Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Σιωπές

Με κοιτούσες με τη γνώριμη σπιρτάδα στο βλέμμα, σα να πάσχιζα να σου κρυφτώ και εσύ με εντόπιζες ακόμα και στην πιο απίθανη κρύπτη. Ξημέρωμα νωχελικό, από εκείνα που εύχεσαι να μη σε περίμενε ο παροξυσμός της δουλειάς και να χουζούρευες μέχρι το μεσημέρι στο κρεβάτι.
Ο καφές μου έχει κρυώσει προ πολλού, οι δείχτες του ρολογιού μού ρίχνουν ένα επιτακτικό βλέμμα.
Από το χρόνο δε μπορώ να κρυφτώ πάντως.
Δε μπορούσες να καταλάβεις ότι δεν ήταν η ενδεδειγμένη ώρα για βαθυστόχαστες και μη συζητήσεις.
'' Κάθε κουβέντα την ανάλογη ώρα'' συνήθιζα να λέω για να συναντήσω την οργισμένη φωνή της ματιάς σου. Και μετά έκανες τάχα πως διάβαζες ένα βιβλίο για να μην εκτονώσεις αυτό που σε έτρωγε.
 ΄΄ Όχι, δε φοβάμαι τη μοναξιά..Ούτε μήπως πληγωθώ...Και δε φταίει η πανσέληνος..Με έχει κουράσει να λέω τα ίδια πράγματα συνέχεια'' σου είπα αγανακτισμένος.
Εκείνο το πρωί έφυγα σαν κυνηγημένος από το σπίτι.
Το πιο δύσκολο κομμάτι μιας σχέσης, εκτός βέβαια από την εμπιστοσύνη, είναι η συμπόρευση της διαφορετικότητας. Η αρμονική σύζευξη δύο μέχρι πρότινος αλλότριων, από το πουθενά συναντώμενων κόσμων. Είναι η μαγεία αλλά και η πρόκληση. Το θαύμα αλλά και το μυστήριο.
Και απαιτεί ακούραστη πάλη, θέληση ανθεκτική στα πάντα.
Είχα αρχίσει να εξαντλούμαι. Σε μαραθώνιους συζητήσεων όπου τα συναισθήματα μου έπρεπε να τεθούν υπό μεγεθυντικό φακό. Μα δεν το βλέπεις ότι η σφυγμομέτρηση των όσων αισθανόμαστε τα καταστρέφει? Η μετουσίωση των συναισθημάτων σε λόγο ισοδυναμεί τουλάχιστον με απόπειρα θανάτωσής τους.
Με κατηγορούσες ότι δεν αφηνόμουν συναισθηματικώς  επειδή βαθύτερα έτρεμα τη μοναξιά.
Σκέφτηκες ποτέ ότι μπορεί αυτό που ζω να είναι τόσο δυνατό που να νιώθω ότι βιώνω ένα όνειρο? Τα όνειρα δεν τα εξηγείς μάτια μου. Είναι σα να τα πολεμάς.
Οι ανασφάλειες μου, εγγενείς και επιθετικές, όντως με έκαναν σε πολλά σημεία  να νιώθω ανάξιος για κάτι που έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει από στιγμιότυπα της πιο φιλόδοξης φαντασίας μου. Όμως κρατάω τις στιγμές. Εκεί κρύβεται άλλωστε το νόημα.
Αυτές κανείς δε μπορεί να μου τις στερήσει. Ούτε καν ένα άδοξο τέλος.
Γιατί να πρέπει να σχεδιάζουμε κάτι όταν εκείνο θα ακολουθήσει τη φυσική του πορεία?
Θέλω να είμαι παρών στο παρόν. Όχι να κατατεμαχίζομαι ανάμεσα σε ένα θολό χτες, ένα αποκαμωμένο σήμερα και ένα πεισματικά μυστικοπαθές αύριο. Ακόμα και η καρδιά υφίσταται μεταβολές, το να εγγυάσαι ότι θα νιώθεις το ίδιο πάντα είναι αφελής ματαιοπονία. Δεν είμαστε πλέον παιδιά, δυστυχώς.. Για αυτό προσπαθώ να ζήσω έστω με τον τρόπο  που το έκανα όταν ήμουν παιδί και ας έχω τώρα τα πάθη ορόσημο..
Ζούμε έναν διαρκή πόλεμο. Οι αντιθέσεις οι ίδιες που μας προάγουν, οι ίδιες μας εξοντώνουν.
Πρέπει να παραιτηθούμε από την αλαζονεία του ψυχαναγκαστικού σχεδιασμού. Τα πιο ονειρικά συμβαίνουν τις σπάνιες ώρες που η πραγματικότητα γίνεται πιο ταπεινή. Αρκετά την έχουμε υπερεκτιμήσει.
Όλα αυτά δεν πρόκειται ποτέ να σου τα πω. Θα σε αφήνω να μαντεύεις μέσα από τις εύγλωττες σιωπές μου. Και ποιος ξέρει? Ίσως όταν εκπαιδευτείς τόσο σε αυτές, ώστε να πάψεις να τις παρερμηνεύεις και να καταφέρεις να τις αποδέχεσαι και να τις αγαπάς, ίσως τότε να έχουμε δικεδικήσει ένα κομμάτι ουρανό..

