Μία νέα εικόνα που την ξενίζει και τη συνταράζει. Μαζί πάντα μάχονταν με τα τερτίπια του Χρόνου, μαζί έθεσαν τον ευγενή πόθο να του ξεγλιστρήσουν σε μία φιλόδοξη, αυθάδη διεκδίκηση αγνότητας, μαζί κλήθηκαν να ξεστομίσουν εκείνα τα ζοφερά, όσο και αναγκαία αντίο στις αναμνήσεις. Όλα μαζί, ανέκαθεν.
Έμαθαν έτσι όπως στροβιλίζονταν οι εποχές, βάρβαρα και χαοτικά, θαμπές και ξεχασμένες, διψασμένες για μύθους και αίγλη από το χθες, ότι δεν υπάρχουν πια κόλπα. Ούτε ευφυή και ευρηματικά, ούτε εύκολα και πρόχειρα. Ότι πρέπει να παλέψουν , να αγωνιστούν, να επαναπροσδιορίσουν τα πάντα. Αυτή η αφύπνιση, η υπενθύμιση της άγνοιας, την έκανε να νιώθει ζωντανή και ασφαλής. Το απρόοπτο, μια υπογράμμιση της μαγείας μιας ζωής που ατέλειωτη εχθρεύεται την πλήξη.
Πώς να νιώσει τώρα, χρόνια μετά, αντικρύζοντας την αιώνια φίλη της που μοιάζει νέα οντότητα; Άγνωστη, παράξενη, ξένη;
Ο Χρονος καμαρώνει για το μεγαλεπήβολο δημιούργημά του. Σακατεμένη η παλιά της μορφή κραυγάζει για αναβίωση αλλά έχει κουκουλωθεί από ένα αψεγάδιαστο πρόσωπο, με ανέκφραστο βλέμμα, λέξεις σμιλεμένες με περίσσευμα λογικής και φειδούς, κοιτάζει κάθε λεπτό συνοφρυωμένη το πανάκριβο ρολόι της, δέσμια του Χρόνου που κάποτε η ίδια υποδούλωνε. Όταν μιλάει, είναι για να περιαυτολογήσει..Για τον πρόσφατο εργασιακό της θρίαμβο, το απίθανο ταξίδι της στη Βιέννη ή το πόσο ασφυκτικά γεμάτη είναι η ζωή της από προθεσμίες.
Τής έρχεται να γελάσει. Προθεσμίες !
Τότε έλεγαν ότι οι προθεσμίες είναι οιωνοί μέγιστου ψυχαναγκασμού. Ήθελαν μια ισορροπημένη σχέση με το χρόνο, συνομωτικά αντάλλασσαν υποσχέσεις πως ό,τι και αν συμβεί, δε θα ξεχάσουν εκείνο το κομματι του εαυτού τους που άθελά του υποσχόταν μια αλληγορική μορφή αθανασίας. Την πηγαία ευτυχία.
Πόσο σκληρό είναι να αποχωρίζεσαι ένα κομμάτι σου με το οποίο έμαθες να συνυπάρχεις;
Άλλαξε η φίλη που εκπαιδεύτηκε να τη συντηρεί μέσα της σαν μια ανάμνηση- κίνητρο.
Τόσα χρόνια αντιστεκόταν πεισματικά στην αλλαγή και εκείνη τής παραδόθηκε άνευ όρων.
Ο χρόνος την έκανε όχι απλώς να ξεχάσει αλλά και να ξεχαστεί.
Να αφανιστεί.
Και όπως την βλέπει να περπατάει αγέρωχη , με όψη αφιονισμένη, νιώθει την εποχή εκείνη να ξεμακραίνει και να αλλοιώνεται. Δεν είναι σίγουρη αν υπήρξε όντως ή η ίδια της προσέδωσε μια υποκειμενική διάσταση που είχε την αλαζονεία να αξιώνει διαχρονική ισχύ.
Η ίδια όμως, όσα ραπίσματα και να την προσγειώνουν, ξέρει ότι η απογειωση έχει περισσότερο γούστο. Και επιμένει να αγνοεί τις προθεσμίες και να χλευάζει τα αυταρχικά ρολόγια που σιωπηλά την προστάζουν να συμμορφωθεί. Απείθαρχη και άχρονη, θα μπερδεύεται στο αλλοπαρμένο ανακάτεμα των καιρών , χωρίς πουθενά να ανήκει και πουθενά να δίνεται.
Ο Χρόνος πάλι το έκανε το θαύμα του.
Έμαθαν έτσι όπως στροβιλίζονταν οι εποχές, βάρβαρα και χαοτικά, θαμπές και ξεχασμένες, διψασμένες για μύθους και αίγλη από το χθες, ότι δεν υπάρχουν πια κόλπα. Ούτε ευφυή και ευρηματικά, ούτε εύκολα και πρόχειρα. Ότι πρέπει να παλέψουν , να αγωνιστούν, να επαναπροσδιορίσουν τα πάντα. Αυτή η αφύπνιση, η υπενθύμιση της άγνοιας, την έκανε να νιώθει ζωντανή και ασφαλής. Το απρόοπτο, μια υπογράμμιση της μαγείας μιας ζωής που ατέλειωτη εχθρεύεται την πλήξη.
Πώς να νιώσει τώρα, χρόνια μετά, αντικρύζοντας την αιώνια φίλη της που μοιάζει νέα οντότητα; Άγνωστη, παράξενη, ξένη;
Ο Χρονος καμαρώνει για το μεγαλεπήβολο δημιούργημά του. Σακατεμένη η παλιά της μορφή κραυγάζει για αναβίωση αλλά έχει κουκουλωθεί από ένα αψεγάδιαστο πρόσωπο, με ανέκφραστο βλέμμα, λέξεις σμιλεμένες με περίσσευμα λογικής και φειδούς, κοιτάζει κάθε λεπτό συνοφρυωμένη το πανάκριβο ρολόι της, δέσμια του Χρόνου που κάποτε η ίδια υποδούλωνε. Όταν μιλάει, είναι για να περιαυτολογήσει..Για τον πρόσφατο εργασιακό της θρίαμβο, το απίθανο ταξίδι της στη Βιέννη ή το πόσο ασφυκτικά γεμάτη είναι η ζωή της από προθεσμίες.
Τής έρχεται να γελάσει. Προθεσμίες !
Τότε έλεγαν ότι οι προθεσμίες είναι οιωνοί μέγιστου ψυχαναγκασμού. Ήθελαν μια ισορροπημένη σχέση με το χρόνο, συνομωτικά αντάλλασσαν υποσχέσεις πως ό,τι και αν συμβεί, δε θα ξεχάσουν εκείνο το κομματι του εαυτού τους που άθελά του υποσχόταν μια αλληγορική μορφή αθανασίας. Την πηγαία ευτυχία.
Πόσο σκληρό είναι να αποχωρίζεσαι ένα κομμάτι σου με το οποίο έμαθες να συνυπάρχεις;
Άλλαξε η φίλη που εκπαιδεύτηκε να τη συντηρεί μέσα της σαν μια ανάμνηση- κίνητρο.
Τόσα χρόνια αντιστεκόταν πεισματικά στην αλλαγή και εκείνη τής παραδόθηκε άνευ όρων.
Ο χρόνος την έκανε όχι απλώς να ξεχάσει αλλά και να ξεχαστεί.
Να αφανιστεί.
Και όπως την βλέπει να περπατάει αγέρωχη , με όψη αφιονισμένη, νιώθει την εποχή εκείνη να ξεμακραίνει και να αλλοιώνεται. Δεν είναι σίγουρη αν υπήρξε όντως ή η ίδια της προσέδωσε μια υποκειμενική διάσταση που είχε την αλαζονεία να αξιώνει διαχρονική ισχύ.
Η ίδια όμως, όσα ραπίσματα και να την προσγειώνουν, ξέρει ότι η απογειωση έχει περισσότερο γούστο. Και επιμένει να αγνοεί τις προθεσμίες και να χλευάζει τα αυταρχικά ρολόγια που σιωπηλά την προστάζουν να συμμορφωθεί. Απείθαρχη και άχρονη, θα μπερδεύεται στο αλλοπαρμένο ανακάτεμα των καιρών , χωρίς πουθενά να ανήκει και πουθενά να δίνεται.
Ο Χρόνος πάλι το έκανε το θαύμα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου