Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Για λίγη Αλήθεια

Κοντοστέκεται, περιμένοντας μια απάντηση. Σταράτη και ντόμπρα. Οι λέξεις, συνεργοί του ψέματος, ακροβατούν στην αβεβαιότητα. Η αλήθεια δεν καταβάλλει προσπάθεια για να ειπωθεί. Λιτή, στιβαρή, συχνά ασήκωτη. Πλέγμα τώρα από περίτεχνες λέξεις περίτρανα αποπειράται να τη φονεύσει. Κλασικά, το πρόταγμα του ''Εγώ'', η αιώνια επιθυμία της να βρίσκεται στο επίκεντρο, ζητιανεύει ξανά το κανάκεμά του, κλείνει τα αυτιά μπροστά στη δική του ύπαρξη. Τον συρρικνώνει, τον αφανίζει. Στροβιλίζεται σε έναν αέρα παγερό, με τη λήθη να χαχανίζει εις βάρος της αφέλειας, εκείνης της βλακώδους προσωπικότητάς του με την τόση ανεκτικότητα, που επιμένει να είναι αδιόρθωτη στους αιώνες. Θα απελευθέρωνε κάποια στιγμή την καλή της πλευρά, σκεφτόταν, το είχε βάλει πείσμα να την αφυπνίσει, μα δεν είχε σκεφτεί πως ίσως να μην υπάρχει καν.
 
Συνήθιζε να προσλαμβάνει μια εικόνα του κόσμου βολική, μια ερμηνεία που διαστρέβλωνε το κάθε τι, μόνο και μόνο για να μην έρθει σε μετωπική σύγκρουση με την αλήθεια. Πάνω από όλα, να επιβιώσει ο εαυτός της, ακόμα και μέσα από τα τρωτά του. Να είναι στο προσκήνιο, να κάνει αίσθηση, να προκαλεί τον αντίλογο, τη διέγερση της σκέψης. Στην απόπειρά της να διασώσει ένα υπερτροφικό ''Εγώ'', δολοφονούσε κατά συρροή την αλήθεια. Δίχως ελαφρυντικά. Το σκοτάδι της προξενούσε ένοχη θαλπωρή. Τα πλάσματα της φαντασίας της θέριευαν εκεί, μπορούσε να αναδημιουργήσει νοερά τα γεγονότα, μέχρι να δώσει την πιο γλαφυρή παράσταση.
 
Το πρώτο φως της μέρας την τραυμάτιζε. Οι ατελείς της όψεις φάνταζαν αποκρουστικές, σε έναν ακραίο, κακόγουστο καλλωπισμό. Στην τσιμεντένια πολιτεία, οι κριτές είναι αδιαπραγμάτευτα αυστηροί. Αποθεώνουν την εικόνα, αν είναι αψεγάδιαστη ακόμα και στην πιο ταπεινή της λεπτομέρεια. Η ουσία δεν μετράει καθόλου, αρκεί να χαντακώνεται εντέχνως. Δεν έχει χώρο εδώ ο συναισθηματισμός, ποτέ δε θα της συγχωρούσε ένα δάκρυ κάποιας συγκίνησης που αποστάτησε από τις ελεγχόμενες αντιδράσεις της.
 
Πρέπει να μάθει να ζει χωρίς να ξέρει. Χωρίς να τη νοιάζει να ανοίξει εκείνη την πόρτα που μετά βίας διακρίνεται. Να γραπώνει τη ζωή, χωρίς πολλή σκέψη, γιατί αλλιώς θα χαθεί η ζωή, θα χαθεί και η ίδια.
 
 Ο πιο επίφοβος βαθμολογητής είναι ο εαυτός της. Επιθεωρητής σωστός. Κάνει τον υπόλοιπο κόσμο ένα κοπάδι κριτών, έτοιμων να αναλύσουν κάθε της αστοχία. Να τη μάθουν να καταπνίγει αυτά που όντως της δίνουν απόλαυση. Να φαίνεται δυνατή. Ατρόμητη. Να μη σταματάει πουθενά. Σε αιώνια εξάντληση η ζωή, όλα να μεταλλάσσονται σε είδωλα ενός βουλιμικού εαυτού, σε όλα να αντανακλάται η αχόρταγη επιθυμία της να την αποδεχτούν, ο φόβος του περιθωρίου, εκείνη η οχληρή αίσθηση πως όλα τα πήρε λάθος και έμεινε μόνη.
 
 Τελευταία, όμως, την παρατηρεί να χαμογελάει στο σκοτάδι. Να μην την τρομοκρατεί το εκτυφλωτικό φως της μέρας. Να μεταμορφώνεται η τσιμεντένια πολιτεία στα μάτια της που σαγηνεύονται από ένα δικό της όνειρο. Να ξεστομίζει όχι στις υπαγορεύσεις. Σα να διψά να πάρει απόσταση από τη θηριώδη εγωμανία της και να λαχταρά επαφή με τον Άλλο. Με την αλήθεια του, να νιώσει την ανάσα της ανακουφισμένη μέσα στο χρόνο που καλπάζει, να κλείσει τα αυτιά της στα χυδαία ψέματα που τη βομβαρδίζουν κάθε μέρα, να μην φοβάται να αντικρύσει τη δική της αλήθεια.. πως μισή περιπλανάται αποζητώντας συμπλήρωση. Πως η αυτάρκεια είναι μια αλαζονική αυταπάτη, οι εξαρτήσεις της την κάνουν αληθινή.
 
 Στο σημείο που ακούει πραγματικά τον άλλο, αντί να στήνει διάλογο με τον εαυτό της. Εκεί, όπου επιτρέπονται τα λάθη, αρκεί να είναι αληθινά. Εκεί όπου η αλήθεια είναι ο μόνος τρόπος για τη λήθη του προβληματικού της εαυτού. Εκεί τη συναντά, και την ερωτεύεται ξανά. Από το μηδέν. Για λίγη Αλήθεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: