Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Ονειρεύτηκα την ''Ευτυχία''

Ξύπνησε από ένα αλλόκοτο όνειρο. Μέσα στην υγρασία της νύχτας, με τη βροχή να ακούγεται ορμητική από έξω και το φως από τις αστραπές να τρυπώνει μέσα από τις γρίλιες. Έβλεπε πρόσωπα αλλοπαρμένα, με χαρακτηριστικά εξωτικά, να κοιτάζουν σαν από ύπνωση προς μια ορισμένη κατεύθυνση, μαγεμένα από την προσδοκία. Σύντομα, όμως, η έκφραση τους πάγωσε, έγινε πιο σκληρή, αρχικά θλιμμένη και έπειτα βλοσυρή. Το θέαμα δεν ήταν το προσδοκώμενο. Ήταν το ακριβώς αντίθετο. Σα να ανέμεναν ένα θαύμα και να τους χτύπησε αιφνιδίως μια συμφορά. Έπειτα ακούστηκε κάτι σα σήμα κινδύνου και οι μορφές εξαϋλώθηκαν από το φόβο.
 
 
Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τέτοια όνειρα. Τα φιλοξενούσε συχνά στον ύπνο του, ως απόρροιες της ανήσυχης φύσης του. Ο ύπνος είχε καταντήσει μαρτύριο. Εκεί ξεπηδούσαν ανελέητα όλες του οι φοβίες μέσα από μια σκέψη αφηνιασμένη. Χωρίς να ελέγχεται, η σκέψη γίνεται αληθινή. Άλλο το ζήτημα αν χλεύαζε την υποτιθέμενη συμβολικότητα των ονείρων ή αν πίστευε ότι ήταν καρπός του άγχους του. Συχνά, έπιανε τον εαυτό του να πασχίζει να ερμηνεύσει ένα όνειρο, με την ανατριχιαστική αίσθηση πως συνδέεται με κάποιο απωθημένο του βίωμα. Με αγωνία, μήπως ξαναδεί το ίδιο ή μήπως δει τη συνέχεια παρελθοντικών ονείρων. Αν το ξημέρωμα τον έβρισκε ξεκούραστο, με αδιατάρακτο ύπνο, σήμαινε πως ήταν σε πολύ ήρεμη ψυχική διάθεση.
 

 
Αυτό το όνειρο τον επισκέπτεται πολλές φορές κάθε μήνα. Είναι μια σκέψη που έχει ριζώσει μέσα του και έρχεται μεταμφιεσμένη, στην ακραία της μορφή. Η προσδοκία είναι προάγγελος απογοήτευσης. Χτίζουμε όλη μας τη ζωή σε άπληστες προσδοκίες για να βρούμε την πραγματικότητα κατώτερη αυτών. Πλάθουμε μια υποκειμενική εικόνα για το τι επιθυμούμε, ενώ είμαστε πολύ μικροί για το γνωρίζουμε έτσι αβασάνιστα. Η προσδοκία είναι θάνατος του αιφνιδιασμού. Και ο αιφνιδιασμός μπορεί να είναι λύτρωση. Βιαζόμαστε να δούμε την εικόνα όπως θαρρούμε πως θα μας αρέσει, και στο τέλος βλέπουμε κάτι που μοιάζει οικτρό. Γιατί δεν είμαστε εξασκημένοι στην υπομονή, στο ότι η ευτυχία θα έρθει όταν θα έρθει και το πλήρωμα του χρόνου και όταν θα είναι λιγότερο προσδοκώμενη. Γινόμαστε αποκρουστικοί όταν ικετεύουμε για ομορφιά. Την ομορφιά, όπως και την ευτυχία, πρέπει να την κερδίσουμε με το σπαθί μας , όχι να την καρτερούμε.
 
 
Όταν νιώσουμε ευγνωμοσύνη για όσα ζήσαμε και όχι απληστία για όσα ποθούμε, θα έχουμε κάνει ένα πρώτο βήμα. Αλλά έπειτα είναι και το άλλο. Η ευτυχία δεν είναι ένα καταληκτικό σημείο. Μια διαρκής αναζήτηση είναι, ένα αυτοτροφοδοτούμενο κίνητρο. Αν πιστέψεις ότι τη βρήκες, θα αισθανθείς κενός, ανυπόφορα δυστυχής. Ακόμα και αν αρπάξεις τη στιγμή που σου δωρίσει ευτυχία, πάντα θα την αναζητείς. Γιατί αυτό θα είναι το δικό σου ταξίδι, το δικό σου κίνητρο, η απορία και ο θαυμασμός σου για αυτό το απροσδιόριστο που σκορπίζει στις ψυχές την πληρότητα. Ευτυχία είναι να αναζητείς τη δική σου εκδοχή της ευτυχίας. Με ελπίδα πάντα, ποτέ με προσδοκία. Με αγάπη και υπομονή, χωρίς λαχτάρα για το τέλος. Έχει ο δρόμος τα δικά του δυνατά θέλγητρα. Τους γρίφους που έδωσαν απαντήσεις στα πιο ζόρικα ερωτήματα. Τις πιο θαρραλέες ερωτήσεις, τις πλέον άβολες αλήθειες. Και ομορφιά καλά κρυμμένη, για γερούς λύτες.

Αγάπη πέρα από το Χρόνο

Καθώς την παρατηρούσε να κάθεται γαλήνια στη θέση της δίπλα στο παράθυρο, με εκείνη την αινιγματική ηρεμία, σα να είναι καμωμένη ολόκληρη από αινίγματα, αισθάνεται ότι φυλακίζοντας μέσα σου μια στιγμή μπορεί να είσαι μια ζωή απελευθερωμένος. Χόρταινε την εικόνα της, γέμιζε η ψυχή του χρώματα και γέλια ηχηρά και φωνές οικειότητας. Στην εικόνα της χωρούσε μια ζωή ολάκερη. Πύρινα μεσημέρια μεθυστικής προσμονής, δροσερές νύχτες που ευχόταν να μην τελειώσουν ποτέ, πρωινά που τον έβρισκαν άυπνο, αλλά και πιο ζωντανό από ποτέ. Την αγαπούσε δίχως αιτία, αυτό ήταν προορισμένος να κάνει. Αυτόματα, με έναν τρόπο που καταργούσε την τετράγωνη λογική του. Είναι η αγάπη άρνηση της ύπαρξής σου όπως την ξέρεις. Δεν ήταν πια μονόχνωτος, δεν ένιωθε μονοσήμαντος που κυνηγάει στόχους υπερφιλόδοξους και όλα τα μετρά με ανταγωνιστικά μέτρα. Ξαποσταίνει από τον ανυπόφορο εαυτό του. Θυμάται πόσους χειμώνες σαν αυτόν έζησαν μαζί, πόσες χρονιές καλωσόρισαν όλο προσμονή, πόσα διαφορετικά βιώματα στέγασε το μικρό τους καταφύγιο.
 
 
 
 
 Η αγάπη όλα αλλιώτικα τα κάνει. Μεταμορφώνει και εσένα τον ίδιο, σε αναπροσδιορίζει, χαστουκίζει το θράσος σου που βιάζεται να βάλει ταμπέλα σε αυτό που είσαι. Όταν αγαπάς δεν είσαι, γίνεσαι. Αλλάζεις μέρα με τη μέρα, μαθαίνεις, εκπαιδεύεσαι. Με αγωνία κερδίζεις κάθε στιγμή τον άλλο γιατί αν τον θεωρήσεις δεδομένο, θα γευτείς μια αβάσταχτα επίπονη γεύση απώλειας.
 
 Άλλαζαν οι χρονιές, οι εποχές , οι στιγμές, και μαζί τους το περιβάλλον, οι συζητήσεις, οι μόδες, οι ανησυχίες. Με όλες τις συμβατικότητες και τη φαινομενική χροιά των γεγονότων, τους διαρκώς αυτοπροβαλλόμενους φίλους και μη, τις άσκοπες κουβέντες και τη θλιβερή καταπίεση της ουσίας. Με όλη την εξουθένωση μιας κοινωνίας που αφανίζεται με το τίποτά της, με όλο το απάνθρωπο του κόσμου που αχόρταγα καταναλώνει ό,τι στην πραγματικότητα διογκώνει τις ελλείψεις του, με όλα τα ανορθόδοξα και την γκρίνια σε ημερήσια διάταξη. Με το πρόσωπο της πόλης αλλαγμένο, γεμάτο φώτα, νέα μαγαζιά και θόρυβο, και όμως παράλογα μελαγχολικό. Μαζί της τίποτα δεν έμενε στάσιμο γιατί κάθε μέρα του έδινε ένα καινούργιο κίνητρο. Καταδικασμένος τα πάντα να θυμάται, εξασκημένος να λησμονεί ό,τι ήταν κύημα ατυχούς στιγμής.
 
 
Η αγάπη σε κάνει αυτάρκη. Είναι εκείνη η στιγμή που η παρανοϊκή φασαρία του κόσμου σωπαίνει και οι επιθυμίες σου στερεύουν λυτρωτικά. Μετουσιώνονται σε μία, πελώρια και αληθινή, που την ενσαρκώνει εκείνη. Σε ένα σύμπαν αποκαρδιωτικά ταχείας μεταβολής , εκείνη εκπροσωπεί τη δική του σταθερά. Ένα ταξίδι χωρίς γεωγραφική μετακίνηση. Να γίνεται καλύτερος για να κάνει εκείνη ακόμα πιο ευτυχισμένη. Στο απώγειο της ευτυχίας. Ολοκληρωτικά δοσμένος σε έναν έρωτα πέρα από το χρόνο, ξεκινά τη χρονιά μόνο για να τον δει να ακμάζει ακόμα πιο πολύ, να τον κυριεύει, να τον ανανεώνει, να τον κάνει από το μηδέν να αγγίζει πάλι την κορυφή. Και πάλι από την αρχή.

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Ζητείται Ειλικρίνεια

Δεν ήταν η πρώτη φορά που επέλεγε μια ωραιοποιημένη εκδοχή της αλήθειας. Ήταν σαν αυτόματος μηχανισμός, το δέλεαρ του βολικού πάντα υπερισχύει στα σημεία. Ήξερε πολύ καλά τα αδύναμα σημεία της, παρ'όλα αυτά ήταν πολύ άστοχη στο να τα καταπολεμήσει. Την κίνηση τα πρωινά στους δρόμους που τη φρικάρει, τα αγενή πρόσωπα τα στραγγισμένα από ανθρωπιά που την θλίβουν, η ακαταμάχητη τάση υπερκαταναλωτισμού όταν προσπαθούσε να γεμίσει τα κενά της. Ή δυο κουβέντες περιεκτικές, που ήθελε να ξεστομίσει σε όποιον υπαγόρευε τις απαντήσεις της ζητιανεύοντας για κολακείες. Πόσες φορές θα ήθελε να τολμήσει να ξεστομίσει ένα όχι σε μία θρασύτατη έκκληση, να διορθώσει μια αδικία, να καταργήσει την ασκητική της υπομονή ή να εκφράσει την αιχμηρή της άποψη! Αντ' αυτού, όσο και αν τα χρόνια κυλούν, εκείνη εξακολουθεί να παγιώνει στο διάβα τους όλα εκείνα που την κρατάνε ένα βήμα πίσω. Συνεχίζει να σερβίρει  ευάρεστες ερμηνείες της πραγματικότητας σε όλους τους ατσαλάκωτους που την περιστοιχίζουν, να παθαίνει ταχυπαλμίες όταν το αυτοκίνητό της παραμένει κολλημένο στην κίνηση και οι δείκτες του ρολογιού τρέχουν αμείλικτα, να γεμίζει σακούλες με άχρηστα πράγματα όταν κάτι πάει αντίθετα στα προγνωστικά.
 
 
 Λησμονεί την αλήθεια και εκλογικεύει το ψέμα. Μεταμορφώνεται στη δική της αλήθεια με φυσικότητα. Αποσιωπά ηδονικά τα κακώς κείμενα. Άλλωστε η αλήθεια δεν είναι υποφερτή. Πάει μαζί με μια αναίρεση πάντα, και ποιος πλέον έχει διάθεση να ξεκινήσει από την αρχή; Οι στόχοι που θέτει στο προπύργιο μιας νέας χρονιάς πάσχουν από μία εκ προοιμίου λιπόσαρκη θέληση. Την ασθενική πυγμή να αποδεχθεί την αλήθεια της , ακόμα και αν είναι τρομοκρατική. Την επαναστατική πράξη να λέει την αλήθεια, ακόμα και αν μείνει μόνη της και καταλήξει να περιβάλλεται από εχθρούς μόνο.
 
 
 
 Η ειλικρίνεια είναι η πιο υποτιμημένη αρετή. Στην πορεία την ταύτισε με αβάσταχτους μπελάδες. Ουδείς επιζητεί την αλήθεια και ουδείς την εκτιμά. Μια οικουμένη σε κρυφτό μαζικό από την αλήθεια, έρχεται η ώρα που βουλιάζει στο φρικτό της ψέμα. Πασχίζει να γλιτώσει μια μικρή απώλεια και στο τέλος στα χάνει όλα. Γιατί όλα πια είναι εικονικά, επίπλαστα, χωρίς καμιά ουσία. Είναι αυτά που επιλέγει, αυτά που αξίζει.
 
Ο μόνος τρόπος να είσαι αρεστός είναι να μην προσπαθείς να αρέσεις. Η προσπάθεια να πείσεις υποκρύπτει αμφιβολία, η παραποιημένη αλήθεια, έλλειψη ανακωχής με εσένα. Για αυτό και φέτος, που παρατηρεί τους άλλους να πορεύονται με μεγαλεπήβολες φιλοδοξίες και στόχους δομημένους σε βάσεις από ψέματα, το μόνο που θέλει είναι να γίνει αρκετά γενναία ώστε να ανταμώσει τη δική της αλήθεια. Να γίνει η ίδια αλήθεια, ακόμα και αν χάσει όλα τα άλλα , θα έχει κερδίσει το πιο σημαντικό.Εκείνο το απροσδιόριστο στοιχείο που όσο το αγνοεί ηθελημένα, της αρπάζει τη βούληση και την καθιστά αφανή. Που ,αν κατορθώσει να το αντικρύσει, θα βγει μπροστά, στο φως μιας ζωής που επιμένει να αποθεώνει την ασάφεια. Να δει τον κόσμο με μάτια άλλα, χωρίς το δεσμευτικό ιστορικό από ταμπέλες και στερεότυπα.
 
 
 Η ειλικρίνεια είναι η πρώτη υπέρβαση, η αφετηρία για την κατάλυση της στασιμότητας. Ιδανικό αφετηριακό σημείο, με πάντα αβέβαιο τέρμα.

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Στο δυνητικό εαυτό σου

Ξυπνάς μια μέρα με επαναστατική διάθεση. Να καταρρίψεις τα στερεότυπα, το ιστορικό που σε περιορίζει, που σε ορίζει με αφέλεια. Να αποδεσμευθείς από ετικέτες και κουτάκια και φόβους που γεννάς εσύ και εκείνοι θεριεύουν μέσα από την αυτοσυντηρούμενη δειλία σου. Να κοιτάξεις κατάματα το θρασύτατο ήλιο του Δεκέμβρη, τις λιακάδες που μια ζωή σου φαίνονταν παράταιρες. Να ξεκολλήσεις από όλα εκείνα που ριζώνουν εντός σου και αιχμαλωτίζουν τα πόδια σου στο έδαφος. Για τη στασιμότητα οι συνθήκες σπανίως είναι ένοχες. Εσύ που τις προτάσσεις θρασύδειλα και ζεις με μια φιλήδονη ενοχή είσαι που αυτοκαταστρέφεσαι. Μα μια στιγμή, πώς να απορρίψεις όλα όσα συνέβησαν; Διαδρομές και στόχους και όνειρα που ήταν πλάνες και έρωτες αναπόκριτους που χάθηκαν στη δύση της μέρας; Λέξεις και ταξίδια και φίλους που ξεμακραίνουν, ένα αντίο μεταμφιεσμένο σε μορφές αλλαγμένες και σκοτεινές;; Γιατί να αποδιώχνεις όσα σε έκαναν αυτό που είσαι τώρα; Γιατί ποτέ δεν κρατάς τα γεγονότα όπως πράγματι συνέβησαν. Ποτέ δε θα μάθεις την πραγματική τους υπόσταση, δεν είναι άλλωστε αυτό μέσα στις δυνατότητές σου. Επιμένεις να συντηρείς τη δική σου σημασιοδότηση, που αντί να σε πάει ένα βήμα εμπρός, σε καθηλώνει ένα βήμα πίσω. Στα γνώριμα που έχουν γίνει πια θάνατος. Γιατί έχεις ανάγκη το επόμενο βήμα, τα νέα μέρη και τους καινούργιους ανθρώπους, η περιπέτεια είναι στη φύση σου. Κανείς δεν είναι μονοσήμαντος. Κανείς δεν είναι στατικός μέσα στο χρόνο. Εκτός αν το επιλέξει.
 
 
 Συχνά σκέφτεσαι τι θα μπορούσες να είχες γίνει, εναλλακτικά. Το δυνητικό εαυτό σου. Μια στιγμή θα ήταν αρκετή για να ήσουν ένας Άλλος. Πόσες πλευρές σου μη αφυπνισμένες θα μπορούσαν να σε είχαν μεταμορφώσει, μα και πόσο τρομερή θα ήταν η απελευθέρωσή τους! Γιατί συνηθίζεις στο ασφαλές, σε εκείνο που νομίζεις πως μπορείς να ελέγχεις, για να μη μπορείς στο τέλος να ελέγξεις τίποτα. Εξάλλου στο ανεξέλεγκτο κρυφοζεί η πιο παράφορη χαρά. Βάζεις φραγμούς στις παράλογες πλευρές σου, αυτές που θα έρχονταν σε κόντρα με την οικεία εικόνα σου. Μα σήμερα σε διακατέχει μια ακαταμάχητη επιθυμία να απεγκλωβίσεις τις παράλογες πλευρές σου και να δεις τους πάντες να σαστίζουν μπροστά στην κατάρριψη των αλαζονικών προγνωστικών τους. Να ξεπεράσεις τα όρια που κλειδώνουν τη σκέψη και παγώνουν την ορμή σου. Να πεις αντίο σε παλιωμένα όνειρα που σε έχουν κάνει να σταματήσεις να ονειρεύεσαι. Να αγαπήσεις με πάθος όλα εκείνα που φοβάσαι. Να φωνάξεις όταν νιώθεις ότι αδικείσαι. Να μην πέσεις στην εκβιαστική παγίδα του χρόνου που σαν άτεγκτος κριτής καρτερά να αποτιμήσει τα συμβατικά σου επιτεύγματα. Να γίνεις αυτό που είσαι.
 
 
 Μόνο εσύ μπορείς να το μάθεις, και όχι χωρίς πόνο. Αρκεί να δυναμώσεις τη θέλησή σου για μακρόσυρτα ταξίδια γεμάτα αυτοαναιρέσεις, βάσανα, άγνοια, αλλά και ελευθερία, έρωτα, αγάπη. Για κάθε μεγάλη Κατάφαση, χρειάζεται πρώτα μια μεγάλη Άρνηση. Να αρνηθείς τον εαυτό σου και τον κόσμο όπως τον ξέρεις, για να τον αποδεχθείς, από την Αρχή.

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

Η ανεκπλήρωτη ευτυχία

Μιλάς για ευτυχία με ματιά σπινθηροβόλα. Γελάς που αδυνατείς να την ορίσεις, που δεν την προφταίνεις έτσι φευγαλέα που κρύβεται σε απειροελάχιστες υποδιαιρέσεις της στιγμής. Την φαντάζεσαι, πιο πολύ μοιάζει με απίθανη αρμονία. Κι έπειτα επιστρέφεις στη συνήθεια της κάθε κλωνοποιημένης μέρας, όπου όλα κουρδίζονται και η ακρίβεια των κινήσεων είναι παρανοϊκή. Δεν ξεκλέβεις ούτε το ένα χιλιοστό της στιγμής για μια παρασπονδία, για μια παράταιρη ματιά που θα ξεσκεπάσει την ευτυχία πίσω από προγραμματισμένες εκστρατείες που θέλουν όλα να τα χωρέσουν σε μια μέρα. Μένεις να αναρωτιέσαι γιατί η ζωή μοιάζει τόσο επίπεδη και εκείνοι που κάποτε νόμιζες πως γνώριζες με εξωγήινες φιγούρες που σε αγνοούν. Το ότι ο χρόνος τα ισοπεδώνει όλα είναι μία βολική εξήγηση. Ανοίγει παράθυρο και στον κυνικό εαυτό σου που παλιότερα δε λογάριαζε τη γενναιοδωρία των συναισθημάτων. Εξακολουθείς, όμως, να λαχταράς την ευτυχία. Κάτι αόριστο, εξιδανικευμένο, σχεδόν ασύλληπτο. Μα και κάτι που επιμένει να μετατοπίζεται στο χρόνο, να αιωρείται. Σα να αποφεύγει μεθοδικά να πραγματωθεί. Ίσως γιατί η υλοποίησή του να είναι απογοητευτική, ίσως επειδή η ευτυχία δεν είναι παρά φαντασιακή κατάσταση. Ή ίσως επειδή η ευτυχία χωρίς αυτογνωσία μπορεί να μετατραπεί σε ακραία μορφή θλίψης. Να μην αντέχεται. Να φανερώσει αλήθειες τρομερές, που δημιουργούν αμηχανία και μηδενίζουν τη γνώση για τα πράγματα. Είσαι βέβαιος ότι ποθείς την ευτυχία; Ή είναι το ενδεχόμενο αυτής που σε αναζωπυρώνει και σε βάζει στην αναμονή μιας ιδανικής κατάστασης που δεν έρχεται ποτέ; Μήπως τελικά η ευτυχία είναι ένα άλλοθι για τους ανόητους συμβιβασμούς σου; Άπιαστη και ακατανόητη, πίστεψες όλο δειλία στην ανυπαρξία της. Πίστεψες στην κανονική ζωή, σε αυτήν όπου οι μορφές δε συναντώνται ακόμα και αν βαδίζουν αντικρυστά. Είναι φυσιολογικό, η αποξένωση είναι Νόμος. Η ζωή είναι άδικη, σου το φωνάζει καθημερινά ο κυνικός εαυτός σου. Εκλογικεύεις την αδικία και λησμονείς ότι είναι στο χέρι σου να την ανατρέψεις. Αφήνεσαι στην ονειροπόληση, τροφοδοτεί την ψυχή σου με όσα δεν τολμάς να κυνηγήσεις. Έμαθες να ζεις έτσι. Την ανεκπλήρωτη ευτυχία. Η εκπλήρωσή της ισοδυναμεί με διάψευσή της .Γιατί η ευτυχία είναι νοερό κατασκεύασμα, ποτέ δε γίνεται υποστατή, ποτέ δεν είναι αντάξια της φαντασίωσης. . Και κάπως έτσι, το παίρνεις απόφαση: την ευτυχία είσαι πολύ μικρός για να την ορίσεις, αλλά μπορεί να αξιωθείς να τη  βιώσεις, μόνο για να καταλάβεις την απόλυτη άγνοια που είχες για αυτή.
 
 
 
 

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Παράξενες Διαδρομές.Από το Χάος, στη Γαλήνη

Καθώς περνάει ο καιρός με ρυθμούς καλπάζοντες, και η εποχή διαδέχεται βίαια η μία την άλλη, προτού οι αναμνήσεις προλάβουν να αποκρυσταλλωθούν μέσα μου, νιώθω τα πάντα να απομακρύνονται. Ξένα, εξανεμίζονται όπως τα φθινοπωρινά φύλλα στον σκοτεινό αιθέρα. Η κανονικότητα της μέρας, ο σωστός ρυθμός,η φυσιολογικότητα των σταδίων της ζωής. Οι απολογισμοί, πάντα τόσο ασύμφοροι. Θέλω απλώς να κρυφτώ από όλους και όλα, από την ανάγκη να είμαι αρεστή και αποδεκτή. Να πατήσω παύση στην καθημερινή φασαρία που με αποσυντονίζει και να ξαποστάσω σε ένα μέρος σιγής. Να συναντήσω τον πραγματικό μου εαυτό. Πάντα μου έλεγες ότι η εσωστρέφεια είναι καταστροφική γιατί εθίζεσαι σε αυτήν και παραμένεις στην αφάνεια. Ξεχνάς να ζεις. Από την άλλη, για εμένα η εσωστρέφεια είναι μια επιτακτική ανάγκη για να μάθω πώς θέλω να ζω. Ποια είμαι στα αλήθεια, τι ποθώ, τι εύχομαι, τι φοβάμαι. Η αλληλεπίδραση με διχάζει, με συγχύζει, με περιβάλλει με επιρροές ανάκατες που διεισδύουν αθέλητα μέσα μου.
 
 
 
 Γιατί η μοναξιά αντιμετωπίζεται τόσο εχθρικά; Γιατί ό,τι δεν αντέχουμε να ζήσουμε απλώς το περιθωριοποιούμε και το θεωρούμε συμφορά; Σε ό,τι τρέμουμε κρύβονται όλα εκείνα που έχουμε ανάγκη να μάθουμε. Αλλά συνήθως στρεφόμαστε στα ανώδυνα, για αυτό καρπωνόμαστε ισοβίως τον πόνο.Κι εγώ, μαστίζομαι από τη νοσηρή μου ανάγκη να προλάβω το απρόβλεπτο. Να ελέγξω τα πάντα, να μη βρεθώ ποτέ μπροστά σε μία έκπληξη, να ξέρω τι έπεται και σε πόση ώρα. Αυτοπαγιδεύομαι.Από φόβο για το χάος. Από τη συνειδητοποίηση ότι είμαι πολύ μικρή για να το ανατρέψω. Και όμως, στο χάος κρύβονται οι πιο απίθανες λύσεις.
 
 Είναι παράξενο, αλλά η τάξη και ο έλεγχος δεν είναι παρά εικονικές καταστάσεις, δημιουργήματα δικά μας για να νιώθουμε ισορροπημένοι.Εκεί όπου δεν μπορεί να ασκηθεί έλεγχος, ξεπροβάλλει η αλήθεια. Είναι απελευθερωτικό να αποδέχεσαι ότι αδυνατείς να αλλάξεις κάποια πράγματα, όσο και να το θέλεις. Ότι η ζωή γράφει τα δικά της ευρηματικά σενάρια την ίδια ώρα που εσύ στοιχηματίζεις πως ξέρεις το βιβλίο απ' έξω και ανακατωτά. Θα ήταν αφόρητα πληκτική προβλεψιμότητα. Να συμφιλιωθείς με το χάος, κάπου εκεί θα ανταμώσεις τη χαμένη γαλήνη σου.

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

Εκπαιδευμένοι στην αναμονή

Ζούμε τη ζωή μιας παρατεταμένης αναμονής. Αυτονομιμοποιείται, μέσα από άλλοθι και αναβολές νωχελικές, μέσα από εκτιμήσεις δήθεν συνετές..΄΄ σε λίγο καιρό θα είναι όλα καλύτερα''. ΄Σίγουρα αυτός είναι ένας μηχανισμός ώστε να νιώθουμε πως δεν τα έχουμε δει όλα, πως στη γωνία μας αναμένει κάτι αλλιώτικο, ζωογόνο, συναρπαστικό. Μας ελκύουν οι επαναπροσδιορισμοί γιατί επιτίθενται στην πλήξη. Από την άλλη, φτιαγμένοι από υλικό αντιφάσεων στην ολότητά μας, αναζητούμε με αγωνία ένα ασφαλές καταφύγιο. Όταν η αλλαγή αρχίζει να ερωτοτροπεί με τη ζωή μας έστω και ως πιθανότητα, κρίνουμε πιο λογικό να τη μεταθέσουμε για το ''αύριο''. Μόνο που η αλλαγή δεν είναι προγραμματισμένη, σα σίφουνας έρχεται και σε καλεί να αλλάξεις μέσα από αυτή, χωρίς να χαραμίσεις λεπτό σε ανούσια περισυλλογή.





 Και όμως, θεοποιήσαμε την αναμονή της κατάλληλης στιγμής. Θαρρείς και είμαστε τόσο σοφοί, ώστε να έχουμε ξεδιαλύνει την πρέπουσα αλληλουχία των γεγονότων και πότε πρέπει να συμβεί το καθένα. Η ζωή είναι μια γιορτή παράλογη! Ακόμα και αν λανθάνει κάποια μορφή λογικής σε όσα συμβαίνουν, αυτή είναι μη αποκωδικοποιήσιμη. Είναι η άγνοια συστατικό στοιχείο της διαύγειάς μας, αν καταλαβαίναμε πιο πολλά από όσα πρέπει, θα ήμασταν ανισόρροποι! Παρ' ολα αυτά, ποτέ δε θα είμαστε έτοιμοι για όσα ονειρευόμαστε. Είναι γιατί έχουμε πεισθεί ότι θα έρθουν όταν θα είμαστε τέλειοι, άμοιροι ελλείψεων. Ποτέ δε θα γίνουμε τέλειοι. Ακόμα και τη στιγμή της υπέρτατης αρμονίας, θα έρθει να μας βρει το ζιζάνιο της ανασφάλειας, εκείνη η φωνή που καταλύει την τελειότητα. Όσο και να την κάνουμε να πειθαρχεί, αυτή η φωνή θα είναι πάντα παρούσα. Γιατί είναι ανθρώπινη, όπως κι εμείς, δε γεννηθήκαμε για να την αναχαιτίζουμε. Μέσα από τις ελλείψεις μας θα βρούμε τα μέρη που λείπουν. Οι εκπαιδευμένες αναμονές ισοδυναμούν με αιώνιο τέλμα. Ποτέ δεν έρχεται η κατάλληλη στιγμή. Η κατάλληλη στιγμή περιμένει να την αναγνωρίσεις, να την αρπάξεις με δύναμη, να χαθείς σε μια μεγάλη κατάφαση ή μια μεγάλη άρνηση, να επιλέξεις. Ακόμα και αν χάσεις τον εαυτό σου, όταν τολμάς και αλλάζεις, θα είναι για να τον ανταμώσεις και πάλι, σε μια πιο δυνατή και αυθεντική εκδοχή του.

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Η απενοχοποίηση της επιθυμίας

Η επιθυμία. Φευγαλέα, αλλά και τόσο καθοριστική. Πώς γίνεται να σε καθρεφτίζει και να σε ακολουθεί σε κάθε σου βήμα ενώ ανήκει στο χτες; Συνδέεται με ένα κομμάτι του εαυτού σου που νομίζεις πως παρήλθε, αλλά είναι πάντα παρόν, να σε εμποδίζει όσο εσύ το αρνείσαι. Απορείς με τις παλιές σου επιθυμίες, απορείς με τον παλιό σου εαυτό που κυνηγούσε χίμαιρες μέσα από την αφέλειά του και κρυβόταν πίσω από ασφαλή μονοπάτια. Πάντα σε αδιέξοδα κατέληγε. Όσο περιφρονείς την κρυφή αξία του κινδύνου, τόσο έρχεσαι αντιμέτωπος με αυτόν. Δεν υπάρχουν ασφαλείς επιλογές, μόνο οι αυταπάτες μας που γεννά η υπερτροφική ψευδαίσθηση της αυτογνωσίας.
 
 Κρύβεσαι από την επιθυμία σου, τη βαφτίζεις καπρίτσιο ή απελπισία, δε σου αρμόζει, σε μπορεί να ήταν κάποτε δική σου. Σε ντροπιάζει έτσι όπως σου θυμίζει μια διάσταση του εαυτού σου που προσπαθείς να καταχωνιάσεις στη λήθη. Επιθυμούσες πάντα το αδύνατο. Το Λάθος. Εκείνο που στεκόταν απόμακρα από την αγέρωχη φύση σου. Να μην τσαλακωθείς, να μη δώσεις, να μη δοθείς.
 
 Οι απρόσφορες συγκυρίες αποτελούν πάντοτε ένα έξοχο πρόσχημα. Για όσα δεν τολμήσαμε, για ανείπωτα λόγια και έρωτες ανομολόγητους. Το Εγώ στο απυρόβλητο. Και κάθε βράδυ, που η λογική ξαποσταίνει, μια οχληρή φωνή κραυγάζει τις ελλείψεις μας, που είναι ολότελα δικά μας δημιουργήματα. Είναι προϊόντα της δειλίας μας να ξεπεράσουμε τον προκατασκευασμένο εαυτό, μια στερεοτυπική εικόνα που ευλαβικά συντηρούμε και επιμένουμε να αποθεώνουμε. Κάθε τι κείμενο εκτός αυτής της γνώριμης εικόνας, μοιάζει επικίνδυνα εχθρικό. Γιατί μας ξεβολεύει, ξεριζώνει από μέσα μας τα σχέδια, όλα εκείνα τα μέρη που ευθαρσώς φρονούμε πως χαρτογραφήσαμε ενώ εξακολουθούμε να είμαστε αστεία αποπροσανατολισμένοι.
 
Τι να τα κάνεις τα σχέδια σε έναν κόσμο που γιορτάζει το απρόβλεπτο; Δήθεν εχέγγυα ισορροπίας, ψευτοεπινοήσεις των ανθρώπων για να νιώθουν πως ορίζουν τη μοίρα τους. Και έπειτα, αν κάτι στραβώσει στο πλάνο, πάντα υπάρχει το αστάθμητο των απείθαρχων συγκυριών. Μέχρι που ένα φαινομενικά ωραίο πρωινό, ξυπνάς και δεν αναγνωρίζεις τίποτα. Ούτε καν τη μορφή σου. Δεν επιθυμείς κάτι, ούτε είσαι η επιθυμία κάποιου. Δε νιώθεις κάτι, αφού τριγύρω όλα μοιάζουν ξένα. Αν γύριζες το χρόνο πίσω, θα αναγνώριζες την επιθυμία σου και ας ρήμαζε τον ίδιο σου τον εαυτό. Ας σε διχοτομούσε, ας σε ισοπέδωνε. Η επιθυμία σου θυμίζει πόσο ευάλωτος είσαι, αλλά και πόσο δυνατός μπορείς να γίνεις. Αφού, όμως, τολμήσεις να δοθείς σε αυτή, να κάνεις θυσίες, ακόμα και να νιώσεις βαθύ πόνο και αγωνία. Μια αναμέτρηση με τα όρια του εαυτού σου, για να διαπιστώσεις πως απλώς δεν υπάρχουν. Δεν πρέπει να υπάρχουν. Να τα καταρρίπτεις κάθε μέρα. Με δικές σου, ζωογόνες ανατροπές.
 
Να τολμάς να επιθυμείς ό,τι σε αλλάζει. Η στασιμότητα είναι θάνατος, εμείς τη μπερδεύουμε με την ασφάλεια. Να γίνεσαι μικρός, για να μεγαλώσεις λίγο ακόμα, σε ανθρωπιά και αλήθεια. Να ξέρεις ότι η επιθυμία είναι παροδική, αφήνει όμως το στίγμα της στη δική σου διαδρομή προς την επόμενη, και μέσα από το εφήμερο συναντάς τη δική σου, αιωνόβια χαρά. Την απενοχοποίηση της επιθυμίας, όποια και αν είναι αυτή.

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

Μεγάλοι Δρόμοι

Δεν ήταν μια μέρα όπως όλες. Ήταν η μέρα που ένιωθε γιατί όλες οι άλλες ήταν κενές νοήματος και εκείνος βουτηγμένος σε έναν αιώνιο λήθαργο. Την ζούσε με όλους του τους πόρους, διέκρινε τα πρόσωπα, την επιδερμίδα, τη ματιά τους, τη μυρωδιά του κορμιού τους. Αυτοκίνητα και κόρνες, φωνές και λόγια, χρώματα και γειτονιές, ποτέ δεν φάνταζαν τόσο αρμονικά. Ίσως επειδή τίποτα από όλα αυτά δεν έμοιαζε πια μηχανικό, παράγωγο μιας δολοφονικής επανάληψης. Όλα έκρυβαν έναν λόγο, ένα αίτιο, που νοηματοδοτεί όλα εκείνα που άλλοτε ασήμαντα ήταν και άχρωμα.
 
 
 
Καμιά φορά οι δοκιμασίες αποκαλύπτουν τα όρια. Ακόμα καλύτερα, αποκαλύπτουν πως τα όρια δεν υπάρχουν. Και αν οι δοκιμασίες που έρχονται από το πουθενά αναποδογυρίζουν το σύμπαν σου ολάκερο, για να δυναμώσουν την πίστη σου στο τέλος, τι γίνεται όταν συνειδητά δοκιμάζεις τον εαυτό σου; Γιατί δεν είναι τα στερεότυπα των άλλων που σε ενοχλούν, όσο εκείνα που εσύ επινοείς και αναπαράγεις. Μια εικόνα για τον εαυτό σου στατική, απόλυτη και χωρίς περιθώρια ανασχεδιασμού. Μα οι ανασχεδιασμοί είναι ζωή, ευκαιρίες διόρθωσης σφαλμάτων, παράθυρο στην αλλαγή και το ρίσκο της. Η αυταπάτη της αυτογνωσίας περιχαρακώνει τις δυνατότητες σου, στεγανοποιεί τις κατευθύνσεις σου, σε κλείνει σε κουτάκια που ευθαρσώς καμώνονται τα πολύξερα, σε μια επίφαση τάξης! Μωρός και ανέλπιδος εγκλωβίζεσαι εκεί μην τολμώντας να λοξοδρομήσεις.
Τη στιγμή που θα αποφασίσεις όλα να τα δεις αλλιώς, να ξυπνήσεις χωρίς λεζάντες στο μυαλό και κατηγοριοποιημένα συναισθήματα, να ξεριζώσεις την καχυποψία από μέσα σου και τους τόνους του αρνητισμού που σε καταδιώκουν σε ολοήμερες διαδρομές, θα αισθανθείς την πιθανότητα πως όλα τα απίθανα μπορούν να συμβούν. Από το μηδέν, από το πουθενά, απλώς επειδή δεν πείσθηκες πως έφτασες κάπου. Η κορυφή ψευδαίσθηση είναι που μπορεί τάχιστα να σε ρίξει στο ναδίρ, ο κορεσμός αλαζονικός καρπός ενός εαυτού που έχει ακόμα πολλά να μάθει.
 
 
 
 Συνήθως κουβαλάμε έναν εαυτό που φρονεί πως είναι παντογνώστης. Που αποθεώνει τη δική του σκοπιά και την θεωρεί αντικειμενική και ορθότερη. Χτίζουμε θεωρήσεις τη μία πάνω στην άλλη, βολευόμαστε πίσω από βολικά συμπεράσματα και βγάζουμε ένα στεναγμό ανακούφισης πως το νικήσαμε το μυστήριο, πως η ζωή βγάζει, επιτέλους, νόημα. Και όσα και αν αλλάζουν γύρω μας, όσες απώλειες και ερχομοί να μας ταρακουνάνε, εμείς παραμένουμε πιστοί σε αυτό τον αφελή εαυτό που περιχαρακώνει τις δυνατότητες. Αρνείται να βαδίσει από το σκοτεινό δρομάκι, αρνείται τις εναλλακτικές λύσεις το ίδιο αφόρητα άλυτο πρόβλημα, αρνείται να οικοδομηθεί από την αρχή. Να πάψει να λέει'' εγώ δεν είμαι έτσι.. με τίποτα δε θα το έκανα αυτό'', γιατί  η  ευτυχία κρύβεται σε όλα εκείνα που επιμένουμε να απορρίπτουμε.
 

 
 
Δοκιμάσθηκε, με μικρά και μεγάλα. Μπήκε σε κόντρα ρόλους που του έδωσαν πνοή. Ξεστόμισε το απρόσμενο, το αλλοτινά ανείπωτο. Περπάτησε σε δρόμους χωρίς φως που πάντοτε τον φόβιζαν. Ξεχάστηκε σε όλα εκείνα που του θύμιζαν θάνατο. Ένιωσε ολοκληρωτικά ζωντανός μέσα σε όλα αυτά που η σκέψη του έκανε να μοιάζουν με τερατουργήματα. Είδε την ομορφιά να του αναζωπυρώνει την πίστη, σε τόπους που θεωρούσε απελπιστικά άσχημους. Μέσα στις αντιφάσεις, κρυβόταν το νόημα που πάντα του ξέφευγε.
 
 
 
 Και οι φόβοι, από τόσο κοντά, φαίνονται παράξενα μακρινοί. Σα να ξεθωριάζουν ολοένα και να σβήνουν, παράγωγα μιας φαντασίας που τους έχει ανάγκη. Χρειάζεται να τους πλησιάζεις για να μη σε απωθούν από όσα λαχταράς. Να νιώθεις πως εσύ τους χειραγωγείς και πως, αν σε κατευθύνουν, είναι γιατί εσύ το επιτρέπεις. Να δεις τον εαυτό σου να πανηγυρίζει σε ένα ατελείωτο κύμα μεταλλάξεων. Για να γίνεις αυτό που είσαι, πρέπει να απορρίψεις την αυταπάτη των αποκρυσταλλωμένων εικόνων. Πάντα θα υπάρχει κάτι άλλο, κάτι ανατρεπτικό, που θα σου θυμίζει πόσο δρόμο έχεις ακόμα...Ευλογία οι μεγάλοι δρόμοι γιατί η ευτυχία αποκορυφώνεται πριν το μεγάλο τέρμα.

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Ανακωχή, όπως Αγάπη

Στο γαλαξία μου, βρέχει συνέχεια. Η νεφέλη του ουρανού, ο αχνιστός καφές, αμέτρητα βιβλία, η γοητεία των λέξεων. Παροδικές αγάπες στο δικό μου αιώνιο Φθινόπωρο. Ανάποδος άνθρωπος. Ποτέ δεν κατάφερα να διακρίνω γοητεία σε ένα καλοκαίρι. Νιώθω πως πολλοί γύρω μου προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους ότι τους αρέσει το Καλοκαίρι. Να κρύψουν τη δυσθυμία τους πίσω ενθουσιασμό γεμάτο υποκρισία για όλα εκείνα που επιβάλλεται να τους αρέσουν. Γκρινιάζω ολημερίς για την ανυπόφορη ζέστη και την υγρασία που με εξουθενώνει. Για τις εφιαλτικές ειδήσεις που έχω σταματήσει να βλέπω και να ακούω. Για την αυθάδικη αυτοπροβολή όλων όσων θαρρούν πως το σύμπαν ολάκερο περιστρέφεται γύρω από την ανυπέρβλητη ύπαρξή τους. Για την ελπίδα, που πλανερά μου καλλιεργούν, σε μέρες αλλιώτικες. Η ελπίδα είναι αιχμαλωσία μεταμφιεσμένη. Όταν η απογοήτευση από την αναίρεσή της καρτερά στη γωνία, αισθάνομαι την προδοσία που νιώθει ο αφελής, από τον ίδιο του τον εαυτό.
Με ξάγρυπνο βλέμμα, υποψιασμένο και γεμάτο από την αγωνιώδη απόγνωση εκείνου που τίποτα δεν παζαρεύει γιατί τίποτα δεν έχει να χάσει, ζυγίζω, διακρίνω, εκτιμώ. Η ματαιοδοξία του κόσμου σάρωσε και τη δική μου αξιοπρέπεια. Όλα γύρω μου έγιναν μόδα. Κοινοποιώ για να νιώθω ότι ζω. Λες και ζω για κάποιον άλλο και ζητώ τη δική του την έγκριση ή μέθεξη. Λείπω εγώ από τη ζωή μου και καρτερώ να τη νοηματοδοτήσουν άλλοι που γίνονται παρόντες με το έτσι θέλω. Κοινοποιώ διαρκώς, μέχρι να γίνω γραφικός. Και όσο πάει γίνομαι κοινός, ένας μέσα σε όλους, λησμονώ το πρόσωπό μου, με το προσωπείο καθεστώς. Και τρέμω μη με δουν στα αζήτητα, να προσεύχομαι για λίγες σταλαγματιές βροχής και περαστικούς έρωτες, να μην πεθάνω από την πλήξη του κανόνα.
 
 
 
 
Η κανονικότητα θάνατος είναι και εμείς που τη γυρεύουμε απλώς θνητοί. Πώς να δω το πρόσωπο των διπλανών μου, όταν αποφεύγω να αντικρύσω το δικό μου; Πώς να ακούσω με προσοχή το συνομιλητή μου όταν σκαρώνω αυτάρεσκα την επόμενη πνευματώδη ατάκα; Πώς να πιστέψω σε κάτι καλύτερο, όταν κρύβομαι σα δειλό ανθρωπάκι πίσω από τη βολική απραξία μιας χυδαίας κινδυνολογίας; Μα και πώς να αλλάξω όσα αφόρητα μου πυρπολούν τη γαλήνη όταν τα αληθινά δαιμόνια κατοικοεδρεύουν εντός μου και τα αναπαράγω ασταμάτητα;
 Την έκπληξη γυρεύω, ένα ασυμβίβαστο όχι. Το να γυρίσω την πλάτη στο χειροκρότημα του πλήθους.Το να μη με νοιάζει πια ένα περιφρονητικό σχόλιο ή μια κριτική αποδοκιμασίας. Το να κόψω τον ομφάλιο λώρο από συνήθειες που με εξοντώνουν, από σχέσεις συνήθειας που φράζουν το δρόμο σε κάθε νέα ζωή και δυνατότητα. Το να συγχωρέσω όσους με πίκραναν, να δώσω άφεση αμαρτιών και σε εμένα για τις αστοχίες μου. Ήρεμος και σε πλήρη ανακωχή με αυτό που είμαι. Χωρίς διάθεση να το προβάλλω ως υποψήφιο ελκυστικό προϊόν προς σχολιασμό και περαιτέρω επεξεργασία. Εκεί όπου συμφιλιωμένος με όσα είμαι και όσα δεν έχω, θα συναντηθώ με τις επιθυμίες μου που μου γνέφουν τώρα σαν γρίφοι, και οι εχθροί μου φίλοι θα γίνουν καρδιακοί, σε ένα παρανοϊκό παιχνίδι μεταλλάξεων, σε ένα δικό μου ορισμό της δικής μου πραγματικότητας.
 Ανακωχή, όπως αγάπη. Για τον Άλλο, για εσένα, για τη ζωή, και ας μοιάζει συχνά με παρατεταμένο πόλεμο. Γίνεσαι οι αντιφάσεις σου και ξαναγεννιέσαι μέσα από αυτές, όταν μαθαίνεις να ζεις μαζί τους. Τότε θα δίνεις και θα παίρνεις αγάπη δίχως όρους, γιατί δε θα τους έχεις ανάγκη.

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Μια αλυσίδα εξαρτήσεων

Έκλεισε το φως στο δωμάτιο που κόχλαζε, όπως και οι σκέψεις του. Το Καλοκαίρι κυλάει όσο πιο ανούσια γίνεται, με καταιγισμό τραγελαφικών εξελίξεων σε μια κοινωνία που ατροφεί, με πρωτοφανείς πολιτικές ιλαροτραγωδίες και μορφές που γκρινιάζουν για όσα τους λείπουν. Ο ίδιος, αποφεύγει να βγαίνει τη μέρα, η ανακύκλωση των ίδιων στιγμών και οι χειρονομίες μιας νομοτελειακής αναγκαιότητας του θυμίζουν πόσο εφήμερα είναι όλα. Τη νύχτα μόνο παίρνει τους δρόμους γυρεύοντας αλήτικη ανεμελιά, και κάνει όλα όσα αγαπούσε πάντα.
 
 Σε σαρώνει ο χρόνος άμα του επιτρέψεις να επιτεθεί στις προσωπικές σου ιεροτελεστίες. Η θανάτωση της συνήθειας είναι ανάσταση της ουσίας σου, αυτού που όντως είσαι, και που χάνεται μέσα στην επανάληψη πανομοιότυπων σκηνών, σε ένα λήθαργο της κάθε πιθανής και απίθανης παραλλαγής.
 
 Μα πια στράγγιξε από πάνω του όλες τις εξαρτήσεις. Γυναικείες μορφές που ζητούσαν ένα κομμάτι από την ψυχή του για να αντισταθμίσουν το κενό που γεννούσε η δική τους ανασφάλεια, φίλοι που συναντά σε δαιμονικές ενέδρες της τύχης σε δρόμους ανήλιαγους, που ψιθυρίζουν ''γεια'' και ακούγεται εκκωφαντικά σαν ''αντίο'', ξένοι που εισέβαλλαν στον προσωπικό του χώρο μέσα σε μία μόνο στιγμή, ίσως και άθελά τους. Όλοι αυτοί τον ακολουθούσαν, τον συνδιαμόρφωναν, τον καθόριζαν. Ποτέ δεν ήταν μόνος, ένα μωσαϊκό εξαρτήσεων η ύπαρξή του , και οι νέες του πλευρές, θνησιγενείς, παρέμεναν στην αφάνεια. Μέσα από ατέλειωτους νυχτερινούς περιπάτους, συνομιλίες του δρόμου και σκληρή δουλειά με τα δαιμόνιά του μακριά από το οχληρό φως της μέρας, τα ξέχασε όλα. Μόνος βέβαια, αλλά με εκείνη την ενάργεια του συνειδητοποιημένου ανθρώπου που αυτοκαθορίζεται. Οι σχέσεις στα μάτια του δεν είναι παρά απεγνωσμένες απόπειρες εξόντωσης της ανασφάλειας. Μόνο που, καλλιεργώντας εξαρτήσεις αυτοτροφοδοτούμενες, ως βάση για την ύπαρξή τους, διαιωνίζουν την ανασφάλεια.
 
 Μπορείς να λυτρωθείς από όλα, όχι όμως από τον εαυτό σου. Και όσο τον κρύβεις μέσα από επιδέξιες παραλείψεις και ανώδυνους συναγελασμούς, εκείνος σκαρώνει την αιφνίδια  ανάδυση στην επιφάνεια. Μόνος σου μπορείς να βρεις τη λύση γιατί αναγκάζεσαι να δεις κατάματα το πρόβλημα. Και είναι η δική σου, ξεχωριστή ματιά, που έχει βαρύτητα. Μακριά από καθρέφτες και άλλα βοηθητικά στοιχεία, σε ένα παιχνίδι για γερούς λύτες, όπου τις ατέλειές σου δεν τις βλέπεις, τις αισθάνεσαι μόνο. Δεν τις αρνείσαι, γιατί γνωρίζεις ότι είναι η πηγή της ομορφιάς σου, αφού σε οδηγούν στο να γίνεσαι καλύτερος. Δεν αγωνιάς για έναν κολακευτικό λόγο ή για ένα σχόλιο παρηγοριάς. Ευτυχισμένος γίνεσαι όταν έχεις εξασκηθεί στον πόνο. Τα ευάρεστα σχόλια είναι για τους φυγόπονους, που μπερδεύουν την αρμονία μιας εικόνας, με την ισορροπία της ουσίας της. Η αυτάρκεια, όμως, είναι μαχαίρι δίκοπο. Η αποστασιοποίηση από έναν ξέφρενο κόσμο, φρενάρει την επιθυμία σου να τον ανακαλύπτεις, και αυτό ισοδυναμεί με μικρό θάνατο. Ο κόσμος μεταβάλλεται διαρκώς, ακόμα και όταν η στασιμότητα μοιάζει εδραιωμένη. Η αυτάρκεια μπορεί να είναι παραπλανητική, μια αυταπάτη που τροφοδοτεί το υπερφίαλο του χαρακτήρα.
 
 
 
Το νιώθει κάτι βράδια παράξενα όμορφα, με πλουμιστή σελήνη και αεράκι δροσερό, που θα εκτιμούσε στ' Αλήθεια λίγη αληθινή συντροφιά. Τότε η ζωή μοιάζει με αδιέξοδο, μονότονη και επίπεδη, και η αυτογνωσία με παγίδα που του στερεί την αυτοδύναμη στιγμή και τις δυνητικές της υποσχέσεις. Γίνεται μικρός, ασήμαντος, εξαρτώμενος από τον εαυτό του, καταδικασμένος σε μονομερείς ενέργειες. Και είναι τότε που καταλαβαίνει ότι η πραγματική αυτάρκεια δεν εχθρεύεται τις εξαρτήσεις. Συμβιώνει μαζί τους, σε μία σχέση συγκρουσιακή, που γεννά νέες δυσκολίες και νέα θαύματα. Τις αναγνωρίζει, συμφιλιώνεται μαζί τους και παύει να τις παίρνει στα σοβαρά. Μα και τον εαυτό του πια δε λαμβάνει σοβαρά υπ 'όψη: ποιος ξέρει με τι διάθεση θα ξυπνήσει πάλι αύριο; Μόνο που επιμένει να κλείνει την τηλεόραση- αντίκα που αναπαράγει την ανθρώπινη ηλιθιότητα μανιωδώς και ανακατεύεται στο πλήθος χωρίς να τρέμει την αληθινή αλληλεπίδραση με τους άλλους.
 Άλλωστε, η ζωή είναι ανύποπτα αστεία, πότε τραγική, πότε φαιδρή, πότε όλα αυτά μαζί, μια αλυσίδα εξαρτήσεων από την οποία είναι αδύνατη η απεμπλοκή, και , αν ποτέ καταστεί δυνατή, οδηγεί στη χείριστη μορφή εξάρτησης, σε εκείνη από το υπερτροφικό Εγώ σου.

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Η επώδυνη Αλήθεια σου

Πάντα κάτι μένει. Στο επισκίασμα της Αλήθειας σου, στο όνειρο που τραυματίζεται από μία αστοχία κυνισμού, στις περιπλανήσεις που βγάζουν μια κραυγή ματαιότητας. Ζαλίζεσαι μέσα στους θολούς σου λογισμούς, δεν είναι δυνατό να είναι καν δικοί σου, δε γίνεται εσύ να ήσουν αυτός που διέσχισε αυτό το δρόμο και δεν παρατήρησε τίποτα. Γυρεύεις την αλήθεια σου που σε πονάει, δε σου φταίει κανείς άλλος που εσύ δεν αντέχεις τη θέα του ουρανού. Σκύβεις και κοιτάζεις χαμηλά, αυτό το πιο κάτω από τις περιστάσεις είναι πια ο κανόνας. Σε ενοχλεί να είσαι ένας κανόνας και εσύ. Τυπικός, σαφής, ανεξαίρετος.Από την άλλη, σε πονάει να ζεις με την αλήθεια σου που σαν γρίφος σε αλλοιώνει και αρπάζει κομμάτια από τη σάρκα και την ψυχή σου. Ένα ολοκληρωτικό δόσιμο. Ακόμα και στις εποχές που τίποτα δεν προμηνύει ένα σωτήριο θαύμα, τότε που λαχταράς όσο ποτέ τη σωτηρία, υπάρχει μια εικόνα, μία λέξη, μία σκέψη, που θυμίζει πως τίποτα δεν πάει χαμένο. Όταν έχεις χαθεί μέσα στην αλήθεια σου, όταν έχεις χαθεί μέσα σε κάποιον άλλο, η ζωή σε αγγίζει, δε σε προσπερνά. Ακριβώς τότε που τα θαύματα δεν προμηνύονται, αρχίζεις να τα διακρίνεις εσύ. Ίσως είναι παράγωγα της τόλμης και της δύναμης που ανέσυρες μέσα από τα συντρίμμια και το θάνατο του διαφορετικού. Συναρμολογείς απαρχαιωμένα σου κομμάτια, που, στο τέλος, μοιάζουν εντελώς καινούργια. Δικά σου όλα, ακόμα και αν κάποτε σε ρήμαξαν, μέσα από την πάλη, γεννήθηκε μια νέα οντότητα. Εσύ. Παράξενος, χαμένος στη μοναχικότητά σου, απόκοσμος πάντοτε, αλλά με τη γνώση που μπολιάζει τα πάντα ομορφιά. Με τη γνώση ότι τίποτα δεν είναι φευγαλέο, εκτός αν του το επιτρέψεις. Είσαι ο δημιουργός της δικής σου αιωνιότητας, με τον πόνο και την αλήθεια αδιαχώριστα και θαυματουργά της στοιχεία.

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Ο δικός σου αναχρονισμός

Κάποιοι θα το έλεγαν νοσταλγία. Τάση για επιστροφή στο χθες, που είναι πάντα ανώτερο από το σήμερα, ίσως επειδή είναι πια κατανοητό. Θα έσπευδαν, μάλιστα, να προσθέσουν ότι η νοσταλγία είναι εχθρική απέναντι στη δυνατότητα της ευδαιμονίας, που μόνο παροντική είναι. Ωστόσο, ό, τι προερχόταν από παλιές εποχές, μιλούσε κατευθείαν στην ψυχή της, και έκανε και τη στιγμή πολύτιμη.
 
Αναπολεί στιγμές ολιγάρκειας που ήταν όντως πιο ανεπιτήδευτα όλα, με το μυαλό να μην έχει εξασκηθεί ακόμα στο άπληστο κυνήγι του επιπλέον. Λόγια σταράτα, μία ξέφρενη βόλτα,  ξεκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο όπως τον προβάλλει το χαζοκούτι, γυμνή από κάθε οχληρή τελειομανία. Τότε που οι φίλοι ξεχύνονταν στους δρόμους και ξεχνιούνταν εκεί μέχρι το ξημέρωμα, είχαν ακόμα εκείνη τη σπιρτάδα στο βλέμμα και δεν ξενυχτούσαν πίσω από τη βολική ανωνυμία μιας οθόνης. Τότε που δε θα ήταν γραφικό να ταχυδρομήσεις ένα γράμμα χειρόγραφο και να φυλάς όσα λαμβάνεις σε ειδικό συρτάρι, με τη θήκη με τα γραμματόσημα πιο δίπλα. Που περίμενες με εφηβική λαχτάρα το πρωινό που θα πήγαινες στο δισκοπωλείο για νέες μουσικές ανακαλύψεις, που συνδέονταν με ολάκερη εποχή και καμάρωνες ότι ήταν κομμάτια από εσένα. Που δε φοβόσουν ακόμα και να γελοιοποιηθείς για έναν έρωτα, αφήνοντάς τον για πάντα πλατωνικό. Που ανακάλυπτες μια άγνωστη λέξη, και ήταν σα να γνώριζες τον κόσμο όλο από την αρχή. Που κάθε σου σκανταλιά, φυγή ήταν από το νευρωτικό εαυτό σου. Απελευθέρωση, ανάσα. Που ζούσες για μία προσδοκία.
 
 
Πέρασε ο καιρός, πέρασε η αλήθεια, ανύποπτα, θάβοντας κώδικες και σημεία και αγάπες. Προσπάθησαν να απλοποιήσουν τη ζωή τους και ακολούθησες συμβατικά. Μα η ζωή όσο πήγαινε γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Ανούσια. Την παρακολουθούσες να μεταβάλλεται με απορία κραυγαλέα. Περίμενες πως ήταν μια αναγκαία φάση μετάβασης που θα σηματοδοτούσε επανάκαμψη στο οικείο. Ολοένα όμως έβλεπες φίλους να κλείνονται στον εαυτό τους, να ουδετεροποιούν το βλέμμα τους, να σκέφτονται για ώρες τι λέξη θα πληκτρολογήσουν στο πληκτρολόγιο ενός υπολογιστή στον οποίο εκχώρησαν τον εαυτό τους.
 
 
 Κλείστηκες και εσύ, στους τέσσερις τοίχους. Οι νέοι κώδικες αρχικά είχαν τη γοητεία του ανεξερεύνητου και υπόσχονταν διευκόλυνση της επικοινωνίας. Έμαθες να επικοινωνείς με σύμβολα, συντομογραφίες και ημιτελείς προτάσεις. Με γελοίους ιδιωματισμούς και αλαζονικά λογοπαίγνια. Γρήγορα, πρόχειρα, αναποτελεσματικά. Πλέον, δε σου αρκεί η προσδοκία, θέλεις να προηγείσαι, να τα μαθαίνεις όλα, να τα ακούς όλα, να τα ζεις όλα. Χωρίς ικανοποίηση, ποτέ, αφού πάντα υπάρχει κάτι πιο πέρα. Μόνη πια, ανταλλάσσεις αινιγματικές φράσεις με αγνώστους. Τους θυμάσαι αμυδρά, αλλά δεν τους αναγνωρίζεις.
 
 
 Καμιά φορά, όταν περπατάς με βιασύνη στην αντιφατική πόλη, σταματάς σε γωνιές λησμονημένης γραφικότητας. Σε κυριεύει μια μελαγχολία παράφορη, θαρρείς πως η ετικέτα του παρελθοντολάγνου σε σημαδεύει. Θέλεις να παρακάμψεις τον κόσμο έτσι όπως κατάντησε, να έχεις το δικαίωμα να τοποθετηθείς σε αυτόν γενναία και όχι απλώς να χαθείς στο χωνευτήρι του. Το χθες δεν είναι πιο θελκτικό επειδή είναι γεμάτο από αναμνήσεις μιας ανεξίτηλης νεότητας. Άλλωστε, είναι στη φύση του ανθρώπου να αισθάνεται όλο και πιο νέος με τα χρόνια. Είναι κάτι παραπάνω από μηχανισμός επιβίωσης! Είναι τρόπος να ζεις ουσιαστικά και πέρα από το χρόνο, από ταμπέλες και καλούπια.
 
 
 Αυτό που συμβαίνει, είναι ότι ,όντως, εκείνες οι εποχές ήταν οι καλύτερες. Σε έναν κόσμο που πορεύεται αυτοκαταστροφικά, που δημιουργεί λαβυρίνθους στην προσπάθεια να βρει τη βασιλική οδό, που αγνοεί ότι στο σκοτάδι μπορεί να κατοικεί το πιο εκτυφλωτικό φως, ίσως δε μπορείς να ανακόψεις την αλλαγή. Αυτή, άλλωστε, είναι μέρος της φυσικής τάξης πραγμάτων. Μπορείς, όμως, να διεκδικείς το δικό σου τρόπο, τη δική σου ταυτότητα. Το δικαίωμά σου στον αναχρονισμό.

 
 
 
 Δεν είναι η αλλαγή που σε πληγώνει, όσο ότι την αφήνεις να αφαιρεί κάθε τι αυθεντικό που υπάρχει μέσα σου. Το να γυρνάς πίσω δεν είναι ένδειξη οπισθοδρόμησης. Είναι συνάντηση με όσα σου έδιναν ατόφια χαρά, με την ψυχή σου σε όλη της την αυθεντικότητα. Έτσι, πεισματικά θα την κρατάς ζωντανή ακόμα και όταν όλα γύρω καταρρέουν. Όταν έχεις εσένα, ακόμα και η υπέρτατη καταστροφή θα γεννά την πιο δυνατή ελπίδα.

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Αγάπη το λένε

Αυτά που φοβόταν ανήκαν στο χτες. Έθαψε τους φόβους με μία νέα ματιά που κινεί για άλλα ταξίδια. Η αντανάκλασή της στον καθρέφτη μαρτυρεί μια γενναία μεταστροφή. Το πρόσωπό της γνώριμο, το σώμα της όμορφο, χωρίς τις αλλοτινές του ατέλειες. Ακόμα και οι λέξεις, κρύβουν πρόσθετα νοήματα, που ως τώρα αδυνατούσε να διακρίνει. Αγάπη το λένε. Ξυπνάει μια μέρα και εξουδετερώνει τα δαιμόνια. Αγκαλιά μια ζωή με συνήθειες κακές, σύνδρομα αυτοκαταστροφής. Ερωτοτροπώντας με την απόγνωση. Να βουλιάζει στο σκοτάδι ενώ προσεύχεται για μία και μόνο αχτίδα φωτός. Ξημερώνει άλλο ένα καλοκαίρι. Με το απαιτητικό του πρόσωπο, τα λόγια του όλο ουτοπικές υποσχέσεις και ακροβασία σε όνειρα τολμηρά. Πάντα σκόρπιζε το φόβο μέσα της αυτός ο χείμαρρος από αχόρταγες προσδοκίες. Ήξερε πως ο Σεπτέμβρης θα τη βρει μισερή, να λογαριάζει το χάσμα ανάμεσα στο ιδεατό και το πραγματικό.
 
Μα έτσι απλά ξύπνησε μια μέρα συνήθη, όπως όλες, που βρήκε τη δική της θέση στο ημερολόγιο της ανίας. Άλλαξε βλέμμα, ανάσα, μυαλό. Εκεχειρία με τον εαυτό της. Ξαφνικά, όσο και αδιαπραγμάτευτα. Αλλεργική στην επιβεβαίωση, γιατί την τρέφει η αμφιβολία. Η βεβαιότητα τροφοδοτεί τον εφησυχασμό και της έλειψε η αιώνια κίνηση. Χωρίς την τελειομανία του νευρωτικού, να ικετεύει για μια απενοχοποιημένη αποτυχία, για το δικαίωμα στην αποτυχία, για το δικαίωμα στην ευτυχία. Να ξεστομίζει ηχηρά όχι που άλλοτε παραχωρούσαν με συγκατάβαση τη θέση τους σε καταπιεσμένα ναι. Να διαλέξει το δρόμο που της φαίνεται λιγότερο ελκυστικός για να ανακαλύψει ότι εκεί στήνει γιορτή το Απίθανο. Να χαθεί στο άχρωμο πλήθος για να εντοπίσει εκεί τη δική της πολυχρωμία. Δεν είναι ούτε ξένη, ούτε μόνη. Όλα έχουν νόημα, αλλά έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια να το βρει. Το βλέπει να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια της, να αποκαθιστά την ενότητα του χτες, του σήμερα και του αύριο, να παντρεύει τις αναδρομές με τα όνειρα που ξεχειλίζουν από αγάπη. Για όσα την έκαναν να πονέσει, να χαρεί, να φοβάται, να αλλάξει. Πίσω από κάθε μεγάλη αλλαγή, στέκεται ένας αποκαμωμένος φόβος. Πίσω από την κάθε ευτυχισμένη αίσθηση, βρίσκεται η δύναμη που σε πλημμυρίζει όταν αποδέχεσαι και αγαπάς τον εαυτό σου και δεν τον εγκλωβίζεις σε ένα κλουβί αφόρητης καταπίεσης. Και όλα αυτά που είναι μπροστά, ποτέ δε θα σε προσπεράσουν.

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Αυτογνωσία

Και ξαφνικά, ο κόσμος σώπασε. Το τσιμεντένιο του βλέμμα που όλα τα ξέρει, γυρεύει να ξαποστάσει. Τον εξαντλεί το απίθανο της έκπληξης. Η ανακύκλωση που ανασύρει μια αίσθηση ματαιότητας καταμεσής της άνοιξης. Μια γιορτή από την οποία απέχεις, είναι εφιάλτης. Κρύφτηκες σε μία γωνιά, αθόρυβος, και ας είχες να πεις πολλά , και ας μην ήξερες από πού να αρχίσεις. Κλείστηκες σε εσένα, μήπως μάθεις κάτι για εσένα, μακριά από τη φασαρία του κόσμου. Αχόρταγα έψαξες μουσική, βιβλία, ταινίες, κοιτούσες φωτογραφίες, σε κάθε ματιά και άλλο νόημα.. οι κρυμμένες λεπτομέρειες που πάντα σε μάγευαν. Στο αθέατο κρύβεται από τα μάτια μας εκείνο που έχουν ανάγκη να δουν. Αλλά κουράζονται να ψάξουν πίσω από το επιδερμικό της εικόνας, βολεύονται κιόλας, πείθονται πως τα πιο σπουδαία είναι τα εμφανή. Το μόνο που στ' αλήθεια μαθαίνουν είναι να αναπαράγουν ό,τι είναι ικανοί να δουν.


Το νιώθεις όμως, στη σιωπή του κόσμου, στην άσκοπη φλυαρία του. Είναι κρίμα μια ζωή να συμπορεύεσαι με έναν άγνωστο εαυτό. Να παλεύεις να καταχωνιάσεις τα σκοτεινά του στοιχεία. Αυτά είναι που θα οδηγήσουν στις φωτεινές διεξόδους. Αυτό το μικρό, το απροσδιόριστο, αυτό που εχθρεύεσαι γιατί σε διαφοροποιεί, είναι το δικό σου θαύμα. Παράξενο σε κάνει μόνο το να πιστέψεις πως είσαι παράξενος, επειδή αυτό διαλαλεί το άχρωμο πλήθος. Η πολυχρωμία σου, είναι η δύναμή σου. Ξένος, ως προς τι; Ως προς μία πραγματικότητα που οικοδομεί τάσεις με την ίδια ευκολία που τις κατεδαφίζει; Ως προς μία κοινωνία που πεθαίνει μέσα από τα ίδια της τα οπισθοδρομικά σύνδρομα; Πoυ απορρίπτει ό,τι δεν ταυτίζεται με αυτήν;


Το να ανήκεις κάπου έχει σημασία όταν η διαφορετικότητά σου γίνεται αποδεκτή. Ανήκεις εκεί όπου η αγάπη υπερτερεί. Και η αγάπη ανθίζει στη συμφιλίωση με όλα εκείνα τα σημεία που σου προκαλούν αμηχανία γιατί καταργούν την ομοιότητα με το κοινωνικώς αποδεκτό.


Να επιμένεις να βρίσκεις τον εαυτό σου, ακόμα και μέσα από τις μάχες που χάνεις. Ιδίως μέσα από αυτές αναδύεται η αυτογνωσία σου. Να χάνεσαι για κάποιον άλλο, να λησμονείς τη μονομέρεια της ύπαρξης. Να δίνεις, να ξοδεύεσαι. Αλλά ουδέποτε να ξεχνάς τι είσαι, από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις.


 Η αυτογνωσία είναι εκείνη η μαγική δύναμη που εμφανίζει τη λύση μέσα από την πανωλεθρία. Γιατί, στην καθημερινότητα όλα φαινομενικά είναι, η επίδρασή τους επισκιάζεται από την έλλειψη βαθύτητας. Αντίκτυπο δεν έχουν πάνω σου όσο γνωρίζεις πως είναι φευγαλέες παραστάσεις και εικόνες ασυνάρτητες, χωρίς νόημα, που δοκιμάζουν τη δική σου ικανότητα να συγκρατείς το νόημα που κρύβεται πάντα κάπου, αρκεί να μη σε τρομάξουν οι αντιφάσεις της εικόνας.


 Να ξέρεις πού να κοιτάξεις, πώς να διαβάσεις τη λεπτομέρεια που μοιάζει τυχαία, να αντέξεις να μεταφράσεις τα νοήματα σε γλώσσα κατανοητή. Να μη σε απωθήσει ο φόβος, για να μην απωθήσεις τη ζωή.

Εκτός κλίματος

Δεν ένιωθε περήφανος για τα όσα έκανε τον τελευταίο καιρό. Σαν κουρδισμένος από την πιο αλλοπαρμένη κακία, πλήγωνε όσους αγαπούσε και έπειτα στροβιλιζόταν στο κενό. Η απώλεια των πιο σπουδαίων κομματιών από το πρόσωπό του, το αποξενώνουν. Ουδεμία επαφή, με ουδένα. Κλεισμένος σε ένα δωμάτιο ανήλιαγο, με κάτι ορνιθοσκαλίσματα σε παλιωμένα τετράδια, ημιτελείς προτάσεις και ένα σωρό αποσιωπητικά. Το νόημα που ποτέ δε βρήκε, που ακόμα και αν πέρασε από δίπλα του, εκείνος κοιτούσε αλλού. Κι είναι και αυτή η Άνοιξη σαν άλλο πραξικόπημα, δε μπορεί να αγνοήσει την πανέμορφη φύση, ερεθίζει τον εκνευρισμό του έτσι παράταιρη που καμαρώνει μπροστά του.




























Η αβάσταχτα πρόωρη ζέστη, τα πολύχρωμα ρούχα, οι κεφάτες μουσικές και οι συζητήσεις για ένα καλοκαίρι που πάντα δεν τον αφορά. Η Άνοιξη είναι για όσους έχουν πεισθεί ότι την αξίζουν. Το Καλοκαίρι για τους αδιάφορους, για εκείνους που εχθρεύονται τη σκέψη. Ο ίδιος νοσταλγεί ήδη το χειμώνα, να μην είναι αυθάδικα γεμάτοι οι δρόμοι, να μη ζωγραφίζεται στα πρόσωπα η έξαψη και η προσδοκία, να μη μυρίζει παντού αντηλιακό. Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, ψάχνει ένα μέρος να κρυφτεί. Δε θέλει να χαρεί με το ζόρι, ούτε να τρώει κάθε μέρα παγωτό. Η ιδέα μιας μέρας στον ήλιο και τη θάλασσα του προκαλεί πονοκέφαλο. Γιατί πρέπει να προγραμματίζουν οι άνθρωποι συναισθήματα και επιθυμίες αναλόγως την εποχή; Γιατί όλοι πρέπει να είναι κοινωνοί μιας παράφορης χαράς; Αγαπάει να είναι εκτός κλίματος, και ας τον βαφτίζουν γέρο και παράξενο. Δεν τον ζώνει η αγωνία να ξετρυπώσει εκείνο το μυστηριώδες μαγαζί για το οποίο όλοι, μα όλοι, παραμιλούν. Έχει το στέκι του εδώ και μια δεκαετία και εκεί ο καφές έχει άλλη γεύση. Μεγάλωσε εκεί μέσα, μα και γίνεται παιδί. Πού είναι πια το κακό στα σταθερά σημεία;





























Ο κόσμος επιμένει να ανακυκλώνει τα πάντα, και υπομένει το να ανακυκλώνεται. Πλήττει εύκολα γιατί τελειοποιεί τη μεγιστοποίηση των κενών του. Με μια βουλιμική λαχτάρα, καταβροχθίζει πληροφορίες, νέα, ατάκες, κώδικες επικοινωνίας. Ανούσια όλα. Ξέχασε πως στα λίγα κρύβονται τα πάντα. Γιατί μέσα από τα λίγα ανακαλύπτει το δικό του θησαυρό. Γίνεται αυτάρκης, αποκτά αυτή την τόσο υποτιμημένη σταθερότητα.




































 Για αυτό δε μπορεί να μιλήσει με κανένα. Κουβεντιάζει μόνο, και του είναι ανυπόφορο. Κακοποιεί τις λέξεις, τις ντύνει με μικροαστική υποκρισία για να ακούσει τετριμμένες απαντήσεις, χιλιοειπωμένες δικαιολογίες και τραγικά αποφθέγματα. Προτιμάει τώρα πια να τον πούνε ακοινώνητο. Δεν καταδέχεται να μάθει τα μυστικά της μοντέρνας και ιδιότυπης αυτής ορολογίας. Ούτε τον πειράζει που η νύχτα γίνεται μέρα στο μικρό του διαμέρισμα. Μέσα σε μια σιωπή που κατασπαράζει την επιθυμία του για αλληλεπίδραση, αλλά, που στο τέλος, τον κάνει πιο δυνατό. Αν νιώσει μόνος, πηγαίνει δίχως δεύτερη σκέψη στο στέκι του, στην πλατεία που έχει ζήσει μια ζωή. Εκεί, όσο και αν οι εποχές αλλάζουν και με τη βία πασχίζουν και τον ίδιο να μεταμορφώσουν, ανταμώνει το νεανικό εαυτό του, τότε που η ανεμελιά ήταν αβίαστη και δεν την κυνηγούσαν με το έτσι θέλω. Εκτός κλίματος, αλλά αυθεντικός, και ας νιώθει τις αδιάκριτες ματιές να τον κοιτάζουν όπως μια ντεμοντέ καρικατούρα.

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Στον Ουρανό του Απρίλη

Εκείνες οι συναντήσεις τους κάθε απόγευμα, είχαν αρχίσει να γίνονται ανυπόφορες. Πότε ολιγόλεπτες, πότε αρμένικες, πάντα λαθραίες. Όλο το πρωινό στο γραφείο σκάλιζε ασυναίσθητα το κινητό της, μην τυχόν και έβλεπε μήνυμά του. Έψαχνε αφορμές να ακούει τη φωνή του και χαιρόταν πανηγυρικά όταν κατάφερνε να γίνει πειστικά αδιάφορη. Κατά τα φαινόμενα, δηλαδή, γιατί μέσα της έβραζε. Τον άκουγε να μιλάει για τη νέα του σχέση, του έδινε μάλιστα και συμβουλές, πολιτισμένες διαδικασίες! Κι εκείνος έλεγε εμφατικά πως υπολόγιζε τη γνώμη της, μπορεί να μην ταίριαξαν ως ζευγάρι, αλλά αυτό δεν αναιρεί την επικοινωνία τους, το ότι μαζί της μπορούσε να συζητήσει, να εξωτερικευθεί, να είναι αυθεντικός. Δέχθηκε και αυτή τον άχαρο ρόλο του συμβουλάτορα, του ερασιτέχνη ψυχαναλυτή. Πώς αλλιώς; Οι προηγούμενοι έρωτές της, της είχαν προσάψει κτητικότητα, η ίδια είχε βαρεθεί να προσκολλάται σε ένα πρόσωπο επί μισή δεκαετία, ήθελε πάνω από όλα να αποδείξει στον εαυτό της ότι τον είχε ξεπεράσει, ότι δεν έχει κάτι να τη συνδέει μαζί του. Ανακαλούσε τον κατάλογο με τα ελαττώματά του, ζωήρευε την έντασή τους, τον ζωγράφιζε νοερά σαν μια καρικατούρα, σαν γραφική αναπαράσταση ακατάλληλου συντρόφου. Και αυτή η συνήθεια! Δολοφόνος της εξέλιξης, ακόμα και αν αυτή δεν οδηγεί στη βελτίωση, είναι όμως αλλαγή, και η συνήθεια την ανακόπτει!
 
Δύο χρόνια καθημερινής επαφής δυσκολεύουν πολύ τον άμεσο αποχωρισμό τους. Κάπως έτσι, έστηναν αυτά τα ημιαπόκρυφα ραντεβού κάτω από τον ουρανό του Απρίλη, δυο άτομα διχασμένα, σε αναζήτηση ταυτότητας και ρόλου, που όμως στο λεπτό κούρδιζαν τα σώματα και τις ψυχές τους και έκλεβαν κάτι από τη νωχελικότητα της ώρας. Είχε ανάγκη να προσδιορίζεται μέσα από τη ματιά του, είχε ανάγκη να την εκτιμά ακόμα, ακόμα και αν πλέον η ερωτική του προσοχή ήταν αλλού στραμμένη. Όσο και αν γνώριζε τα κυκλοθυμικά του ξεσπάσματα και τις ακραίες του απόψεις για τις σχέσεις, έτρεφε την ενδόμυχη ελπίδα ότι αυτός ο ακαθόριστος σύνδεσμος που τους έφερε κοντά, δεν είχε χαθεί ολότελα. Πάντα πίστευε ότι κάθε τους συνάντηση ήταν μια έμμεση απόπειρα επανασύνδεσης. Όμως, οι μοντέρνοι καιροί επιτάσσουν χαλαρή συμπεριφορά. Ακομπλεξάριστη, κυνική, με αποθέωση του εφήμερου και ευκολία προσαρμογής σε νέα δεδομένα. Αν επιμένεις να συντηρείς το ρομαντισμό σου, κινδυνεύεις σοβαρά να γελοιοποιηθείς. Αυτά σκεφτόταν και φορούσε το ανέμελο προσωπείο της, γινόταν και πάλι δεκαοκτώ και ανέλυε στο μικροσκόπιο κάθε του κίνηση. Εξαντλητικά, μέχρι που και η ίδια εξαντλήθηκε.
 
 
Είχε περάσει μισός χρόνος, για να ακούσει από τα χείλη του τη βαρυσήμαντη δήλωση ότι πρώτη φορά νιώθει ερωτευμένος, αυτός που ήταν πολέμιος των συναισθημάτων και πίστευε ότι όλα έρχονται και φεύγουν. Την ευχαρίστησε που τον συμβούλεψε να την κυνηγήσει πιο επίμονα, που του έδωσε μια άλλη οπτική...χωρίς εκείνη δε θα ένιωθε τώρα τόσο ευτυχισμένος! πήγε να την αγκαλιάσει, εκείνη, μουδιασμένη, αποτραβήχτηκε. Ήξερε να δίνει τις πιο εύστοχες συμβουλές στους άλλους, και για τον εαυτό της έδινε ρεσιτάλ αστοχίας. Δεν ανταποκρινόταν στο φλερτ κανενός, με την νοσηρή ελπίδα ότι θα κατέληγαν και παλι μαζί. Να που κατέληξε μόνη, σε έναν ρόλο που έραψε η ίδια στα μέτρα της και συναίνεσε στο να τον υποδύεται, ακόμα και αν το μόνο χειροκρότημα που την ενδιέφερε ήταν το δικό της. Για αυτό και στην επόμενη συνάντηση, δεν εμφανίστηκε ποτέ.
 
 
 
 Δε μπορείς να θυμώσεις για ένα έγκλημα στο οποίο συναινείς. Ούτε μπορείς να επιρρίπτεις ευθύνες σε άλλον για τα δικά σου αυτοκαταστροφικά σύνδρομα. Πολλές επιλογές δεν είναι παρά καρποί εγωπάθειας. Όταν παλεύεις να αποδείξεις κάτι που δεν είσαι, χάνεις αυτό που όντως είσαι. Και αυτό πρέπει να το κρατάς με πείσμα, να μην το αποχωρίζεσαι στιγμή, γιατί ,μαζί με τη στιγμή, θα αναχωρήσει και η αλήθεια σου. Όταν σε μία σχέση μπαίνει μια τελεία, πρέπει να τη σέβεσαι. Να μη βλέπεις στη θέση της αποσιωπητικά. Να μη φαντασιώνεσαι εναλλακτικά σκηνικά που σου απαλύνουν τον πόνο. Αλλιώς, οι φρούδες ελπίδες θα σε απελπίσουν, η μανία να διασώσεις κάτι που έχει παραδοθεί στη φθορά, θα σε ισοπεδώσει. Να ξέρεις να φεύγεις, την κατάλληλη στιγμή. Αλλιώς θα μένεις να συντηρείς μάταια κάτι που έχει ήδη αποβιώσει. Η χειρότερη μορφή θανάτου είναι αυτή που εσύ επιλέγεις.
 
Μετά από καιρό, όλως τυχαίως, πέρασε από το σημείο των κρυφών συναντήσεων. Ήταν πάλι κάτω από τον ανέφελο ουρανό του Απρίλη, μόνο που η ψυχή της δε γύρευε κάτι ανήσυχη. Αυτάρκης απολάμβανε την πανεμορφία του απογεύματος, ρίχνοντας ένα βιαστικό βλέμμα στην παλιά της μορφή που άφησε πίσω.

Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Ένα Όνειρο την Άνοιξη

Το φως έμπαινε από τις γρίλιες σαν ενοχλητικός εισβολέας. Ήθελε να χαθεί στο βαθύ σκοτάδι της, σε εκείνο που χωρούσαν οι θύμησες όλες σε εναγκαλισμό με τον πόνο. Με έναν πόνο που αγκιστρώνει τη στιγμή, αιχμάλωτή του και έρμαιο την κάνει, ένα αιώνιο μαρτύριο. Να μη μπορεί να αγαπήσει πια, να μην έχει τίποτα να δώσει, να μην τρέφει τη νοσηρή προσδοκία για αντάλλαγμα. Ξύπνημα σε μία Άνοιξη αναβλητική. Ακόμα και η φύση, τιμωρός της ανθρώπινης μωρίας.
 
Τι να τον κάνεις τον ήλιο όταν δεν το αντέχεις καν; Όταν σου υπενθυμίζει το σκοτάδι, το αδιέξοδο μέσα σου; Η Άνοιξη είναι δυσβάσταχτη χαρά, όταν έχεις μάθει να ερωτοτροπείς με τη θλίψη . Πάντα παράταιρη θα έρχεται δίπλα σου, ειδικά όσο πασχίζεις να ξεγλιστρήσεις.
 
 Να που το ξύπνημα αυτό τη βρίσκει σε άλλο τόπο και άλλο χρόνο. Δεν αναγνωρίζει κανέναν, δε γνωρίζει τίποτα. Βλέπει τριγύρω κάτι αλαφιασμένες φιγούρες να αντανακλώνται με αυταρέσκεια σε έναν ταλαιπωρημένο καθρέφτη. Μέσα από τα προσωπεία τους, παραμορφώνεται και αυτός. Κάτι μουρμουρίζουν όλη την ώρα, κενό από νόημα, συμβολίζει το κενό μέσα τους. Την έλλειψη που γεννά η αρρωστημένη επιθυμία για ολοκλήρωση. Μέσα από λάθος δρόμο. Βιαστικό, θρασύδειλα απλό, μια βασιλική οδός για αυτό που λαχταρούν, πατώντας επί πτωμάτων. Στα ακατάληπτα λόγια τους, κεφάλια γνέφουν καταφατικά, ανταπαντούν  με ισόποσες δόσεις υποκρισίας, λογαριάζουν σιωπηλά ποια θα είναι η επόμενη ζαριά τους.
 
Σε κάποιο μορφασμό τους, σε κάποια αδιόρατη έκφρασή τους, είναι σα να ξαποσταίνει ο θεατρινισμός και επανέρχεται το οικείο. Κάτι της  θυμίζουν, αλλά σύντομα το λησμονεί. Ξένη, ανάμεσα σε ξένους. Φοβήθηκε κάποτε να ξεστομίσει ένα αντίο, μα τα αντίο τα λέει ο χρόνος, με τον πιο απίθανο τρόπο.
 
Όσο και αν επιμένει να συντηρεί τα προϊόντα του χρόνου όπως ήταν, εκείνος τα μετασχηματίζει με καταστροφική μανία, τα αλλοιώνει, τα θανατώνει, τα αναγεννά. Το μη αναγνωρίσιμο, σωτήριο όσο και σκλαβωτικό. Γιατί αυτές οι αλλόκοτες μορφές την πλησιάζουν με ένα παράξενο χαμόγελο στα χείλη, άλλοι κρατούν λουλούδια και άλλοι τείνουν τα χέρια τους, της εύχονται χρόνια πολλά, μετά βίας καταλαβαίνει τι λένε. Την ενημερώνουν ότι μεγάλωσε κατά ένα χρόνο και εκείνη ψάχνει να βρει το ρολόι που άφησε το χρόνο στάσιμο στους δείκτες του και αυτός έτρεξε σαν τρελός. Νιώθει τόσο μικρή, νιώθει να μικραίνει στη ματιά τους, ποιοι είναι όλοι αυτοί, ποια είναι η ίδια μέσα από τα γυάλινα μάτια τους; Ακόμα πιο ξένη, όλα έσβησαν στο λεπτό, το φως πλημμύρισε αδιάκριτα το δωμάτιο, τα λουλούδια εμφατικά της θυμίζουν την ανυπόφορη άνοιξη, ο καθρέφτης της φιλοξενεί τώρα το ναρκισσισμό αυτών των αγνώστων.
 
 
 
Μένει να ονειρεύεται κάτι εποχές που περίμενε την άνοιξη σαν μικρό παιδί, που μεγάλωνε στην ψυχή και στο μυαλό, κέρδιζε την αλήθεια της μέσα από βλέμματα αγάπης, τραβούσε την κουρτίνα να κυριαρχήσει το φως στο χώρο, έβγαινε με το ποδήλατο πρωί και επέστρεφε με τη δύση του ήλιου σπίτι. Τότε που τα πρόσωπα ήταν οικεία και απλά, μιλούσαν ακόμα και χωρίς λέξεις, χαμογελούσαν και ήταν αρκετό. Η Άνοιξη ήταν παρούσα ακόμα και αν το τοπίο επέμενε να σκεπάζει τα πάντα με χιόνι. Δεν ήταν ξένοι, δεν ήταν ξένη, μόνο η αγάπη τους ένωνε σε μέρες ηλιόλουστες, σοφές. Ερχόταν η νύχτα και το σκοτάδι έφευγε, ο χρόνος κυλούσε μόνο στους δείκτες του ρολογιού, γιατί όσο και αν έτρεχε, παρέμεναν νέοι. Ή Άνοιξη μέσα τους δεν έτρεμε μπροστά στα χειμωνιάτικα φόβητρα, ήξερε πόσο εφήμερα είναι. Έχει ο καιρός γυρίσματα, ψιθύριζε, και στεκόταν νηφάλια σε μια γωνιά, για να τα απολαύσει.
 

Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Μνήμες από Εσένα

Γέμισε ο κόσμος με τη μορφή σου. Αντανάκλαση θολή στους καθρέφτες του σύμπαντος. Όλα τα μικρά και τα μεγάλα σου, καμαρώνουν σε έναν επίμονο αντικατοπτρισμό. Σε βλέπω πίσω από τα άχαρα κτίρια όλο γκρίζο και σκόνη παραίτησης. Στα πρώτα ανοιξιάτικα τραπεζάκια που στήνονται στο δρόμο δειλά και στολίζονται με τουλίπες  και μαργαρίτες. Στα βήματα των ανθρώπων τα βιαστικά, στις αλλόκοτες γκριμάτσες τους, στα μπαχαρικά που βομβαρδίζουν την όσφρησή μου, σε πάντρεμα με την ανίκητη οσμή του φρεσκοκομμένου ελληνικού καφέ. Σε εκείνη τη λαχτάρα για ένα παγωτό μηχανής,κάπως έτσι ξεγελούσαμε τα φιλέκδικα καλοκαίρια μας. Στην ανάγκη μου να ανασύρω λίγη άνοιξη μέσα από τον παρατεταμένο χειμώνα. Μέσα από τα μάτια σου έκανα επίθεση στα καιρικά τερτίπια. Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή., μια πλημμύρα δυνατοτήτων σάρωνε τον αρνητισμό μου. Η ζωή έμοιαζε τόσο απλή και μαγική, όπως μια ηλιόλουστη βόλτα και ένα ποτήρι κρασί. Η ακινητοποίηση της σκέψης, το να αρπάζεις τη στιγμή που τρέχει, και σε ξεγελάει. Να την ξεγελάς εσύ, μόνο έτσι δε θα σε φθείρει ο χρόνος, μου έλεγες με το ύφος της χαρακτηριστικής σου ηρεμίας. Αυτή η νηνεμία σου, που τιθάσευε τη δική μου τρικυμία! Μια θαλασσοταραχή φόβων, που κατεύναζες στη στιγμή. Κλειδαμπάρωνες τη χαρά σε μυστικά απέριττης σοφίας και δεν ξεγλιστρούσε από εκεί, ακόμα και αν ένα ολάκερο σύμπαν σε αμφισβητούσε.

 Ανακωχή, έλεγες. Ανακωχή με τα εσωτερικά δαιμόνια. Είμαστε δημιουργοί της δυστυχίας μας, και ακόμα πιο δυστυχισμένοι που επιρρίπτουμε το φταίξιμο σε άλλους. Για να νιώσεις ελεύθερος, πρέπει πρώτα να σπάσεις τα αυτοδημιούργητα δεσμά σου. Πονάει όμως, γιατί είναι σε ένα βαθμό βολικά. Αν τα σπάσεις, θα έρθεις αντιμέτωπος με μία ευτυχία που μοιάζει αφύσικη. Είναι σα να χώρεσαν μέσα της όλοι εκείνοι οι θεόρατοι φόβοι σου, και τους αφομοίωσε μεμιάς. Είναι πιο εύκολο να κυνηγάς την ευτυχία από το να την αντιμετωπίζεις. Γιατί πρέπει να αφεθείς ελεύθερος, και τα δεσμά κάποτε μεταμφιέζονται σε άλλοθι αποφυγής της αλήθειας.
 
Μα πάει καιρός και αυτή η Άνοιξη γελάει δυνατά μέσα από τις παράδοξες αναβολές της. Δεν είχαμε δα και ραντεβού, για αυτό και την προσμένω με λαχτάρα. Κι εσύ, απών, και πιο παρών από ποτέ, να σκαρφαλώνεις στα αμφίθυμα σύννεφα που βάφουν τον αιθέρα ολόμαυρο .
 
 Είναι οι μνήμες ανάγκη αναβίωσης μιας παρελθούσας στιγμής που κάνει και το μέλλον πιο διαυγές; Ή ληστρικοί επιδρομείς του τώρα, που σφραγίζουν τις εξαρτήσεις από το χθες; Μέσα από εσένα, βρίσκω το κουράγιο να θυμάμαι. Και σε απαντάω στο τώρα, το χθες και το αύριο, και δε μπορώ να ξεχωρίσω ποιο είναι ποιο, σαστίζω μπροστά στον χρόνο που θέλει να με σκλαβώσει σε ένα θανατηφόρο λήθαργο. Μου αρκεί που είμαι μαζί σου, και νοερά ακόμη, και σε αγαπώ πιο δυνατά, ως το άπειρο, ως εκεί που χρόνος δεν υπάρχει και κάθε σου μνήμη γίνεται ανάσταση της διαχρονικής μας ευτυχίας.

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Για λίγη Αλήθεια

Κοντοστέκεται, περιμένοντας μια απάντηση. Σταράτη και ντόμπρα. Οι λέξεις, συνεργοί του ψέματος, ακροβατούν στην αβεβαιότητα. Η αλήθεια δεν καταβάλλει προσπάθεια για να ειπωθεί. Λιτή, στιβαρή, συχνά ασήκωτη. Πλέγμα τώρα από περίτεχνες λέξεις περίτρανα αποπειράται να τη φονεύσει. Κλασικά, το πρόταγμα του ''Εγώ'', η αιώνια επιθυμία της να βρίσκεται στο επίκεντρο, ζητιανεύει ξανά το κανάκεμά του, κλείνει τα αυτιά μπροστά στη δική του ύπαρξη. Τον συρρικνώνει, τον αφανίζει. Στροβιλίζεται σε έναν αέρα παγερό, με τη λήθη να χαχανίζει εις βάρος της αφέλειας, εκείνης της βλακώδους προσωπικότητάς του με την τόση ανεκτικότητα, που επιμένει να είναι αδιόρθωτη στους αιώνες. Θα απελευθέρωνε κάποια στιγμή την καλή της πλευρά, σκεφτόταν, το είχε βάλει πείσμα να την αφυπνίσει, μα δεν είχε σκεφτεί πως ίσως να μην υπάρχει καν.
 
Συνήθιζε να προσλαμβάνει μια εικόνα του κόσμου βολική, μια ερμηνεία που διαστρέβλωνε το κάθε τι, μόνο και μόνο για να μην έρθει σε μετωπική σύγκρουση με την αλήθεια. Πάνω από όλα, να επιβιώσει ο εαυτός της, ακόμα και μέσα από τα τρωτά του. Να είναι στο προσκήνιο, να κάνει αίσθηση, να προκαλεί τον αντίλογο, τη διέγερση της σκέψης. Στην απόπειρά της να διασώσει ένα υπερτροφικό ''Εγώ'', δολοφονούσε κατά συρροή την αλήθεια. Δίχως ελαφρυντικά. Το σκοτάδι της προξενούσε ένοχη θαλπωρή. Τα πλάσματα της φαντασίας της θέριευαν εκεί, μπορούσε να αναδημιουργήσει νοερά τα γεγονότα, μέχρι να δώσει την πιο γλαφυρή παράσταση.
 
Το πρώτο φως της μέρας την τραυμάτιζε. Οι ατελείς της όψεις φάνταζαν αποκρουστικές, σε έναν ακραίο, κακόγουστο καλλωπισμό. Στην τσιμεντένια πολιτεία, οι κριτές είναι αδιαπραγμάτευτα αυστηροί. Αποθεώνουν την εικόνα, αν είναι αψεγάδιαστη ακόμα και στην πιο ταπεινή της λεπτομέρεια. Η ουσία δεν μετράει καθόλου, αρκεί να χαντακώνεται εντέχνως. Δεν έχει χώρο εδώ ο συναισθηματισμός, ποτέ δε θα της συγχωρούσε ένα δάκρυ κάποιας συγκίνησης που αποστάτησε από τις ελεγχόμενες αντιδράσεις της.
 
Πρέπει να μάθει να ζει χωρίς να ξέρει. Χωρίς να τη νοιάζει να ανοίξει εκείνη την πόρτα που μετά βίας διακρίνεται. Να γραπώνει τη ζωή, χωρίς πολλή σκέψη, γιατί αλλιώς θα χαθεί η ζωή, θα χαθεί και η ίδια.
 
 Ο πιο επίφοβος βαθμολογητής είναι ο εαυτός της. Επιθεωρητής σωστός. Κάνει τον υπόλοιπο κόσμο ένα κοπάδι κριτών, έτοιμων να αναλύσουν κάθε της αστοχία. Να τη μάθουν να καταπνίγει αυτά που όντως της δίνουν απόλαυση. Να φαίνεται δυνατή. Ατρόμητη. Να μη σταματάει πουθενά. Σε αιώνια εξάντληση η ζωή, όλα να μεταλλάσσονται σε είδωλα ενός βουλιμικού εαυτού, σε όλα να αντανακλάται η αχόρταγη επιθυμία της να την αποδεχτούν, ο φόβος του περιθωρίου, εκείνη η οχληρή αίσθηση πως όλα τα πήρε λάθος και έμεινε μόνη.
 
 Τελευταία, όμως, την παρατηρεί να χαμογελάει στο σκοτάδι. Να μην την τρομοκρατεί το εκτυφλωτικό φως της μέρας. Να μεταμορφώνεται η τσιμεντένια πολιτεία στα μάτια της που σαγηνεύονται από ένα δικό της όνειρο. Να ξεστομίζει όχι στις υπαγορεύσεις. Σα να διψά να πάρει απόσταση από τη θηριώδη εγωμανία της και να λαχταρά επαφή με τον Άλλο. Με την αλήθεια του, να νιώσει την ανάσα της ανακουφισμένη μέσα στο χρόνο που καλπάζει, να κλείσει τα αυτιά της στα χυδαία ψέματα που τη βομβαρδίζουν κάθε μέρα, να μην φοβάται να αντικρύσει τη δική της αλήθεια.. πως μισή περιπλανάται αποζητώντας συμπλήρωση. Πως η αυτάρκεια είναι μια αλαζονική αυταπάτη, οι εξαρτήσεις της την κάνουν αληθινή.
 
 Στο σημείο που ακούει πραγματικά τον άλλο, αντί να στήνει διάλογο με τον εαυτό της. Εκεί, όπου επιτρέπονται τα λάθη, αρκεί να είναι αληθινά. Εκεί όπου η αλήθεια είναι ο μόνος τρόπος για τη λήθη του προβληματικού της εαυτού. Εκεί τη συναντά, και την ερωτεύεται ξανά. Από το μηδέν. Για λίγη Αλήθεια.