Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Αυτογνωσία

Και ξαφνικά, ο κόσμος σώπασε. Το τσιμεντένιο του βλέμμα που όλα τα ξέρει, γυρεύει να ξαποστάσει. Τον εξαντλεί το απίθανο της έκπληξης. Η ανακύκλωση που ανασύρει μια αίσθηση ματαιότητας καταμεσής της άνοιξης. Μια γιορτή από την οποία απέχεις, είναι εφιάλτης. Κρύφτηκες σε μία γωνιά, αθόρυβος, και ας είχες να πεις πολλά , και ας μην ήξερες από πού να αρχίσεις. Κλείστηκες σε εσένα, μήπως μάθεις κάτι για εσένα, μακριά από τη φασαρία του κόσμου. Αχόρταγα έψαξες μουσική, βιβλία, ταινίες, κοιτούσες φωτογραφίες, σε κάθε ματιά και άλλο νόημα.. οι κρυμμένες λεπτομέρειες που πάντα σε μάγευαν. Στο αθέατο κρύβεται από τα μάτια μας εκείνο που έχουν ανάγκη να δουν. Αλλά κουράζονται να ψάξουν πίσω από το επιδερμικό της εικόνας, βολεύονται κιόλας, πείθονται πως τα πιο σπουδαία είναι τα εμφανή. Το μόνο που στ' αλήθεια μαθαίνουν είναι να αναπαράγουν ό,τι είναι ικανοί να δουν.


Το νιώθεις όμως, στη σιωπή του κόσμου, στην άσκοπη φλυαρία του. Είναι κρίμα μια ζωή να συμπορεύεσαι με έναν άγνωστο εαυτό. Να παλεύεις να καταχωνιάσεις τα σκοτεινά του στοιχεία. Αυτά είναι που θα οδηγήσουν στις φωτεινές διεξόδους. Αυτό το μικρό, το απροσδιόριστο, αυτό που εχθρεύεσαι γιατί σε διαφοροποιεί, είναι το δικό σου θαύμα. Παράξενο σε κάνει μόνο το να πιστέψεις πως είσαι παράξενος, επειδή αυτό διαλαλεί το άχρωμο πλήθος. Η πολυχρωμία σου, είναι η δύναμή σου. Ξένος, ως προς τι; Ως προς μία πραγματικότητα που οικοδομεί τάσεις με την ίδια ευκολία που τις κατεδαφίζει; Ως προς μία κοινωνία που πεθαίνει μέσα από τα ίδια της τα οπισθοδρομικά σύνδρομα; Πoυ απορρίπτει ό,τι δεν ταυτίζεται με αυτήν;


Το να ανήκεις κάπου έχει σημασία όταν η διαφορετικότητά σου γίνεται αποδεκτή. Ανήκεις εκεί όπου η αγάπη υπερτερεί. Και η αγάπη ανθίζει στη συμφιλίωση με όλα εκείνα τα σημεία που σου προκαλούν αμηχανία γιατί καταργούν την ομοιότητα με το κοινωνικώς αποδεκτό.


Να επιμένεις να βρίσκεις τον εαυτό σου, ακόμα και μέσα από τις μάχες που χάνεις. Ιδίως μέσα από αυτές αναδύεται η αυτογνωσία σου. Να χάνεσαι για κάποιον άλλο, να λησμονείς τη μονομέρεια της ύπαρξης. Να δίνεις, να ξοδεύεσαι. Αλλά ουδέποτε να ξεχνάς τι είσαι, από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις.


 Η αυτογνωσία είναι εκείνη η μαγική δύναμη που εμφανίζει τη λύση μέσα από την πανωλεθρία. Γιατί, στην καθημερινότητα όλα φαινομενικά είναι, η επίδρασή τους επισκιάζεται από την έλλειψη βαθύτητας. Αντίκτυπο δεν έχουν πάνω σου όσο γνωρίζεις πως είναι φευγαλέες παραστάσεις και εικόνες ασυνάρτητες, χωρίς νόημα, που δοκιμάζουν τη δική σου ικανότητα να συγκρατείς το νόημα που κρύβεται πάντα κάπου, αρκεί να μη σε τρομάξουν οι αντιφάσεις της εικόνας.


 Να ξέρεις πού να κοιτάξεις, πώς να διαβάσεις τη λεπτομέρεια που μοιάζει τυχαία, να αντέξεις να μεταφράσεις τα νοήματα σε γλώσσα κατανοητή. Να μη σε απωθήσει ο φόβος, για να μην απωθήσεις τη ζωή.

Εκτός κλίματος

Δεν ένιωθε περήφανος για τα όσα έκανε τον τελευταίο καιρό. Σαν κουρδισμένος από την πιο αλλοπαρμένη κακία, πλήγωνε όσους αγαπούσε και έπειτα στροβιλιζόταν στο κενό. Η απώλεια των πιο σπουδαίων κομματιών από το πρόσωπό του, το αποξενώνουν. Ουδεμία επαφή, με ουδένα. Κλεισμένος σε ένα δωμάτιο ανήλιαγο, με κάτι ορνιθοσκαλίσματα σε παλιωμένα τετράδια, ημιτελείς προτάσεις και ένα σωρό αποσιωπητικά. Το νόημα που ποτέ δε βρήκε, που ακόμα και αν πέρασε από δίπλα του, εκείνος κοιτούσε αλλού. Κι είναι και αυτή η Άνοιξη σαν άλλο πραξικόπημα, δε μπορεί να αγνοήσει την πανέμορφη φύση, ερεθίζει τον εκνευρισμό του έτσι παράταιρη που καμαρώνει μπροστά του.




























Η αβάσταχτα πρόωρη ζέστη, τα πολύχρωμα ρούχα, οι κεφάτες μουσικές και οι συζητήσεις για ένα καλοκαίρι που πάντα δεν τον αφορά. Η Άνοιξη είναι για όσους έχουν πεισθεί ότι την αξίζουν. Το Καλοκαίρι για τους αδιάφορους, για εκείνους που εχθρεύονται τη σκέψη. Ο ίδιος νοσταλγεί ήδη το χειμώνα, να μην είναι αυθάδικα γεμάτοι οι δρόμοι, να μη ζωγραφίζεται στα πρόσωπα η έξαψη και η προσδοκία, να μη μυρίζει παντού αντηλιακό. Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, ψάχνει ένα μέρος να κρυφτεί. Δε θέλει να χαρεί με το ζόρι, ούτε να τρώει κάθε μέρα παγωτό. Η ιδέα μιας μέρας στον ήλιο και τη θάλασσα του προκαλεί πονοκέφαλο. Γιατί πρέπει να προγραμματίζουν οι άνθρωποι συναισθήματα και επιθυμίες αναλόγως την εποχή; Γιατί όλοι πρέπει να είναι κοινωνοί μιας παράφορης χαράς; Αγαπάει να είναι εκτός κλίματος, και ας τον βαφτίζουν γέρο και παράξενο. Δεν τον ζώνει η αγωνία να ξετρυπώσει εκείνο το μυστηριώδες μαγαζί για το οποίο όλοι, μα όλοι, παραμιλούν. Έχει το στέκι του εδώ και μια δεκαετία και εκεί ο καφές έχει άλλη γεύση. Μεγάλωσε εκεί μέσα, μα και γίνεται παιδί. Πού είναι πια το κακό στα σταθερά σημεία;





























Ο κόσμος επιμένει να ανακυκλώνει τα πάντα, και υπομένει το να ανακυκλώνεται. Πλήττει εύκολα γιατί τελειοποιεί τη μεγιστοποίηση των κενών του. Με μια βουλιμική λαχτάρα, καταβροχθίζει πληροφορίες, νέα, ατάκες, κώδικες επικοινωνίας. Ανούσια όλα. Ξέχασε πως στα λίγα κρύβονται τα πάντα. Γιατί μέσα από τα λίγα ανακαλύπτει το δικό του θησαυρό. Γίνεται αυτάρκης, αποκτά αυτή την τόσο υποτιμημένη σταθερότητα.




































 Για αυτό δε μπορεί να μιλήσει με κανένα. Κουβεντιάζει μόνο, και του είναι ανυπόφορο. Κακοποιεί τις λέξεις, τις ντύνει με μικροαστική υποκρισία για να ακούσει τετριμμένες απαντήσεις, χιλιοειπωμένες δικαιολογίες και τραγικά αποφθέγματα. Προτιμάει τώρα πια να τον πούνε ακοινώνητο. Δεν καταδέχεται να μάθει τα μυστικά της μοντέρνας και ιδιότυπης αυτής ορολογίας. Ούτε τον πειράζει που η νύχτα γίνεται μέρα στο μικρό του διαμέρισμα. Μέσα σε μια σιωπή που κατασπαράζει την επιθυμία του για αλληλεπίδραση, αλλά, που στο τέλος, τον κάνει πιο δυνατό. Αν νιώσει μόνος, πηγαίνει δίχως δεύτερη σκέψη στο στέκι του, στην πλατεία που έχει ζήσει μια ζωή. Εκεί, όσο και αν οι εποχές αλλάζουν και με τη βία πασχίζουν και τον ίδιο να μεταμορφώσουν, ανταμώνει το νεανικό εαυτό του, τότε που η ανεμελιά ήταν αβίαστη και δεν την κυνηγούσαν με το έτσι θέλω. Εκτός κλίματος, αλλά αυθεντικός, και ας νιώθει τις αδιάκριτες ματιές να τον κοιτάζουν όπως μια ντεμοντέ καρικατούρα.