Και της το έλεγε, να μην προκαλεί την Τύχη της. Εκείνη είχε μια εγγενή τάση τυχοδιωκτισμού που δεν μπορούσε μα και δεν ήθελε να αποδιώξει. Έβρισκε πολύ γουστόζικη την πρόκληση της Τύχης, είχε μια σπάνια νοστιμάδα, εκείνη του ένοχου εθισμού.
Αυτή η τόλμη της που αψηφούσε κάθε ρασιοναλιστική νουθεσία, έκανε τη σχέση της με την Τύχη αμφίδρομα ενδιαφέρουσα. Πολλές φορές, και μέσα από ένα δυσεξήγητο γαϊτανάκι αλυσιδωτών συμβάντων, η Τύχη της δώριζε πλουσιοπάροχα όσο και ανέλπιστα από υλικά αγαθά έως πάσης φύσεως ευκαιρίες.
Σε διηνεκή εγρήγορση, η μορφή της μοιάζει να περιμένει εναγωνίως την επόμενη ευκαιρία.
Σα να της χρωστάει κάτι αυτή η κυκλοθυμική Θεά Τύχη.
Τα απότομα γυρίσματά της την τρομοκρατούν. Ακόμα δεν έχει εξοικειωθεί με την προσωρινότητα του θυμικού της. Δεν υπάρχει τυχερός και άτυχος, παρά μόνο υπό τη μορφή περιστασιακής ταμπέλας αναφερόμενης σε δείνα χρονική στιγμή ή ευρύτερη χρονική περίοδο.
Εκτός από την ευτυχία, που θεμελιώνεται στην εμπέδωση της παροδικότητάς της, η Τύχη είναι εξίσου φευγαλέα δύναμη. Φευγαλέα αλλά καταλυτική. Τα στίγματά της παραμένουν ανεξίτηλα ακόμα και αν τη διαδεχθούν αλλεπάλληλες περίοδοι αδιανόητης ατυχίας.
Γιατί κάθε φορά που η Τύχη συμπράττει μαζί σου σε μία αθέατη συνομωσία, σε κατακλύζει μία ευγνωμοσύνη βαθύτατη, από εκείνες που σε οδηγούν σε αγαλλίαση και ανάταση.
Η στιγμή, η αλληλουχία των γεγονότων, οι αιφνιδιασμοί, το αναποδογύρισμα των σχεδίων, η πλεκτάνη που στήνει με σαρδόνιο γέλιο αυτή η τετραπέρατη επίφαση της πραγματικότητας.
Η Τύχη τη συνετίζει κάθε φορά που παρασύρεται σε λογικοφανή συμπεράσματα. Κάθε φορά που οι γελοίοι της απολογισμοί αποτιμούν τους καρπούς κάθε μέρας με ζαβολιάρικες ζυγαριές. Αλλά και κάθε φορά που η φιληδονία της οδηγεί σε έξαρση την άπληστη φύση της νομιμοποιώντας ένα υβριστικό αίσθημα ανεπάρκειας. Με μία απροσδόκητη έλευση υπογραμμίζει ότι είναι απρόβλεπτη και ασταθής. Αδυνατεί να είναι πάντα παρούσα- το ζητούμενο είναι να αδράττεις την ευκαιρία που έστω και μεταμφιεσμένη σου παρέχεται. Να μην κοιμάσαι, να μη φοβάσαι, να μη φοράς παρωπίδες, να μην αφήνεις την όρασή σου να θαμπώνει.
Έτσι και σήμερα. Μία μέρα όπου όλα μοιάζουν στραβά και ένας καλός οιωνός μοιάζει από καιρό άφαντος. Βρέχει καταρρακτωδώς, φυσάει μανιασμένα, οι δουλειές κωλυσιεργούν και όλοι μοιάζουν κατσουφιασμένοι. Η ελπίδα δε διακρίνεται πουθενά. Ακόμα και ο καφές της έχει αλλιώτικη γεύση, άνοστη. Είναι από εκείνες τις μέρες που περιμένει την επόμενη αναποδιά, όχι την επόμενη ευκαιρία.
Κι εκείνος την έχει στήσει εδώ και ένα τέταρτο, ακούει τη φωνή του να επιμένει''Άσε την τύχη σου ήσυχη. Μην την προκαλείς''- και ο άνεμος μαίνεται, κόρνες ακούγονται παντού, μια διάχυτη δυσαρέσκεια γύρω της.
Μέσα της όμως αναφύεται ένας άλλος κόσμος. Ξέρει πως όλη αυτή η ατυχία είναι τέχνασμα της Τύχης για να την αποζητάμε με λαχτάρα. Και μέσα από τους λασπωμένους δρόμους, τα μουτρωμένα πρόσωπα, τις οικονομικές τραγωδίες και την οχληρή βοή κάθε μερας, διακρίνει την Τύχη σαν δύναμη μαγικής μεταμόρφωσης. Ξέρει ότι θα έρθει κάποια στιγμή να νεκρώσει αυτό το Χάος αλλά δεν ξέρει το πότε. Μέχρι τότε λέει να το απολαύσει- χωρίς να πάψει λεπτό να την προ(σ)καλεί.
Αυτή η τόλμη της που αψηφούσε κάθε ρασιοναλιστική νουθεσία, έκανε τη σχέση της με την Τύχη αμφίδρομα ενδιαφέρουσα. Πολλές φορές, και μέσα από ένα δυσεξήγητο γαϊτανάκι αλυσιδωτών συμβάντων, η Τύχη της δώριζε πλουσιοπάροχα όσο και ανέλπιστα από υλικά αγαθά έως πάσης φύσεως ευκαιρίες.
Σε διηνεκή εγρήγορση, η μορφή της μοιάζει να περιμένει εναγωνίως την επόμενη ευκαιρία.
Σα να της χρωστάει κάτι αυτή η κυκλοθυμική Θεά Τύχη.
Τα απότομα γυρίσματά της την τρομοκρατούν. Ακόμα δεν έχει εξοικειωθεί με την προσωρινότητα του θυμικού της. Δεν υπάρχει τυχερός και άτυχος, παρά μόνο υπό τη μορφή περιστασιακής ταμπέλας αναφερόμενης σε δείνα χρονική στιγμή ή ευρύτερη χρονική περίοδο.
Εκτός από την ευτυχία, που θεμελιώνεται στην εμπέδωση της παροδικότητάς της, η Τύχη είναι εξίσου φευγαλέα δύναμη. Φευγαλέα αλλά καταλυτική. Τα στίγματά της παραμένουν ανεξίτηλα ακόμα και αν τη διαδεχθούν αλλεπάλληλες περίοδοι αδιανόητης ατυχίας.
Γιατί κάθε φορά που η Τύχη συμπράττει μαζί σου σε μία αθέατη συνομωσία, σε κατακλύζει μία ευγνωμοσύνη βαθύτατη, από εκείνες που σε οδηγούν σε αγαλλίαση και ανάταση.
Η στιγμή, η αλληλουχία των γεγονότων, οι αιφνιδιασμοί, το αναποδογύρισμα των σχεδίων, η πλεκτάνη που στήνει με σαρδόνιο γέλιο αυτή η τετραπέρατη επίφαση της πραγματικότητας.
Η Τύχη τη συνετίζει κάθε φορά που παρασύρεται σε λογικοφανή συμπεράσματα. Κάθε φορά που οι γελοίοι της απολογισμοί αποτιμούν τους καρπούς κάθε μέρας με ζαβολιάρικες ζυγαριές. Αλλά και κάθε φορά που η φιληδονία της οδηγεί σε έξαρση την άπληστη φύση της νομιμοποιώντας ένα υβριστικό αίσθημα ανεπάρκειας. Με μία απροσδόκητη έλευση υπογραμμίζει ότι είναι απρόβλεπτη και ασταθής. Αδυνατεί να είναι πάντα παρούσα- το ζητούμενο είναι να αδράττεις την ευκαιρία που έστω και μεταμφιεσμένη σου παρέχεται. Να μην κοιμάσαι, να μη φοβάσαι, να μη φοράς παρωπίδες, να μην αφήνεις την όρασή σου να θαμπώνει.
Έτσι και σήμερα. Μία μέρα όπου όλα μοιάζουν στραβά και ένας καλός οιωνός μοιάζει από καιρό άφαντος. Βρέχει καταρρακτωδώς, φυσάει μανιασμένα, οι δουλειές κωλυσιεργούν και όλοι μοιάζουν κατσουφιασμένοι. Η ελπίδα δε διακρίνεται πουθενά. Ακόμα και ο καφές της έχει αλλιώτικη γεύση, άνοστη. Είναι από εκείνες τις μέρες που περιμένει την επόμενη αναποδιά, όχι την επόμενη ευκαιρία.
Κι εκείνος την έχει στήσει εδώ και ένα τέταρτο, ακούει τη φωνή του να επιμένει''Άσε την τύχη σου ήσυχη. Μην την προκαλείς''- και ο άνεμος μαίνεται, κόρνες ακούγονται παντού, μια διάχυτη δυσαρέσκεια γύρω της.
Μέσα της όμως αναφύεται ένας άλλος κόσμος. Ξέρει πως όλη αυτή η ατυχία είναι τέχνασμα της Τύχης για να την αποζητάμε με λαχτάρα. Και μέσα από τους λασπωμένους δρόμους, τα μουτρωμένα πρόσωπα, τις οικονομικές τραγωδίες και την οχληρή βοή κάθε μερας, διακρίνει την Τύχη σαν δύναμη μαγικής μεταμόρφωσης. Ξέρει ότι θα έρθει κάποια στιγμή να νεκρώσει αυτό το Χάος αλλά δεν ξέρει το πότε. Μέχρι τότε λέει να το απολαύσει- χωρίς να πάψει λεπτό να την προ(σ)καλεί.