Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

Το Φως

Στο μυαλό της, κυριαρχεί ένα χάος από προθεσμίες. Σημειωματάρια και χαρτάκια αυτοκόλλητα με μικροσκοπικά γράμματα(όσο πιο πολύ βιάζεται, τόσο συρρικνώνει τα γράμματά της), δυσανάγνωστα πρέπει και ακόμα πιο αδιευκρίνιστα θέλω. Σήμερα ο δρόμος την έβγαλε σε ένα μέρος με μαγική επενέργεια. Στην τύχη, για υποχρέωση πάλι, αλλά αυτό το μέρος της θυμίζει ποια είναι και την κάνει να ξεχνάει τα ανούσια. Βρέθηκε αυτό το μυστήριο Φθινόπωρο πάλι κάτι να προσμένει, με τη ματιά πίσω και την ψυχή μπροστά. Και το τώρα να της ξεφεύγει, η ίδια, γνώριμη ιστορία.
 
 
Είπε να ξεκινήσει από τα μικρά. Σταμάτησε να πίνει καφέ το πρωί, τόσα χρόνια με μια συνήθεια αχώριστη, καιρός να αναθεωρήσει. Φρέσκος χυμός, άλλωστε για να ξυπνήσει πρέπει απλώς να το θέλει. Η καφεϊνη ξεγελάει τη λειψή της πυγμή, βαρέθηκε να αυταπατάται. Η δροσιά του πρωινού, ο γενναιόδωρος ήλιος και η κατανυκτική ησυχία, τη συναρπάζουν. Αποφάσισε στη στιγμή να μπει στο μαγαζάκι που πάντα χάζευε από έξω και ποτέ δεν περνούσε το κατώφλι του. Γέμισε μια σακούλα μυρωδιές από μπαχαρικά και βότανα και φρεσκοκομμένο καφέ. Την έβαλε προσεκτικά στην πελώρια τσάντα της, που αναδύει τη μυρωδιά ενός παμπάλαιου βιβλίου και μιας ασφυκτικά γεμάτης ατζέντας. Είναι σα να ακούγεται μουσική από κάπου, παρότι η ησυχία είναι κραταιά. Ορκίζεται ότι ακούει τη φωνή της Hope Sandoval, αιθέρια και μαγευτική...ίσως είναι που περιμένει αδημονώντας τις νέες μουσικές της περιπλανήσεις. Γαλήνια η ψυχή της, θαύμασε τα κιτρινωπά φύλλα των δέντρων να πέφτουν στους πάγκους των υπαίθριων βιβλιοπωλείων, ένιωσε μια απρόσκλητη ψύχρα να τη διαπερνάει, μύρισε πικραμύγδαλο και κανέλα από το γειτονικό παντοπωλείο. Η ώρα πέρασε σαν αστραπή και η καθημερινότητα την περίμενε στη γωνία με τα χέρια πλεγμένα σε στάση άμυνας. Και όμως. Θυμήθηκε όλα εκείνα τα μικρά που αγαπάει και την κάνουν αυτό που είναι.
 
 
 
Κάθε μέρα παίρνει τη μορφή που της δίνει. Γίνεται η ανάμνηση που η ίδια επιλέγει. Από όλο το σκοτάδι του κόσμου, μπορεί να επιλέξει το φως. Αλλά ξεχνάει ότι μπορεί, και η πίστη στη δυνατότητα είναι η βάση της επιλογής.
 
 
Πήγαινε καιρός που επέτρεψε στον εαυτό της να κάνει αποστασία από το πρόγραμμα. Κατάλαβε πως το πρόγραμμα είναι, σε ένα βαθμό, αυτοσχέδια εμμονή. Παίρνει ανάσα από όλα όσα αφήνει να την πνίγουν. Η ίδια θέτει τους κανόνες, η ίδια εισάγει τις εξαιρέσεις. Ελεύθερη, ανέμελη, αληθινή. Αυτά που τόσο καιρό ψάχνει να βρει πού τα άφησε να εξανεμιστούν. Τον χαρούμενο εαυτό της που χάνεται στα θέλγητρα μαγικών διαδρομών. Στο φως που ξεπροβάλλει απρόσμενα, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Απλώς επειδή επέλεξε να το δει.
 

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Τα μυστικά της θλίψης

Δεν είχε νόημα να κρύβεται από τον ίδιο του τον εαυτό. Βίωνε μια παρατεταμένη περίοδο θλίψης, όπου μάταια κυνηγούσε τη χαρά και εκείνη δραπέτευε σε μια στιγμή μόνο. Και όμως, την είχε δει, είναι σίγουρος πως την είχε κατακτήσει.. κάποια πρωινά ηλιόλουστα, μέσα σε ένα καταιγισμό από χαμόγελα, κάποια απογεύματα συννεφιάς, γεμάτα δυνατότητες, βόλτες στην απεραντοσύνη και παθιασμένα φιλιά. Κάτι στιγμές που αισθανόταν παιδί πάλι, αναπτερωμένος και κινούμενος από καθαρό συναίσθημα. Χωρίς ενοχές ή δεύτερες σκέψεις, χωρίς ψυχαναγκαστική αυτοκριτική. Ελεύθερος, ικανός να είναι τα πάντα και συνάμα τίποτα. Χωρίς ταυτότητα, γιατί η ταυτότητα σκλαβώνει. Σε χιμαιρικές μεταμορφώσεις, να δοκιμάζει την γλυκόπικρη επίδραση του αναπάντεχου. Ανοιχτός στα λάθη, τρωτός, μικρός, θνητός, ταπεινός, ο εαυτός του που δε θα μάθει ποτέ.





 
 
 
 
Όμως οι εποχές αλλάζουν και συμπαρασύρουν ακόμα και την πιο τρανή δυναμική. Πλέον, οι καιρικές μεταβολές τον αφήνουν παγερά αδιάφορο, όπως και τόσα άλλα. Δε χωράει στο σώμα του, η ψυχή του ξεπηδάει αντάρτικα από μέσα του και εξανεμίζεται, το πρόσωπό του δεν το αναγνωρίζει πια, μοιάζει με ένα θεόρατο σύννεφο που χάνεται σε κατάμαυρους αιθέρες. Ο χρόνος στατικός, μια απειλή σωρευμένης φθοράς που θα αποκαλυφθεί μέσα από έναν μνησίκακο ετεροχρονισμό. Εκούσια απόκοσμος, απεχθάνεται την υποκριτική αδεξιότητα των ανθρώπων που παριστάνουν τους φυσιολογικούς και ευτυχείς. Μια αλυσίδα από συμβατικότητες και φρικτά ψέματα περιφράζει τις αποστειρωμένες τους προσωπικότητες. Προτίμησε να είναι μόνος. Κάπου όπου μπορεί να φωνάξει φοβερές αλήθειες και ας είναι ανέτοιμος για αυτές. Την απώλεια του χρόνου, το ξόδεμά του σε μια ζωή που παρήλθε αλλά δε γίνεται να ήταν δική του. Δεν την επέλεξε, δεν ήταν αυτό που φαντάστηκε, αυτό που ποθούσε. Μακριά από όλους, ακόμα και η γεύση ενός ποτού είναι καλύτερη. Πιο έντονη, πιο καθαρή, πιο βαθιά.
 
 
 Η θλίψη ήρθε πιο ισχυρή μαζί με ένα βιαστικό φθινόπωρο. Γιατί όμως μάχεται τόσο σθεναρά εναντίον της ; Η ανακωχή με τη θλίψη είναι αναγκαία για να μη μοιάζει η χαρά με εμπόλεμη ζώνη. Να ενδώσει στη θλίψη του, ως συναίσθημα εσώτερης έκφρασης και αποκωδικοποίησης των σκοτεινών του πλευρών. Να γίνει η θλίψη πυξίδα και γιατρικό του. Τότε θα γίνει και η χαρά, ευδαιμονία. Έτσι όπως περιπλανιέται σε φαινομενικά ανέλπιδες μέρες και μανιωδώς κρύβεται πίσω από άχαρα σκηνικά, να τον μάθει η θλίψη να εντοπίζει τη χαρά. Γιατί χωρίς τη θλίψη, η χαρά γίνεται εχθρική και ακατανόητη, ανούσια και άφθαστη. Είναι η θλίψη που απελευθερώνει τον πόνο.. και για να αγγίξει τη χαρά πρέπει να έχει συμφιλιωθεί με τον πόνο. Με τα όσα λάθος πήρε και λάθος έπραξε, με όσα άφησε να φύγουν και όσα αντίο δεν τόλμησε να πει, με όλα εκείνα που τον βασανίζουν και δε μπορεί να βγάλει από μέσα του, ακόμα και αν η ζωή φαίνεται ατάραχη.
 

 
 
 Δεν πειράζει για τη ζωή που έφυγε. Με το να την αναλογίζεται, δίνει παράταση στο θάνατο. Η ζωή ξεκινάει τώρα. Ξεκινάει όποτε το επιλέξει. Μπορεί να γίνει κάποιος άλλος, μπορεί να γίνει όποιος θέλει να είναι. Αρκεί να πάψει να κυνηγά ανέφελους αιθέρες. Τότε ακριβώς θα διαπιστώσει ότι οι ηλιόλουστες μέρες είναι μπροστά του.

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Κάθε φυγή και μια αρχή

Άκουγε τα βήματά τους ολοένα και πιο μακριά. Ένα αντίο, ένα νεύμα εγκατάλειψης, ένας μορφασμός που δηλώνει απομάκρυνση. Έμαθε να αναγνωρίζει τη Φυγή, άλλωστε πώς μπορούσε να κάνει αλλιώς, όταν η ζωή ολόκληρη εξελίσσεται μέσα από αλλεπάλληλες αναχωρήσεις; Άλλοτε αισθανόταν έναν ισχυρό πόνο και άλλοτε ένας στεναγμός ανακούφισης τη λύτρωνε από χρόνια βάσανα. Η Φυγή ως αιχμαλωσία ή ως απελευθέρωση. Μεταμορφωνόταν απότομα και απότομα μεταμόρφωνε. Εξασκήθηκε στο να φεύγει την καίρια στιγμή. Προτού εδραιωθεί η ρουτίνα και καταλήξει η ζωή θανατηφόρος επανάληψη. Έμαθε να φεύγει εκείνη την ώρα που θα της επέτρεπε να γίνει μια αξιοπρεπής ανάμνηση. Δάκρυα χαράς και συγκίνησης γέμιζαν το πρόσωπό της όταν κατάφερνε να αποδεχθεί το αναγκαίο ενός αποχαιρετισμού. Συχνά, ο φόβος απομάκρυνσης από το οικείο, υποβάθμιζε την αναγκαιότητα ενός αντίο.
 
 Ποτέ δε θα γίνουμε έτοιμοι να εγκαταλείψουμε όσα μας προσδιορίζουν, για αυτό πρέπει απλώς να το τολμήσουμε.
 
Φοβόταν να θυμάται, η ανάμνηση βραχνάς, εικόνες όλο γλαφυρότητα, συναισθήματα που διεισδύουν εντός της και την αναστατώνουν, λέξεις και ματιές που τις ύφανε ο χρόνος και αίφνης τις πέταξε σε ένα χωνευτήρι. Φοβάται να ξεχνάει, η λήθη είναι αυταπάτη γερή. Εκείνα που καμώνεσαι πως ξέχασες, σε ανταμώνουν κάθε βράδυ στα όνειρα, σε μύχιες σκέψεις και αλλόκοτα σημάδια. Όμως, αυτή την εποχή που αγαπάει να μισεί, με το χώμα που μυρίζει βροχή και τον ουρανό ντυμένο με σύννεφα κατάμαυρα, το νιώθει δυνατά πως πρέπει να φύγει. Από το χτες, από συνήθειες που σακατεύουν τη γαλήνη της, από μορφές-φαντάσματα που αρνείται να βγάλει από μέσα της, από έναν εαυτό παράλυτο, καθηλωμένο σε παιδική φιγούρα που διογκώνει τις φοβίες του. Πρέπει να φύγει και να αφήσει να φύγουν.
 
 
 
 Ο χρόνος φέρνει τη φθορά μέσα από τις νομιμοποιημένες παρατάσεις του. Κάθε φυγή και μια αρχή. Ένα τέταρτο καθημερινά αρκεί για να ξαποστάσει από το χάος. Σημειώνει σκόρπιες σκέψεις σε ένα μικρό σημειωματάριο, ακούει μουσική, κάνει ό,τι υπό κανονικές συνθήκες δε θα τολμούσε. Ξεκλέβει λίγο χρόνο για να κερδίσει όλο το χρόνο. Γυρίζει σπίτι της αναγεννημένη, ανάλαφρη, γεμάτη δυνατότητες. Το Φθινόπωρο δε φαίνεται τόσο μελαγχολικό, τελικά. Παρεξηγημένο μάλλον, μέσα από τις αντιφάσεις του. Δεν τροφοδοτεί προσδοκίες, αλλά στο τέλος εκπληρώνει άρρητες επιθυμίες. Αν αυτό δεν είναι ένα μικρό θαύμα, τότε τι είναι;
 
 
Να φεύγεις συνεχώς από τον εαυτό σου για να μπορέσεις να τον βρεις, στο τέλος. Έστω και για μια στιγμή. Να ξεχνάς ποιος νομίζεις ότι είσαι, να σου βάζεις δύσκολα, μια χίμαιρα να γίνεσαι ατιθάσευτη.

 Αυτό που παραδεχόμαστε ότι αγνοούμε, μοίρα μας είναι να το μάθουμε στο τέλος.