Ήταν στ' αλήθεια ένας παράξενος Νοέμβριος. Ηλιόλουστος, σε πλήρη παραφωνία με το εσωτερικό μας χάος και τον παροξυσμό των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων. Έμοιαζε σα να καιροφυλακτούσε παντού η Μοίρα μας, μαραζωμένη αλλά με ένα σαρδόνιο χαμόγελο, σα να ξέρει πάντα έναν τρόπο, ένα σόφισμα να ξεγλιστρήσει από την Παγίδα. Έτσι νιώθαμε λίγο ή πολύ όλοι. Αμήχανοι, εγκλωβισμένοι και κυρίως πανέτοιμοι για την Πανωλεθρία. Αλλά είχαν πάψει τα αισθητήρια να λειτουργούν. Η εναλλαγή των εποχών δε μας απασχολούσε πια αφού δεν τη νιώθαμε. Κύματα ανθρώπων μετανάστευαν σε μακρινές πολιτείες και εμείς πρωταγωνιστές μιας παράστασης όπου όλοι γνώριζαν την έκβαση του σεναρίου πλην από εμάς. Αυτό δεν αποκαλείται τραγική ειρωνία;
Έβαζα την αυθυποβολή μου να κρατήσει τα ηνία, να επιβληθεί στην επιρροή των ζοφερών μηνυμάτων που ρητά και σιωπηρά με έζωναν από χίλιες δύο μεριές. Δε θα με διαφεντέψει η φτώχεια μου, μονολογούσα και πάσχιζα να εντοπίσω την ομορφιά ακόμα και στα πλέον γκροτέσκα και απωθητικά στοιχεία. Όλα αυτά βέβαια αφού υπό το άγχος απώλειας της δουλειάς μου είχα συμπεριλάβει τις κρίσεις πανικού στην ημερήσια διάταξη και την κατάθλιψη μέρος αναπόσπαστο της ψυχικής μου δομής. Ήρθε μια μέρα που είπα απλώς ένα ηχηρό''δεν πάει άλλο'', και αποφάσισα μέσα στη δυναμική της παντοτινής στιγμής ότι η ζωή παραείναι γλυκιά για να την παραδίδουμε απερίσκεπτα στην ατέλειωτη πίκρα. Εξάλλου όλα μια ιδέα είναι. Περιμένουμε κάποιες τυπικές παραμέτρους να μας κάνουν σημαντικούς και χωρίς αυτές είμαστε μηδενικά. Ανάξιοι για χειρισμό οποιασδήποτε κατάστασης, ακόμα και της πιο απλής.Παρατηρούσα τους γνωστούς μου(γνωστούς- αγνώστους για να ακριβολογώ)να συμπιέζονται σε ένα άγχος ατελέσφορο, να μεμψιμοιρούν και να παραπαίουν σε μια μηχανικά εκτελούμενη καθημερινότητα.Άκουγα τις δαιμόνια παρουσιαζόμενες ειδήσεις και, όχι, δεν κατάφερναν να μου φυτέψουν την απελπισία. Ίσως επειδή όλα, εδώ και τρία χρόνια, είχαν καταντήσει απελπιστικά προβλέψιμα. Ίσως ως άμυνα απέναντι στην παράνοια των νέων δεδομένων που αναιρούσαν τα προηγούμενα και από κοινού συνέθεταν ένα κακόγουστο και αντιπαθητικό ανέκδοτο. Ίσως αυτό να σηματοδοτούσε την παραίτησή μου από την προσπάθεια να μεταβάλλω το σκηνικό και να υψώσω τη φωνή. Παντού κυριαρχούσε νεκρική σιγή, έτσι νεκρωνόταν και ο δικός μου παλμός. Άλλωστε ουδέποτε πίστευα ότι η αλλαγή είναι εφικτή σε επίπεδο πολιτικού σκηνικού, ιδίαίτερα σε εποχές αστάθειας όπου έχουν παγιωθεί ατάλαντα φερέφωνα. Πάντα πίστευα στη δύναμη της εσωτερικής, της ατομικής αλλαγής, αν και πάντα αναγνώριζα το πόσο αφελώς μεγαλεπήβολο θα ήταν ένα τέτοιο εγχείρημα σε μια κοινωνία αλλεργική στην αυτοκριτική και βαθιά συντηρητική, και ας καμώνεται τη φιλελεύθερη. Ο λανθάνων πουριτανισμός της υποτιθέμενα μοντέρνας κοινωνίας με ενοχλούσε αφόρητα. Αποδείκνυε ότι η πάλη με τα στερεότυπα απαιτεί έναν απέραντο χρονικό ορίζοντα για να αποδώσει καρπούς. Και αντιλαμβανόμουν ότι πολλά από τα κακώς κείμενα ριζώνουν σε στερεότυπα και προκατασκευασμένες αντιλήψεις. Προσπαθούσα να στραγγίζω τη σκέψη μου από ανόητα συμπλέγματα, να την απελευθερώνω. Συνήθως αυτή μου την προσπάθεια διαδέχονταν απίθανες συγκρούσεις αλλά και η εκλεκτή αίσθηση της λύτρωσης, του γλιτωμού, του απεγκλωβισμού. Ανάλαφρος τότε και ήρεμος μπορούσα να καταστρώνω σκέψεις διαυγείς και πολυσήμαντες. Μέσα από μια κρυστάλλινη καθαρότητα, με ενέπνεαν να βελτιώνομαι-και να βελτιώνω και τις έξωθεν παραφωνίες.
Εκείνο το Νοέμβριο μου τηλεφώνησε μια παλιά φίλη και συμφοιτήτρια. Μετά βίας αναγνώρισα τη χροιά της φωνής της, μετά από κόπο έκρυψα τη ντροπή και τη συγκίνησή μου. Ήταν περαστική από την πόλη και ρωτούσε αν έχω έστω και μισή ώρα για να ιδωθούμε, μετά από αναρίθμητα χρόνια.Έκλεισα το τηλέφωνο αφού τής έδωσα ένα απίθανο ραντεβού- απίθανο γιατί εκμηδένιζε το χρόνο, τη θλιβερή πραγματικότητα της κυκλοφοριακής συμφόρησης και της νομιμοποιημένης αργοπορίας. Παρ' όλα αυτά, έφτασα στον τόπο συνάντησης με θαυμαστή συνέπεια, ακόμα και αν είχε προηγηθεί αγώνας δρόμου ανάμεσα σε μποτιλιαρισμένα οχήματα, ακατάληπτες φωνές και στρίμωγμα μέχρι λιποθυμίας.
Ο χρόνος την είχε αφήσει ανέγγιχτη, σα να έκρυβε κάποιο περιζήτητο μυστικό νεότητας. Ακόμα και να υπήρχαν τα σημάδια του πάνω της, δεν είχαν χαραχτεί, η λάμψη της ήταν τόσο αφοπλιστική που δεν άφηνε περιθώριο για συμβατικούς ορισμούς περί ομορφιάς. Η φίλη μου ένιωθε νέα, άρα ήταν. Μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων, θέματα ακανόνιστα και ερωτήσεις για παλιούς φίλους και γνώριμους. Μέχρι που η συζήτηση έφτασε στην τρέχουσα καθημερινότητα και το πώς όλα άξαφνα αναποδογύρισαν ανατρέποντας τις ελεγχόμενες ζωές μας. Αντί όμως εκείνη να αρχίσει να διεκτραγωδεί τη δική της ανελέητη μοίρα γκρινιάζοντας με περίσσεια δραματικότητα για όλα τα απωλεσθέντα όνειρα από την επιδρομή της πανίσχυρης κακοτυχίας, με ξάφνιασε λέγοντάς μου τα εξής:
΄΄Κανείς δε μας υποσχέθηκε ότι η ζωή θα είναι μονότονη. Και, ορίστε, δεν είναι!Μπορούσε να μας είχε συμβεί ο,τιδήποτε. Μας συνέβη αυτό. Ε και; Είμαστε υγιείς και ποτέ δε θέλαμε ζωές υπό έλεγχο. Αυτά που ζήσαμε τότε τα θυμάσαι; Καμία συγκυρία δε μπορεί να τα αλλάξει. Μπορούν όμως εκείνα να αλλάξουν τη συγκυρία. Ήμασταν ατρόμητοι τότε, λέγαμε ότι τίποτα δε μας πτοεί. Γιατί να μας πτοεί τώρα;Το έχω σκεφτεί τόσες φορές, στα δύσκολα φαίνονται όλα.Και χαίρομαι που ήρθαν τα δύσκολα γιατί θα αποδείξουν πολλά.Αν οι ιδέες μας μπορούν να γίνουν πραγματικότητα. Αυτό θα πει δοκιμασία. Όχι τα εκ του ασφαλούς μεγαλεία. Ξέρεις, συνέχιζε στον ίδιο γλυκό τόνο, το έχω σκεφτεί πολλές φορές. Πιο πολύ μας εξοντώνει η αίσθηση της κρίσης παρά η ίδια η κρίση. Τώρα κρίνονται όλα.Αυτό μας κάνει πιο αληθινούς''.
Αισθάνθηκα μια πελώρια ανακούφιση. Όχι μόνο με αυτά που άκουγα αλλά και από το γεγονός ότι η φίλη μου εξακολουθούσε να μού εκμυστηρεύεται εκ βαθέων τα εσώψυχά της. Αυτό αποδείκνυε ότι πράγματι υπάρχουν δεσμοί αλώβητοι από το χρόνο και την τρομερή του φθορά. Ανακάλεσα στιγμιαία τους ανέμελους εαυτούς μας, τους πραγματικά αθώους και δυνατούς. Τότε που αρπάζαμε τη στιγμή γιατί αυτό ήταν το νόημα της ζωής- όλα τα υπόλοιπα διαστρεβλώσεις αυτού του νοήματος.Ξύπνησε μέσα μου κάτι σαν εφηβικό σκίρτημα. Μια αλλοκοτη αγωνία, ζωογόνα, που μου έδινε παλμό και ζωή και ρυθμό. Όντως στην κρίση κρίνονται όλα. Και οι κριτές αναγκάζονται να απεκδυθούν από ουτοπικές φαντασιώσεις. έτσι όμως ίσως σιμώνουν σε μια πιο ρεαλιστική πραγματικότητα που είναι ακόμα πιο πρόσφορη. Οι άνθρωποι ανοίγονται, δεν τρέμουν μη φανούν ευάλωτοι, αναζητούν επικοινωνιακoύς διαύλους να πάψουν να νιώθουν το μονόχνωτο της ύπαρξής τους. Να ξορκίσουν την απόγνωση. Μα ναι, τη γνώση δεν την κατακτά κανείς μόνος.Μαζί την κάνουμε βίωμα, γινόμαστε κοινωνοί στα βαθιά της νοήματα, μαζί τα μοιραζόμαστε και νιώθουμε την ευγνωμοσύνη της πληρότητας.Καμία συγκυρία δεν είναι ισοπεδωτική όσο εμείς δεν ισοπεδώνουμε τους αυθεντικούς εαυτούς μας. Τα ανθρωπάκια θα είναι πάντα φερέφωνα και εμείς αγωνιζόμαστε για φωνή προσωπική, για λόγο με πυγμή, όσο και αν μάχονται να μας τον αφαιρέσουν. Και όλα αυτά τα αδιέξοδα που στρώνονται εμπρός μας με φαινομένα διαβολεμένη όψη, και που αναπαράγονται όλα τα πρωινά της επιδερμικής απελπισίας, ίσως είναι και ο μίτος με τον κρυμμένο εαυτό μας. Ο σύνδεσμος με τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν και ουδέποτε μας αγγίζουν. Η αυτοπραγμάτωση είναι αδιανόητη όταν συντρέχει ανικανότητα για μοίρασμα. Και όταν το βόλεμα παύει να είναι καθεστώς, ο εαυτός μαθαίνει να μοιράζεται, να εκτίθεται, να αποκαλύπτει τις αδυναμίες του. Το γύμνωμα της ψυχής, η φανέρωση της αλήθειας.
Όταν μια αντάμωση μετά από χρόνια καταφέρνει να ανασημασιοδοτήσει τα πάντα, τότε ξέρεις ότι υπάρχει ελπίδα. Καμία κρίση δεν είναι παντοτινή, κανένα πρόβλημα απροσπέλαστο. Όλα προκλητικά φαντάζουν, σε κάνουν να νιώθεις ενεργός, αληθινός, ζωντανός.Κάπως έτσι εκείνος ο ασυνήθιστος Νοέμβρης γέμισε χρώμα και νόημα, με την ελπίδα να τρυπώνει από κάθε γωνιά και με μια πλημμύρα δυνατοτήτων να καθοδηγεί τα βήματά μου.