Το Μυστικό και το Αίνιγμα γυρεύω, σε μια Συνοικία αληθοφανών ονείρων. Εκεί που η επίφαση εξελίσσεται σε εχθρό της Αλήθειας και τα βαθύτερα κίνητρα επιμένουν να λανθάνουν, σα να ανταμώνουν το γόητρό τους σε αυτή τη λανθάνουσα μορφή.
Σκηνές φαινομενικά επαναλαμβανόμενες χτίζουν μια κάλπικη ρουτίνα που εξουθενώνει και εξουθενώνεται. Δρόμους αδιέξοδους και καρδιές από πέτρα καμωμένες, τραγικά ευαίσθητες.
Η μυρωδιά του χώματος μετά από την καταιγίδα που έπνιξε σε μια λίμνη απόγνωσης προσδοκίες θνησιγενείς, άκαρπες συνθήκες, άγονες σκέψεις. Κι έπειτα άλλες οσμές, ανάκατες, αλητεύουν στο μυαλό μου προσεταιριζόμενες το συνειδητό μου θάνατο. Την απόσταση από τις απολαύσεις. Τις ενοχές που με βδελυγμία μου δείχνουν το λησμονημένο μονοπάτι της πειθαρχίας. Νοσηροί ψυχαναγκασμοί καγχάζουν με τα γκρίζα, φρικαλέα τους πρόσωπα.
Μυρωδιά από αμύγδαλο, γιασεμί και βανίλια με κάνουν να σιμώνουν στο Μυστικό. Ένα βήμα πιο κοντά στο Μυστήριο αυτού του επιφανειακά απλοϊκού σύμπαντος.
Γεύση από φράουλα ώριμη και χυμώδη βασανίζει τον ουρανίσκο μου.
Στο καφενείο του νησιού, το ίδιο έργο στήνεται και σήμερα με αστεία πανομοιοτυπία.
Εφημερίδες ξεφυλλίζονται νωχελικά, η ατμόσφαιρα βαριά, τα νέα μέτρα ασήκωτα, αλλά η φτώχεια θέλει καλοπέραση και ο ένας καφές διαδέχεται τον άλλο. Βαρύς καφές, μερακλίδικος, να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Και μπόλικα λουκούμια να γλυκάνει η Ψυχή. Το κανάκεμα τώρα είναι δικαίωμα.
Ακόμα και το χαμόγελο έχει κάτι από θάνατο. Είναι μισό, καλπάζει μίσος, ακόμα και άθελά του.
Ψάχνω τη Σωτηρία ενώ ακούω τα ζάρια να εκλιπαρούν για ένα γύρισμα της Τύχης. Ναι, από εκείνα που χαστουκίζουν στα ίσα τις πιθανότητες. Η γιορτή του Απίθανου θα είναι η δική μου Νίκη.
Έρχεσαι φουριόζα, με μια στοίβα χαρτιά. Διαλέγεις θέση, πιάνεις τα σγουρά σου μαλλιά σε αλογοουρά, να μη σε αποσπούν. Παραγγέλνεις διπλό ελληνικό και ,απορροφημένη ,κρατάς σημειώσεις και μελετάς σα να μην υπάρχει κόσμος γύρω σου. Αλάβαστρος η επιδερμίδα σου, τα χείλη σου ασύμμετρα, με ένα ροδαλό χρώμα, ερωτοτροπούν αυθάδικα. Φοράς σκουλαρίκια σε σχήμα παγωτού και φόρεμα λευκό. Η λιτότητα που αποθεώνει. Τα ψιμμύθια είναι για τους ανασφαλείς και εσύ εκπέμπεις εικόνα δυναμικού ανθρώπου.
Δεν τολμώ να σου μιλήσω, αλλάζω μόνο τη μουσική, σαν από ένστικτο. Με το που ακούς τον Μorrissey, σηκώνεις το κεφάλι σα να μη μπορείς να χωνέψεις το σουρρεαλιστικό σκηνικό. Τα μάτια σου απολαμβάνουν τον παράταιρο συνδυασμό- καταμεσής ενός παλαιάς κοπής καφενείου ακούς την αγαπημένη σου μουσική. Με κοιτάς απορημένη-σα να μην καταλαβαίνεις ότι η παράσταση δόθηκε για χάρη σου. Ήδη αδυνατείς να αφοσιωθείς στα ιερά σου εγχειρίδια.
Τα μάτια σου ξεχειλίζουν από συναίσθημα και συγκινημένη αφύπνιση. Και οι μυρωδιές σε μια επονείδιστη συγχώνευση, ηδονική και ένοχη.
Η επικοινωνία χωρίς λέξεις είναι διττά σπουδαία. Είναι αυθόρμητη, ξάστερη και αληθινή.
Εμφανίστηκες μπροστά μου ένα διαβολεμένα συνηθισμένο πρωινό που η φύση εκπαιδευόταν ως συνήθως στο να με ξεγελάει για το προβλέψιμο της καθημερινότητας.Εκεί όπου τα βήματά μου με οδηγούσαν πάντα στο ίδιο γνώριμο σημείο, στο ίδιο οικείο τέλμα.
Δεν ξέρω αν είσαι περαστική ή αν ήρθες για να μείνεις. Αυτό που ξέρω είναι ότι η μορφή σου ήρθε να δώσει ζωή ακόμα και στο πιο θνησιμαίο χαμόγελο. Πανέμορφη, φευγαλέα, μαγική. Υφαίνεις εν αγνοία σου ένα μεγάλο Μυστήριο καμωμένο από περίτεχνα κρυμμένα Μυστικά.
Εμπιστευόμαστε όσα φαίνονται αλλά μας αποζημιώνουν αυτά που είναι. Το άρρητο Μυστικό τίκτει την Ελπίδα, το ανέλπιστο κυοφορεί την Ευτυχία. Και τελικά, η μεγαλύτερη παγίδα της ρουτίνας είναι ότι μας κάνει να ξεχνάμε το δικό μας Μυστικό που κρατάει και το κλειδί απεγκλωβισμού από αυτήν.
Σκηνές φαινομενικά επαναλαμβανόμενες χτίζουν μια κάλπικη ρουτίνα που εξουθενώνει και εξουθενώνεται. Δρόμους αδιέξοδους και καρδιές από πέτρα καμωμένες, τραγικά ευαίσθητες.
Η μυρωδιά του χώματος μετά από την καταιγίδα που έπνιξε σε μια λίμνη απόγνωσης προσδοκίες θνησιγενείς, άκαρπες συνθήκες, άγονες σκέψεις. Κι έπειτα άλλες οσμές, ανάκατες, αλητεύουν στο μυαλό μου προσεταιριζόμενες το συνειδητό μου θάνατο. Την απόσταση από τις απολαύσεις. Τις ενοχές που με βδελυγμία μου δείχνουν το λησμονημένο μονοπάτι της πειθαρχίας. Νοσηροί ψυχαναγκασμοί καγχάζουν με τα γκρίζα, φρικαλέα τους πρόσωπα.
Μυρωδιά από αμύγδαλο, γιασεμί και βανίλια με κάνουν να σιμώνουν στο Μυστικό. Ένα βήμα πιο κοντά στο Μυστήριο αυτού του επιφανειακά απλοϊκού σύμπαντος.
Γεύση από φράουλα ώριμη και χυμώδη βασανίζει τον ουρανίσκο μου.
Στο καφενείο του νησιού, το ίδιο έργο στήνεται και σήμερα με αστεία πανομοιοτυπία.
Εφημερίδες ξεφυλλίζονται νωχελικά, η ατμόσφαιρα βαριά, τα νέα μέτρα ασήκωτα, αλλά η φτώχεια θέλει καλοπέραση και ο ένας καφές διαδέχεται τον άλλο. Βαρύς καφές, μερακλίδικος, να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Και μπόλικα λουκούμια να γλυκάνει η Ψυχή. Το κανάκεμα τώρα είναι δικαίωμα.
Ακόμα και το χαμόγελο έχει κάτι από θάνατο. Είναι μισό, καλπάζει μίσος, ακόμα και άθελά του.
Ψάχνω τη Σωτηρία ενώ ακούω τα ζάρια να εκλιπαρούν για ένα γύρισμα της Τύχης. Ναι, από εκείνα που χαστουκίζουν στα ίσα τις πιθανότητες. Η γιορτή του Απίθανου θα είναι η δική μου Νίκη.
Έρχεσαι φουριόζα, με μια στοίβα χαρτιά. Διαλέγεις θέση, πιάνεις τα σγουρά σου μαλλιά σε αλογοουρά, να μη σε αποσπούν. Παραγγέλνεις διπλό ελληνικό και ,απορροφημένη ,κρατάς σημειώσεις και μελετάς σα να μην υπάρχει κόσμος γύρω σου. Αλάβαστρος η επιδερμίδα σου, τα χείλη σου ασύμμετρα, με ένα ροδαλό χρώμα, ερωτοτροπούν αυθάδικα. Φοράς σκουλαρίκια σε σχήμα παγωτού και φόρεμα λευκό. Η λιτότητα που αποθεώνει. Τα ψιμμύθια είναι για τους ανασφαλείς και εσύ εκπέμπεις εικόνα δυναμικού ανθρώπου.
Δεν τολμώ να σου μιλήσω, αλλάζω μόνο τη μουσική, σαν από ένστικτο. Με το που ακούς τον Μorrissey, σηκώνεις το κεφάλι σα να μη μπορείς να χωνέψεις το σουρρεαλιστικό σκηνικό. Τα μάτια σου απολαμβάνουν τον παράταιρο συνδυασμό- καταμεσής ενός παλαιάς κοπής καφενείου ακούς την αγαπημένη σου μουσική. Με κοιτάς απορημένη-σα να μην καταλαβαίνεις ότι η παράσταση δόθηκε για χάρη σου. Ήδη αδυνατείς να αφοσιωθείς στα ιερά σου εγχειρίδια.
Τα μάτια σου ξεχειλίζουν από συναίσθημα και συγκινημένη αφύπνιση. Και οι μυρωδιές σε μια επονείδιστη συγχώνευση, ηδονική και ένοχη.
Η επικοινωνία χωρίς λέξεις είναι διττά σπουδαία. Είναι αυθόρμητη, ξάστερη και αληθινή.
Εμφανίστηκες μπροστά μου ένα διαβολεμένα συνηθισμένο πρωινό που η φύση εκπαιδευόταν ως συνήθως στο να με ξεγελάει για το προβλέψιμο της καθημερινότητας.Εκεί όπου τα βήματά μου με οδηγούσαν πάντα στο ίδιο γνώριμο σημείο, στο ίδιο οικείο τέλμα.
Δεν ξέρω αν είσαι περαστική ή αν ήρθες για να μείνεις. Αυτό που ξέρω είναι ότι η μορφή σου ήρθε να δώσει ζωή ακόμα και στο πιο θνησιμαίο χαμόγελο. Πανέμορφη, φευγαλέα, μαγική. Υφαίνεις εν αγνοία σου ένα μεγάλο Μυστήριο καμωμένο από περίτεχνα κρυμμένα Μυστικά.
Εμπιστευόμαστε όσα φαίνονται αλλά μας αποζημιώνουν αυτά που είναι. Το άρρητο Μυστικό τίκτει την Ελπίδα, το ανέλπιστο κυοφορεί την Ευτυχία. Και τελικά, η μεγαλύτερη παγίδα της ρουτίνας είναι ότι μας κάνει να ξεχνάμε το δικό μας Μυστικό που κρατάει και το κλειδί απεγκλωβισμού από αυτήν.