Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Άφαντες Πατρίδες

Συνήθιζε να περιμένει το Νοέμβριο με παιδική λαχτάρα. Παρά το τσουχτερό κρύο και τις αντιφάσεις του, είχε και απρόσμενες λιακάδες και έρωτες από το πουθενά. Ο χειμώνας, στη συνείδησή της, ήταν παρεξηγημένη εποχή, υποτιμημένη ως μη πολλά υποσχόμενη. Αλλά αυτά τα ανέλπιστα δώρα του κάθε φορά, έμοιαζαν με καλοκαιρία μέσα στον παγετό. Αυτό την εξίταρε περισσότερο, ότι η καλοκαιρία είναι λανθάνουσα, είναι πιο ουσιαστική όταν είναι αθέατη. Όπως τα όνειρα, είναι λυτρωτικό να γίνονται χειροπιαστά όταν δεν προπορεύεται μια προσδοκία. Συμβαίνουν μόνο και τότε ονοματοδοτούνται. Αναδρομικά και ετεροχρονισμένα κατανοείς ότι αυτό χρειαζόσουν, και ας ήταν κρυμμένο πίσω από αλλοπαρμένα σχέδια και αυτοεπιβαλλόμενες επιθυμίες.
 
 
Απομακρύνεται σιγά-σιγά από όλους. Βρίσκει στη φασαρία των καθημερινών επαφών τη ματαιότητα μιας υποκριτικής επίφασης. Πάει όλο και πιο μακριά για να πλησιάσει σε εκείνη. Κάπου, σε χρόνο αόριστο, η απροβλημάτιστη μορφή της έκανε στροφή και χάθηκε . Ξαφνικά, έγινε αυτό που ανέκαθεν φοβόταν: επαίτης της χαμένης της χαράς. Φορτωμένη ενοχές για όσα την ανύψωναν πάνω από το καθημερινό, για όσα την έκαναν να στροβιλίζεται πάνω από τον πεζό κόσμο που λειτουργεί κακοκουρδισμένος. Εκείνα που φαίνονταν ασυνάρτητα, έδιναν συνοχή σε έναν θεότρελο κόσμο, που είχε το προσωπείο της τετράγωνης λογικής. Η κάθε παρασπονδία της, την βοηθούσε να μένει πιστή στους κανόνες. Μα και η εξαίρεση από αυτούς ήταν αναγκαία για να είναι σε θέση να σέβεται το πνεύμα τους. Όμως, χωρίς να αντιληφθεί το πώς, άρχισε μια έμμεση αυτοτυραννία. Η ανασφάλεια σε έξαρση, τα μάτια της ανέκφραστα, χάνεται σε βόλτες όλο ζάλη, μέσα σε βοερές πολιτείες δίχως όνομα. Δε μπορεί να εντοπίσει τη χαμένη της χαρά. Δεν έχει κουράγιο να την ψάξει, δεν ξέρει πού να ψάξει, ίσως δεν κατοικεί πουθενά.
 
 
 Ο Νοέμβριος πάντοτε ήταν ορμητικός, παράξενος, γεμάτος αναπάντεχα. Κεφαλαία γράμματα και τελείες. Όχι αποσιωπητικά. Ή του ύψους ή του βάθους. Μέσα σε φλογερούς έρωτες και σε ανεπιθύμητες φυγές, έπαψε να αγαπάει τον εαυτό της. Εκπαιδεύτηκε, μάλιστα, να τον πολεμάει με μένος. Υπάρχει κάτι πιο λυπηρό από ανθρώπους που οικειοποιούνται όλη σου την ενέργεια, και αυτό είναι να το κάνεις εσύ για εκείνους. Να υπονομεύεις κάθε προσπάθεια, κάθε τι ελπιδοφόρο, κάθε πιθανότητα απεγκλωβισμού. Να εφησυχάζεις, μέσα σε παραλείψεις εκλεπτυσμένες, παρωπίδες όλο πείσμα, απαράλλαχτες πορείες και ματιές δίχως βλέμματα. Να παραιτείσαι από εκείνη τη φωνή που κάνει τα πόδια σου να ξεκολλάνε από το έδαφος και να ανατρέπουν το ρου της μέρας, απλούστατα επειδή δεν υπάρχει.
 
