Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Στο μεταίχμιο

Την τρόμαζε η σκέψη της . Το απύθμενο σκοτάδι. Το είδωλό της στον καθρέφτη καγχάζει, σαν προκλητικό αίνιγμα. Πάντα, της έλεγαν, να αποκωδικοποιεί τις συμφορές, πάντα είναι δώρα μασκαρεμένα. Πάνε πέντε χρόνια, σχεδόν, που όλα έρχονται κόντρα στις προσδοκίες της. Μια σκληρή δοκιμασία, μια κατάδυση στου πόνου τα έγκατα, μια δαιμονική αναγκαιότητα, αυτό που την καταδιώκει έτσι αχόρταγο. Η μορφή της, κατασπαραγμένη, εκλιπαρεί για μια αχτίδα φωτός.
 
 
 
Τα βάσανα, σαδιστικά διδάγματα που έχασαν το δρόμο, την ξύπνησαν ένα ολόιδιο βράδυ, κάθιδρη, τρομαγμένη από το θάνατο της συνήθειας. Η φθορά του σώματός της, η αποσύνθεση της ψυχής της, λησμόνησε ποιο ήρθε πρώτο και ποιο δεύτερο. Τα πρόσωπα, απεικόνιση της αποχαύνωσης, του περιφέρονται ασκόπως, χωρίς όνομα, με ταυτότητα πλαστή, που ξεγέλασαν το χρόνο με την απαράλλαχτη έλλειψη έκφρασης. Η κατάρριψη του δεδομένου, όλα θέλουν τη μάχη τους τελικά, ιδίως όσα από ανοησία θεωρήσαμε αυτονόητα. Το νόημα ουδέποτε είναι προκατασκευασμένο. Δομείται, αναδομείται και προσδιορίζεται μέσα από μια θεότρελη ,ερωτική περιπέτεια όπου ξεπροβάλλει ψήγμα του αληθινού εαυτού. Μια φλόγα που πυρπολεί την απονεκρωμένη φύση, τη θέληση για ζωή με ουσία.
 
 
 
Και να που όταν τίποτα δε μοιάζει βολικό, βρίσκεις τον τρόπο να γίνεις ασφαλής. Δεν είσαι πια αμήχανος γιατί δεν προβλέπεται τέτοια επιλογή. Να επινοείς πρέπει, να εφευρίσκεις τρόπους ώστε ο ίδιος ο αγώνας για την επιβίωση να έχει κάτι αξιοπρεπές, κάτι μεγαλειώδες.
 
 
 
Μια ζωή ολόκληρη πάλευε να τινάξει από πάνω της το θάνατο. Ζύγιζε εμμονικά τα συν και τα πλην. Τις δύο αντιφατικές πλευρές του εαυτού της που την καθήλωναν στο βασανιστικό μεταίχμιο, ισοβίως επαίτη μιας  ταυτότητας. Την αγαθή πλευρά τη γεμάτη δοτικότητα και αισιοδοξία, εκείνη που ανέβλυζε αγάπη και ψύχραιμη παρατηρούσε τη συντριβή μιας υποτιθέμενης καταστροφής. Και τη διαβολική εκδοχή της με τις δεύτερες σκέψεις, τις αυτοκαταστροφικές τάσεις και τη μόνιμη αίσθηση ανεπάρκειας που την έκανε ακοινώνητη και ευάλωτη στην κριτική. Το ποιες συνθήκες ενεργοποιούσαν τη μία πλευρά και ισοπέδωναν την άλλη, ήταν απορίας άξιον. Συνήθως, οι μαραθώνιοι μονόλογοι και οι εκκωφαντικές σιωπές που μαρτυρούσαν μοναξιά την μπόλιαζαν με ανεξήγητη δύναμη να παρακάμπτει τις επιφανειακές αναποδιές.
 
 
Γιατί ό,τι στην επιφάνεια συμβαίνει, δεν είναι παρά μια πρόκληση αποκρυπτογράφησής του. Ακόμα και το σκοτάδι, κρύβει ενοχικά τα φωτεινά του σημεία. Τίποτα δεν είναι μονοσήμαντο, αλλιώς θα ήταν άμοιρο νοήματος. Με λίγη φαντασία και ταλέντο, ακόμα και μέσα από την ανατροπή της ασφαλούς πορείας των πραγμάτων, μπορούν να αναδυθούν θαύματα, ψηφίδες γνώσης που αποτρέπουν το τέλμα. Μέσα από το θάνατο μιας πλευράς ή κατάστασης, προκύπτει ζωή και εξέλιξη.. για κάτι νέο, άγνωστο και ανεξερεύνητο.
 
 
 Πορευόμαστε μια ζωή παλεύοντας ανάμεσα σε σκόρπιους εαυτούς, διάσπαρτους και περιπλανώμενους. Και είναι τόσο αστείοι που θαρρούν πως είναι ένας ενιαίος εαυτός! Αμέτρητα κομμάτια, ετερόκλητα και αντινομικά, συνενώνονται με παράνοια, με την ελπίδα προσέγγισης του νοήματος. Και όμως, η ψευδαίσθηση της κατανόησης του νοήματος είναι εκείνη που μας διατηρεί ψυχικά υγιείς. Η αίσθηση ότι η πάλη δεν έχει τέρμα. Ότι είναι σωτηρία η αναπάντητη κραυγή για απαντήσεις. Γιατί τι άλλο είναι οι γρίφοι πέρα από προσχήματα για να παλεύουμε με το διχασμένο μας εαυτό;
 
 
 
 
 
Έμαθε με τον καιρό να μην παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της. Καμία του πλευρά. Να κάνει πως δεν ακούει τις δραματικές εκκλήσεις του κακού της εαυτού που ζει για να φέρνει την πανωλεθρία όταν όλα είναι ειρηνικά, να παρακάμπτει την ενοχική φύση του αγαθού της εαυτού που μετατρέπει κάθε ''όχι'' που θέλει να φωνάξει, σε ηχηρό ''ναι'' για να μη δυσαρεστήσει κανέναν. Μαθαίνει τις δύο πλευρές να συνυπάρχουν, χωρίς να αναιρούν την ιδιαιτερότητά τους. Καμία δε μπορεί να αρνηθεί γιατί η μία νοηματοδοτεί την άλλη.
 
 
 Αλυσιδωτά όλα, είναι και γίνονται. Ο θάνατος ενός στοιχείου απελευθερώνει ένα άλλο, λανθάνον, εν δυνάμει λυτρωτικό. Ζει με όλο της το ''είναι' 'γιατί κατάφερε να αψηφήσει το θάνατο. Να μην τον σκέφτεται, να μην τον λογαριάζει, να μην τον φοβάται. Ζει τη ζωή, από άκρη σε άκρη, το μεγαλείο της στιγμής, την ευδαιμονία του πρόσκαιρου, το ανώφελο μιας καθημερινής διαδρομής, όλα εκείνα που υπάρχουν χωρίς να συνδέονται με προσδοκίες και σχέδια αλαζονικά, όλα εκείνα τα μικρά που την κάνουν μεγάλη. Την αιωνιότητα ενός σπάνιου δευτερολέπτου που οικειοποιείται με μια απόδραση του νου από το κελί της συνήθειας. Κρύβονται εκεί οι πιο μεγάλες αναστάσεις.
 
 
 

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Ασφαλώς Ανασφαλής

Ίσως ήταν το φως που γενναιόδωρα εισέβαλε στο δωμάτιο. Το δροσερό αεράκι, η αινιγματική ησυχία του πρωινού, τα χθεσινοβραδινά δαιμόνια που στριφογυρίζουν ακόμα στο νου της. Μπορεί να έφταιγε και το ποτό, πάντα έπινε παραπάνω όταν δεν ένιωθε καλά. Κάθε προσπάθειά της να ξορκίσει τη μελαγχολία κατέληγε αποτυχημένη. Πάντα η μελαγχολία ερχόταν όπως ένας ανεπιθύμητος επισκέπτης, φορτικός και επίμονος, εγωιστής μέχρι το μεδούλι, χαιρέκακος ακόμα. Τη συντρόφευε για ώρες ή και μέρες, μέσα από ένα αόρατο σύννεφο και μια αγκαλιά δικαιολογίες. Σύρθηκε μέχρι το μπάνιο για να αντικρύσει ένα θέαμα ανοίκειο. Πλησίασε ακόμα πιο κοντά, να δει καλά. Πότε πρόλαβαν και ξεφύτρωσαν αυτές οι γραμμές έκφρασης γύρω από τα μάτια της; Πότε το πρόσωπό της ντύθηκε με αυτή την αυστηρή έκφραση της θυμωμένης δασκάλας που απαιτεί πειθαρχία; Πότε ο χρόνος γλίστρησε μέσα από τα χέρια της μεταμορφώνοντάς τη σε μια άγνωστη;

 

 
 
 
 
 
 
Ξέθαψε από ένα συρτάρι τις αναμνήσεις. Ο χρόνος είναι μυστήριος. Κάποτε έμοιαζε με ένα ανυπόφορα χαρούμενο πλάσμα, βουτηγμένο στην ανεμελιά, με ένα ανίκητο χαμόγελο και μια δύναμη εσωτερική που μαγνήτιζε τους γύρω της. Θυμάται πως ακόμη και σε μοναχικές βόλτες, η αίσθηση της αναπτέρωσης, μια ανείπωτη αίσθηση ευφορίας, αγαλλίασης και σοφίας αλλόκοτης, νεότητας και ορμής, ήταν πάντα εκεί. Απότομα, αυτή η μορφή έσβησε. Εικόνα έγινε απόμακρη, ανάμνηση που είναι πάντα δίκοπο μαχαίρι. Της προκαλεί μειδίαμα νοσταλγικό αλλά και πόνο βαθύ. Το ανεπίστρεπτο είναι πάντα γοητευτικό. Πόνος και απωθημένο, κομμάτι από πάνω της αλλά συγχωνευμένο με άλλα, απόν κατά τα φαινόμενα, παρόν κατά την ουσία. Ξέχασε τι μεσολάβησε και έχασε εκείνη τη μορφή. Ξέχασε και έχασε. Σα να μη συναισθάνθηκε την ευθύνη της απέναντι στον εαυτό της. Δεν έλαβε θέση εξασκημένου παίκτη απέναντι στο χρόνο. Υπερεκτίμησε τη δυνατότητά του να τον ξεγελάει και τον άφησε να την ισοπεδώσει. Όλα όσα αγαπούσε, αυτά που σμίλευαν τη δική της όψη, τη διαφορετικότητα στη σκέψη και την έκφρασή της, την ανομολόγητη λαχτάρα της για ελευθερία. Την ψυχή της. Αρκεί ένα βράδυ όλο ψέματα και σκυφτά κεφάλια, με τον αέρα να φυσάει σαν τρελός και τη φυγή να γίνεται αιώνια φυλακή για να ξεχάσει αυτό που είναι. Για να το χάσει.
 
 
 
Αναστατωμένη, παίρνει τους δρόμους μέσα στην απριλιάτικη μπόρα, δε μπορεί, κάπου θα βρίσκεται το σταθερό της σημείο. Κοίταξε προσεκτικά στις λεωφόρους με τα αμέτρητα οχήματα, στα αποχαυνωμένα πρόσωπα των περαστικών, σε θορυβώδη σοκάκια, σε μαγαζιά με αντίκες και βιβλία από το χθες. Προσπάθησε με αγωνία να εντοπίσει ένα βλέμμα που θα την κινητοποιήσει, αλλά ο κόσμος την προσπερνάει με βιασύνη. Τριγύρω της μονάδες αυτάρκεις, κάθε ένας κουβαλάει μια ιστορία που είναι γραφτό της να μείνει ανείπωτη. Τρέχουν να προλάβουν όσα θα τους κάνουν να επιβιώσουν. Βάζουν τα δυνατά τους για να είναι πειστικοί, δε χρειάζονται κάτι, είναι ενημερωμένοι για όλα, μέσα σε όλα, μακριά από τον εαυτό τους. Αλλά φαίνονται καλά και αυτό είναι που έχει σημασία.
 
 
 
 Ξαποσταίνει σε μία γωνιά ανήμπορη να συνεχίσει την αναζήτηση. Ανασαίνει γρήγορα, εξαντλημένη από όσα δεν είδε. Το τοπίο γύρω της ασύλληπτα όμορφο, η βροχή έχει ηρεμήσει, αλλά τα πάντα είναι ανθισμένα και ένας νεογέννητος ήλιος ξεπροβάλλει διστακτικά. Σκέψεις ιλιγγιώδους ταχύτητας, κάτι σκαρώνουν πάλι στο νου της, επιθετικές και χωρίς προφανές νόημα. Έχει ξεχάσει πώς να αγαπάει. Τους άλλους, τον εαυτό της, τη ζωή. Το χάρισμα να διακρίνει ομορφιά και αγάπη ακόμα και στα πιο άγονα μέρη. Να δίνει, να δίνεται και πάντα να είναι πλήρης. Αναγεννημένη ακόμα και μέσα από τη φθορά. Γιατί η φθορά εξέλιξη είναι, μπορεί να μην είναι ανεπιθύμητη αλλοίωση, αλλά αναγκαία μεταμόρφωση. Για να βρει το σταθερό της σημείο ίσως πρέπει πρώτα να το χάσει. Για να βρει και άλλα πολλά που ξέχασε, που τα άφησε να της γνέφουν από μακριά.
 
 
Σε έναν κόσμο όπου κινητήρια δύναμη είναι η ανασφάλεια, πώς να νιώσει ασφαλής; Είναι επειδή η ασφάλεια κατοικεί εντός της. Όσο και αν την αναζητεί σε θαλασσοδαρμένα ταξίδια και μέσα από τα μάτια των άλλων, στη δική της τη ματιά θα την αναγνωρίσει. Όταν λυτρωθεί από την εμμονή της να είναι ασφαλής με το να είναι αρεστή, όταν εγκαταλείψει το φαύλο κύκλο του να διεκδικεί την αποδοχή του μέσου όρου, όταν πάψει να είναι και η ίδια μέσος όρος υπό το φόβο των αποκλίσεων. Παράξενη και αλλόκοτη, με όλα τα στραβά και τα αλλιώτικά της, με τη δική της φθορά ή εξέλιξη, με τη δική της ιστορία. Όπως τότε που περπατούσε σα χαμένη γιατί τα είχε βρει όλα. Με ένα αναίτιο χαμόγελο που σάρωνε όλες τις αιτίες. Με όλη την αγάπη του κόσμου να φωλιάζει εντός της. Ούτε που έβλεπε τα στραβά κοιτάγματα, ούτε που πρόσεχε τα ειρωνικά γελάκια. Ακόμα και να αναποδογύριζε ο κόσμος, εκείνη ήταν ασφαλής. Έτσι είναι τα σταθερά σημεία.

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

''Για πάντα''

Ο Μάρτης τον αποχαιρέτησε με τη γνωστή του αμφισημία. Χάθηκε σε μια απρόσμενη περιπλάνηση στο παγερό κέντρο, μέσα σε βαριά ντυμένες, σκυθρωπές φιγούρες. Ανακάλυψε μικρά διαμαντάκια που ήταν σε παράλληλους δρόμους, τόσο κοντά και τόσο μακριά συνάμα από τη μονότονη διαδρομή του. Μια στροφή, μια φαινομενικά ασήμαντη αλλαγή πορείας και ο κόσμος μοιάζει αλλιώτικος. Εξουθενωμένος ζητούσε αποτοξίνωση από τη ρουτίνα. Να βιώσει λίγες ακόμα στιγμές από ένα χειμώνα στη δύση του, αλλά και στην απογείωσή του, να πιει ένα ποτήρι κρασί να ζεσταθεί, να ξεχαστεί ακούγοντας τα βινύλια-κειμήλια που τον διακτινίζουν σε περασμένες αλλά όχι λησμονημένες εποχές. Η θύμησή της φλογερή και αξεπέραστη, παρά τον ισοπεδωτικό διάβα του χρόνου. Είναι η μνήμη η υπενθύμιση πως ο χρόνος ταρακουνά μόνο ό,τι είναι επιδερμικό, ό,τι τον αγγίζει στην ουσία δεν μπορεί να το αλλοιώσει. Το αναπαριστά με περίσσεια ζωηράδα, με θέρμη και πάθος, ένα βίωμα σε συνεχή αναζωογόνηση και αναθεώρηση. Κάθε φορά αλλιώς, κάθε φορά και πιο δυνατό, τον ζαλίζει και τον μεθάει.

 
 Είναι ο έρωτας αμετακίνητος στο χρόνο. Θεριεύει στο πέρασμά του, φλόγα που αναζωπυρώνεται. Ακόμα και αν δεν του δίνει τίποτα, ακόμα και όταν φωτογραφίζει τις ελλείψεις του ή τις φωτίζει και προβάλλουν όλο ανασφαλή αποκρουστικότητα. Να τον γεμίζει ό,τι δεν έχει, η φαντασίωση, το ενδεχόμενο, το ιδανικό. Ένα δικό του απίθανο-πιθανό, μια πίστη στο αδύνατο που την έχει καρπωθεί αθέλητα και τον διαφεντεύει. Η πίστη του ερωτευμένου στηρίζεται σε μια αλυσίδα από παράλογα, που γεννά η τυφλή και αδιαπραγμάτευτη επιθυμία. Μα τη χρειάζεται την απομάκρυνση από τη λογική, είναι τόσο κουραστικό να σκέφτεται με πειθαρχία σε επιβλητικούς κανόνες. Του δίνει μια αίσθηση αυτονόμησης από τον ενοχικό εαυτό του το να θεωρεί πιθανή την αναγέννηση μιας ιστορίας που είναι ενταφιασμένη στα συρτάρια του χρόνου , μετά από μία βεβιασμένη ετυμηγορία του.
 
 
Συχνά σκεφτόταν με κυνική καχυποψία το ''για πάντα'' των ερωτευμένων. Του θύμιζε την κάθε παράταιρη άνοιξη, τον κάθε προκλητικό Απρίλη, τον γεμάτο προσδοκίες και διάθεση μαγείας, που κατέληγε σε νεφελώδεις ουρανούς και καταιγίδες από το πουθενά. Σε έναν κόσμο σαρωτικών αλλαγών, να τολμάς να υπόσχεσαι αιώνια αμοιβαιότητα. Επιπόλαιες εκδηλώσεις παρορμητικών ή ρομαντικών ψυχών που πληγώνονταν στην πρώτη αναποδιά για να συνεχίσουν αδιόρθωτοι τις αφελείς τους απερισκεψίες.
 
 
 Μέσα από το χρόνο, κατάλαβε ότι το ''για πάντα'' δεν εμπεριέχει ποσοτικό προσδιορισμό, ούτε υπόσχεση, ούτε δεσμευτική συμφωνία. Άμεση απόρροια είναι του έρωτα που παγώνει στο χρόνο ακόμα και την πιο συνηθισμένη στιγμή. Ακόμα και μία στιγμή, μπορεί να γίνει για πάντα. Καταδικασμένος να την κουβαλάει εντός του, να την αναπαράγει, να τον σκλαβώνει σε αναδρομικά μονοπάτια, ανέγγιχτο να τον αφήνει η εξέλιξη. Μια επίθεση στον ορθολογικό του εαυτό που προσεύχεται για μια δαιμονική παράταση του χειμωνιάτικου σκηνικού. Όμως η Άνοιξη είναι εδώ, με τη φευγαλέα ομορφιά της, ανατρέψιμη αλλά με την οικεία ευεργεσία μιας αόριστης ελπίδας. Θα παρέλθει, αλλά θα είναι για πάντα μέσα του.
 
 
Δεν σκορπίζουν στο χρόνο οι αληθινές αναμνήσεις. Σα δεύτερη ζωή, πολύτιμη, τις φυλάει και γίνεται πιο αυθεντικός μέσα από αυτές. Χωρίς να προσπαθεί να τις καταλάβει, αφήνοντας απλά να τον κυριεύσουν. Όπως και αυτή η παράταιρη Άνοιξη που του χαμογελάει σαν μαγική αμφιβολία.