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Έμπνευση

''Και σε ρωτώ, πού πήγε η έμπνευσή σου? Γιατί δε γράφεις πια''?
Ένα τελευταίο τσιγάρο στο αεροδρόμιο πριν την επόμενη πτήση, για Λονδίνο αυτή τη φορά.
Η ατμόσφαιρα ομιχλώδης, φτιαγμένη θαρρείς από μια πάχνη παραμελημένων ονείρων.
Ένας κονιορτός από ενδεχόμενα, φράζει την ορατότητα στην πολυπόθητη απόκριση.
Η Δέσποινα φοράει το ίδιο άρωμα εδώ και εννιά χρόνια. Γλυκό αλλά όχι γλυκερό, σχεδόν αιθέριο.
Τριαντάφυλλο και βανίλια, είναι αληθές τελικώς αυτό που υποστηρίζουν περί όσφρησης. Είναι παντοδύναμη αίσθηση. Τόσο, ώστε να επιτυγχάνει μια ημίτρελη παλινδρόμηση, από κοινού με την αισθαντική, βελούδινη χροιά της φωνής της.
Μια μορφή που υπογραμμίζει τη δυσανεξία της απέναντι σε κάθε αλλαγή στο παράξενο, παντάξενο σύμπαν της.
Φίλες ανέκαθεν, συνοδοιπόροι καρδιακοί. Πάντα σε εκείνη εμπιστευόταν τα γραπτά της και άκουγε σε εγρήγορση την οξύνοια των παρατηρήσεων της. Είχε σαρκαστικό λόγο και ήταν άσος στην κριτική, γι' αυτό την ευθυγράμμιζε κάθε φορά που λοξοδρομούσε με πλατειασμούς, ανεδαφικές επαναλήψεις και βερμπαλιστικές τάσεις προς τη φιλοσοφία. Εκτιμούσε βαθύτατα την κρίση της όμως και για έναν ακόμη λόγο, γιατί είχε το ακαταμάχητο χάρισμα να συλλέγει σοφία μέσα από την εμπειρία, από την οιαδήποτε εμπειρία.
Η Δέσποινα είχε γίνει μάρτυρας όλου του φάσματος των συγγραμμάτων της, ακόμα και εκείνων που είχαν αμιγώς ημερολογιακό χαρακτήρα. Την είχε δει πολυγραφότατη, να πέφτει στο ναδίρ από διαψεύσεις αλλά και να αγγίζει το ζενίθ μέσα από απρόσκλητα θαύματα. Πάντα όμως η πένα της είχε κάτι να μαρτυρήσει.
Εδώ και χρόνο όμως, μοιάζει να στέρεψε από έμπνευση.Διάσπαρτες ιδέες χωρίς αλληλουχία, αδυνατούν να συγκροτήσουν ένα ολοκληρωμένο πόνημα. Και την κοιτάζουν με οχληρή απορία να χάνεται σε μια συνεχή μετανάστευση, σε επαγγελματικές πτήσεις και αλλαγές προτιμήσεων, συντρόφων, ανθρώπων. Χωρίς να μπορεί να στεριώσει κάπου. Ανήκοντας στον ίδιο της το φόβο.
Κάτι έχασε και ούτε που το κατάλαβε.
Η έμπνευση είναι δύναμη εκλεκτική. Έρχεται πάντα αβίαστα, όπως και εξ' απίνης αναχωρεί.
Νοσεί, όποτε νοσεί η ψυχή. Αλλά ακριβώς η ίδια της η απουσία, μετατρέπεται σε κίνητρο εύρεσής της.Αρκεί να μην έχουν χαθεί όλα.
Δε μπορεί να πιέζει τον εαυτό της να γράψει, είναι ιεροσυλία. Πάντα έγραφε για να ανακαλύψει τα μυστικά της. Πάνω στο χαρτί εκτυλίσσονταν και την μάγευαν , όσο και την τρομοκρατούσαν.
Τώρα όμως ίσως δεν αντέχει άλλα μυστικά.
Μπερδεύτηκε, έχασε το νόημα.
Δεν ξέρει αν αυτός που γράφει ζει δύο φορές ή υποδουλώνει και την ίδια του την ύπαρξη σε μια φανταστική δημιουργία, ακροβατώντας μονίμως σε δύο πόλους.
Δεν ξέρει αν διαιωνίζει τις σκέψεις της ή τις βεβηλώνει σε μια βάναυση αποκάλυψη.
Δεν έχει κάτι άλλο να πει η πένα της.
Επιδιώκει την απομόνωσή της μέχρι να τής γίνει ανυπόφορη και πάλι.
Αυτή την απάντηση έδωσε στην έκπληκτη, βουρκωμένη της φίλη που την είδε να απογειώνεται μόνο μεταφορικά.
'' Δεν ξέρω πότε θα γυρίσω αυτή τη φορά. Ελπίζω μόνο να μην είναι σύντομα'' της είπε και απομακρύνθηκε.
Το μόνο που ξέρει είναι ότι η έμπνευση πυροδοτείται από τη βεβαιότητα του ενστίκτου που η ίδια υποσκέλισε. Μέχρι να το εντοπίσει ξανά, θα περιπλανηθεί χαμένη ώσπου κάποιο δροσερό πρωινό τη βρει άυπνη να γράφει για όσα λησμόνησε..

Καλοκαίρια

Απότομα περνά ο χρόνος και τρέχουμε πίσω του χωρίς να μπορούμε να κατανοήσουμε τις βουλές του. Προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τα μηνύματα του προσκρούοντας σε παταγώδη αποτυχία..
Πάντα ο Ιούλιος τον αντίκρυζε βλοσυρά. Μέσα από τον παρατεταμένο καύσωνα, το ατέρμονο παραλήρημα του κόσμου, την ερήμωση των πόλεων, την ανέφελη ραστώνη του κάθε αιώνιου μεσημεριού. Ήδη προσεύχεται για λίγη βροχή, για επιστροφή σε ένα υποτυπώδες πρόγραμμα που θα χορηγεί την ψευδαίσθηση της αρμονίας, ενός κατευθυντήριου στόχου. Τρεις μήνες νομιμοποιημένης ακινητοποίησης των πάντων, αναβλητικότητας και απόλυτης διανοητικής αποχαύνωσης. Στην αναζήτηση ξέφρενων ή ξεκούραστων διακοπών από ένα μοτίβο ζωής που χλευάζει πανίσχυρο, σαν Άλλο πεπρωμένο. Από τι προσπαθούμε να δραπετεύσουμε άραγε?
Από έναν πικραμένο εαυτό, μια ανάμνηση, μια εσώτερη τιμωρία? Από μια Κόλαση που οι ίδιοι επινοήσαμε? Γιατί τώρα το εμπέδωσε, Κόλαση δεν είναι οι Άλλοι, όπως υποστηρίχτηκε αλλά μόνο εμείς όταν είμαστε σε γενική παράλυση συνάντησης με τους Άλλους. Κόλαση είναι τα θολά, όλο ακατάληπτες αλληγορίες όνειρα που τον επισκέπτονται φορτικά στου Μορφέα την αλλοτινά προσηνή ώρα, τα εκνευρισμένα βήματα όταν ο κόσμος τον στριμώχνει και το ατελεύτητο βουητό του τον κάνει να ασφυκτιά, οι εμμονές του που τον οδηγούν σε εγωκεντρικά φερσίματα και παράλογα ξεσπάσματα. Όλες οι  αμαρτίες που παλεύει πάση θυσία να αποδεχτεί και όμως αντιδρά αλλεργικά σε κάθε τους υπενθύμιση, λάθη και κατηγορητήρια και μετάνοια, από το προσωπικό δικαστήριο που αναμένει να εκδώσει την πιο άμεμπτη ετυμηγορία. Έχει κουραστεί να μην έχει προορισμό σε αυτή τη ζωή.
Οργίζεται να ακούει ολημερίς ανούσια λεπτεπίλεπτα στοιχεία που συνυφαίνουν μια ζοφερή επικαιρότητα. Πάντα εξάλλου ερωτοτροπούσε με τους αναχρονισμούς. Ποτέ παρών. Ουδέποτε συμφιλιωμένος με το Χρόνο.
Την αέναη διένεξή του με αυτόν δε θέλει να την κατεδαφίσει. Περιμένει τον Αύγουστο με λαχτάρα για να χαθεί στην έρημη πόλη. Μόνο τότε υποχωρεί η φρικαλέα αυτή μελαγχολία.
Και  όλα αυτά γιατί προσπαθεί να καταπνίξει αναμνήσεις από Καλοκαίρια όλο αλμύρα και μυρωδιά από γιασεμί και γαλήνη στην ψυχή. Από καλοκαίρια που ο έρωτας του έδειχνε την πορεία, του έδινε την προπέτεια να περιφρονεί το Χρόνο. Από βόλτες ατέλειωτες και μουσικές που τον παρασύρουν σε έναν Παράδεισο που δεν κατάφερε στο τέλος να προσεγγίσει.
Η πιο επώδυνη ανάμνηση είναι εκείνη που μας γυρνά στην (ξε)χα(σ)μένη μας ευτυχία..