 
 Τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο όσο υπάρχει ισχυρή θέληση για να το αναδιαμορφώνει. Η αγάπη για τον εαυτό είναι επίπονη, είναι αγάπη για την ελευθερία, είναι βαθύτερη προϋπόθεση ευτυχίας και σίγουρα δεν εξομοιώνεται με τη φιλαυτία. Είναι ανακωχή με δαιμόνια που σου φράζουν το δρόμο, ειλικρίνεια και αυτοκριτική, μηδενισμός και ακροβασία. Αλλά είναι και μια ζωηρή διαπίστωση: τα πράγματα γίνονται όσο πιο δύσκολα τα αφήσεις να γίνουν.Όσο περιμένεις έναν σωτήρα, αυτοκαταστρέφεσαι γιατί λησμονείς τη δική σου δύναμη να σωθείς. Θέλεις, άραγε, να σωθείς; Όσο ψάχνεις επιβεβαίωση από το περιβάλλον, τόσο πιο έντονη διάψευση θα κατοικεί μέσα σου. Γιατί ο κόσμος επιμένει να συντηρεί ένα ανούσιο παιχνίδι αλληλοεξουδετέρωσης ή αλληλοαφύπνισης ανασφαλειών. Αναζητεί σε αυτό την κίβδηλη συναισθηματική ισορροπία, την άφατη γαλήνη. Μόνο που φουρτουνιασμένος συνεχίζει το δρόμο του και πνίγεται μέσα από τους υποτιθέμενα ασφαλείς δρομοδείκτες. Συχνά, τα σημάδια είναι αποπροσανατολισμός. Δε χρειάζεται να βλέπεις πού πηγαίνεις γιατί δε θα τερματίσεις εκεί όπου όντως ήθελες.
 
 
 
 
Το οξύμωρο με την πατρίδα είναι ότι δεν μπορεί να είναι προορισμός. Καταλαβαίνεις ότι την βρήκες, μόνο αφού φτάσεις σε αυτήν. Όταν τα μάτια σου πλημμυρίσουν δάκρυα συγκίνησης και στην ψυχή σου σπαρταράει μια φλόγα ευδαιμονίας. Η πατρίδα δε μπορεί να είναι ιδανικό ή φαντασίωση. Μόνο υποστατή, είναι το καταφύγιο που βρίσκεις όταν κανένα σημάδι δε σου δείχνει το δρόμο. Έτσι είναι και η αγάπη για τον εαυτό σου: για να αγαπήσεις τον εαυτό σου πρέπει πρώτα να μισήσεις την αυτοκαταστροφική του μανία. Να την ξεριζώσεις με πάθος, να την αποβάλλεις από μέσα σου. Όσο κρυφοζεί έστω και ένα κύτταρο της αυτοκαταστροφικής σου πλευράς, η ευτυχία θα μοιάζει απροσπέλαστη γιατί δε θα μπορείς να την επιλέξεις.
 
 
 Όπως στην πατρίδα, στον εαυτό σου δε θα πλησιάσεις μέσα από σημάδια, μεσάζοντες και αλληγορικές ιστορίες. Απλά και ξάστερα, με πόλεμο με όσα σε ταλανίζουν. Θύτης και θύμα, εκεχειρία και εχθροπραξίες, όλα θα είσαι εσύ και όλα εσύ θα τα κινείς. Και όταν, πια, αποκαμωμένος, ξαποστάσεις στο πολυπόθητο καταφύγιο, θα νιώθεις ελεύθερος απέναντι σε κάθε έξωθεν ομηρία..γιατί θα είσαι ήδη νικητής στην πιο παράξενη μορφή ομηρίας, την αυτοαιχμαλωσία. Πριν ξεκινήσεις, βεβαιώσου πως δε φοβάσαι τις χαμένες πατρίδες, ούτε τις χαμένες χαρές. Ο φόβος για την ελευθερία είναι ο βασικότερος λόγος που περνάμε τη ζωή μας σε πελώριες φυλακές χρόνου, σε τόπους σκοτεινούς και αθέλητους. Όταν τον αποχαιρετήσεις οριστικά, ξεκινάει το δικό σου συναρπαστικό ταξίδι. Θα σου φέρει κάτι νέο, και ας μην το υπόσχεται. Όπως και ο Νοέμβριος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: