Η μέρα πήγαινε κατά διαόλου.Υπνωτισμένος σύρθηκε μέχρι την κουζίνα για να ανοίξει το βαζάκι του καφέ και να διαπιστώσει πως ήταν άδειο!Μέρα χωρίς καφείνη, στην ώρα της, είναι χαμένη μέρα.Εξακριβωμένο.Με αργές, αν και εξοργισμένες, κινήσεις, φόρεσε το τσαλακωμένο του πουκάμισο και το σκούρο του τζιν παντελόνι, έπλυνε με κρύο νερό το αγουροξυπνημένο του πρόσωπο και χτένισε τα αλαφιασμένα του μαλλιά.Στη σύντομη διαδρομή για το Πανεπιστήμιο, παραλίγο να σκοντάψει πάνω σε μια κολώνα, η γεμάτη υγρασία ατμόσφαιρα του Ιουλίου του εξίταρε το νευρικό σύστημα, οι επιθετικές κόρνες των οχημάτων της μεγαλούπολης τραυμάτιζαν την ακοή του, η ψυχή του μαινόμενη.
<<Χρειάζομαι επειγόντως έναν καφέ>>, ψέλλισε με χέρια τρεμάμενα στο πρώτο καφέ που βρέθηκε εμπρός του.
Η κοπέλα σάστισε αλλά ετοίμασε τον καφέ με προθυμία.Ρούφηξε την πρώτη γουλιά με μορφασμό απογοήτευσης.Όλα λάθος, το ήξερε!Ο καφές είναι πικρός ,όπως και η μέρα.Όχι αρκετά παγωμένος και χωρίς την απαιτούμενη ζάχαρη.Ξέρει ότι ζευγάρια από εκδικητικά αναπάντεχα τον καρτερούν στη γωνία.Από τις τσέπες του κατηφορίζουν μερικά χαρτονομίσματα που ούτε είχε πάρει χαμπάρι.Μια γοητευτική δεσποινίς, τον σταματάει με την απαλή της φωνή:
<<Σας έπεσαν αυτά..>>, του είπε με ευγένεια και χαμόγελο.
Εβδομήντα ευρώ.Μάλιστα.Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι στις μέρες μας;αναρωτήθηκε ενώ φανταζόταν τα δύο χαρτονομίσματα να ανεμίζουν μέσα σε θάλασσες αφηρημάδας. Την κοίταξε με θαυμασμό και απορία συνάμα, την ευχαρίστησε τυπικά και, χωρίς να αναγνωρίζει τον εαυτό του, είπε:
<<Από το πρωί προσπαθώ να πιω έναν σωστό καφέ.Δεν είχα τύχη.Έχω ,όμως ,μισή ώρα.Εσείς>>;
Η κομψή παρουσία, με κάποιο δισταγμό, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα.Χώθηκαν σε ένα γωνιακό καφέ που μοσχοβολούσε κάτι ανάμεσα σε μόκα και καραμέλα.Λιλιπούτειο αλλά κουκλίστικο.Εκείνος άρχισε να βρίσκει τον εαυτό του.Εξιστορούσε αυτοσαρκαζόμενος το δράμα του και την εξάρτηση από την καφεϊνη:
<<Χωρίς καφέ την ώρα που πρέπει -ή χωρίς τον καφέ που συνηθίζω-στις δόσεις που θέλω και στη θερμοκρασία που απολαμβάνω, γίνομαι αγενής.Ή μάλλον έξαλλος.Ή μάλλον μισάνθρωπος>>
<<Έτσι είναι η ζωή.Θέλει σωστές δόσεις, ακριβείας.Αλλιώς κάτι παντα λείπει, κάτι περισσεύει-αρμονία όμως δεν υπάρχει.Και όταν κάτι λείπει, γινόμαστε θηρία.Όταν περισσεύει ,ανιαρά μέχρι θανάτου ανθρωπάκια>>
<<Αυτός είναι καφές>>!αναφώνησε εκείνος αγνοώντας τη φιλοσοφίζουσα ορμητικότητα της άγνωστης κοπέλας.
<<Δροσερός, ημίγλυκος, αρωματικός!Τον νιώθεις από γουλιά σε γουλιά>>
<<Απολαμβάνετε πάντα μικρά πράγματα>>; τον ρώτησε με διερευνητικό μειδίαμα.
<<Απολαμβάνω πάντα τον καφέ!Και όταν δεν το κάνω, δεν απολαμβάνω τίποτα>>, απάντησε κοφτά, με το βλέμμα προσηλωμένο στο ποτήρι-ουρανοξύστη.Και συνέχισε:
<<Τώρα όμως τον απολαμβάνω διπλά.Ο σωστός καφές με τη σωστή παρέα.Και από το πουθενά.Να που με διέψευσε η διαίσθηση μου.Να που κάνει και λάθη>>
<<Γιατί ,τι σας έλεγε>>;
<<Ότι η μέρα θα πήγαινε στραβά.Να που πήγε καλύτερα από το συνηθισμένο!Ποιος θα το έλεγε>>!
<<Μα το συνηθισμένο είναι που μας φυλακίζει.Το ότι ζούμε τη μέρα μέσα σε ένα περίγραμμα, με βάση κάποια ριζωμένη ιδέα.Την κάθε μέρα.Πατάμε φρένο ή γκάζι-λες και κάποια αόρατη κλεψύδρα χρονομετρά τις δυνάμεις μας.Τα όσα μπορούμε να αντέξουμε.Αφηνόμαστε στις εξαρτήσεις μας σα να είναι αυτές που μας διαφοροποιούν.Κι αυτές μας κλέβουν το πάθος από τόσα άλλα, αλλά και την πιθανότητα μιας αλλιώτικης εξέλιξης.Μιας εξέλιξης χωρίς αυτές.Γιατί δεν μας φυλακίζει η εξάρτησή μας αλλά η ιδέα μας ότι είναι ανίκητη>>
Εκείνος την παρατήρησε προσεκτικά.Αυτά τα λόγια έβγαιναν όντως από μέσα της;Το σκηνικό ήταν ολωσδιόλου παράταιρο.Μια αινιγματική γυναίκα σε ένα μέχρι πρότινος εχθρικό τοπίο μιλάει σα να τον ξέρει από πάντα-η ηρεμία βασιλεύει στην όψη της.Όψη εύχρωμη και δροσερή, μα πώς τον εμπιστεύεται τόσο άμεσα και του τα λέει όλα αυτά;Και επιτέλους, είναι λόγια, διανοούμενη, σοφή;Mέχρι να ρωτήσει πράγματα για να διαλευκάνει την ταυτότητά της, εκείνη είχε γίνει καπνός.Μαζί της και ο ιδανικός καφές που λίγα λεπτά πριν εκθείαζε.Ο κόσμος ντύθηκε στα γκρι, άρχισε να καμπουριάζει, ο ουρανός ρυτιδωμένος, θρηνεί έναν αιφνίδιο θάνατο.Τα λόγια της ακούγονται σαν ένα αλαργινό τραγούδι:<<Δε μας φυλακίζει η εξάρτηση αλλά η ιδέα μας ότι είναι ανίκητη>>.Αγωνίζεται να προχωρήσει σε έναν κόσμο στιγματισμένο από το γήρας και την παραίτηση.Όσα του λείπουν του έχουν αρπάξει τη ζωντάνια, σφρίγος σωματικό αλλά και πνευματικό σθένος.Ένα ξεψυχισμένο αθρωπάκι με βλακώδεις ιδέες του συρμού κατάντησε.Οι Ιδέες του είναι τα κελιά του, εχθρός είναι μονάχα ο απείθαρχος εαυτός του που έχει δειλά αφεθεί στη συνήθεια και όλα του φταίνε μετά που στραγγιξαν από ζωή.Περαστικοί τον κοιτούν με οίκτο, ασθενική φιγούρα όλο στίγματα, ζαλίζεται και σωριάζεται στο πρώτο παγκάκι.Ασπρόμαυρος κόσμος, ασπρόμαυρος και αυτός.Κοιτάζει με φθόνο το απέναντι καφέ όπου όλοι ευθυμούν χάριν της καφεϊνης αλλά τα πόδια του είναι εδραιωμένα στο έδαφος.Φλερτάρει με την τρέλα.Ουρλιάζει.
Το ξυπνητήρι τον προσγειώνει στην πραγματικότητα.Πετάγεται τρομαγμένος από το αλλόκοτο όνειρο.Τρέχει στην κουζίνα, ανακουφισμένος επιβεβαιώνει ότι υπάρχει επαρκές απόθεμα καφεϊνης.Νιώθει όμως ξύπνιος και χωρίς αυτή.Ετοιμάζεται γρήγορα και προλαβαίνει να πιει ένα φρεσκοστυμμένο χυμό πορτοκαλιού.Οι εξαρτήσεις σε κάνουν διαφορετικό όταν μπορείς να τις απορρίπτεις πού και πού.Για την αλλαγή.Γελάει.