Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Παιχνίδια της Μνήμης

Ξεκίνησε τη γνώριμη διαδρομή με έναν πόνο σφηνωμένο μέσα του. Είναι πολύ πρωί, είναι η ώρα που χαράζει η ελπίδα, και ας καταποντίζεται κάτω από σκηνές φρίκης και ασήκωτης ρουτίνας. Συνήθισε η μέρα του να ξεκινάει με ένα παυσίπονο. Ρίχνει άφθονο νερό στο πρόσωπο αποφεύγοντας να αντικρύσει το είδωλό του στον καθρέφτη. Μισεί τους καθρέφτες, σα να φιλοξενούν τερατουργήματα, θολές μορφές και μισοσβησμένα λόγια. Αποτυπώματα που ξεθώριασαν μέσα στη θρασυδειλία τους. Πίνει μερικές γουλιές από τον πικρό καφέ που βράζει και με το ζόρι τρώει λίγο ψωμί. Νιώθει πως όλα έχασαν τη γεύση τους. Τα καταβροχθίζει μια ανελέητη ουδετερότητα. Μια ταυτότητα που λείπει τα ακινητοποιεί στην αεργία.
 
 
 Περπατάει ασθμαίνοντας, μερικές σκηνές που εκτυλίσσονται γύρω του μοιάζουν ολοκαίνουργιες. Μια φωτεινή επιγραφή, μια πρόσχαρη φιγούρα στον παμπάλαιο φούρνο που μοσχομυρίζει κανέλα, η παράξενα λεπτή σιλουέτα του κυρίου στο περίπτερο με τα πελώρια γυαλιά να παραποιούν το βλέμμα του, το παλαιοβιβλιοπωλείο που μάλλον είχε στήσει ολονυχτία. Δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν είναι η κατανυκτική φύση της ώρας που προσδίδει τέτοια διαύγεια στη σκέψη του ή αν η παρατηρητικότητά του ανέτειλλε άξαφνα και όψιμα. Πάντως, τα νέα στιγμιότυπα τον ανασύρουν από το λήθαργο. Τον τέρπουν, δίνουν άλλη πνοή στην ημέρα, μια ανανέωση της ματιάς.
 
 
 Αρχίζει να φυσάει ένας ψυχρός άνεμος που προοιωνίζει το Χειμώνα.. Πάντα η έλευση του Χειμώνα τον βρίσκει απροετοίμαστο. Νομιμοποιεί τον εγκλεισμό του στο σπίτι, ενθαρρύνει τη μοναχική του τάση. Αυτό είναι που φοβάται, ότι συνήθισε τη μοναξιά, έμαθε να την αγαπάει. Τα χρόνια τον βρήκαν απόκοσμο και ενοχικά ευτυχή. Αν εξαιρεθεί η αλλιώτικη αίσθηση ορισμένων στιγμών, όπου το παρελθόν αναδύεται δυναμικά στο παρόν και το θέτει σε αμφισβήτηση. Όλα εκείνα που τον στοιχειώνουν, που ριζώνουν μέσα του, που τον κατακλύζουν με ''αν'' και εναλλακτικές εκβάσεις, που του κατασπαράζουν την ηρεμία. Μια ηρεμία εύθραυστη, ίσως και εικονική. Εκκρεμείς συζητήσεις, αδέξιες αντιδράσεις, ψέματα βολικά που τον ξεβόλεψαν πολύ περισσότερο από ό,τι μια ξάστερη αλήθεια, μια απειροελάχιστη στιγμή, ένα κρυφό κοίταγμα στο ρολόι, μια αθέμιτη παράταση...και η ευκαιρία εξανεμίστηκε. Λόγια που ήθελε να βγάλει από μέσα του, θα του ανέτρεπαν τις σταθερές αλλά θα ξαπόσταινε ακροβατώντας. Ώρες σκοτεινές που ήθελε να τρέξει προς το φως, αλλά καθηλώθηκε στην αθέατη θέση του. Δεν ήταν έτοιμος για υπερβάσεις της καλοκουρδισμένης φύσης του, ποτέ δεν είναι έτοιμος. Δεν έπαιξε ποτέ, διάλεξε τον ένα και μοναδικό ρόλο του ανθρώπου που κρύβεται από όσα φοβάται. Από όσα επιθυμεί.
 
 
 
 Μα έρχεται η ώρα που του λείπει το παιχνίδι, η φλόγα, το να είναι παιδί. Η φωνή της, η κοριτσίστικη μορφή της, το χαμόγελο και η ευγένεια στη ματιά της. Αυτό που ήταν τότε, από το οποίο τώρα πιθανότατα διασώζονται μόνο κατάλοιπα. Όσα δε μπορεί να διώξει από μέσα του είναι εκείνα που με μισή καρδιά προσπάθησε να απωθήσει. Η μνήμη του αντεπιτίθεται, γίνεται πιο δυνατή όσο προσπαθεί να την αποδυναμώσει. Η μνήμη διασώζει την αλήθεια-και από την αλήθεια δεν γίνεται να ξεφύγει. Οι εκκρεμότητές του με το Χρόνο τον επισκέπτονται ολοένα και πιο συχνά. Πότε είναι χαιρέκακες, έχουν θεριέψει από την αλλοτινή περιφρόνηση, πότε πρόξενοι βαθιάς θλίψης. Η θλίψη για όσα δεν ήταν άξιος να ζήσει και έσπρωξε με μισή καρδιά μακριά, κάνει την καρδιά του αιωνίως μισερή. Το ανεπίστρεπτο, τα ερωτήματα που θα μείνουν αναπόκριτα, οι επιλογές δειλίας που έκαναν τους φόβους υπερτροφικά θηρία. Η ανικανότητα να ζήσει όπως θέλει τον καταδιώκει σαν αυτοσχέδιος θάνατος. Σαν άλλη αυτοκτονία, ύπουλη και αργή, που τον βυθίζει στη νάρκη μιας εθιστικής υπνηλίας. Συνηθίζει να πονάει μέχρι που παθαίνει ανοσία στον πόνο. Και τότε, δε νιώθει τίποτα. Αδειάζει από συναίσθημα, συρρικνώνει τις άμυνές του, πορεύεται σα ζωντανός-νεκρός σε δρόμους άδειους, δίχως έκπληξη.
 
 
 
 Και είναι τόσο σπάνιες οι στιγμές της αφύπνισης, που τις περιμένει με αγωνία. Τις τρέμει, όσο και τις εύχεται. Είναι οι αναμνήσεις αναμέτρηση με το χρόνο, αλλά και με ό,τι κατάφερε να γίνει μέσα σε αυτόν. Υπενθυμίσεις της ουσίας που είναι ανθεκτική και επιβιώνει παρά την φοβισμένη απόπειρα εξόντωσής της. Είναι οι αναμνήσεις διαχρονικές συναντήσεις με τις επιθυμίες, που, ανεκπλήρωτες, φανερώνουν την ισχνή του θέληση. Είναι επίπονες διεγέρσεις των επιθυμιών, ακόμα και αν ο ίδιος έμαθε να τις χλευάζει μέσα από τις υπερωρίες της μοναξιάς του. Όσα δεν αξιώθηκε να ζήσει, είναι καταδικασμένος να τα ζει ξανά και ξανά, στη φαντασία του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: