Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Στη Φύση σου

Θυμάται τον εαυτό του από μικρό, να κρύβεται πίσω από τους συμμαθητές του, να γράφει σε αποκόμματα του τετραδίου, να βάζει τα δυνατά του για να περάσει απαρατήρητος. Τα σημάδια της προσωπικότητας που θα διαμορφωθεί, όσο πρώιμα και να θεωρούνται, είναι πιο ξεκάθαρα τότε, πιο ουσιαστικά, γιατί λείπει η τετράγωνη λογική ώστε να τα φιλτράρει. Αγχωνόταν διαρκώς από το απειλητικό χάσμα που υψωνόταν, ανάμεσα στον ίδιο και τους συνομήλικους υποψήφιους φίλους του. Φίλοι δεν έγιναν ποτέ. Τα παιχνίδια ουδέποτε τα εκτίμησε, οι ιδέες που κυκλοφορούσαν αντάρτικα στο μυαλό του σχεδόν τον σόκαραν, τα όσα έγραφε, αράδες σκόρπιες δεξιά και αριστερά, ήταν αποτύπωμα μιας ανήσυχης, σίγουρα όχι παιδικής ψυχής.
 
Στην εφηβεία, το χάσμα έγινε αγεφύρωτο. Εισέπραξε περιφρόνηση, χλευασμό, αδιαφορία. Με τη ρετσινιά του ακοινώνητου, προσπαθούσε να πειθαρχήσει τα όσα ένιωθε και σκεφτόταν, με τα όσα παρατηρούσε στον εξωτερικό κόσμο. Χανόταν σε θεότρελες ασυμφωνίες και αυτάρεσκους γρίφους, δραματοποιημένους από την έντονη συναισθηματικότητα με την οποία επέμενε να ντύνει τα πάντα η ηλικία. Ηρεμούσε μόνο όταν έκανε την αγαπημένη του μοναχική βόλτα, από το Μοναστηράκι στο Κουκάκι. Περιπλανιόταν ανάμεσα σε ποικιλόμορφες φιγούρες, μελωδίες από το πουθενά, ζωηρά βλέμματα και παγωτά στο χέρι μέσα στο καταχείμωνο. Κάπου μέσα σε όλον αυτό τον εορτασμό του παροδικού, δεν έμοιαζε τόσο παράταιρος. Δεν τον κοιτούσαν παραξενεμένοι, ούτε με τη νύστα του αποχαυνωμένου που έπεσε άλλη μια φορά σε λήθαργο. Δεν του ζητούσαν εξηγήσεις, δεν γνώριζαν καν ποιος είναι, κανένα δεδομένο, κανένα ιστορικό.
 
 Η λύτρωση του να ανακαλύπτεις ποιος είσαι από το μηδέν, να μπορείς να γίνεις τα πάντα γιατί δεν είσαι τίποτα. Τα μέχρι τότε συμπεράσματα ήταν βιαστικά και επιπόλαια, δεν είναι ένα αθόρυβο και συνεσταλμένο αγόρι που καταφεύγει τρομαγμένο στο παιδικό του δωμάτιο. Αυτή είναι μία πλευρά του εφήμερη, που θα διαμορφώσει μια άλλη, ίσως αντίθετη εκ διαμέτρου.
 
Με επιτακτική ανάγκη για επικοινωνία και συναίσθημα, ευαίσθητος όσο ποτέ, βίωσε την γλυκόπικρη γεύση του μονόπλευρου. Πικρή γιατί η μη ανταπόκριση μπορεί να τον στοιχειώνει για μια ζωή, Γλυκιά γιατί μόνο μέσα από τον πόνο του μονόπλευρου μπορεί να εξασκήσει την επιθυμία του. Να επιθυμεί εκείνα που χρειάζεται.
 
Περνάει μια ζωή όπου έχεις όλα όσα χρειάζεσαι εμπρός σου και εσύ κοιτάζεις αλλού. Σε εκείνα που νομίζεις ότι θες. Υπάρχει μεγαλύτερη ειρωνεία από αυτή;
 
 
Η φύση του τον παίδεψε πολύ. Σήκωνε αντιρρήσεις, ανέτρεπε τα δεδομένα, τον παγίδευε σε χαρακτηρισμούς ανεπιθύμητους, του χάρισε γενναιόδωρα μοναξιά. Ουδέποτε, όμως, προσπάθησε να αλλάξει. Η φύση είναι ιερή, είναι η πηγή της διαφορετικότητας. Αν επέμβεις σε αυτή, σε αντεκδικείται. Τόσο απλά. Αφύσικο είναι να εγκλωβίζεις τη φύση σου, να νιώθεις ένοχος για αυτή, να απολογείσαι για το ότι ακολουθείς το δικό σου μονόδρομο όταν οι άλλοι περπατούν ασφαλείς και υπνωτισμένοι στην μεγάλη λεωφόρο.
 
 Μη φυσιολογικό είναι να βαδίζεις ενάντια στη φύση σου για να είσαι αρεστός και για να γίνεις αποδεκτός. Γιατί ως άλλος πια, δε θα μπορείς να νιώσεις την ευτυχία παρά μόνο ως μια παραμορφωμένη εκδοχή της. Σημασία έχει να είσαι Εσύ στο Ταξίδι. Να παραμένεις Εσύ. Ακόμα και αν η καρέκλα του συνεπιβάτη εξακολουθεί να είναι άδεια. Αυτό που θα ζεις δε θα είναι φαντασίωση, ούτε υποκατάστατο. Δε θα πετάς αιχμάλωτος πάνω από συννεφιασμένους αιθέρες. Όλα θα είναι αληθινά, θα μπορείς να τα δεις κατάματα, να απλώσεις το χέρι και να τα αγγίξεις, να διακρίνεις ομορφιά ακόμα και στο σκοτάδι.
 
 
 
 
 Γιατί είσαι ελεύθερος όταν μαθαίνεις να αποδέχεσαι τη φύση σου. Ακόμα και αν σε τρομάζει, ακόμα και όταν σε ξεβολεύει. Η ανασφάλεια συχνά είναι η αφετηρία στο δρόμο για την απελευθέρωση. Από όσα προσπαθούν να οικειοποιηθούν τη φύση σου, να σε εξομοιώσουν με το πλήθος, να σου σαρώσουν την αλήθεια.
 
Τα χρόνια πέρασαν μέσα από πολλές μεταπτώσεις, τον βρήκαν άγρυπνο σε απόγνωση, αλλά και με αίσθηση ικανοποίησης. Για τις σπάνιες στιγμές που έδινε στη διαδρομή κάτι από τη δική του ματιά. Και αυτή μεταμορφωνόταν, και γινόταν κάθε μέρα και άλλη, και περίμενε κάθε μέρα το Θαύμα. Πλέον, την αγαπημένη του διαδρομή, δεν την κάνει μόνος. Αλλά χρειάστηκε να περάσει από πολλή μοναξιά μέχρι να θελήσει να την αποχαιρετήσει οριστικά. Έπρεπε να νιώσει πραγματικά ελεύθερος προτού μπορέσει να δεσμευτεί. Να επιτρέψει στην αγάπη να εισβάλλει. Είναι στη φύση του.

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Παιχνίδια της Μνήμης

Ξεκίνησε τη γνώριμη διαδρομή με έναν πόνο σφηνωμένο μέσα του. Είναι πολύ πρωί, είναι η ώρα που χαράζει η ελπίδα, και ας καταποντίζεται κάτω από σκηνές φρίκης και ασήκωτης ρουτίνας. Συνήθισε η μέρα του να ξεκινάει με ένα παυσίπονο. Ρίχνει άφθονο νερό στο πρόσωπο αποφεύγοντας να αντικρύσει το είδωλό του στον καθρέφτη. Μισεί τους καθρέφτες, σα να φιλοξενούν τερατουργήματα, θολές μορφές και μισοσβησμένα λόγια. Αποτυπώματα που ξεθώριασαν μέσα στη θρασυδειλία τους. Πίνει μερικές γουλιές από τον πικρό καφέ που βράζει και με το ζόρι τρώει λίγο ψωμί. Νιώθει πως όλα έχασαν τη γεύση τους. Τα καταβροχθίζει μια ανελέητη ουδετερότητα. Μια ταυτότητα που λείπει τα ακινητοποιεί στην αεργία.
 
 
 Περπατάει ασθμαίνοντας, μερικές σκηνές που εκτυλίσσονται γύρω του μοιάζουν ολοκαίνουργιες. Μια φωτεινή επιγραφή, μια πρόσχαρη φιγούρα στον παμπάλαιο φούρνο που μοσχομυρίζει κανέλα, η παράξενα λεπτή σιλουέτα του κυρίου στο περίπτερο με τα πελώρια γυαλιά να παραποιούν το βλέμμα του, το παλαιοβιβλιοπωλείο που μάλλον είχε στήσει ολονυχτία. Δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν είναι η κατανυκτική φύση της ώρας που προσδίδει τέτοια διαύγεια στη σκέψη του ή αν η παρατηρητικότητά του ανέτειλλε άξαφνα και όψιμα. Πάντως, τα νέα στιγμιότυπα τον ανασύρουν από το λήθαργο. Τον τέρπουν, δίνουν άλλη πνοή στην ημέρα, μια ανανέωση της ματιάς.
 
 
 Αρχίζει να φυσάει ένας ψυχρός άνεμος που προοιωνίζει το Χειμώνα.. Πάντα η έλευση του Χειμώνα τον βρίσκει απροετοίμαστο. Νομιμοποιεί τον εγκλεισμό του στο σπίτι, ενθαρρύνει τη μοναχική του τάση. Αυτό είναι που φοβάται, ότι συνήθισε τη μοναξιά, έμαθε να την αγαπάει. Τα χρόνια τον βρήκαν απόκοσμο και ενοχικά ευτυχή. Αν εξαιρεθεί η αλλιώτικη αίσθηση ορισμένων στιγμών, όπου το παρελθόν αναδύεται δυναμικά στο παρόν και το θέτει σε αμφισβήτηση. Όλα εκείνα που τον στοιχειώνουν, που ριζώνουν μέσα του, που τον κατακλύζουν με ''αν'' και εναλλακτικές εκβάσεις, που του κατασπαράζουν την ηρεμία. Μια ηρεμία εύθραυστη, ίσως και εικονική. Εκκρεμείς συζητήσεις, αδέξιες αντιδράσεις, ψέματα βολικά που τον ξεβόλεψαν πολύ περισσότερο από ό,τι μια ξάστερη αλήθεια, μια απειροελάχιστη στιγμή, ένα κρυφό κοίταγμα στο ρολόι, μια αθέμιτη παράταση...και η ευκαιρία εξανεμίστηκε. Λόγια που ήθελε να βγάλει από μέσα του, θα του ανέτρεπαν τις σταθερές αλλά θα ξαπόσταινε ακροβατώντας. Ώρες σκοτεινές που ήθελε να τρέξει προς το φως, αλλά καθηλώθηκε στην αθέατη θέση του. Δεν ήταν έτοιμος για υπερβάσεις της καλοκουρδισμένης φύσης του, ποτέ δεν είναι έτοιμος. Δεν έπαιξε ποτέ, διάλεξε τον ένα και μοναδικό ρόλο του ανθρώπου που κρύβεται από όσα φοβάται. Από όσα επιθυμεί.
 
 
 
 Μα έρχεται η ώρα που του λείπει το παιχνίδι, η φλόγα, το να είναι παιδί. Η φωνή της, η κοριτσίστικη μορφή της, το χαμόγελο και η ευγένεια στη ματιά της. Αυτό που ήταν τότε, από το οποίο τώρα πιθανότατα διασώζονται μόνο κατάλοιπα. Όσα δε μπορεί να διώξει από μέσα του είναι εκείνα που με μισή καρδιά προσπάθησε να απωθήσει. Η μνήμη του αντεπιτίθεται, γίνεται πιο δυνατή όσο προσπαθεί να την αποδυναμώσει. Η μνήμη διασώζει την αλήθεια-και από την αλήθεια δεν γίνεται να ξεφύγει. Οι εκκρεμότητές του με το Χρόνο τον επισκέπτονται ολοένα και πιο συχνά. Πότε είναι χαιρέκακες, έχουν θεριέψει από την αλλοτινή περιφρόνηση, πότε πρόξενοι βαθιάς θλίψης. Η θλίψη για όσα δεν ήταν άξιος να ζήσει και έσπρωξε με μισή καρδιά μακριά, κάνει την καρδιά του αιωνίως μισερή. Το ανεπίστρεπτο, τα ερωτήματα που θα μείνουν αναπόκριτα, οι επιλογές δειλίας που έκαναν τους φόβους υπερτροφικά θηρία. Η ανικανότητα να ζήσει όπως θέλει τον καταδιώκει σαν αυτοσχέδιος θάνατος. Σαν άλλη αυτοκτονία, ύπουλη και αργή, που τον βυθίζει στη νάρκη μιας εθιστικής υπνηλίας. Συνηθίζει να πονάει μέχρι που παθαίνει ανοσία στον πόνο. Και τότε, δε νιώθει τίποτα. Αδειάζει από συναίσθημα, συρρικνώνει τις άμυνές του, πορεύεται σα ζωντανός-νεκρός σε δρόμους άδειους, δίχως έκπληξη.
 
 
 
 Και είναι τόσο σπάνιες οι στιγμές της αφύπνισης, που τις περιμένει με αγωνία. Τις τρέμει, όσο και τις εύχεται. Είναι οι αναμνήσεις αναμέτρηση με το χρόνο, αλλά και με ό,τι κατάφερε να γίνει μέσα σε αυτόν. Υπενθυμίσεις της ουσίας που είναι ανθεκτική και επιβιώνει παρά την φοβισμένη απόπειρα εξόντωσής της. Είναι οι αναμνήσεις διαχρονικές συναντήσεις με τις επιθυμίες, που, ανεκπλήρωτες, φανερώνουν την ισχνή του θέληση. Είναι επίπονες διεγέρσεις των επιθυμιών, ακόμα και αν ο ίδιος έμαθε να τις χλευάζει μέσα από τις υπερωρίες της μοναξιάς του. Όσα δεν αξιώθηκε να ζήσει, είναι καταδικασμένος να τα ζει ξανά και ξανά, στη φαντασία του.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Άφαντες Πατρίδες

Συνήθιζε να περιμένει το Νοέμβριο με παιδική λαχτάρα. Παρά το τσουχτερό κρύο και τις αντιφάσεις του, είχε και απρόσμενες λιακάδες και έρωτες από το πουθενά. Ο χειμώνας, στη συνείδησή της, ήταν παρεξηγημένη εποχή, υποτιμημένη ως μη πολλά υποσχόμενη. Αλλά αυτά τα ανέλπιστα δώρα του κάθε φορά, έμοιαζαν με καλοκαιρία μέσα στον παγετό. Αυτό την εξίταρε περισσότερο, ότι η καλοκαιρία είναι λανθάνουσα, είναι πιο ουσιαστική όταν είναι αθέατη. Όπως τα όνειρα, είναι λυτρωτικό να γίνονται χειροπιαστά όταν δεν προπορεύεται μια προσδοκία. Συμβαίνουν μόνο και τότε ονοματοδοτούνται. Αναδρομικά και ετεροχρονισμένα κατανοείς ότι αυτό χρειαζόσουν, και ας ήταν κρυμμένο πίσω από αλλοπαρμένα σχέδια και αυτοεπιβαλλόμενες επιθυμίες.
 
 
Απομακρύνεται σιγά-σιγά από όλους. Βρίσκει στη φασαρία των καθημερινών επαφών τη ματαιότητα μιας υποκριτικής επίφασης. Πάει όλο και πιο μακριά για να πλησιάσει σε εκείνη. Κάπου, σε χρόνο αόριστο, η απροβλημάτιστη μορφή της έκανε στροφή και χάθηκε . Ξαφνικά, έγινε αυτό που ανέκαθεν φοβόταν: επαίτης της χαμένης της χαράς. Φορτωμένη ενοχές για όσα την ανύψωναν πάνω από το καθημερινό, για όσα την έκαναν να στροβιλίζεται πάνω από τον πεζό κόσμο που λειτουργεί κακοκουρδισμένος. Εκείνα που φαίνονταν ασυνάρτητα, έδιναν συνοχή σε έναν θεότρελο κόσμο, που είχε το προσωπείο της τετράγωνης λογικής. Η κάθε παρασπονδία της, την βοηθούσε να μένει πιστή στους κανόνες. Μα και η εξαίρεση από αυτούς ήταν αναγκαία για να είναι σε θέση να σέβεται το πνεύμα τους. Όμως, χωρίς να αντιληφθεί το πώς, άρχισε μια έμμεση αυτοτυραννία. Η ανασφάλεια σε έξαρση, τα μάτια της ανέκφραστα, χάνεται σε βόλτες όλο ζάλη, μέσα σε βοερές πολιτείες δίχως όνομα. Δε μπορεί να εντοπίσει τη χαμένη της χαρά. Δεν έχει κουράγιο να την ψάξει, δεν ξέρει πού να ψάξει, ίσως δεν κατοικεί πουθενά.
 
 
 Ο Νοέμβριος πάντοτε ήταν ορμητικός, παράξενος, γεμάτος αναπάντεχα. Κεφαλαία γράμματα και τελείες. Όχι αποσιωπητικά. Ή του ύψους ή του βάθους. Μέσα σε φλογερούς έρωτες και σε ανεπιθύμητες φυγές, έπαψε να αγαπάει τον εαυτό της. Εκπαιδεύτηκε, μάλιστα, να τον πολεμάει με μένος. Υπάρχει κάτι πιο λυπηρό από ανθρώπους που οικειοποιούνται όλη σου την ενέργεια, και αυτό είναι να το κάνεις εσύ για εκείνους. Να υπονομεύεις κάθε προσπάθεια, κάθε τι ελπιδοφόρο, κάθε πιθανότητα απεγκλωβισμού. Να εφησυχάζεις, μέσα σε παραλείψεις εκλεπτυσμένες, παρωπίδες όλο πείσμα, απαράλλαχτες πορείες και ματιές δίχως βλέμματα. Να παραιτείσαι από εκείνη τη φωνή που κάνει τα πόδια σου να ξεκολλάνε από το έδαφος και να ανατρέπουν το ρου της μέρας, απλούστατα επειδή δεν υπάρχει.
 
 
 Τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο όσο υπάρχει ισχυρή θέληση για να το αναδιαμορφώνει. Η αγάπη για τον εαυτό είναι επίπονη, είναι αγάπη για την ελευθερία, είναι βαθύτερη προϋπόθεση ευτυχίας και σίγουρα δεν εξομοιώνεται με τη φιλαυτία. Είναι ανακωχή με δαιμόνια που σου φράζουν το δρόμο, ειλικρίνεια και αυτοκριτική, μηδενισμός και ακροβασία. Αλλά είναι και μια ζωηρή διαπίστωση: τα πράγματα γίνονται όσο πιο δύσκολα τα αφήσεις να γίνουν.Όσο περιμένεις έναν σωτήρα, αυτοκαταστρέφεσαι γιατί λησμονείς τη δική σου δύναμη να σωθείς. Θέλεις, άραγε, να σωθείς; Όσο ψάχνεις επιβεβαίωση από το περιβάλλον, τόσο πιο έντονη διάψευση θα κατοικεί μέσα σου. Γιατί ο κόσμος επιμένει να συντηρεί ένα ανούσιο παιχνίδι αλληλοεξουδετέρωσης ή αλληλοαφύπνισης ανασφαλειών. Αναζητεί σε αυτό την κίβδηλη συναισθηματική ισορροπία, την άφατη γαλήνη. Μόνο που φουρτουνιασμένος συνεχίζει το δρόμο του και πνίγεται μέσα από τους υποτιθέμενα ασφαλείς δρομοδείκτες. Συχνά, τα σημάδια είναι αποπροσανατολισμός. Δε χρειάζεται να βλέπεις πού πηγαίνεις γιατί δε θα τερματίσεις εκεί όπου όντως ήθελες.
 
 
 
 
Το οξύμωρο με την πατρίδα είναι ότι δεν μπορεί να είναι προορισμός. Καταλαβαίνεις ότι την βρήκες, μόνο αφού φτάσεις σε αυτήν. Όταν τα μάτια σου πλημμυρίσουν δάκρυα συγκίνησης και στην ψυχή σου σπαρταράει μια φλόγα ευδαιμονίας. Η πατρίδα δε μπορεί να είναι ιδανικό ή φαντασίωση. Μόνο υποστατή, είναι το καταφύγιο που βρίσκεις όταν κανένα σημάδι δε σου δείχνει το δρόμο. Έτσι είναι και η αγάπη για τον εαυτό σου: για να αγαπήσεις τον εαυτό σου πρέπει πρώτα να μισήσεις την αυτοκαταστροφική του μανία. Να την ξεριζώσεις με πάθος, να την αποβάλλεις από μέσα σου. Όσο κρυφοζεί έστω και ένα κύτταρο της αυτοκαταστροφικής σου πλευράς, η ευτυχία θα μοιάζει απροσπέλαστη γιατί δε θα μπορείς να την επιλέξεις.
 
 
 Όπως στην πατρίδα, στον εαυτό σου δε θα πλησιάσεις μέσα από σημάδια, μεσάζοντες και αλληγορικές ιστορίες. Απλά και ξάστερα, με πόλεμο με όσα σε ταλανίζουν. Θύτης και θύμα, εκεχειρία και εχθροπραξίες, όλα θα είσαι εσύ και όλα εσύ θα τα κινείς. Και όταν, πια, αποκαμωμένος, ξαποστάσεις στο πολυπόθητο καταφύγιο, θα νιώθεις ελεύθερος απέναντι σε κάθε έξωθεν ομηρία..γιατί θα είσαι ήδη νικητής στην πιο παράξενη μορφή ομηρίας, την αυτοαιχμαλωσία. Πριν ξεκινήσεις, βεβαιώσου πως δε φοβάσαι τις χαμένες πατρίδες, ούτε τις χαμένες χαρές. Ο φόβος για την ελευθερία είναι ο βασικότερος λόγος που περνάμε τη ζωή μας σε πελώριες φυλακές χρόνου, σε τόπους σκοτεινούς και αθέλητους. Όταν τον αποχαιρετήσεις οριστικά, ξεκινάει το δικό σου συναρπαστικό ταξίδι. Θα σου φέρει κάτι νέο, και ας μην το υπόσχεται. Όπως και ο Νοέμβριος.