Όπως αναζητούσε εκείνο το πρωινό κάτι από χτες που χάθηκε, σωριάστηκε στο έδαφος. Χάρτινα όνειρα στροβιλίζονταν στον αέρα, που γέμιζε από σταλαγματιές μνήμης. Μνήμης που αγκαλιάζει τις στιγμές και τις κάνει να ασφυκτιούν. Θέλουν χώρο να αναπνεύσουν, χωρίς να σημαδεύονται από χθεσινά μεγαλεία και αυριανά επιτεύγματα. Ομιχλώδης η ατμόσφαιρα, κάποιες επιθυμίες σφαδάζουν από τον πόνο, έτσι νεογέννητες που βουλιάζουν στην απόγνωση. Το κλίμα μοιάζει πένθιμο, οι άνθρωποι που περπατούν γύρω σα να θρηνούν για μια χαμένη χαρά. Για κάτι που φώλιαζε μέσα τους και τους ψιθύριζε ένα μυστικό ευφροσύνης. Σα να εισέβαλλε κάποιος στην ψυχή τους και το αφαίρεσε με βιαιότητα. Φαίνονται κενές υπάρξεις, βαραίνουν από την κενότητά τους, το βάρος της άδειας τους ύπαρξης αδυνατούν να το σηκώσουν. Μέσα από όλα αυτά, επιμένουν να αναζητούν την πληρότητα. Είναι τα μάτια τους αγαλμάτινα, ανέκφραστα, πάντα στο μεταίχμιο, στο διφορούμενο, στη σπίθα που χάνεται. Ψάχνουν τις απαντήσεις σε ξένους, σε ταινίες και τραγούδια, σε λέξεις δανεικές και ποιήματα άλλων. Ξεχνούν έτσι πως και οι ερωτήσεις δεν είναι δικές τους. Κάποιος ξένος τις έβαλε στο στόμα τους, και τους αποξένωσε από το δικό τους γρίφο. Έδιωξαν άθελά τους μακριά την πιθανότητα λυτρωμού. Μάλλον επειδή μέσα στην αγωνία να επιβληθούν στη μανία της καθημερινής αλληλοεξόντωσης, λησμόνησαν το δικό τους τρόπο. Ότι η ζωή αξίζει μόνο αν βρουν το δικό τους τρόπο να τη ζουν. Μόνο αν τον υποστηρίξουν με σθένος, με όλη του τη λόξα και την εκκεντρικότητα. Ότι ευτυχούν αν συμφιλιωθούν με τις δικές τους επιθυμίες.
Τους παρατηρεί, ένα τεράστιο λεπτό της ώρας. Σαν λαθραίοι βαδίζουν, σα να κρύβονται από τον ίδιο τους τον εαυτό. Αγωνιζόμενοι για την μη απόκλιση από το κοινωνικό στερεότυπο. Βρήκαν τον τρόπο να χάνονται σε χιλιάδες σκοτούρες, με το χάρισμα να τους απομακρύνουν από το δικό τους, αυθεντικό τρόπο. Κι έπειτα σκορπίζουν γκρινιάρικα παράπονα για τις ελλείψεις και τα απωθημένα τους. Πάντα κάποιος άλλος φταίει. Πάντα παλιά ήταν καλύτερα. Πάντα στο μέλλον φιγουράρει η φιλόδοξη δυνατότητα. Και πάντα το παρόν θα είναι μίζερο και αδύναμο. Γεννούν οι ίδιοι την απώλειά της ευτυχίας τους. Έτσι, αντιφατικά, όπως πάντα. Όπως η απώλεια παλιών ονείρων, μπορεί να είναι η μεταμφιεσμένη γέννηση νέων. Ή προϋπόθεση για να κερδίσεις αυτό που φοβάσαι. Τον απωθημένο, τρομερό, τρομακτικό, δικό σου τρόπο.
Στις γιορτές , οι περισσότεροι απελευθερώνουν το μέχρι πρότινος σκουριασμένο κομμάτι της φαντασίας τους. Αρέσκονται σε μεγαλεπήβολες ευχές. Γυρεύουν να ψυχαγωγηθούν στο χαυνωτικό κλίμα που τους μετατοπίζει σε μία χρονιά, η οποία υπόσχεται να τα αλλάξει όλα, μόνο επειδή αλλάζει η ίδια. Οι ευχές μένουν ίδιες κάθε χρόνο γιατί η βούληση των ανθρώπων είναι συνήθως ελλειπτική. Πάσχει η ικανότητά τους να εφαρμόζουν όσα θα τους κάνουν να ευτυχήσουν. Τα φρενάρουν, γιατί οι συνθήκες ποτέ δε θα είναι ιδανικές για ευτυχία. Πάντα η καθημερινότητα θα δίνει απλόχερα ευκαιρίες για λήθη και ανώδυνες απολαύσεις. Μα η απώλεια της αυτοκαταστροφικής μας μανίας μπορεί να μας σώσει και μόνο αυτή . Η απώλεια θα μας φέρει πιο κοντά στη σωτηρία.
Στο θέαμα των εγκλωβισμένων υπάρξεων, πάντα της έρχεται στο μυαλό ένα τραγούδι. Τέτοια εποχή πάντα. Είναι που προσφέρεται για ανασκοπήσεις και απολογισμούς, όσο διαστρεβλωμένα απότοκα της φαντασίας μας και να είναι. Πόσο σπουδαίο να ακολουθεί κανείς το δικό του τρόπο σε όλα! Να τον βρει και να τον υπερασπιστεί, και ας είναι δακτυλοδεικτούμενος! Εκεί αναπνέει η πιο παράφορη ευτυχία. Δεν αντιγράφεται, ούτε επαναλαμβάνεται. Είναι μία μύχια, ενδιάθετη κατάσταση που εγκαθιδρύει τη μαγική σιωπή της ψυχής. Ναι, τη λαλίστατη, άφωνη σιωπή. Παρότι τίποτα δεν ενθαρρύνει την ελπίδα, όταν ακούει αυτό το τραγούδι, εκείνη ανασταίνεται.
Γιατί, ακόμα και αν τίποτα δεν το προμηνύει, αυτή θα είναι μία πραγματικά καλή χρονιά. Το νιώθει. Θα βρει τον τρόπο να την κάνει. Η συνταγή δεν είναι πουθενά γραμμένη. Δεν αποστατεί από μεγαλοπρεπή ευχολόγια γιατί απλούστατα δεν υπάρχει. Μόνο εκείνη την επινοεί και μόνο εκείνη μπορεί να της δώσει υπόσταση. Να χάσει, για να κερδίσει. Με τον τρόπο της. Καλή Χρονιά !