Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Ονειρεύτηκα την ''Ευτυχία''

Ξύπνησε από ένα αλλόκοτο όνειρο. Μέσα στην υγρασία της νύχτας, με τη βροχή να ακούγεται ορμητική από έξω και το φως από τις αστραπές να τρυπώνει μέσα από τις γρίλιες. Έβλεπε πρόσωπα αλλοπαρμένα, με χαρακτηριστικά εξωτικά, να κοιτάζουν σαν από ύπνωση προς μια ορισμένη κατεύθυνση, μαγεμένα από την προσδοκία. Σύντομα, όμως, η έκφραση τους πάγωσε, έγινε πιο σκληρή, αρχικά θλιμμένη και έπειτα βλοσυρή. Το θέαμα δεν ήταν το προσδοκώμενο. Ήταν το ακριβώς αντίθετο. Σα να ανέμεναν ένα θαύμα και να τους χτύπησε αιφνιδίως μια συμφορά. Έπειτα ακούστηκε κάτι σα σήμα κινδύνου και οι μορφές εξαϋλώθηκαν από το φόβο.
 
 
Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τέτοια όνειρα. Τα φιλοξενούσε συχνά στον ύπνο του, ως απόρροιες της ανήσυχης φύσης του. Ο ύπνος είχε καταντήσει μαρτύριο. Εκεί ξεπηδούσαν ανελέητα όλες του οι φοβίες μέσα από μια σκέψη αφηνιασμένη. Χωρίς να ελέγχεται, η σκέψη γίνεται αληθινή. Άλλο το ζήτημα αν χλεύαζε την υποτιθέμενη συμβολικότητα των ονείρων ή αν πίστευε ότι ήταν καρπός του άγχους του. Συχνά, έπιανε τον εαυτό του να πασχίζει να ερμηνεύσει ένα όνειρο, με την ανατριχιαστική αίσθηση πως συνδέεται με κάποιο απωθημένο του βίωμα. Με αγωνία, μήπως ξαναδεί το ίδιο ή μήπως δει τη συνέχεια παρελθοντικών ονείρων. Αν το ξημέρωμα τον έβρισκε ξεκούραστο, με αδιατάρακτο ύπνο, σήμαινε πως ήταν σε πολύ ήρεμη ψυχική διάθεση.
 

 
Αυτό το όνειρο τον επισκέπτεται πολλές φορές κάθε μήνα. Είναι μια σκέψη που έχει ριζώσει μέσα του και έρχεται μεταμφιεσμένη, στην ακραία της μορφή. Η προσδοκία είναι προάγγελος απογοήτευσης. Χτίζουμε όλη μας τη ζωή σε άπληστες προσδοκίες για να βρούμε την πραγματικότητα κατώτερη αυτών. Πλάθουμε μια υποκειμενική εικόνα για το τι επιθυμούμε, ενώ είμαστε πολύ μικροί για το γνωρίζουμε έτσι αβασάνιστα. Η προσδοκία είναι θάνατος του αιφνιδιασμού. Και ο αιφνιδιασμός μπορεί να είναι λύτρωση. Βιαζόμαστε να δούμε την εικόνα όπως θαρρούμε πως θα μας αρέσει, και στο τέλος βλέπουμε κάτι που μοιάζει οικτρό. Γιατί δεν είμαστε εξασκημένοι στην υπομονή, στο ότι η ευτυχία θα έρθει όταν θα έρθει και το πλήρωμα του χρόνου και όταν θα είναι λιγότερο προσδοκώμενη. Γινόμαστε αποκρουστικοί όταν ικετεύουμε για ομορφιά. Την ομορφιά, όπως και την ευτυχία, πρέπει να την κερδίσουμε με το σπαθί μας , όχι να την καρτερούμε.
 
 
Όταν νιώσουμε ευγνωμοσύνη για όσα ζήσαμε και όχι απληστία για όσα ποθούμε, θα έχουμε κάνει ένα πρώτο βήμα. Αλλά έπειτα είναι και το άλλο. Η ευτυχία δεν είναι ένα καταληκτικό σημείο. Μια διαρκής αναζήτηση είναι, ένα αυτοτροφοδοτούμενο κίνητρο. Αν πιστέψεις ότι τη βρήκες, θα αισθανθείς κενός, ανυπόφορα δυστυχής. Ακόμα και αν αρπάξεις τη στιγμή που σου δωρίσει ευτυχία, πάντα θα την αναζητείς. Γιατί αυτό θα είναι το δικό σου ταξίδι, το δικό σου κίνητρο, η απορία και ο θαυμασμός σου για αυτό το απροσδιόριστο που σκορπίζει στις ψυχές την πληρότητα. Ευτυχία είναι να αναζητείς τη δική σου εκδοχή της ευτυχίας. Με ελπίδα πάντα, ποτέ με προσδοκία. Με αγάπη και υπομονή, χωρίς λαχτάρα για το τέλος. Έχει ο δρόμος τα δικά του δυνατά θέλγητρα. Τους γρίφους που έδωσαν απαντήσεις στα πιο ζόρικα ερωτήματα. Τις πιο θαρραλέες ερωτήσεις, τις πλέον άβολες αλήθειες. Και ομορφιά καλά κρυμμένη, για γερούς λύτες.

Αγάπη πέρα από το Χρόνο

Καθώς την παρατηρούσε να κάθεται γαλήνια στη θέση της δίπλα στο παράθυρο, με εκείνη την αινιγματική ηρεμία, σα να είναι καμωμένη ολόκληρη από αινίγματα, αισθάνεται ότι φυλακίζοντας μέσα σου μια στιγμή μπορεί να είσαι μια ζωή απελευθερωμένος. Χόρταινε την εικόνα της, γέμιζε η ψυχή του χρώματα και γέλια ηχηρά και φωνές οικειότητας. Στην εικόνα της χωρούσε μια ζωή ολάκερη. Πύρινα μεσημέρια μεθυστικής προσμονής, δροσερές νύχτες που ευχόταν να μην τελειώσουν ποτέ, πρωινά που τον έβρισκαν άυπνο, αλλά και πιο ζωντανό από ποτέ. Την αγαπούσε δίχως αιτία, αυτό ήταν προορισμένος να κάνει. Αυτόματα, με έναν τρόπο που καταργούσε την τετράγωνη λογική του. Είναι η αγάπη άρνηση της ύπαρξής σου όπως την ξέρεις. Δεν ήταν πια μονόχνωτος, δεν ένιωθε μονοσήμαντος που κυνηγάει στόχους υπερφιλόδοξους και όλα τα μετρά με ανταγωνιστικά μέτρα. Ξαποσταίνει από τον ανυπόφορο εαυτό του. Θυμάται πόσους χειμώνες σαν αυτόν έζησαν μαζί, πόσες χρονιές καλωσόρισαν όλο προσμονή, πόσα διαφορετικά βιώματα στέγασε το μικρό τους καταφύγιο.
 
 
 
 
 Η αγάπη όλα αλλιώτικα τα κάνει. Μεταμορφώνει και εσένα τον ίδιο, σε αναπροσδιορίζει, χαστουκίζει το θράσος σου που βιάζεται να βάλει ταμπέλα σε αυτό που είσαι. Όταν αγαπάς δεν είσαι, γίνεσαι. Αλλάζεις μέρα με τη μέρα, μαθαίνεις, εκπαιδεύεσαι. Με αγωνία κερδίζεις κάθε στιγμή τον άλλο γιατί αν τον θεωρήσεις δεδομένο, θα γευτείς μια αβάσταχτα επίπονη γεύση απώλειας.
 
 Άλλαζαν οι χρονιές, οι εποχές , οι στιγμές, και μαζί τους το περιβάλλον, οι συζητήσεις, οι μόδες, οι ανησυχίες. Με όλες τις συμβατικότητες και τη φαινομενική χροιά των γεγονότων, τους διαρκώς αυτοπροβαλλόμενους φίλους και μη, τις άσκοπες κουβέντες και τη θλιβερή καταπίεση της ουσίας. Με όλη την εξουθένωση μιας κοινωνίας που αφανίζεται με το τίποτά της, με όλο το απάνθρωπο του κόσμου που αχόρταγα καταναλώνει ό,τι στην πραγματικότητα διογκώνει τις ελλείψεις του, με όλα τα ανορθόδοξα και την γκρίνια σε ημερήσια διάταξη. Με το πρόσωπο της πόλης αλλαγμένο, γεμάτο φώτα, νέα μαγαζιά και θόρυβο, και όμως παράλογα μελαγχολικό. Μαζί της τίποτα δεν έμενε στάσιμο γιατί κάθε μέρα του έδινε ένα καινούργιο κίνητρο. Καταδικασμένος τα πάντα να θυμάται, εξασκημένος να λησμονεί ό,τι ήταν κύημα ατυχούς στιγμής.
 
 
Η αγάπη σε κάνει αυτάρκη. Είναι εκείνη η στιγμή που η παρανοϊκή φασαρία του κόσμου σωπαίνει και οι επιθυμίες σου στερεύουν λυτρωτικά. Μετουσιώνονται σε μία, πελώρια και αληθινή, που την ενσαρκώνει εκείνη. Σε ένα σύμπαν αποκαρδιωτικά ταχείας μεταβολής , εκείνη εκπροσωπεί τη δική του σταθερά. Ένα ταξίδι χωρίς γεωγραφική μετακίνηση. Να γίνεται καλύτερος για να κάνει εκείνη ακόμα πιο ευτυχισμένη. Στο απώγειο της ευτυχίας. Ολοκληρωτικά δοσμένος σε έναν έρωτα πέρα από το χρόνο, ξεκινά τη χρονιά μόνο για να τον δει να ακμάζει ακόμα πιο πολύ, να τον κυριεύει, να τον ανανεώνει, να τον κάνει από το μηδέν να αγγίζει πάλι την κορυφή. Και πάλι από την αρχή.