Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Ακροβασία

Kομμένη στα δύο. Η ανασφάλεια κατατεμαχίζει την αυθεντικότητα. Ανισόρροπη, στην προσπάθεια να ισορροπήσεις ανάμεσα σε ευφορία και θλίψη. Πάντα σε έθελγαν τα ακραία συναισθήματα, το μονοσήμαντο σε σκότωνε. 
Προσπαθείς να αποτυπώσεις δυο αράδες σε ένα χαρτί τόσο λευκό, που μοιάζει καταραμένο. Στριμώχνονται οι λέξεις, παραφωνούν, απωθεί η μία την άλλη, διαλύουν το όποιο νόημα.
Ντυμένη με ένα κίτρινο φόρεμα και κάτι σκουλαρίκια σε σχήμα λουλουδιού, τα μαλλιά σου ανάκατα, δήθεν ανέμελα, η όλη μορφή πασχίζει να δανειστεί κάτι από τη χίπικη φαιδρότητα. Το ξέρω καλά, όταν ντύνεσαι έτσι, μέσα σου παλεύουν δαιμόνια. Μασκαρεύεις τη θλίψη σου, με πένθιμες πολυχρωμίες, σε προδίδουν όμως οι συσπάσεις του προσώπου. Οι αδιόρατες λεπτομέρειες.

Αμέτρητες οι φορές που είχα διαπραγματευτεί τη φρενήρη σου κυκλοθυμία. Από τη μία στιγμή στην άλλη, ακροβατούσες ανάμεσα σε γαλαξίες ειρηνικούς και σε μέρη πολεμοχαρή, σε γωνιές ανάτασης και σε τόπους όπου γιόρταζε η οδύνη. Μετασχηματιζόσουν με τόση βιαιότητα, οι κλυδωνισμοί των μετουσιώσεών σου παραδομένοι στο αναπάντεχο- και εγώ ανήμπορος να τους συλλάβω. Με μια εξουθενωτική ταχύτητα ο διασκορπισμός σου σε μεταλλάξεις που μαίνονταν στο ανεξέλεγκτο, πότε δυναμική, πότε συνεσταλμένη, πότε απλώς ανυπόφορη. Διχασμένη προσωπικότητα;
Έμενα να παρατηρώ τα απειράριθμα πρόσωπά σου να διεκδικούν επί ίσοις όροις υπόσταση και ας εξουδετέρωνε το ένα το άλλο. Ένα μπέρδεμα οχληρό, ένα ξόδεμα ατέλειωτο.
Υπέφερες που η ύπαρξή σου παράδερνε σε μία αιώνια ακροβασία. Πιο πολύ υπέφεραν όμως οι γύρω σου που ήθελαν διακαώς να πιστέψουν σε μία και μοναδική σου πλευρά. Υπέθετα ότι όλο αυτό πηγάζει από ελλιπή αυτογνωσία. Μα και η ελλιπής αυτογνωσία έχει τη ρίζα της στην έλλειψη αγάπης προς τον εαυτό μας. Όταν δεν μπορείς να αποφασίσεις ποιος είσαι, σε ορίζουν οι άλλοι. Όταν δεν αγαπάς τον εαυτό σου έχεις ήδη αποκτήσει υπολογίσιμους εχθρούς. Κι έτσι όπως χάνεσαι στην ακροβασία σου, χάνεται η αυθεντικότητά σου.

Γύρω μου παρελαύνουν πλασματικοί εαυτοί. Ηδυπαθή βλέμματα, νάρκισσοι,, καταπιεσμένες σεμνοτυφίες, ξιπασμένες μεγαλομανίες. Θορυβώδης αυτοκτονία της Ψυχής η αφαίμαξη της αυθεντικότητας. Ο φαύλος κύκλος της επικράτησης του επίπλαστου εαυτού. Προσωπικότητες που επιμένουν ευθαρσώς να αποκαλούνται πολυσχιδείς. Μεταμφιεσμένες αλήθειες με κραυγαλέα ασχήμια φρονούν πως είναι αινιγματικά γοητευτικές. 

Ακροβατώντας ανάμεσα σε πολλές προσωπικότητες, κρατάς απόσταση από τη δική σου. Θωρακίζεσαι στην απόπειρά σου να αποφύγεις τα καλούπια. Φτιάχνεις άθελά σου στεγανά και τείχη, κανείς δε μπορεί να δει το πρόσωπό σου- και το χειρότερο είναι ότι δεν ξέρεις ποιο είναι. Η δυστυχία πηγάζει από την δειλία να αποφασίσεις, να κοιτάξεις άφοβα ποιος είσαι, ακόμα και αν το ένα και μοναδικό σου πρόσωπο δεν είναι και τόσο θελκτικό. Ξέχασες από πού ξεκίνησε αυτή η ακροβασία;
Πρεπει να ήταν τότε που η ανασφάλεια έκανε ατροφική την αυτοεικόνα σου και σε έσυρε σε ένα μιμητισμό ανήλεο. Αν θέλεις να βρεις την αλήθεια, πρέπει να είσαι Εσύ αλήθεια. Να μην παραδίδεις στη λήθη την αυθεντικότητά σου. Να μην προσμένεις την εξωγενή της επιβεβαίωση. Να μην ακροβατείς σε ψευτοδιλήμματα. Αλλά πάνω από όλα να τολμάς να αποφασίζεις: πώς θα ήταν η ζωή κινούμενη διαρκώς στο μεταίχμιο; 

Σε παρατηρώ για τελευταία φορά, λίγο πριν σε αφήσω. Η ύπαρξή σου σαν ερωτηματικό γιγαντιαίο, βουλιάζει σε μια μελαγχολία κραταιά. Οσμίζεσαι την εγκατάλειψη, άλλη μια διάψευση στη σειρά. Αμήχανη, φοβισμένη, χωρίς σθένος, έτοιμη να συνεχίζεις να ακροβατείς με θέα τους πολλαπλούς σου εαυτούς. Είναι αναγκαίος ο Θάνατος για να αναγεννηθείς. Ο θάνατος της φθοράς, των δαιμονίων, των επίπλαστων στοιχείων. Το τέλος της ακροβασίας, η εύρεση ενός σταθερού σημείου που όμως θα καταλύει τη στασιμότητα. Το να μην είσαι Χίμαιρα αλλά μορφή οικεία και γαλήνια.
Η μορφή σου άχρωμη απομακρύνεται. Αποκαμωμένη, σα να μη μπορεί να δει καθαρά πού πηγαίνει. Βλέπει παντού αντικατοπτρισμούς, βουτηγμένη σε χρόνιες αυταπάτες. 
Αλλάζει, διχάζει, προσποιείται, υποδύεται. Και το βραδυ που έρχεται θα τη βρει ακόμα πιο μόνη, με τη συντροφιά των αυτοσχέδιων προσωπείων της. Μορφή άμορφη, χωρίς ένα, πραγματικό πρόσωπο, σε έναν απρόσωπο κόσμο..

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Διακοπές στη Ρώμη

Κάθε Καλοκαίρι,ο ίδιος ευσεβής πόθος. Λίγες στιγμές χαράς, απόλυτης ξεγνοιασιάς, ανεπιτήδευτης ανεμελιάς. Τα καθήκοντα τη βαραίνουν, ανάλγητα πέφτουν στους ώμους της, βαραίνουν το βάδισμά της. Κατά γράμμα τηρεί ένα πρόγραμμα που η ίδια επινόησε. Δε διστάζει μάλιστα να αξιολογεί τον εαυτό της με κριτήριο τη μη παρέκκλιση από αυτό. Η παρασπονδία κρίνεται ασυγχώρητη. Η έλλειψη αυτοκυριαρχίας σφάλμα τραγικό. Μια ζωή η αυθυποβολή την αφέντευε, και ας έτρεφε αυταπάτες ότι εκείνη τής επιβαλλόταν. Μπορεί να ξεφυγει από ό,τι θέλει, όχι όμως και από τον εαυτό της.

Η πανομοιοτυπία της κάθε μέρας εξουδετερώνει τη φωνή της. Παρακολουθεί τον Κόσμο να σχεδιάζει διακοπές. Μακριά, κοντά, σύντομα, αρμένικα, σχέδια που στάζουν άμμο και μυρίζουν αντηλιακό, εικόνες ενοχλητικές από βαθυγάλανες ακτές και παφλασμό κυμάτων. Στο Καλοκαίρι πανηγυρίζουν οι αξιώσεις. Τόσο, που συνήθως καταλήγει απογοητευτικό. Όσοι δε αδυνατούν να γίνουν κοινωνοί της χειμαρρώδους ευφορίας, βυθίζονται σε μια θλίψη απέραντη.

Η σχέση της με το Καλοκαίρι παράξενη. Ουδέποτε μπορούσε να ανιχνεύσει τι επιζητούσε από αυτό. Λίγο πριν την έλευσή του συνωστίζονταν κτητικά οι αξιώσεις στο εξουθενωμένο μυαλό της. Κι έπειτα οι μέρες κυλούσαν όπως ανέκαθεν, μέσα σε ξυπνητήρια, προθεσμίες, υποχρεώσεις και εξαναγκαστικά χαμόγελα. Κάθε ιδέα προσέκρουε στο θανατηφόρο'' Και αύριο μέρα είναι, πάμε αύριο΄΄, και κάπως έτσι το σήμερα πέθαινε μέσα στις παρατάσεις του. Αλλόκοσμα Καλοκαίρια, τα παρατηρούσε πότε με απορία και πότε με θαυμασμό, πότε με θυμό και πότε με φθόνο. Η υπακοή στο πρόγραμμά της ακύρωνε την πιθανότητα μιας απροσχεδίαστης εμπειρίας.

Φέτος όμως αισθάνεται αλλιώτικα. Σα να ανίχνευσε επιτέλους τα θέλγητρα της καυτής εποχής και να νιώθει παράφορη επιθυμία να τα κυνηγήσει. Θέλει αποστασία από όσα ήξερε. Από προγράμματα, υποχρεώσεις, παγίδες και ψυχαναγκασμούς. Θέλει να αφεθεί στο άγνωστο της κάθε μέρας, να χορτάσει ατασθαλίες, να ξορκίσει τις ενοχές τις γιγαντιαίες. Προσεύχεται για χαρά ατόφια, να γίνει ικανή να εκτιμά την προσωρινότητά της, να ξεχαστεί στο ανεπανάληπτο. Αυτά που μπορούν να μας αλλάξουν είναι ανεπανάληπτα. Και αν κατορθώσει να αποδεχθεί ότι η χαρά εξανεμίζεται σαν ριπή ανέμου, ίσως να νιώσει εκείνη την αγαλλίαση τη σπάνια , που έχει μόνιμα ευεργετική επενέργεια.
Να καταλάβει ότι η διεκδίκηση της αιώνιας αρμονίας υπονομεύει την στιγμιαία ευτυχία.

Περπατάει σε σοκάκια όλο χρώμα, ξεχνάει τι άφησε πίσω, τι θέλει να συναντήσει στην επόμενη στροφή. Βλέπει την ταινία ξανά και ξανά, φέτος θα ζήσει τις δικές της ''διακοπές στη Ρώμη'', ακόμα και αν δει τη Ρώμη μέσα από καρτ- ποστάλ. Βλέπει τη χαρά να τρέχει καταστρώνοντας νέα μυστικά. Άπιαστη, δεν μπορεί να την προλάβει και ούτε θέλει. Τόσα χρόνια περιμένει το Όνειρο χωρίς να διαπιστωνει ότι τής φράζουν το δρόμο οι δικοί της εφιάλτες. Αφήνε την προσδοκία να απαξιώνει την κάθε αυτοδύναμη στιγμή. Ήρθε η ώρα για διακοπές από τον παλιό εαυτό της που ξεθωριάζει μέσα σε μια αυτοκαταστροφική φθορά. Αυτό θα είναι το δικό της Ταξίδι, αστραπιαίο και συναρπαστικό, ικανό να ξετυλίξει μια λησμονημένη πλευρά της. Εκείνη που μπορεί να αντέξει την ομορφιά της ευτυχίας, ακόμα και αν τη διαδέχεται η πιο σκληρή μορφή δυστυχίας.Άλλωστε, οι Μεγάλοι Άνθρωποι δεν προορίζονται για ορατούς προορισμούς, ούτε αγωνιούν να τους ανακαλύψουν. Ξέρουν ότι το ταξίδι είναι μαγικό επειδή αυτοί είναι δυσδιάκριτοι- ακόμα και αν εν τέλει δεν υπάρχουν.

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Πολιτεία

Αυτή η πολιτεία την διχάζει. Ο Ιούνης χάνεται σε έναν καυτό αέρα, σε έναν κονιορτό εικόνων που ακροβατούν ανάμεσα στη μέθη των εποχών. Πανοραμικά, αυτή η πολιτεία μοιάζει να ξαποσταίνει. Έμαθε να δίνει στις νύχτες της γεύση από ρούμι και ήχους παραπονιάρικους. Κλείδωσε σε ένα συρτάρι ερμητικά τις σοφές κουβέντες αγαπημένου φίλου. Κάθε φορά που χαράζει, νιώθει ότι αυτή η πολιτεία την αποζημιώνει. Τής αποκαλύπτει με παράδοξη γενναιότητα την υπερβατική της σαγήνη.

Όλα μπορούν να τής τα ληστέψουν εκτός από ετούτη την ώρα. Η κατανυκτική ηρεμία την αφοπλίζει. Μένει μόνη σε μια σιωπή αδυσώπητη. Τα κτίρια είναι αγέρωχα χωρίς μορφές να τα πλαισιώνουν. Να τα ζωοδοτούν ή να τα νεκρώνουν. Όλα είναι θέμα ματιάς, το ξέρει καλά. Αλλά πόσο να επιβιώσει η ομορφιά όταν την προσπερνούν ηθελημένα τυφλοί; Το να αδυνατείς να διακρίνεις ομορφιά σε καθιστά αποκρουστικό.

Οι γραμμές των οικοδομημάτων είναι πιο απαλές, οι στροφές των δρόμων λιγότερο απότομες. Ζωντανεύουν οι δρόμοι και ας είναι άδειοι. Μπορεί να τους ονειρευτεί όπως θέλει, χωρίς το άχθος των αναμνήσεων. Μια ζωή θέλει να φύγει από εδώ. Αισθάνεται ότι η μόνη της απόλαυση είναι να παρατηρεί αυτή την πολιτεία άδεια από ανθρώπους. Τα σύμβολα που γεννά αυτός ο τόπος την καταδιώκουν με ανίερη μάνητα. Θα δραπετεύσει, και ας είναι αργά.

Εκείνο το τελευταίο βράδυ, η πολιτεία της ανέδυε μια περίεργη λάμψη. Μέσα από το απόλυτο σκοτάδι, την αναρριχώμενη θερμοκρασία και τη μυρωδιά από ρούμι οικεία γύρω της. Ήθελε να αποκρυπτογραφήσει τα μικρά της μυστικά, να καταλάβει γιατί αγαπά να τη μισεί. Να διώξει μακριά όλες τις μορφές που τής κάνουν σινιάλο όλο φθόνο,  περιφρόνηση και απάθεια. Να λυτρωθεί από το διωγμό της.

Ξέρει ότι την περιμένει μία αφάνταστη περιπλάνηση. Πολιτείες νέες που θα γευτεί ολόψυχα και θα τη βοηθήσουν να αφεθεί σε μια σωτήρια λήθη. Όμως αυτή η πολιτεία πάντα θα την κεντρίζει, θα ξυπνάει μέσα της, θα γεννάει νέα όνειρα και νέα μυστικά. Και όπως σε κάθε αιώνια εκκρεμότητα, θα είναι το αδιέξοδο και η λύτρωση μαζί. Η αφετηρία και το τέρμα.

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Τέλος Εποχής

Ψ'αχνω να βρω κάτι να με συναρπάσει, να το ποθήσει η ματιά μου έτσι ενάντιο όπως θα είναι στην ανία της συνήθειας. Να νιώσω έξω από εμένα και από όσα ξέρω. Όλη μέρα αναζητώ, παντού. Φρούδες ελπίδες με τυλίγουν με ανίερη καχυποψία. Μαύρισαν οι δρόμοι, τα κτίρια, τα βήματα συνεσταλμένα οδεύουν προς μία αχαλίνωτη φθορά. Καλπάζουσα καθώς είναι, με τρομοκρατεί. Τίποτα δε μπορώ να κάνω για να την ανακόψω.

Φρίκη ο κόσμος, διαλαλεί ακόμα και άθελά του την κατάπτωση, μόνο και που υπάρχει. Η μορφή του κόσμου δίνει ρεσιτάλ αποστροφής. Ακόμα και μέσα από την ακυβερνησία, την τραγελαφική πολιτική ηγεσία, παρελθούσα και υποψήφια, τις λάγνες υποσχέσεις και τη διαστροφική παραφιλολογία. Οι μισοί αναζητούν δουλειά διεκδικώντας επαξίως τη ρετσινιά του αιθεροβάμονα και οι άλλοι μισοί αδυνατούν να κάνουν τη δουλειά τους σωστά. Ξέχασαν πώς να το κάνουν μέσα στον εξανεμισμό του Κινήτρου. Αποσπάται η προσοχή τους από το νεφελώδες σκηνικό βίας εκλογικευμένης, αυτοτροφοδοτούμενης προσποίησης και αναρριχώμενης αβεβαιότητας. Όλοι μιλούν ακαταλαβίστικα, σε μία διάλεκτο όλο επίπλαστους μορφασμούς, σε μία γλώσσα τόσο ξύλινη, πεζή και θρασεία που λίγο απέχω από το να ξεχάσω τη μητρική μου.

Μία εποχή φθοράς. Και αν μέσα από τα ερείπια αναδύονται θησαυροί, τι θα γίνει μέχρι να γίνουμε άξιοι για αυτούς; Θέλω σε κάτι να πιστέψω αλλά κάθε φορά με διαψεύδει. Έκπτωτες αξίες με σημαδεύουν, και ας με αποκαλούν μέγα αναχρονιστή. Μετέωρο το σύμπαν, εκκολάπτεται σε καινούς κώδικες και σε καμπές που εκ πρώτης φαντάζουν φοβερές. Το νιώθω, αυτή η εποχή πεθαίνει. Θα χαρώ να είμαι παρών στον ενταφιασμό της. Είναι αδύνατο να αντέξω και άλλα  εκφυλιστικά παράγωγά της άδειος από σθένος διαμαρτυρίας. Αυτή τη δύναμη που σαρώνει κάθε χιλιοστό αλήθειας και κάνει τα βλέμματα γυάλινα, τους αρπάζει την έκφραση, τα νεκρώνει.

Μιζέρια ολκής αποδυναμώνει τα πάντα. Η δημοσιονομική έλλειψη απλός αντικατοπτρισμός του Μεγάλου Αφανισμού. Της απουσίας οράματος που έχει αντικατασταθεί από κοντόφθαλμους σκοπούς, ψυχαναγκαστικούς μέχρι να αποκτήσουν υπόσταση. Της απουσίας αξιοπρέπειας και ανθρωπιάς, υπευθυνότητας και ηγετικών μορφών. Ο κόσμος αγριεύει
, εκτροχιάζεται. Μέσα σε λίγα χρόνια τα προσωπεία έπεσαν αλλά εκείνοι επιμένουν να τα επικαλούνται ως αυθεντικά πρόσωπα.

Μα πώς να ζήσεις αξιοπρεπώς όταν χρόνια μηχανεύονται τον εξευτελισμό σου; Όσο και να θες να κρυφτείς, η γελοιοποίηση είναι αναπόφευκτη. Γιατί νιώθεις κομμάτι νοσηρό του παρακμάζοντος Όλου, ίσως και να συνέβαλες σε ένα βαθμό στη γένεση και διατήρησή του, καλείσαι να κάνεις αυτοκριτική, και το κυριότερο όλων; Έχεις ήδη αισθανθεί αυτολύπηση έστω και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Για τον όποιο λόγο.

Νιώθω μικρός, απειλούμενος και απέραντα δυστυχής. Σα να με αφιονίζουν κάθε μέρα και η αντίστασή μου περιφρονεί τις κραυγές μου. Είναι αλήθεια τελικά, ο Κόσμος τελειώνει. Λήγει η μέχρι τώρα οικεία μορφή του. Θα μπορούσα να φύγω πολύ μακριά. Όμως θέλω να τον δω να κατεδαφίζεται περίλαμπρα. Τις παράπλευρες απώλειες, τις πανωλεθρίες, το χαμό.
Και εν τέλει το απαύγασμα αυτής της θανάτωσης.
Το νέο κόσμο, ένα άλλο φως να με ξυπνάει ή ένα σκοτάδι να με καθοδηγεί.
Λεπτό προς λεπτό, ακόμα και με κομμένη την ανάσα.
Μόνο έτσι ίσως ανασάνω ξανά.


Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Ελευθερία

Σε παρατηρούσα από τη γωνία να με περιμένεις. Βλέμμα όλο προσμονή και νευρικές γκριμάτσες. Προσποιείσαι ότι ρουφάς άλλη μια γουλιά καφέ άνετος. Όταν με βλέπεις από μακριά, φοράς το πιο επιτηδευμένο σου μειδίαμα που μετά βίας πασχίζει να καμωθεί το χαμόγελο. Μάλλον η διπλωματική πτυχή του χαρακτήρα σου ελπίζει ότι με μία χαλαρή προσέγγιση θα με μεταπείσεις. Κάπως έτσι ξεκινάς μία ακατάσχετη φλυαρία για το απότομο συννέφιασμα και για την αφύσικη κίνηση στους δρόμους κυριακάτικα. Σχολιάζεις όλο μπρίο δήθεν το τραγούδι του Miles Davis που από το πουθενά φιλοξενείται στην αδιάφορη καφετέρια. Πάντα άλλωστε κατάφερνες να τρυπώσεις τη μουσική σε κάθε περίσταση, πάντα σε θαύμαζα για αυτό.

Έπειτα αρχίζεις τον καταιγισμό από ερωτήσεις. Ραφιναρισμένες, με εφαλτήρα την αυτοκριτική πάντα. Στο αν έφταιξες σε κάτι με τις συναφείς εικασίες για το τι μπορεί να είναι αυτό. Ομολογώ πως διασκέδαζα την ορκισμένη σιωπή μου. Στα δίχως φρένο λόγια σου δικαιωνόταν η επιλογή μου να σε αφήσω. Το ψέμα ξεγλιστρούσε από κάθε λέξη αλλά δε με δηλητηρίαζε καν. Κουνούσες πέρα δώθε νευρικά το πόδι, φαίνεται σου στοίχιζε η απώλεια του κεκτημένου. Φρονείς πως με ξέρεις καλά και η όλη σου απόπειρα στοχεύει στον ερεθισμό των ενοχών μου. Πρακτική που φανατικά ακολουθούσες για να με κρατάς δίπλα σου σαν άλλη μαριονέτα. Για να εκλογικεύεις τα παράλογα και να με πείθεις για αυτό.

