Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Ανέτοιμος

Ήξερα πού θα σε συναντήσω. Ήξερα ότι περίμενες τη φιγούρα μου να φανεί από μακριά νοηματοδοτώντας ένα άψυχο καλοκαίρι.
Μια ρευστότητα κραταιά δύναμη, μου ροκανίζει  το μυαλό.
Όσο η θερμοκρασία αγγίζει το ζενίθ, άλλο τόσο η διάθεσή μου πέφτει κατακόρυφα.
Πάντα μέσα στο Καλοκαίρι ένιωθα λαθραίος. Πάντα υπογράμμιζε τη δυσαρμονία της εσωτερικής μου σύνθεσης με τη χαώδη εξέλιξη της εξωτερικής πραγματικότητας.
Παράταιρος πάντα, έτσι και τώρα, ψάχνω ένα μέρος να κρυφτώ.
Κουρασμένος εκ γενετής, σα να μην έχω σε αυτό τον πλανήτη προορισμό.
Και εσύ, αιθέρια ύπαρξη, φτιαγμένη από  χρώματα δυσβάσταχτης γλυκύτητας αλλά και παράδοξα συγκροτημένη, περίμενες εμένα να δώσω αξία σε αυτό το Καλοκαίρι. Και πιο πέρα ίσως, σε αυτό το αλλόκοτο κυνήγι των εποχών, που όλα φαίνεται να αλλάζουν και όλα απαράλλαχτα μένουν.
Δε θα είχες ονειρευτεί πολλά, μόνο να περπατούσαμε  ένα απόγευμα που το ηλιοβασίλεμα θα μας έδειχνε το δρόμο. Θα πίναμε κάτι δροσερό, μπορεί και να κατάφερνες να καταρρίψεις την έμφυτη λαγνεία μου για τη σιωπή και να μου ξέκλεβες λίγα πολύτιμα λόγια.
Να ξεχαστούμε σε ένα ταξίδι εφήμερο, όπως και το καλοκαίρι.
Μα πάντα στο εφήμερο γυρνάμε, πάντα στο καλοκαίρι.
Όσους κύκλους και να κάνει η ζωή, όσοι χειμώνες πικροί δοκιμάσουν να μας αποπλανήσουν με λανθάνοντα ρομαντισμό, με τη γητειά μιας παντοδύναμης νεφέλης, όσο και αν η άνοιξη μας μεθά με ευωδιαστά θέλγητρα και ξεχασμένες αποχρώσεις αναγέννησης, όσο και αν το φθινόπωρο συμβολίζει ένα (συχνά απατηλό) νέο ξεκίνημα, πάντα στα καλοκαίρια είναι η επαναγωγή μας. Αναμνήσεις από ανέμελα στιγμιότυπα που ζήσαμε ή φαντασιωθήκαμε, μια αέναη απόπειρα να γίνουμε και πάλι παιδιά, κάτι που όσο πάει γίνεται όλο και πιο δύσκολο, σχεδόν ουτοπικό.
Με περιμένεις με φλόγα στο βλέμμα που μαρτυρά γνήσια προσδοκία. Είσαι παράξενα όμορφη,  όλη σου η ύπαρξη έτοιμη να δοθεί σε ένα σωτήριο ταξίδι.
Μα δε μπορώ να έρθω, δε θα το κάνω.
Για να χαθούμε και οι δύο, πρέπει καθένας από εμάς να μπορεί να σώσει τον εαυτό του.
Και εγώ είμαι παντελώς αδύναμος, φοβάμαι το εφήμερο γιατί θα με σύρει στο αιώνιο, φοβάμαι το καλοκαίρι γιατί αν αφεθώ σε αυτό θα τρέμω την κακοκαιρία. Τώρα έχω μάθει να δαμάζω καθε τι αντίξοο και άβολο, και ας πληγώνω καμιά φορά τον εαυτό μου, το προτιμώ μακράν από το να ισοπεδώνω τους άλλους.
Ξέρω ότι θα απογοητευτείς αλλά τουλάχιστον θα καταλάβεις με τον καιρό. Τι να περιμένεις από κάποιον που φοβάται το καλοκαίρι και τον έρωτα? Που τρέμει ο,τι οι άλλοι ποθούν περισσότερο?
Η ευτυχία προϋποθέτει ετοιμότητα και δεν υπάρχει άνθρωπος περισσότερο ανέτοιμος για αυτήν από εμένα..Πιστεύω ότι εσύ θα είσαι έτοιμη να το δεχτείς αυτό....

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

Aποχαιρετισμοί

Πάντα οι αποχαιρετισμοί με τρόμαζαν.
Ήταν πιο δύσκολο άραγε το να ξέρω πότε θα πω το αντίο ή το πώς θα το πω?
Οι αποχαιρετισμοί της ζωής μου είχαν μια αναγκαιότητα αμείλικτη.
Έπρεπε να έρθω σε κόντρα με τη λαγνεία που με διακατείχε για τη νοσταλγία, με την πεισματική εναντίωση στο προσωρινό και την πάση θυσία διάσωση ανθρώπων και καταστάσεων.
Ακόμα και των θνησιγενών.
Να μια λέξη που μισούσα και μισώ με πάθος. Μου καταλύει τη δυνατότητα άσπλαχνα, δε με αφήνει να αφεθώ στην ψευδαίσθηση, με συνετίζει σαν δάσκαλος - δερβέναγας και , όπως κάθε αυτοαναιρούμενη έννοια, με καθηλώνει.
Δε μπορούσα να αποχαιρετίσω τίποτα γιατί δε ήθελα να παραδεχθώ ότι όλα είναι φθαρτά.
Η συνεχής τους επανάληψη, αντικατάσταση και ανακύκλωση ένα ράπισμα στη σωτήρια τάση μου προς την ονειροπόληση.
Και εντάξει με εποχές ανέμελες, φίλους καρδιακούς και έρωτες πανίσχυρους. Αποχαιρετώντας τους, αποχαιρετούσα και ζωτικής σημασίας κομμάτια του εαυτού μου. Αυτή η απώλεια αντανακλάται και χαράζεται βαθιά στην ψυχή.
Αυτή μου την αδυναμία όμως να αποχαιρετήσω ανθρώπους που ήθελαν και παντοιοτρόπως διεκδικούσαν τα πιο αληθινά κομμάτια του είναι μου, που λεηλατούσαν την ψυχή μου μετερχόμενοι όλα τα μέσα, καταστρατηγώντας σταθερές και ιδέες ολάκερες, αυτούς γιατί δεν τους έδιωχνα μονομιάς?
Ήταν δυσερμήνευτη αν όχι αινιγματική αυτή μου η άρνηση να ξεκαθαρίσω την ουσία από την ασημαντότητα, το επίκαιρο από το παρωχημένο.
'' Είναι παράξενο, μα την αλήθεια, πώς ένας άνθρωπος όπως εσύ, με τέτοια ευφράδεια, δε βρίσκεις καν τις λέξεις για να βάλεις μια τελεία ! Αφού το νιώθεις ότι επιβάλλεται, δεν πάει άλλο πια'' ! μου έλεγε ένας φίλος σε μια προσπάθεια αφύπνισης.
Επαίτης μιας τελείας, μια ζωή.
Μια ζωή κόμματα και αποσιωπητικά, με την ωχρή ελπίδα οι επιπλέον ευκαιρίες να αλλάξουν το σκηνικό, όταν το μόνο που χρειάζεται για να αλλάξει είναι μια τελεία, εμφατική.
Μου φαινόταν τόσο δραματικό το αντίο. Ένιωθα ότι έπρεπε να καταναλώσω απροσδιόριστη ενέργεια για να το ξεστομίσω, πόσο μάλλον να το εννοώ.
Και όμως, όσο επίπονες είναι οι απώλειες, αλλο τόσο και αναγκαίες για νέες επιτεύξεις, όσο ανάγκη έχουμε δεδομένα για να προχωράμε, αλλο τόσο φυλακιζόμαστε σε αυτά και ο άγραφος πίνακας είναι ο μόνος ικανός να ερεθίσει την ξεθωριασμένη μας έμπνευση και να τη ζωοδοτήσει.
Έτσι και το αντίο δεν είναι άρνηση του παρελθόντος αλλά ανακωχή με αυτό.
Πάντα θα το κουβαλάμε μαζί μας αλλά δεν είναι απαραίτητο να μας στοιχειώνει.
Είναι τελικά οι αποχαιρετισμοί καθοριστικές καμπές για την αυτοεικόνα μας, δείκτες της ετοιμότητάς μας για χειραφέτηση, αναγνωριστικοί  της αλλοίας μας φύσης.
Πολλές φορές αντί για τέρμα συμβολίζουν αφετηρία, αρκεί να έχουμε ψυχή στο βλέμμα για να το διακρίνουμε.
Η ύπαρξή μας μεταλλάσσεται τόσο ραγδαία που έχει ανάγκη από τελείες πριν από κάθε μετασχηματισμό. Είναι σαν ανακεφαλαίωση, σα στιγμαία διεκδίκηση ραστώνης πριν αφεθούμε και πάλι στους φρενήρεις ρυθμούς..Το σθένος ενός αποχαιρετισμού εμπερικλείει την επιθυμία για αναγέννηση, και μόνο με αυτή την πυξίδα μπορούμε να περιπλανιόμαστε περήφανα....

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Όρια

Ήταν πάντα η αχίλλειος πτέρνα μου η οριοθέτηση. Κάθε αδικία που μου σέρβιραν αιφνίδια, ήταν απόρροια της δικής μου ανημπόριας να αντιδράσω. Και πώς αλήθεια να αγανακτήσεις με μια αδικία της οποίας είσαι ο απόλυτος πρόξενος?
Ξόδεψα ατέλειωτες ώρες και εκτιμητέα φαιά ουσία προσπαθώντας να καταλάβω.
Πώς λειτουργεί αυτός ο κόσμος, μέσα από τα μάτια του απόκοσμου, εκουσίως ξένου.
Όσο με βαραίνει η αδικία, άλλο τόσο ανίκανος ήμουν να την αντιληφθώ, πόσο μάλλον να την καταπολεμήσω. Εν αγνοία μου και από μια ετεροχρονισμένη, ανεπίκαιρη καλοσύνη που μετουσιώθηκε σε μωρία, αναπαρήγαγα σωρηδόν εγκλήματα κατά του εαυτού μου μέσα από μια ατέρμονη καταπίεση βούλησης και επιθυμιών.
Αυτή η αίσθηση ηττοπάθειας και ατολμίας μα και αυτή η αγάπη μου προς την ειρήνη, προς την αποφυγή διενέξεων, με κρατούσαν διαρκώς στο παρασκήνιο, πάντα έτοιμο να εκραγώ αλλά ουδέποτε δυνάμενο να μεταβάλλω την επικρατούσα κατάσταση.
Τον αυτοεγκλωβισμό μου δηλαδή.
Όσο υπεύθυνοι είμαστε για την ευτυχία μας, άλλο τόσο είμαστε και για τη δυστυχία μας, μόνο που η τελευταία μας σαρώνει, μας εθίζει, μας ακινητοποιεί. Γινόμαστε μεμψίμοιροι ή στην καλύτερη υποφέρουμε στο αυτοσχέδιο κελί μας, σιωπηλά. Συμβιβασμοί, ψέμματα, εμμονές, φόβοι, απογοητεύσεις, εκμετάλλευση, απάτη, προδοσία, όλα τα βλέπουμε μέσα από μεγεθυντικό φακό...και τα αφήνουμε να μας σημαδέψουν, ίσως για να νιώσουμε σημαντικοί, ότι κάτι έντονο ζήσαμε και εμείς.
Και αυτά τα λόγια ! Τόσο ωραία, τόσο μεστά..και τόσο κούφια!
Πίσω από τα λόγια κρύβεται ο θάνατος των μεγαλύτερων επιτευγμάτων.
Καμία διακήρυξη, καμία προσευχή, υπόσχεση ή ευχολόγιο δεν είναι ικανά να μας λυτρώσουν.
Γιατί είναι ιδεατά και όσο δε μεταβαίνουν στο πεδίο της πράξης, επίπλαστα.
Απέναντι στα όριά μου ήμουν πάντοτε τυφλός. Εκ γενετής. Έτσι έδινα την πολυτέλεια στους άλλους να εθελοτυφλούν απέναντι σε αυτά. Να τα καταπατούν αβίαστα, σα να κάνουν κάτι καθ' όλα νόμιμο.
Είναι αυτό που λέμε ότι η συναίνεση του παθόντος αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, άρα έγκλημα δεν υφίσταται. Και όμως, υπάρχει μεγαλύτερη εκληματική ενέργεια/ παράλειψη από αυτή τη συναίνεση?
Σαν αφιονισμένος πήγαινα όπου η ζωή με πήγαινε.
Πειθήνια, αδιαμαρτύρητα, αγόγγυστα.
Ακόμα και όταν εβραζα εσωτερικά, έβαζα την αυθυποβολή μου να υπερλειτουργεί.
Αν διαμαρτυρόμουν ή διεκδικούσα το παραμικρό, θα φανέρωνα ασυγχώρητη προπέτεια, ασύμβατη προς τη συμβατική μου φύση.
Και κάπως έτσι, οι επιθυμίες μου έμειναν-δικαίως τελικά-απροσπέλαστες.
Αφού εγώ ο ίδιος σπατάλησα μια ζωή φαγωμένη από το συρφετό των ενοχών μου, παλεύοντας για τα θέλω των άλλων, για να μη δυσαρεστήσω κανέναν.
Δεν έμαθα ότι ο αυτοσεβασμός είναι η βάση των πάντων...γιατί με διαφέντευε αυτή η πεποίθηση της κατωτερότητας.
Αν γύριζα πίσω το χρόνο, θα άλλαζα πάρα πολλά.
Θα ερχόμουν σε ρήξη με όλο το σύμπαν για να μάθω ποιος πραγματικά είμαι και πώς μπορώ να είμαι ευτυχής, Θα έθετα όρια διακριτά και θα τα υπερασπιζόμουνμε σθένος. Δε θα έβαζα ποτέ στην ίδια πρόταση ή σκέψη τις λέξεις '' ένοχη απόλαυση''.
Είναι τελικά η δικαιοσύνη μια χίμαιρα που κυνηγάμε ξέροντας ότι δε θα κατακτήσουμε, όμως είναι προτιμότερο να διασχίζουμε  ένα δρόμο αφιλόξενο και ας μη φτάσουμε ποτέ στο τέρμα από το να ακινητοποιούμαστε στο χάος που τίκτουν οι προσωπικές μας χίμαιρες...Χωρίς προσωπική ελευθερία, δεν έχουμε δικαίωμα να αξιώνουμε δικαιοσύνη.
Μερικές φορές πρέπει να υπερβούμε τα όριά μας για να θέσουμε όρια εκ νέου, και ας γεννηθούμε από το μηδέν. Αυτό δεν είναι άλλωστε το ζητούμενο?