Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Εκτός κλίματος

Δεν ένιωθε περήφανος για τα όσα έκανε τον τελευταίο καιρό. Σαν κουρδισμένος από την πιο αλλοπαρμένη κακία, πλήγωνε όσους αγαπούσε και έπειτα στροβιλιζόταν στο κενό. Η απώλεια των πιο σπουδαίων κομματιών από το πρόσωπό του, το αποξενώνουν. Ουδεμία επαφή, με ουδένα. Κλεισμένος σε ένα δωμάτιο ανήλιαγο, με κάτι ορνιθοσκαλίσματα σε παλιωμένα τετράδια, ημιτελείς προτάσεις και ένα σωρό αποσιωπητικά. Το νόημα που ποτέ δε βρήκε, που ακόμα και αν πέρασε από δίπλα του, εκείνος κοιτούσε αλλού. Κι είναι και αυτή η Άνοιξη σαν άλλο πραξικόπημα, δε μπορεί να αγνοήσει την πανέμορφη φύση, ερεθίζει τον εκνευρισμό του έτσι παράταιρη που καμαρώνει μπροστά του.




























Η αβάσταχτα πρόωρη ζέστη, τα πολύχρωμα ρούχα, οι κεφάτες μουσικές και οι συζητήσεις για ένα καλοκαίρι που πάντα δεν τον αφορά. Η Άνοιξη είναι για όσους έχουν πεισθεί ότι την αξίζουν. Το Καλοκαίρι για τους αδιάφορους, για εκείνους που εχθρεύονται τη σκέψη. Ο ίδιος νοσταλγεί ήδη το χειμώνα, να μην είναι αυθάδικα γεμάτοι οι δρόμοι, να μη ζωγραφίζεται στα πρόσωπα η έξαψη και η προσδοκία, να μη μυρίζει παντού αντηλιακό. Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, ψάχνει ένα μέρος να κρυφτεί. Δε θέλει να χαρεί με το ζόρι, ούτε να τρώει κάθε μέρα παγωτό. Η ιδέα μιας μέρας στον ήλιο και τη θάλασσα του προκαλεί πονοκέφαλο. Γιατί πρέπει να προγραμματίζουν οι άνθρωποι συναισθήματα και επιθυμίες αναλόγως την εποχή; Γιατί όλοι πρέπει να είναι κοινωνοί μιας παράφορης χαράς; Αγαπάει να είναι εκτός κλίματος, και ας τον βαφτίζουν γέρο και παράξενο. Δεν τον ζώνει η αγωνία να ξετρυπώσει εκείνο το μυστηριώδες μαγαζί για το οποίο όλοι, μα όλοι, παραμιλούν. Έχει το στέκι του εδώ και μια δεκαετία και εκεί ο καφές έχει άλλη γεύση. Μεγάλωσε εκεί μέσα, μα και γίνεται παιδί. Πού είναι πια το κακό στα σταθερά σημεία;





























Ο κόσμος επιμένει να ανακυκλώνει τα πάντα, και υπομένει το να ανακυκλώνεται. Πλήττει εύκολα γιατί τελειοποιεί τη μεγιστοποίηση των κενών του. Με μια βουλιμική λαχτάρα, καταβροχθίζει πληροφορίες, νέα, ατάκες, κώδικες επικοινωνίας. Ανούσια όλα. Ξέχασε πως στα λίγα κρύβονται τα πάντα. Γιατί μέσα από τα λίγα ανακαλύπτει το δικό του θησαυρό. Γίνεται αυτάρκης, αποκτά αυτή την τόσο υποτιμημένη σταθερότητα.




































 Για αυτό δε μπορεί να μιλήσει με κανένα. Κουβεντιάζει μόνο, και του είναι ανυπόφορο. Κακοποιεί τις λέξεις, τις ντύνει με μικροαστική υποκρισία για να ακούσει τετριμμένες απαντήσεις, χιλιοειπωμένες δικαιολογίες και τραγικά αποφθέγματα. Προτιμάει τώρα πια να τον πούνε ακοινώνητο. Δεν καταδέχεται να μάθει τα μυστικά της μοντέρνας και ιδιότυπης αυτής ορολογίας. Ούτε τον πειράζει που η νύχτα γίνεται μέρα στο μικρό του διαμέρισμα. Μέσα σε μια σιωπή που κατασπαράζει την επιθυμία του για αλληλεπίδραση, αλλά, που στο τέλος, τον κάνει πιο δυνατό. Αν νιώσει μόνος, πηγαίνει δίχως δεύτερη σκέψη στο στέκι του, στην πλατεία που έχει ζήσει μια ζωή. Εκεί, όσο και αν οι εποχές αλλάζουν και με τη βία πασχίζουν και τον ίδιο να μεταμορφώσουν, ανταμώνει το νεανικό εαυτό του, τότε που η ανεμελιά ήταν αβίαστη και δεν την κυνηγούσαν με το έτσι θέλω. Εκτός κλίματος, αλλά αυθεντικός, και ας νιώθει τις αδιάκριτες ματιές να τον κοιτάζουν όπως μια ντεμοντέ καρικατούρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: