Ορκιζόταν ότι έλεγε την αλήθεια.Γονυπετής, απελπισμένος, με μια μιζέρια που έτρεφε τον οίκτο της.
''Δεν το πιστεύω ότι μπορείς να πιστεύεις όλους τους άλλους εκτός από εμένα"τής είπε εκείνο το βράδυ για να εξαγριώσει τις ενοχές της έναντι του θυμού της που μαινόταν.
Το έγκλημα ήταν εξακριβωμένο, είχαν συγκεντρωθεί αδιάσειστες αποδείξεις που το πιστοποιούσαν.Ο επί πέντε χρόνια σύντροφός ήταν ήταν κατά συρροή ψεύτης, κακόβουλος ή απλώς μυθομανής, ούτε που την ένοιαζε να το ταυτοποιήσει.
Ήταν μια πανέξυπνη γυναίκα, σπίρτο αναμμένο.Πάντα είχε τα μάτια της ανοιχτά ώστε να σφυγμομετράει ανθρώπους και καταστάσεις.Πάντα διέθετε το σύνδρομο της καχυποψίας και δύσκολα θα μπορούσε να εξαπατηθεί.Όμως ο πλέον δικός της άνθρωπος, τής έλεγε απανωτά ψέματα για φαινομενικά ασήμαντα θέματα:για τις υπερωρίες στη δουλειά, το αν έφαγε έξω το μεσημέρι, για εκείνη τη συνάδελφο στο γραφείο που εν τέλει ουδέποτε είχε απολυθεί, όπως τής είχε πει πριν έξι μήνες.Κι ενώ δε μπορούσε να αποκωδικοποιήσει τα ψέματα, να οδηγηθεί στην αιτία ή τη συνέπειά τους, αισθανόταν τέτοια απέχθεια που δεν ήθελε να ακούσει ούτε μισή εξήγηση.Άρχισε να μαζεύει σκόρπια της πράγματα και να πετάει τα ρούχα της σε μια βαλίτσα με εκείνον να σέρνεται πίσω της και να εκλιπαρεί να τον πιστέψει.
''Μα τι όφελος έχω να σου πω ότι έφαγα έξω;Σκέψου λογικά σε παρακαλώ..''
''Δε θα το συζητήσουμε'' τον έκοψε και προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να συγκρατήσει το υβρεολόγιο-χείμαρρο που σκαρφάλωνε στις άκρες των χειλιών της.
Η αντίδρασή του, τής φάνταζε ακόμα πιο φθηνή.Επιβεβαιωτική της ενοχής του.Η υπερβολική προσπάθεια άμυνας και υπεράσπισης στερείται πειθούς.Υποκρύπτει υπαιτιότητα και το ένστικτό της φωνάζει σαν αδέκαστος δικαστής την ετυμηγορία':'Ένοχος''!
Κωμικοτραγικός, με τα ανακατεμένα μαλλιά του, το ωχρό του δέρμα και τα πρησμένα του μάτια, εκατομμύρια συσπάσεις του προσώπου καταφατικές της ενοχής του, ένα συνοφρύωμα να του δίνει μια υποκριτική πινελιά έκπληξης, ο δραματικός τόνος στα λόγια του.Ένας εξευτελισμός εμετικός.
Έκλεισε την πόρτα με βρόντο, σχεδόν βίαια την τραβούσε μέσα, δε σταματούσε να μιλάει, η χροιά της φωνής του ένας βέβηλος φαρισαϊσμός.
Κι έπειτα άρχισαν οι εξ αποστάσεως εκκλήσεις.Μέσα από το δαιμόνιο της τεχνολογίας και το απρόσωπο των μηνυμάτων, την έβγαζε παράλογη, υπερβολική, σκάρτη.Μέχρι ότι έψαχνε αφορμή να τερματίσει τη σχέση τους τής είπε, προκειμένου να την εξαναγκάσει να απαντήσει, δυναμιτίζοντας το κλίμα.
Βρέθηκε μόνη της , στο πατρικό της, με όνειρα ορφανά και σχέδια ξεγελασμένα.Κλείστηκε στο παιδικό της δωμάτιο που αποδείχθηκε ανέλπιστο καταφύγιο.Αμίλητη για μέρες, με κόπο πήγαινε στη δουλειά, με εσώτερη πίεση.Μπουκιά δεν έβαζε στο στόμα της, ξεσπούσε σε κλάμα ξαφνικά, δεν απαντούσε σε κανένα τηλεφώνημα.Δεν την ενδιέφερε να μάθει την αλήθεια γιατί μέσα της ήδη τη γνώριζε.Τι σημασία έχει αν τα σωρηδόν ψέματα είχαν ειπωθεί εξαιτίας απιστίας,απόρρητων πληροφοριών ή εγγενούς αδυναμίας;Δε σκόπευε να γίνει ψυχαναλυτής κανενός, ούτε επαίτης μιας σουλουπωμένης εκδοχής της πραγματικότητας.Αδιάφορο τής ήταν αν είχε μπλέξει οπουδήποτε ή δεν είχε κακή πρόθεση όντως.Αυτό που τη νοιάζει είναι ότι επέστρεφε σπίτι με απίστευτη φυσικότητα, μιλούσε εύγλωττα για τη μέρα του αραδιάζοντας ένα σωρό ψευδή γεγονότα, την αγκάλιαζε και σχεδίαζαν μαζί το μέλλον τους καμωμένο από φρούδες ελπίδες.Κι εκείνη βιάστηκε να του δείξει τυφλή εμπιστοσύνη, δεν είχε φυτρώσει μέσα της η αμφιβολία στιγμή-ζούσαν σε παράλληλα σύμπαντα και νόμιζαν πως αυτά έβρισκαν σημείο τομής.Είχε σχέση με έναν άγνωστο, θυμάται το βλέμμα του να γδύνει την αλήθεια της και θέλει να το ξεριζώσει από πάνω της-το νιώθει χυδαίο, να καίει τα μάτια της, να πυρπολεί το μυαλό της, να αποτεφρώνει την καρδιά της.Την άδειασε.
Άδειασε η ψυχή της από εικόνες και ελπίδα-γέμισε από ψέματα μεθυσμένα, από αλλοπρόσαλλες αλήθειες που τη χαστουκίζουν με δύναμη, από ετερόφωτα δρομάκια που τη διχάζουν.Μέσα στη σκόνη η ζωή της-ένας κονιορτός από πλάνη, υποσχέσεις και ελιγμοί και ψεύτικα χαμόγελα.Η απόλυτη παρωδία.
Ο κλονισμός της εμπιστοσύνης είναι η μέγιστη προδοσία.Επαίσχυντη προδοσία και ικεσία για συνθηκολόγηση, για να επανακάμψει σε μια αρρωστημένη ζωή όπου θα είναι ευτυχής να εθελοτυφλεί-να μάθει να μη ρωτάει-να είναι ολιγαρκής-να καταπίνει αμάσητη την κάθε ''αλήθεια'' του.
Με μισόκλειστα μάτια, τυλιγμένη σε μια παλιά, κόκκινη κουβέρτα, γυρεύει τη λήθη.Το μόνο της γιατρικό.Ονειρεύεται τη μέρα που θα ανοίξει την πόρτα και θα δει λίγο φως.Που θα τολμήσει να πιστέψει στους ανθρώπους ξανά.Ως τότε, η απίστευτη ζωή, με τα αδιανόητα, ξέφρενα ενδεχόμενά της, θα τη βοηθήσει να πετύχει το πιο υποτιμημένο,να πιστεύει στον εαυτό της.