέρασαν μόλις πέντε χρόνια. Τόσες απογοητεύσεις συσσωρεύτηκαν που την οδήγησαν σε ένα τρομακτικά πρόωρο γήρας ? Μάλλον  η ίδια πάσχιζε να ξεγλιστρήσει από αυτές με ευτελή τεχνάσματα.
Μια ζωή χωρίς πάθος, με όνειρα συνειδητά παραγκωνισμένα.
Συνοφρυωμένη, καρτερά μια απάντηση. Όμως ο καθρέφτης είναι κρυψίνους, καταδεικνύει μόνο τη σωματική αλλοίωση και δεν καταδέχεται να απεικονίσει την ψυχική φθορά. Κάποιος τής λήστεψε την ενέργεια καταδικάζοντάς την σε άγονη αναμονή.
Εκείνη γύρισε την πλάτη σε ο,τι θα έκανε το χρόνο σχετικό, σε ο,τι θα τον υποδούλωνε σε απλή ψευδαίσθηση..Στη ζωγραφική που κάποτε λάτρευε, στη μουσική που ξετύλιγε κόσμους ανυπόφορα μαγικούς, στη λογοτεχνία όπου οι λέξεις σμιλεύονταν λυτρωτικά...Ακόμα και σε εκείνον.
Όλα αυτά που κάποτε μισούσε, εκπροσωπούσαν στην ουσία όσα τής έλειπαν.
Όλα αυτά που απέφευγε επειδή φρονούσε πως θα τής ψαλίδιζαν τον πολύτιμο χρόνο, αντεκδικούνται κάνοντας το χρόνο απελπιστικά άδειο και εχθρικό.
Ακόμα και ο καιρός έχει τρελαθεί, τίποτα δε μένει ανεπηρέαστο σε αυτό το αβυσσαλέο σύμπαν.
Βλέπει τη βροχή να πέφτει μανιασμένη στο έδαφος εγκαινιάζοντας ένα ακόμα παράξενο καλοκαίρι.
Δεν έχουν νόημα οι απολογισμοί. Άλλωστε πάσχουν από έλλειψη αμεροληψίας και γενναιότητας στην κριτική ματιά.
Αλλά ακόμα και όταν αποκαλύπτουν ευοίωνες αλλαγές και κατατείνουν σε μια κάποια πρόοδο, δεν είναι παρά παράμετροι εφησυχασμού και προϊόντα ανθρώπινης έπαρσης..Ο χρόνος αποδεικνύει τα πάντα αλλά μπροστά σε αυτές τις αδιάσειστες, αξιωματικές του αποδείξεις, ξεπροβάλλει ο πιο δειλός μας εαυτός. Και εθελοτυφλούμε γιατί η διαύγεια προυποθέτει οδύνη. Ίσως αν έφτανε σε ένα τέτοιο στάδιο να είχε υπερφυσικές δυνάμεις χωρίς ταυτόχρονα να γλιτώσει από την ψύχωση ! Για την ώρα επιλέγει το σκοτάδι, αρνείται πεισματικά τους απολογισμούς και χάνεται σε αργούς, καθημερινούς θανάτους. Τρέμοντας την ίδια τη ζωή...