Τόσο καιρό παρακολουθούσα ανήμπορη την ύπαρξή μου να μαραζώνει σε ένα τρελό ανοσιούργημα. Είχα παραλύσει και το ατένιζα σα να μη με αφορούσε. Έπειθα τον εαυτό μου να πιστεύει τα ψέματά σου, να δέχεται την αισχρή διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Θεωρούσα τον εαυτό μου πλεονέκτη όταν αξίωνε τα αυτονόητα. Προσπερνούσα τα κακόβουλα σχόλιά σου και τις υπόγειες αιχμές σου που με υποτιμούσαν θρασύδειλα. Έκανα τα πάντα για να μη σε χάσω, γιατί η συνήθεια βλέπεις μεταμορφώνει ακόμα και τη ζωή σε θάνατο.

Και να που τώρα θέλω μόνο να σε χάσω. Μάλλον γιατί μόνο τότε θα βρω εμένα. Θέλω να ξεκολλήσω από το μοτίβο μιας κατ' εικόνα ζωής που εσύ σχεδίασες για εμένα και το αποδεχόμουν σιωπηλά.

Και να που αυτό το αινιγματικά όμορφο κυριακάτικο πρωινό σε βλέπω να αναλώνεσαι σε μία υπερπροσπάθεια να μου αλλάξεις  γνώμη. Μέσα σου τρέφεις τη σατανική βεβαιότητα ότι είμαι τιθασεύσιμη λεία και ότι απλώς απολαμβάνω την αναμενόμενη αντιστροφή των ρόλων. Δε διανοείσαι να ηττηθείς σε κανένα παιχνίδι, πόσο μάλλον σε αυτό, που τροφοδοτεί πλουσιοπάροχα τον εγωκεντρισμό σου.

Όταν καταλαβαίνεις ότι η άρνησή μου είναι αμετάκλητη, τα προσωπεία της ευγένειας εκπίπτουν μεμιάς. Αρχίζουν τα κατηγορητήρια και οι ετυμηγορίες, που με εξουσία δικαστού ανακοινώνεις. Λόγια βάρβαρα και με θυμό ειπωμένα, για το πόσο μονόπλευρη και πόσο αχάριστη είμαι, πόσο αλαζονικά κομπλεξική. Μια σκέτη απογοήτευση είμαι, πολύ λίγη τελικά, αυτή η τελική ετυμηγορία.

Χωρισμός ίσον άρνηση επιλογής, αποποίηση συνήθειας. Μου πήρε πολύ χρόνο να αποδεχθώ ότι μοιράστηκα ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου με μία επιλογή άστοχη, που την μετέτρεπε σε αλληγορικό θάνατο. Θέλω την ελευθερία μου όμως, να θυμηθώ όσα έχασα, όσα ξέχασα και με έκαναν να νιώθω ζωντανή.

Σε αφήνω με όψη αλλοιωμένη να κοιτάς στο κενό. Ακόμα δε μπορείς να χωνέψεις την αιφνίδια απόφασή μου, και ας διατείνεσαι ότι αποδείχθηκα λίγη. Πίστευες ότι θα γερνούσα κοντά σου αλλά αν έμενα θα πέθαινα κοντά σου. Μέρα με τη μέρα και πιο πολύ, χωρίς ψυχή, χωρίς ''Εγώ'', μόνο με ένα ''Εμείς'' από εσένα σχεδιασμένο. Όπου εσύ θα με έσερνες στα μονοπάτια σου χωρίς καν να με ρωτήσεις αν αυτό επιθυμώ.


Περπατώ γοργά, χωρίς ένοχη ανακούφιση. Με ανακούφιση μόνο. Σα να ξαναγεννιέμαι και όλα εκκινούν από το μηδέν. Η ανελευθερία σε μία σχέση είναι εξόντωση ενώ η ανελευθερία στη μοναξιά κίνητρο είναι και πρόκληση. Και καθώς ο καιρός αλλάζει από τη μία στιγμή στην άλλη, έτσι κι εγώ θέλω να γεμίσω αλλαγές και εξελίξεις, μέσα σε μια ανέλπιστη ελευθερία. Μετά από όλα αυτά, είναι έγκλημα η προσμονή της αλλαγής από κάποια λυτρωτική δύναμη. Γιατί είμαι η μόνη ικανή να φέρω την αλλαγή μέσα μου και γύρω μου και παντού. Αρκεί να το θελω.



Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Δυνατά και Αδύνατα

Η  ψυχική δύναμη. Ζητούμενο υψηλό πάντα και ποθος ευσεβής, γλιστράει δίπλα μου, άπιαστη, μεταμορφώνεται γοργά, μαγεύει και μαγεύεται. Εξαντλείται μέσα στην πυρετώδη έξαψη των έκρυθμων πρωινών
, ανιχνεύεται ανύποπτα, θαυματουργεί όταν όλα γύρω καταρρέουν.

Συνάντησα ανθρώπους που καταπόντιζαν μεμιάς κάθε απόθεμα ψυχικής δύναμης που διέθετα- ή έστω εκεί κατέτειναν. Δεν την είχα διασφαλίσει, δεν την είχα σφραγίσει για να μην αφηνεται έκθετη σε εισβολείς τιποτένιους και ανασφαλή αρπακτικά. Έρμαιο της δικής τους ανασφάλειας, έβλεπα τη δική μου έλλειψη πεποίθησης να διογκώνεται, να με απορροφά ολόκληρο. Γιατί πίστευα την τυχάρπαστη κρίση τους με αφέλεια νηπίου, ομοίως και το ευμετάβολο αυτής. Περνούσα νύχτες αναλογιζόμενος γιατί η πίστη μου έτεινε προς το μηδέν. Μήπως επειδή η ανασφάλειά μου έτεινε προς το άπειρο;

Σε άλλες, πάλι, συναντήσεις, σε εκείνα τα απίθανα σταυροδρόμια όπου εναρμονίζονται βλέμματα και βήματα και επιθυμίες, η ψυχική δύναμη αποθεωνόταν. Την έτρεφαν οι καρποί ζωογόνων συγκερασμών, συναισθημάτων έντονων, σχεδόν τραυματικών. Από εκείνα που η κοινωνία σε εκπαιδεύει να απορρίπτεις ως απότοκο νεφελοβασίας. Τότε αποδεικνυόταν ότι μπορούσα να υπερβώ τον μικρό εαυτό μου, να μεγαλουργήσω, να κάνω τα αδύνατα, δυνατά. Η δύναμη με καθοδηγούσε ολόφωτη, μια αίσθηση ευφορίας σκόρπιζε παντού ελπίδα, φώναζε ότι τα επικείμενα δε μπορεί παρά να είναι Θαύματα.

Η ψυχική δύναμη πολλαπλασιάζεται όταν δεν πασχίζεις να τη βρεις έξω από εσένα. Ανθεκτική είναι μόνο όταν πηγάζει από εσώτερες διεργασίες. Αντιδρά αλλεργικά σε έξωθεν επικυρώσεις ή αμφισβητήσεις. Γιατί είναι προϊόν τραχιάς μαθητείας, οδύνης αλλά και εξάσκησης. Εξάσκησης στη μικρότητα της φύσης, στα επονείδιστα παράγωγά της. Όμως τι αξία θα είχε η κορυφή αν δεν είχες πρώτα γευτεί τον πυθμένα;Απύθμενη είναι η ψυχική δύναμη μόνο όταν αντέχει τον πυθμένα.
Γιατί ξέρει ότι είναι προσωρινή συνθήκη, αναγκαία για την ενεργοποίηση της αφύπνισης και τη διεκδίκηση της κορυφής.

Έπαψα να γυρεύω σε λάθος μέρη την πολυπόθητη δύναμή μου όταν την έχασα εντελώς. Άρχισα να ψάχνω μέσα μου, και ας είχε μετατραπεί το μέσα μου σε χάος από τη μακρόσυρτη λήθη. Οι φόβοι μου νεκρώνονταν, όπως και οι αυταπάτες που οι ανώφελοι συναγελασμοί καλλιεργούσαν. Είδα μέσα μου το σκοτάδι αλλά και το φως. Την ικανότητά μου να επιλέγω, όχι να αφήνω τους άλλους να επιλέγουν για εμένα κατά βούληση. Να αυτοπροσδιορίζομαι αντί να με ορίζουν μεροληπτικά οι άλλοι. Γιατί όσο χρόνο έχω να με μάθω και να με καταλάβω, θέλω να τον αδράξω και να το κάνω μόνος μου, όχι στηριζόμενος σε ξένες αντανακλάσεις.
Τίποτα δεν είναι αδύνατο όταν αναγνωρίζουμε με δύναμη τις αδυναμίες μας.
Όλα είναι τότε  δυνατά και παντοδύναμα.




Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Α-νικη-τος

Είσοδος Καλοκαιριού αλλά στον ορίζοντα μία ομιχλώδης αμφιβολία. Ζευγάρια από ποθητές νίκες, δρόμοι όλο προσκόμματα, στοιχήματα και προκλήσεις, όλα σε εναγκαλισμό μέσα στο μισοσκόταδο.
Μία δροσιά επίμονη, ευεργετική. Σαν γενναιόδωρη ελπίδα σε απέραντο Χάος.
Κάθε προσπάθεια φιγουράρει άγαρμπα, χαμηλώνει το βλέμμα καθώς στηλιτεύεται από το αποτέλεσμα.
Έμαθα ότι η ζωή αξίζει μόνο όταν οδεύει προς μία τρανή Νίκη.
Έτρεμα τις ήττες σαν μικρό παιδί, η ύπαρξή μου βούλιαζε σε ένα απύθμενο παράπονο, με μομφές και γκροτέσκα λάθη, υπογραμμισμένα. Δεν ησυχάζω, από το ταβάνι προσγειώνονται αμαρτήματα αδιανόητα και φραγμοί προς το ποθούμενο αποτέλεσμα.

Η πορεία βασανιστική, γεμάτη από το άγχος που γεννά η ανάγκη για αέναη επιβεβαίωση. Όσο τροφοδοτείται, τόσο λιμοκτονεί η αυθεντικότητα. Και αν πλησίαζα κάθε φορά σε ένα τέρμα θρυλικό, γιατί ένιωθα έρημος και ηττημένος; Ξενυχτούσα πάνω από θορυβώδεις εμμονές. Ποτέ και τίποτα δε θα ήταν αρκετό. Πάντα λίγος, χωρίς κάτι εντυπωσιακό να επιδείξω, χωρίς ένα μεγάλο επίτευγμα να συνοδεύει το όνομά μου. Η ανωνυμία μου με εξόργιζε αντί να με καθησυχάζει. Πάσχιζα κάθε νύχτα να καταλάβω πότε έχασα ολοκληρωτικά το δρόμο. Μήπως ήταν όταν το βλέμμα μου καθηλώθηκε στη θελκτική Νίκη και έπαψα να βλέπω όλες τις γητειές της διαδρομής;

Άνθρωπος χωρίς δύναμη για την ήττα είναι κατ' επίφαση νικητής. Στο πανηγυρι από επιτεύξεις των γύρω μου, που έμοιαζαν να είναι παρατεταγμένοι σε ένα προνομιακό στρατόπεδο, κλεινόμουν στον εαυτό μου και τον κατηγορούσα για μετριότητα. Ένιωθα πως δικαιούμαι να με υποβιβάζω, να διατηρώ την πίστη σε εμένα ελλειπτική. Το αποτέλεσμα με δικαίωνε, γιατί το αποτέλεσμα με άφηνε πάντα κάθιδρο, μακριά από την απρόσιτη Νίκη στην οποία στόχευα. Πάντα ενάντιο στις προσδοκίες και τις επιθυμίες μου, και εγώ παίκτης σε ένα παιχνίδι στο οποίο ήμουν εξαρχής χαμένος.

Ποιος είναι τελικά ο νικητής και ποιος ο ηττημένος; Οι ήττες μου ήταν η αφετηρία για νίκες που ήμουν ανίκανος ακόμα και να διανοηθώ. Μία μεγάλη, αληθινή Νίκη, έρχεται στην πορεία, ακριβώς επειδή αφήνεσαι στο ταξίδι χωρίς να την προσμένεις. Οι στόχοι είναι για τους κοντόφθαλμους και συνήθως η διαδρομή κρύβει εκείνη τη σπάνια μαγεία του  επαναπροσδιορισμού της ματιάς, εκείνη που κάνει τη νίκη ήττα, και το αντίστροφο.

Η μεγαλύτερη Νίκη είναι εκείνη που ακόμα δε γνωρίζω. Τη νιώθω αμυδρά κάθε φορά που ο εαυτός μου ξαποσταίνει από τις άμυνες και μου ψιθυρίζει λόγια που με ξαφνιάζουν. Μέσα από το δροσερό αεράκι του Ιουνίου και την κραταιά ελπίδα, τα βουρκωμένα βλέμματα και την εγκατάλειψη των αυτοσκοπών. Μα και μέσα από την πορεία που απλώνεται μακρά μπροστά μου.
Τα αναπάντεχά της δεν τα αφήνω για καμία Νίκη..γιατί μόνο αυτά θα με οδηγήσουν στη δική μου..