Κάπνισες ένα ακόμα τσιγάρο μέσα στο αβάσταχτο φως της μέρας.Οι ηλιαχτίδες υπογράμμιζαν με βαρβαρότητα τη χλωμάδα του προσώπου σου.Εκείνα τα μαβιά μάτια που χωρούσαν την πιο ποθητή μελαγχολία εντός τους.Με αποχαιρέτησες με βραχνή φωνή και ένα βιαστικό φιλί στο μάγουλο.Σε ενοχλούσε η Άνοιξη που πρόωρα ξεσκέπαζε το καταχείμωνο μέσα σου.Σε έκανε να βουλιάζεις σε σιωπές κεντημένες από θλίψη, άδεια βλέμματα, υπεκφυγές.Μια φυγή σε καθοδηγούσε και τη σχεδίαζες σχολαστικά.Διαφορετικά, θα είχες τρελαθεί, δε σε χωρούσε πια ο τόπος.
-Ξέχασες το μπουφάν σου, σου είπα τρέχοντας στην πόρτα.
-Α, ευχαριστώ, απάντησες ψυχρά.
-Τι έχεις;
-Tίποτα.
-Αφού κάτι έχεις..
-Σου είπα, τίποτα! η φωνή σου εξαγριωμένη, έκλεισες θυμωμένα την πόρτα, το σπίτι κλυδωνίστηκε για λίγα δεύτερα, ξεχύθηκες σαν κυνηγημένη στα σκαλιά.
Τα έρημα φιλιά σου.Σχεδίαζαν με κρυψίνοια μια παράλληλη ζωή σε ένα παράλληλο σύμπαν.Με γύμνωναν τα μάτια σου σα να ήμουν Ξένος, αμήχανα μου φερόσουν, γύρευες μια ανώδυνη μέθοδο εγκατάλειψης.Ήσουν αλλού.Δεν ήθελα να το δεχτώ, από εγωισμό, πίκρα, ανασφάλεια.Ρωγμές στην ψυχή μου από τη δική σου απουσία.Υποκρινόμουν πως δεν το ένιωθα, και ας τρανταζόμουν μέσα μου καθημερινά.Δεν είχα το σθένος να μού χρεώσω άλλη μια αποτυχία.
Νύχτωσε εφιαλτικά, το σκοτάδι επιθετικό σκέπασε τη δυνατότητα της μέρας.Κάθε φωτεινή σκέψη κατατροπώθηκε από τη σιγή τη νύχτας.Φως δεν υπήρχε ούτε στο δρόμο, μόνο ένα αδέσποτο σκυλί γάβγιζε ασταμάτητα και σπάνια ακούγονταν διερχόμενα οχήματα.Με τη ματιά καρφωμένη στο άχαρο ρολόι του τοίχου(πάντα μισούσα τα ρολόγια, πώς γίνεται να αγοράζουμε αντικείμενα που μας υπενθυμίζουν τη φθορά;Κάποιες φορές θέλω να παγώσω το χρόνο, άλλοτε να τον γυρίσω πίσω, άλλες φορές να τον ωθήσω σε άλματα προς το μέλλον.Οι δείκτες όμως εκεί, πεισματάρικα ακολουθούν τα στερεότυπα μονοπάτια τους.), άρχισαν να με επισκέπτονται οι πιο παράλογα λυτρωτικές σκέψεις.Αφέθηκα σιγά σιγά στην υπνωτική τους επιρροή, τόσο που αψήφησα τη συμβατική ροή του χρόνου:
Αυτό έκανα μια ζωή.Έχτιζα άνισες σχέσεις.Εξάλλου η αμοιβαιότητα στον έρωτα είναι η μέγιστη ουτοπία.Έστω ότι έπασχα από έναν ιδιότυπο μαζοχισμό, εκείνον του ερωτευμένου.Θεωρούσα πως ο ερωτευμένος έχει όλα τα άλλοθι, με τρόπο που τα ελαττώματά του να είναι ηπιότερα και συγχωρητέα.Επέλεγα γυναίκες φευγάτες, σα να έτρεμα το άνευ όρων δόσιμο.Ανεξάρτητα από όσα μουρμούριζαν στο πάθος ή τον ενθουσιασμό τους, η στάση τους, αναμφίβολα περισσότερο αξιόπιστη από τις λεκτικές αφηνιάσεις, μαρτυρούσε ότι ήταν περαστικές από τη ζωή μου.Η ζυγαριά επομένως έκλινε προς τη δική μου μεριά.Όφειλα να επιδοθώ σε μια υπεράνθρωπη, επιδέξια προσπάθεια να αναζωπυρώνω το ενδιαφέρον, να παρεμποδίσω την τροπή σε φυγή.Μέσα μου γνώριζα ότι η φυγή είναι τετελεσμένη.Δεν ξέρω τι με σαγήνευε σε αυτές τις ιστορίες, προφανώς η εγγύηση ότι η αρχική αίσθηση δεν θα προλάβαινε να ξεθωριάσει.Ξανά και ξανά, το ίδιο λάθος, το ίδιο πάθος, η ίδια αδυναμία.Ένοχη η φοβία μου να κάνω μια συμβατική σχέση, να δεθώ, να χαθώ;Ή μήπως ήμουν ανελέητα ρηχός και έβρισκα τις συμβατικές σχέσεις απίστευτα πληκτικές;
Πάντα με πάθιαζε εκείνο που δεν μπορούσα ολοκληρωτικά να κατακτήσω.Το ενδεχόμενο που θα παραμείνει άγνωστο κλείνει για εμένα τον έρωτα μέσα μου.Ανισόρροπος ή μη, προτιμούσα τις ημιτελείς ιστορίες από τους δολοφονικούς επιλόγους.Δε θα άντεχα να απομυθοποιήσω έναν έρωτα.Προτιμώ το μύθο από την αλήθεια, τη φαντασία από το βίωμα.Αυτά καταμαρτυρούν οι σχέσεις της ζωής μου.Πάντα τις σφράγιζε μια φυγή, ακριβώς πάνω στην ακμή τους.Να μένει η μαγική αίσθηση του ανολοκλήρωτου, να μην προλάβει να εξανεμιστεί.
Σαν μεθυσμένος, στεκόμουν στο παράθυρο ακίνητος.Ένα μαρμαρωμένο σώμα με αεικίνητες σκέψεις.Δεν πήρα είδηση τα κλειδιά στην πόρτα, ούτε πόση ώρα με κοίταζες σαστισμένη.
-Είσαι καλά;με ρώτησες όπως θα ρωτούσαν έναν εξωγήινο.
Σε κοίταξα με εμφανή απογοήτευση.Δε μου φαινόσουν καν όμορφη πια, ένα πρόσωπο μέσα σε όλα τα άλλα, ένα κορίτσι ακόμα απλώς.Ούτε μια λέξη δεν κατάφερνα να αρθρώσω.Όταν κυνηγάς τις λέξεις, βρίσκεις τις πλέον ακατάλληλες.Διάλεξα από ένστικτο μια άβολη σιωπή.
-Το ξέρω δεν είμαι σωστή τελευταία...είναι που....
Το έργο γνώριμο πια.Δε θα άντεχα να ακούσω τα ίδια λόγια.Κατέληγε κακόγουστη φάρσα να προσχεδιάζω τη δική μου εγκατάλειψη από πρόσωπα που είχα εξαρχής απορρίψει.Όλα αυτά επειδή δεν άντεχα τη μοναξιά αυτά τα θεοσκότεινα βράδια.Εκείνο το βράδυ όμως, από την ώρα που μπήκες στο σπίτι, η μοναξιά γινόταν ανήμερο θεριό.Πήγες να μου δώσεις ένα φιλί στραγγισμένο πάλι, σαν κακότεχνη προσπάθεια εξιλέωσης.Αποτραβήχτηκα μεμιάς.
Ήθελα πάλι πίσω τη δική μου μοναξιά, σκέψεις αλήτικες και αληθινές να φωτίζουν το απειλητικό έρεβος, χρόνο να γνωρίσω τον εαυτό μου αντί να τον σκορπίζω σε σχέσεις με ημερομηνία λήξης εκ των προτέρων γνωστή.Ήθελα να ξοδέψω τον εαυτό μου σε μία σχέση όπου η φυγή θα μοιάζει με μικρό θάνατο-και για τους δυο.Που θα σημαίνει ότι όσα ζήσαμε άξιζαν κάτι και δεν κουκούλωναν την ανημπόρια μας.Ήθελα την αμοιβαιότητα στον έρωτα, και ας είναι μια αφελής αρμονία, αδύνατο να απαντηθεί στην πράξη.Ήθελα απόσταση από το θρασύδειλο εαυτό μου.Την έκσταση, τη μαγεία, τα χαμογελαστά βλέμματα.Τις θαυματουργικές σιωπές.
Σου τα είπα με δυο λόγια, απλά και ξάστερα.Αντέδρασες με δυσθυμία, φώναξες κάτι άκομψο επειδή σε πρόλαβα και έφυγα πρώτος, έμεινες στήλη άλατος, χωρίς να προλάβεις να πεις τις ατάκες σου.Μέσα μου γελούσα, άκουγα την πόρτα να τραντάζει το σπίτι, να σείεται συθέμελα από την ψεύτικη οργή σου, και έμενα να απολαμβάνω το σκοτάδι, λιγότερο μόνος πια.Οι σκηνοθετημένες φυγές ήταν πλέον παρελθόν.