Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Τα σταυροδρόμια

Πάντα η νεογέννητη Άνοιξη είχε απρόσμενη γοητεία. Μέσα από απαλά περιγράμματα και παστέλ χρώματα, πρωινή δροσιά και χαμόγελα αθώας προσμονής, η φύση σε ανθοφορία και μελωδικά καλέσματα να στοιχειώνουν το μυαλό. Αυτή τη φορά απολαμβάνει με νωχελικότητα μια αιώνια αναβολή, πότε αναδύεται και πότε, έντρομη, κρύβεται  στο δικό της καταφύγιο που είναι γεμάτο γιατροσόφια. Τέτοια εποχή ήταν που το Απίθανο γιόρτασε με το μοναδικό του τρόπο. Μια μέρα χαοτική, όλο θόρυβο και αγχωτικά ρολόγια, ο Χρόνος έχασε το δρόμο του. Έπαψε να υπακούει σε κανόνες, έπαψε να είναι κανόνας.
 
 Σκόνταψε πάνω του με ένα συνεσταλμένο ύφος, σχεδόν απολογητικό. Το ένα ολίσθημα προκάλεσε το άλλο, στα βλέμματα σκαρφάλωσε η έξαψη της αποστασίας από τα πρέπει, η απόδραση από ένα πρόγραμμα-φυλακή που αυτοκαταστροφικά κατάστρωναν, το συναίσθημα που εξόριστο εγκατέλειψαν σε τόπους εξωτικούς. Κλείδωσαν την πόρτα σε κάθε τι που θα τους έσπρωχνε σε αδιέξοδα. Η προδιαγεγραμμένη, ελέγξιμη πορεία ήταν το μόνο που θα τους γλίτωνε από τα δράματα.
 
 Όποτε αφήνονταν ελεύθεροι, σκλαβώνονταν από κάποια εξάρτηση που τους οδηγούσε σε αναμέτρηση με έναν κρυφό εαυτό. Να που πάλι ήρθε η στιγμή να αφήσουν πίσω το προβλέψιμο. Τον εαυτό τον κουρδισμένο που κομπάζει πως όλα τα ξέρει και όλα μπορεί να ελέγχει. Τα σχέδια που αποδεικνύονταν ανόητα εγκεφαλικά παράγωγα, με την πραγματικότητα να υπογραμμίζει την αφέλειά τους. Την αγκυλωμένη τους ψυχή που έχει στραγγίξει από ζωή και παραπαίει τις ελάχιστες στιγμές αδράνειας μέσα στην αφύσικη απομόνωση. Κάτι ορμητικό, άγνωστης προέλευσης, παράλογο και θρασύ τους διαφεντεύει. Εγκλωβίζονται αμαχητί ακριβώς σε αυτό που χρόνια παλεύουν να ξορκίσουν. Κάνουν το φόβο, σημαία τους. Γιατί εκείνο που τρέμουν είναι εκείνο που τους απελευθερώνει στο τέλος. Μαθημένοι στην αυτοσχέδια φυλακή τους να κουρνιάζουν, χωρίς ένα κίνητρο να τους αφυπνίζει, ναρκωμένοι από το φόβο της αλλαγής, υπογράφουν τη στάσιμη μοίρα τους. Είναι η θλίψη που γίνεται συνήθεια. Ένας αλλοπαρμένος θάνατος τους ζυγώνει με βλέμμα βλοσυρό. Μα δεν τους τρομάζει πια, είναι το καθεστώς τους, η επιλογή που έκαναν για να αποδιώξουν τις συγκινήσεις. Όμως η απρόσμενη τροχιά πάντα κάνει το θαύμα της, ανασταίνει την πίστη, το μυαλό, τις ψυχές. Σε σταυροδρόμια απίθανων συγκυριών, η ευδαιμονία γίνεται πιθανή. Ο φόβος δεν είναι παρά μεταμφιεσμένη επιθυμία για την οποία δεν είναι έτοιμοι. Δεν πρέπει να είναι έτοιμοι. Για να την αφήσουν να τους διαποτίσει, να διαπεράσει κάθε τους αμφιβολία, να σαρώσει τον παντογνώστη εαυτό. Για να νικήσουν, πρέπει να αφήσουν πρώτα κάτι να τους νικήσει. Δεν είναι μέσα από το κρυφτό που γίνονται ατρόμητοι, αλλά μέσα από τη γενναία πάλη με όσα φοβούνται. Ακόμα και αν αυτά αποβούν πιο δυνατά.
 
 
Την Άνοιξη δεν μπορούν να τη διώξουν, ούτε τις απροσδόκητες συναντήσεις με το Άγνωστο. Και, καθώς τους κυριεύουν ολοένα, μαθαίνουν να τα κουβαλούν μέσα τους, ακόμη και όταν όλα γύρω πασχίζουν να δείξουν κανονικά και επαναλαμβανόμενα. Οι πιο ωραίες στιγμές τους είναι εκείνες που δεν τόλμησαν ποτέ να ονειρευτούν.

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Στο μεταίχμιο

Την τρόμαζε η σκέψη της . Το απύθμενο σκοτάδι. Το είδωλό της στον καθρέφτη καγχάζει, σαν προκλητικό αίνιγμα. Πάντα, της έλεγαν, να αποκωδικοποιεί τις συμφορές, πάντα είναι δώρα μασκαρεμένα. Πάνε πέντε χρόνια, σχεδόν, που όλα έρχονται κόντρα στις προσδοκίες της. Μια σκληρή δοκιμασία, μια κατάδυση στου πόνου τα έγκατα, μια δαιμονική αναγκαιότητα, αυτό που την καταδιώκει έτσι αχόρταγο. Η μορφή της, κατασπαραγμένη, εκλιπαρεί για μια αχτίδα φωτός.
 
 
 
Τα βάσανα, σαδιστικά διδάγματα που έχασαν το δρόμο, την ξύπνησαν ένα ολόιδιο βράδυ, κάθιδρη, τρομαγμένη από το θάνατο της συνήθειας. Η φθορά του σώματός της, η αποσύνθεση της ψυχής της, λησμόνησε ποιο ήρθε πρώτο και ποιο δεύτερο. Τα πρόσωπα, απεικόνιση της αποχαύνωσης, του περιφέρονται ασκόπως, χωρίς όνομα, με ταυτότητα πλαστή, που ξεγέλασαν το χρόνο με την απαράλλαχτη έλλειψη έκφρασης. Η κατάρριψη του δεδομένου, όλα θέλουν τη μάχη τους τελικά, ιδίως όσα από ανοησία θεωρήσαμε αυτονόητα. Το νόημα ουδέποτε είναι προκατασκευασμένο. Δομείται, αναδομείται και προσδιορίζεται μέσα από μια θεότρελη ,ερωτική περιπέτεια όπου ξεπροβάλλει ψήγμα του αληθινού εαυτού. Μια φλόγα που πυρπολεί την απονεκρωμένη φύση, τη θέληση για ζωή με ουσία.
 
 
 
Και να που όταν τίποτα δε μοιάζει βολικό, βρίσκεις τον τρόπο να γίνεις ασφαλής. Δεν είσαι πια αμήχανος γιατί δεν προβλέπεται τέτοια επιλογή. Να επινοείς πρέπει, να εφευρίσκεις τρόπους ώστε ο ίδιος ο αγώνας για την επιβίωση να έχει κάτι αξιοπρεπές, κάτι μεγαλειώδες.
 
 
 
Μια ζωή ολόκληρη πάλευε να τινάξει από πάνω της το θάνατο. Ζύγιζε εμμονικά τα συν και τα πλην. Τις δύο αντιφατικές πλευρές του εαυτού της που την καθήλωναν στο βασανιστικό μεταίχμιο, ισοβίως επαίτη μιας  ταυτότητας. Την αγαθή πλευρά τη γεμάτη δοτικότητα και αισιοδοξία, εκείνη που ανέβλυζε αγάπη και ψύχραιμη παρατηρούσε τη συντριβή μιας υποτιθέμενης καταστροφής. Και τη διαβολική εκδοχή της με τις δεύτερες σκέψεις, τις αυτοκαταστροφικές τάσεις και τη μόνιμη αίσθηση ανεπάρκειας που την έκανε ακοινώνητη και ευάλωτη στην κριτική. Το ποιες συνθήκες ενεργοποιούσαν τη μία πλευρά και ισοπέδωναν την άλλη, ήταν απορίας άξιον. Συνήθως, οι μαραθώνιοι μονόλογοι και οι εκκωφαντικές σιωπές που μαρτυρούσαν μοναξιά την μπόλιαζαν με ανεξήγητη δύναμη να παρακάμπτει τις επιφανειακές αναποδιές.
 
 
Γιατί ό,τι στην επιφάνεια συμβαίνει, δεν είναι παρά μια πρόκληση αποκρυπτογράφησής του. Ακόμα και το σκοτάδι, κρύβει ενοχικά τα φωτεινά του σημεία. Τίποτα δεν είναι μονοσήμαντο, αλλιώς θα ήταν άμοιρο νοήματος. Με λίγη φαντασία και ταλέντο, ακόμα και μέσα από την ανατροπή της ασφαλούς πορείας των πραγμάτων, μπορούν να αναδυθούν θαύματα, ψηφίδες γνώσης που αποτρέπουν το τέλμα. Μέσα από το θάνατο μιας πλευράς ή κατάστασης, προκύπτει ζωή και εξέλιξη.. για κάτι νέο, άγνωστο και ανεξερεύνητο.
 
 
 Πορευόμαστε μια ζωή παλεύοντας ανάμεσα σε σκόρπιους εαυτούς, διάσπαρτους και περιπλανώμενους. Και είναι τόσο αστείοι που θαρρούν πως είναι ένας ενιαίος εαυτός! Αμέτρητα κομμάτια, ετερόκλητα και αντινομικά, συνενώνονται με παράνοια, με την ελπίδα προσέγγισης του νοήματος. Και όμως, η ψευδαίσθηση της κατανόησης του νοήματος είναι εκείνη που μας διατηρεί ψυχικά υγιείς. Η αίσθηση ότι η πάλη δεν έχει τέρμα. Ότι είναι σωτηρία η αναπάντητη κραυγή για απαντήσεις. Γιατί τι άλλο είναι οι γρίφοι πέρα από προσχήματα για να παλεύουμε με το διχασμένο μας εαυτό;
 
 
 
 
 
Έμαθε με τον καιρό να μην παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της. Καμία του πλευρά. Να κάνει πως δεν ακούει τις δραματικές εκκλήσεις του κακού της εαυτού που ζει για να φέρνει την πανωλεθρία όταν όλα είναι ειρηνικά, να παρακάμπτει την ενοχική φύση του αγαθού της εαυτού που μετατρέπει κάθε ''όχι'' που θέλει να φωνάξει, σε ηχηρό ''ναι'' για να μη δυσαρεστήσει κανέναν. Μαθαίνει τις δύο πλευρές να συνυπάρχουν, χωρίς να αναιρούν την ιδιαιτερότητά τους. Καμία δε μπορεί να αρνηθεί γιατί η μία νοηματοδοτεί την άλλη.
 
 
 Αλυσιδωτά όλα, είναι και γίνονται. Ο θάνατος ενός στοιχείου απελευθερώνει ένα άλλο, λανθάνον, εν δυνάμει λυτρωτικό. Ζει με όλο της το ''είναι' 'γιατί κατάφερε να αψηφήσει το θάνατο. Να μην τον σκέφτεται, να μην τον λογαριάζει, να μην τον φοβάται. Ζει τη ζωή, από άκρη σε άκρη, το μεγαλείο της στιγμής, την ευδαιμονία του πρόσκαιρου, το ανώφελο μιας καθημερινής διαδρομής, όλα εκείνα που υπάρχουν χωρίς να συνδέονται με προσδοκίες και σχέδια αλαζονικά, όλα εκείνα τα μικρά που την κάνουν μεγάλη. Την αιωνιότητα ενός σπάνιου δευτερολέπτου που οικειοποιείται με μια απόδραση του νου από το κελί της συνήθειας. Κρύβονται εκεί οι πιο μεγάλες αναστάσεις.
 
 
 

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Ασφαλώς Ανασφαλής

Ίσως ήταν το φως που γενναιόδωρα εισέβαλε στο δωμάτιο. Το δροσερό αεράκι, η αινιγματική ησυχία του πρωινού, τα χθεσινοβραδινά δαιμόνια που στριφογυρίζουν ακόμα στο νου της. Μπορεί να έφταιγε και το ποτό, πάντα έπινε παραπάνω όταν δεν ένιωθε καλά. Κάθε προσπάθειά της να ξορκίσει τη μελαγχολία κατέληγε αποτυχημένη. Πάντα η μελαγχολία ερχόταν όπως ένας ανεπιθύμητος επισκέπτης, φορτικός και επίμονος, εγωιστής μέχρι το μεδούλι, χαιρέκακος ακόμα. Τη συντρόφευε για ώρες ή και μέρες, μέσα από ένα αόρατο σύννεφο και μια αγκαλιά δικαιολογίες. Σύρθηκε μέχρι το μπάνιο για να αντικρύσει ένα θέαμα ανοίκειο. Πλησίασε ακόμα πιο κοντά, να δει καλά. Πότε πρόλαβαν και ξεφύτρωσαν αυτές οι γραμμές έκφρασης γύρω από τα μάτια της; Πότε το πρόσωπό της ντύθηκε με αυτή την αυστηρή έκφραση της θυμωμένης δασκάλας που απαιτεί πειθαρχία; Πότε ο χρόνος γλίστρησε μέσα από τα χέρια της μεταμορφώνοντάς τη σε μια άγνωστη;

 

 
 
 
 
 
 
Ξέθαψε από ένα συρτάρι τις αναμνήσεις. Ο χρόνος είναι μυστήριος. Κάποτε έμοιαζε με ένα ανυπόφορα χαρούμενο πλάσμα, βουτηγμένο στην ανεμελιά, με ένα ανίκητο χαμόγελο και μια δύναμη εσωτερική που μαγνήτιζε τους γύρω της. Θυμάται πως ακόμη και σε μοναχικές βόλτες, η αίσθηση της αναπτέρωσης, μια ανείπωτη αίσθηση ευφορίας, αγαλλίασης και σοφίας αλλόκοτης, νεότητας και ορμής, ήταν πάντα εκεί. Απότομα, αυτή η μορφή έσβησε. Εικόνα έγινε απόμακρη, ανάμνηση που είναι πάντα δίκοπο μαχαίρι. Της προκαλεί μειδίαμα νοσταλγικό αλλά και πόνο βαθύ. Το ανεπίστρεπτο είναι πάντα γοητευτικό. Πόνος και απωθημένο, κομμάτι από πάνω της αλλά συγχωνευμένο με άλλα, απόν κατά τα φαινόμενα, παρόν κατά την ουσία. Ξέχασε τι μεσολάβησε και έχασε εκείνη τη μορφή. Ξέχασε και έχασε. Σα να μη συναισθάνθηκε την ευθύνη της απέναντι στον εαυτό της. Δεν έλαβε θέση εξασκημένου παίκτη απέναντι στο χρόνο. Υπερεκτίμησε τη δυνατότητά του να τον ξεγελάει και τον άφησε να την ισοπεδώσει. Όλα όσα αγαπούσε, αυτά που σμίλευαν τη δική της όψη, τη διαφορετικότητα στη σκέψη και την έκφρασή της, την ανομολόγητη λαχτάρα της για ελευθερία. Την ψυχή της. Αρκεί ένα βράδυ όλο ψέματα και σκυφτά κεφάλια, με τον αέρα να φυσάει σαν τρελός και τη φυγή να γίνεται αιώνια φυλακή για να ξεχάσει αυτό που είναι. Για να το χάσει.
 
 
 
Αναστατωμένη, παίρνει τους δρόμους μέσα στην απριλιάτικη μπόρα, δε μπορεί, κάπου θα βρίσκεται το σταθερό της σημείο. Κοίταξε προσεκτικά στις λεωφόρους με τα αμέτρητα οχήματα, στα αποχαυνωμένα πρόσωπα των περαστικών, σε θορυβώδη σοκάκια, σε μαγαζιά με αντίκες και βιβλία από το χθες. Προσπάθησε με αγωνία να εντοπίσει ένα βλέμμα που θα την κινητοποιήσει, αλλά ο κόσμος την προσπερνάει με βιασύνη. Τριγύρω της μονάδες αυτάρκεις, κάθε ένας κουβαλάει μια ιστορία που είναι γραφτό της να μείνει ανείπωτη. Τρέχουν να προλάβουν όσα θα τους κάνουν να επιβιώσουν. Βάζουν τα δυνατά τους για να είναι πειστικοί, δε χρειάζονται κάτι, είναι ενημερωμένοι για όλα, μέσα σε όλα, μακριά από τον εαυτό τους. Αλλά φαίνονται καλά και αυτό είναι που έχει σημασία.
 
 
 
 Ξαποσταίνει σε μία γωνιά ανήμπορη να συνεχίσει την αναζήτηση. Ανασαίνει γρήγορα, εξαντλημένη από όσα δεν είδε. Το τοπίο γύρω της ασύλληπτα όμορφο, η βροχή έχει ηρεμήσει, αλλά τα πάντα είναι ανθισμένα και ένας νεογέννητος ήλιος ξεπροβάλλει διστακτικά. Σκέψεις ιλιγγιώδους ταχύτητας, κάτι σκαρώνουν πάλι στο νου της, επιθετικές και χωρίς προφανές νόημα. Έχει ξεχάσει πώς να αγαπάει. Τους άλλους, τον εαυτό της, τη ζωή. Το χάρισμα να διακρίνει ομορφιά και αγάπη ακόμα και στα πιο άγονα μέρη. Να δίνει, να δίνεται και πάντα να είναι πλήρης. Αναγεννημένη ακόμα και μέσα από τη φθορά. Γιατί η φθορά εξέλιξη είναι, μπορεί να μην είναι ανεπιθύμητη αλλοίωση, αλλά αναγκαία μεταμόρφωση. Για να βρει το σταθερό της σημείο ίσως πρέπει πρώτα να το χάσει. Για να βρει και άλλα πολλά που ξέχασε, που τα άφησε να της γνέφουν από μακριά.
 
 
Σε έναν κόσμο όπου κινητήρια δύναμη είναι η ανασφάλεια, πώς να νιώσει ασφαλής; Είναι επειδή η ασφάλεια κατοικεί εντός της. Όσο και αν την αναζητεί σε θαλασσοδαρμένα ταξίδια και μέσα από τα μάτια των άλλων, στη δική της τη ματιά θα την αναγνωρίσει. Όταν λυτρωθεί από την εμμονή της να είναι ασφαλής με το να είναι αρεστή, όταν εγκαταλείψει το φαύλο κύκλο του να διεκδικεί την αποδοχή του μέσου όρου, όταν πάψει να είναι και η ίδια μέσος όρος υπό το φόβο των αποκλίσεων. Παράξενη και αλλόκοτη, με όλα τα στραβά και τα αλλιώτικά της, με τη δική της φθορά ή εξέλιξη, με τη δική της ιστορία. Όπως τότε που περπατούσε σα χαμένη γιατί τα είχε βρει όλα. Με ένα αναίτιο χαμόγελο που σάρωνε όλες τις αιτίες. Με όλη την αγάπη του κόσμου να φωλιάζει εντός της. Ούτε που έβλεπε τα στραβά κοιτάγματα, ούτε που πρόσεχε τα ειρωνικά γελάκια. Ακόμα και να αναποδογύριζε ο κόσμος, εκείνη ήταν ασφαλής. Έτσι είναι τα σταθερά σημεία.

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

''Για πάντα''

Ο Μάρτης τον αποχαιρέτησε με τη γνωστή του αμφισημία. Χάθηκε σε μια απρόσμενη περιπλάνηση στο παγερό κέντρο, μέσα σε βαριά ντυμένες, σκυθρωπές φιγούρες. Ανακάλυψε μικρά διαμαντάκια που ήταν σε παράλληλους δρόμους, τόσο κοντά και τόσο μακριά συνάμα από τη μονότονη διαδρομή του. Μια στροφή, μια φαινομενικά ασήμαντη αλλαγή πορείας και ο κόσμος μοιάζει αλλιώτικος. Εξουθενωμένος ζητούσε αποτοξίνωση από τη ρουτίνα. Να βιώσει λίγες ακόμα στιγμές από ένα χειμώνα στη δύση του, αλλά και στην απογείωσή του, να πιει ένα ποτήρι κρασί να ζεσταθεί, να ξεχαστεί ακούγοντας τα βινύλια-κειμήλια που τον διακτινίζουν σε περασμένες αλλά όχι λησμονημένες εποχές. Η θύμησή της φλογερή και αξεπέραστη, παρά τον ισοπεδωτικό διάβα του χρόνου. Είναι η μνήμη η υπενθύμιση πως ο χρόνος ταρακουνά μόνο ό,τι είναι επιδερμικό, ό,τι τον αγγίζει στην ουσία δεν μπορεί να το αλλοιώσει. Το αναπαριστά με περίσσεια ζωηράδα, με θέρμη και πάθος, ένα βίωμα σε συνεχή αναζωογόνηση και αναθεώρηση. Κάθε φορά αλλιώς, κάθε φορά και πιο δυνατό, τον ζαλίζει και τον μεθάει.

 
 Είναι ο έρωτας αμετακίνητος στο χρόνο. Θεριεύει στο πέρασμά του, φλόγα που αναζωπυρώνεται. Ακόμα και αν δεν του δίνει τίποτα, ακόμα και όταν φωτογραφίζει τις ελλείψεις του ή τις φωτίζει και προβάλλουν όλο ανασφαλή αποκρουστικότητα. Να τον γεμίζει ό,τι δεν έχει, η φαντασίωση, το ενδεχόμενο, το ιδανικό. Ένα δικό του απίθανο-πιθανό, μια πίστη στο αδύνατο που την έχει καρπωθεί αθέλητα και τον διαφεντεύει. Η πίστη του ερωτευμένου στηρίζεται σε μια αλυσίδα από παράλογα, που γεννά η τυφλή και αδιαπραγμάτευτη επιθυμία. Μα τη χρειάζεται την απομάκρυνση από τη λογική, είναι τόσο κουραστικό να σκέφτεται με πειθαρχία σε επιβλητικούς κανόνες. Του δίνει μια αίσθηση αυτονόμησης από τον ενοχικό εαυτό του το να θεωρεί πιθανή την αναγέννηση μιας ιστορίας που είναι ενταφιασμένη στα συρτάρια του χρόνου , μετά από μία βεβιασμένη ετυμηγορία του.
 
 
Συχνά σκεφτόταν με κυνική καχυποψία το ''για πάντα'' των ερωτευμένων. Του θύμιζε την κάθε παράταιρη άνοιξη, τον κάθε προκλητικό Απρίλη, τον γεμάτο προσδοκίες και διάθεση μαγείας, που κατέληγε σε νεφελώδεις ουρανούς και καταιγίδες από το πουθενά. Σε έναν κόσμο σαρωτικών αλλαγών, να τολμάς να υπόσχεσαι αιώνια αμοιβαιότητα. Επιπόλαιες εκδηλώσεις παρορμητικών ή ρομαντικών ψυχών που πληγώνονταν στην πρώτη αναποδιά για να συνεχίσουν αδιόρθωτοι τις αφελείς τους απερισκεψίες.
 
 
 Μέσα από το χρόνο, κατάλαβε ότι το ''για πάντα'' δεν εμπεριέχει ποσοτικό προσδιορισμό, ούτε υπόσχεση, ούτε δεσμευτική συμφωνία. Άμεση απόρροια είναι του έρωτα που παγώνει στο χρόνο ακόμα και την πιο συνηθισμένη στιγμή. Ακόμα και μία στιγμή, μπορεί να γίνει για πάντα. Καταδικασμένος να την κουβαλάει εντός του, να την αναπαράγει, να τον σκλαβώνει σε αναδρομικά μονοπάτια, ανέγγιχτο να τον αφήνει η εξέλιξη. Μια επίθεση στον ορθολογικό του εαυτό που προσεύχεται για μια δαιμονική παράταση του χειμωνιάτικου σκηνικού. Όμως η Άνοιξη είναι εδώ, με τη φευγαλέα ομορφιά της, ανατρέψιμη αλλά με την οικεία ευεργεσία μιας αόριστης ελπίδας. Θα παρέλθει, αλλά θα είναι για πάντα μέσα του.
 
 
Δεν σκορπίζουν στο χρόνο οι αληθινές αναμνήσεις. Σα δεύτερη ζωή, πολύτιμη, τις φυλάει και γίνεται πιο αυθεντικός μέσα από αυτές. Χωρίς να προσπαθεί να τις καταλάβει, αφήνοντας απλά να τον κυριεύσουν. Όπως και αυτή η παράταιρη Άνοιξη που του χαμογελάει σαν μαγική αμφιβολία.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Φυγή δίχως αύριο

Μια βαλίτσα φθαρμένη από το χρόνο. Μετακινείται διαρκώς, κουβαλάει μυστικά, συνειδητοποιήσεις, συναισθήματα. Το απόσταγμα του χρόνου που δε μπορεί να αποτιμήσει. Γέμισε ο δρόμος παπαρούνες, ένας λαθραίος ήλιος την τυφλώνει, τα μάτια της πονάνε από την ομορφιά. Σε αέναη κίνηση, κόντρα στο θάνατο. Με αγωνία για να ανιχνεύσει ψυχή γύρω της, σε έναν κόσμο που φαίνεται γεμάτος από χαμένα άτομα. Τόσο φαγωμένα από την ανασφάλεια, τόσο μισερά, τόσο μικρά. Πάντα έψαχνε έναν αλλιώτικο προορισμό, κάτι ανοίκειο να την ξυπνάει από το λήθαργο, να διώχνει την αίσθηση ισοπεδωτικής συνέχειας και άγονης επανάληψης του χρόνου. Χάνει τον εαυτό της σε κάθε ταξίδι. Τον ξαναβρίσκει, ακόμα πιο αυθεντικό.Το να ανήκει κάπου είναι η κατάρα της εξάρτησης. Κι εκείνη θέλει αυτονόμηση από ό,τι της ληστεύει το χρόνο. Έτσι, έμαθε να μισεί τη μονιμότητα ενός και μόνο προορισμού που αποθεώνεται. Να τον ντύνει με προσδοκίες και να αντικρύζει έναν ξερότοπο, άνυδρο και άγριο. Αφιλόξενο, ενώ εκείνη γυρεύει καταφύγιο. Να εκλιπαρεί για ασφάλεια και να της προσφέρεται ο κίνδυνος.
 
 
 
Ο προορισμός είναι μια αυταπάτη που τιθασεύει την ανθρώπινη ανασφάλεια. Ένα υποτιθέμενα σταθερό σημείο που κινητοποιεί για το ταξίδι. Σπανίως ανταποκρίνεται στη φαντασίωση. Άλλωστε το ίδιο το ταξίδι είναι που την υπερβαίνει. Την αγάπη δεν τη συνάντησε σε προγραμματισμένα σκηνικά. Δεν ήταν το καταληκτικό σημείο που έδινε νόημα σε όλα τα πρωθύστερα. Την είδε ένα απόγευμα συννεφιασμένο, να τρέχει μέσα στο απρόσωπο πλήθος, να εξανεμίζεται μέσα σε λίγα δεύτερα γεννώντας μικρούς γρίφους. Συναρπαστική, χωρίς μια πελώρια αγκαλιά να στεγάσει τους φόβους, σαν κάλεσμα για το Άγνωστο, να ξεχειλίζει από αλήθεια και ζωή.
 

 
 
Η αγάπη στέκεται στη μέση του ταξιδιού, είναι δυνατότητα. Δίνει το περιθώριο να την εξερευνήσεις και να επιμηκύνεις τη σαγήνη της διαδρομής. Να τη γεμίσεις με συγκίνηση και επιθυμία, με εκούσια άγνοια και επιθυμία για γνώση. Είναι η δυνατότητα που σου δίνει δύναμη ακόμα και αν δεν τη χρησιμοποιείς. Και καθώς πασχίζεις να συναρμολογήσεις ένα-ένα τα κομμάτια του παζλ, σε βοηθά να καταλάβεις πως η ζωή δεν είναι ένα παιχνίδι με απλοϊκούς κανόνες και ενσωματωμένες οδηγίες χρήσης. Το μυστικό της ομορφιάς της είναι ότι δε θα γίνει ποτέ κατανοητή. Και όπως κάθε ταξίδι θα ήταν ανούσιο αν ήταν το τελευταίο, έτσι πάντοτε θα είσαι σε επαγρύπνηση για το επόμενο κομμάτι. Ακόμα και αν ποτέ δε θα εγκαταλείψεις την ελπίδα ότι το παζλ θα βγάλει νόημα, είναι στη φύση σου η ψευδαίσθηση του σπουδαίου. Τουλάχιστον κατάφερες να αγνοείς τις προκλητικές υποσχέσεις του προορισμού και προγραμμάτισες τη ζωή σου στο παρόν, στη φυγή δίχως αύριο.

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Τα αναπόδεικτα

Ούτε που κατάλαβε πότε τελείωσε ο Χειμώνας. Σκυφτός στους λογαριασμούς του, δεν ένιωσε τα κρύα βράδια, αν και χάθηκε στο αιφνίδιο μιας αυθόρμητης μπόρας. Και να που έφτασε στο κατώφλι μιας άνοιξης όλο βιασύνη, με ανθισμένες αμυγδαλιές στα πιο άχαρα δρομάκια, μυρωδιά από γιασεμί και έναν ήλιο να του δείχνει το δρόμο. Την καλημέρισε και ξεχύθηκε στο δρόμο. Η κατάνυξη μιας Κυριακής όπου η φύση πανηγυρίζει, το μοσχοβολιστό ψωμί από το διπλανό σπίτι, λουλούδια όλο χρώμα και παρέες μεθυσμένες, που αρπάζουν τη μέρα απ' άκρη σ' άκρη, εξόριστοι από σπίτι, με κανένα σημείο αναφοράς. Οι μοναχικές βόλτες νιώθει πως είναι κατοχυρωμένο του δικαίωμα. Αναγκαία πολυτέλεια για να ανακτά τον πολύτιμο χρόνο με τον εαυτό του και τα θέλγητρα που άφησε στη λήθη. Αφήνει κι εκείνη να ασχοληθεί με ό,τι την γεμίζει πραγματικά, χωρίς καταπίεση ή αίσθηση ότι πρέπει όλα να τα μοιράζονται. Για να τα μοιράζονται όλα πρέπει κάτι να φυλάνε για τον εαυτό τους. Αυτό που τους κάνει αληθινούς και ιδιαίτερους, τη σπίθα που τους κρατάει ζωντανούς, πέρα από την απλή επιβίωση και τη μαλθακότητα της σπατάλης του χρόνου. Τη φαντάζεται να απολαμβάνει το ζεστό της καφέ, χωρίς καμία γλύκα, δυνατό, μερακλίδικο. Να χάνεται στο βιβλίο που διαβάζει ξανά και ξανά, να ξαναζεί μέσα από την επανερμηνεία του. Ένοχη κάπως που περνάει τόσο όμορφα μόνη, αλλά με την αναπτέρωση που της δίνει η ικανοποίηση του να κάνεις ό,τι εσύ όντως επιλέγεις. Ο ίδιος, αναζητεί τον εαυτό του αποσπασματικά, δεξιά και αριστερά, σε αφίσες, συνθήματα, μορφές και κουβέντες του δρόμου. Μέσα από τις βάρβαρες εναλλαγές εικόνων αυτής της πόλης που εγκαθιστούν την ειρήνη μέσα του. Εκεί όπου χρώματα γκρίζα μπερδεύονται με φαιδρές αποχρώσεις από κόκκινο και κίτρινο, όπου οι ιδέες είναι γοητευτικές και όπου τίποτα δεν αποτελεί έκπληξη γιατί όλα είναι δυνατά. Ακόμα και τα αδύνατα.
 
 
 
 
 
 Μια ζωή ένιωθε πως κατρακύλησε σε έναν μαραθώνιο αποδείξεων. Μα πώς να αποδείξεις κάτι αν δεν το έχεις καν βρει; Μια ζωή σε σύγκρουση μετωπική με τις ενοχές και τις χίμαιρες που τον παρέσυραν. Η στιγμή δραπέτευε αλήτικα μέσα από την αγωνία του να επικρατήσει στα σημεία. Να δείξει αυτό που με πάθος ισχυριζόταν, ακόμα και την αγάπη του σε εκείνη. Να υπερβαίνει τις δυνάμεις του κατ' επανάληψη, ακόμα και αν αυτό σήμαινε να τρέχει ιλιγγιωδώς με το αμάξι μέσα στο σκοτάδι και την καταιγίδα για να τη βρει και να της πάρει μακριά τη θλίψη. Να μένει πάντα με τη φαντασίωση ότι ανοίγει την πόρτα εκείνου του αθέατου μπαρ και πίνει ρούμι ακούγοντας την πάντα αγαπημένη του μουσική. Σαν ένα διάλειμμα από τη ζωή στο οποίο γίνεται ο εαυτός του. Αυτός που έμαθε να απωθεί για να αποδεικνύει ότι είναι άριστος σε όλα. Με το χρόνο κατάλαβε ότι το μόνο γιατρικό στις ελλείψεις του που ολοένα θέριευαν, είναι η αλήθεια του. Μέσα από τις διαψεύσεις, ξεπροβάλλει η χαμένη αλήθεια του. Μέσα από πόνο βαθύ και αυτοαναιρέσεις αδέξιες. Η αλήθεια είναι λυτρωμένη από την ανάγκη να αποδεικνύεται, υπέρλαμπρη στέκεται ψηλά, μέσα στην αυτάρκειά της, για αυτό είναι παντοδύναμη. Δε χρειάζεται να της αποδείξει πόσο την αγαπάει, η αγάπη κραυγάζει ακόμα και μέσα από την απουσία . Αρκεί να υπάρχει. Δεν χρειάζεται να αποδεικνύει ότι όλα τα κάνει σωστά, γιατί έτσι είναι σα να αμφιβάλλει για την πορεία του που μπορεί να νοηματοδοτείται από τα λάθη. Ούτε πρέπει να ξορκίζει τη μοναχικότητά του σαν κάτι αφύσικο: κάθε τι που τον οδηγεί στον εαυτό του δε γίνεται να είναι αφύσικο. Ό,τι έχει την ανάγκη να αποδείξει, είναι ό,τι δεν έχει αξιωθεί να νιώσει. Με αυτές τις σκέψεις, η διαδρομή του έλαβε τέλος και με ένα μόνιμο χαμόγελο πήρε το δρόμο της επιστροφής.

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Άλλη μια Απόφαση

Γνώριμη αίσθηση. Ο χειμώνας εξανεμίζεται πρόωρα μαζί με ατροφικές αμφιβολίες και φόβους νικημένους. Δε θα υποταχθεί στον ανυπόφορο κύκλο των εποχών και των άγραφων κανόνων. Η ζωή του έδειξε πως όσα δεν καταφέρνεις να καταλάβεις σε ανυψώνουν. Κίνητρο του δίνουν να συνεχίζει τη διαδρομή με τα τόσα θέλγητρα, ακόμα και αν το συμπέρασμα απέχει έτη φωτός. Το συμπέρασμα είναι βιασύνη για την ουσία, σύνοψή της αλήθειας, μια αγκαλιά από οξύμωρα. Πόσες φορές πρόβαρε την ίδια σκηνή στο μυαλό του, όλο άπληστη αγωνία και αδιέξοδα, ένα αβάσταχτο μαρτύριο όλη του η ύπαρξη, πάντα ένα βήμα πίσω, πάντα σε ερωτοτροπία με τα ενδεχόμενα. Κουράστηκε να στήνει εμπόδια στον ίδιο του τον εαυτό και να κρύβεται βολικά πίσω από μια εικασία.
 
 
 
 
Χάθηκε στον ήλιο ένα μεθυσμένο μεσημέρι που τα πάντα φώναζαν ''ζωή''. Ξεχάστηκε στην αγαπημένη του διαδρομή στο κέντρο, στην ανεμελιά των προσώπων, στις σχεδόν ενορχηστρωμένες τους κινήσεις, στην ψυχή που σπαρταράει στο γέλιο τους. Είχε ξεχάσει πόσο όμορφη είναι η ζωή! Κλεισμένος στο ασφαλές του δωμάτιο, σε ένα μεταίχμιο όπου από τη μια έκαναν παρέλαση γιορτινές αναμνήσεις και από την άλλη φιγούραραν σκηνικά μιας επερχόμενης ζωής που συνέχιζε να είναι στην αναμονή. Τα χρόνια γλίστρησαν μέσα σε απορίες, αναμμένα τσιγάρα, εθιστική μουσική να ακούγεται ασταμάτητα και ζαρωμένες φωτογραφίες. ΄Ώσπου ένας απλός περίπατος τον φέρνει άξαφνα αντιμέτωπο με το δειλό εαυτό του. Είναι παράξενο πώς μια απλή στιγμή ξεδιαλύνει το γρίφο. Αυτό που είναι εκεί, δίπλα του, τα βήματα, οι λέξεις, η πόλη που αγαπάει από και για τις αντιφάσεις της, η κοπέλα με το μελαγχολικό βλέμμα που του θυμίζει έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, μια γιορτή που καθημερινά στήνεται εκεί έξω όσο αυτός την οραματίζεται και την προσμένει. ''Ζεις για το μέλλον και έτσι το αφήνεις να φεύγει'' του είχε πει ο καλύτερος του φίλος πριν χρόνια σε καλοκαιρινή απόδραση, και έμεινε να τον κοιτάζει σκεπτικός. ''Μια απόφαση είναι'', συνέχισε, ''Να βγεις έξω από τον εαυτό σου. Μια απόφαση είναι, να τον δεις αλλιώς. Και ας τρομάξεις, θα είσαι ελεύθερος''.
 
 
΄Ετσι είναι. Δε θα σε λυπηθεί ο χρόνος όσο εσύ λυπάσαι τον εαυτό σου. Υπάρχει κάτι ερωτικό στην επιτάχυνση. Μια γενεσιουργός δύναμη. Ένα λυτρωτικό σημείο όπου η στασιμότητα καταλύεται. Αρχίζεις από το μηδέν, ο εαυτός σου ξένος αλλά σύντομα γίνεται οικείος γιατί είναι γεμάτος δυνατότητες. Να βγεις έξω από τον εαυτό σου. Και όλα τρέχουν πολύ γρήγορα, δε μπορείς να τα ελέγξεις, αλλά αυτό είναι που σε συγκινεί. Είναι αυτό που χρόνια προσπαθεί να εκφράσει: είναι πιο σημαντικό να πάρεις μια απόφαση, παρά οι συνέπειές της. Γιατί το σπουδαίο είναι ότι, όποιες και να είναι, δε θα κάνουν καμία διαφορά.

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Αναχώρηση από την πραγματικότητα

Σκόρπιες στιγμές, αντηχούν στο μυαλό σου σε ένα σκοπό μυστικό. Εισιτήριο για αναχώρηση από την πραγματικότητα, το αγαπημένο σου ταξίδι. Και πάλι οι φόβοι, ανήμερα θεριά στη γωνία, να αρπάζουν την αυτάρκεια της στιγμής. Έμαθες με τον καιρό να τους τιθασεύεις, να τους ξεγελάς, να αναγνωρίζεις το ρόλο τους. Δε θες να σε σπρώξουν πάλι στην ακινησία. Μέσα από την κίνηση γυρεύεις ζωή, ανάσα, ένα σημάδι πως δεν είναι όλα μονοσήμαντα. Δίνεσαι με πάθος σε ό,τι δεν καταλαβαίνεις. Μια ζωή σε αναμέτρηση με γρίφους που ίσως στο τέλος αποδειχθούν απατηλοί. Μέσα από τη μη κανονικότητα του κόσμου, παλεύεις να λύσεις το δικό σου αίνιγμα. Κάθε μέρα μοιάζει διαβολεμένα όμορφη, μα κάτι πάντα σου ξεφεύγει. Κάπου αλλού, σε μια άλλη γειτονιά, με άλλα πρόσωπα και άλλα στέκια και όλα μεταμορφώνονται. Η γνώση που προπορεύεται και ποτέ δεν κατακτάται, η αγάπη που σε άφησε λειψό να την περιμένεις, αναμνήσεις όλο γκρίζο και ένας ληθαργώδης ύπνος γεμάτος από όνειρα-απωθημένα. Αυτό το ταξίδι έχει απέραντη μοναξιά. Μια σιγή απόλυτη, μια βαριά αλήθεια που δεν έχεις το θάρρος να σηκώσεις. Και το χρόνο να καλπάζει, να σε βαραίνει γεμάτος αναπάντητα ερωτήματα και απογοητευμένες προσδοκίες. Στο ρολόι σου, που είναι πάντα χαλασμένο, μπορείς να κάνεις ζαβολιές. Να υποκρίνεσαι έναν άλλο, να κρύβεσαι, να χάνεσαι στην αίγλη του δικού σου άχρονου κόσμου. Εκεί που δεν τρέχεις να προλάβεις κάτι και στο τέλος τα ζεις όλα. Γιατί η πραγματικότητα είναι ζόρικη και επιτακτική, κοιτάς το δέντρο και χάνεις το δάσος, κάθε μέρα ζεις στην αυτοτυραννία σου σκυφτός και μετά ψάχνεις τον ένοχο για να τον τιμωρήσεις.
 
 
 
 
 Θα αρκούσε ένα σπρώξιμο, μια φωνή στιβαρή, ένα τράνταγμα για να σε κάνει να συνέλθεις: η ζωή εκτυλίσσεται όλο θαύματα όσο εσύ είσαι δοσμένος στα βάσανά σου. Σε ένα φαύλο κύκλο, το ένα βάσανο μετά το άλλο, φροντίζεις επιμελώς να τα ανανεώνεις, μην αφεθείς λεπτό και δεις κατάματα πώς είναι η ζωή. Έτσι εξόριστος από την πραγματικότητα, έμαθες το όνειρό σου να το κάνεις εφιάλτη. Θέλει και το όνειρο τη δόση του από την πραγματικότητα για να επιβιώσει. Κι εσύ, θαμπωμένος από τη λαχτάρα της απόδρασης, ξέχασες το εισιτήριο της επιστροφής. Μα πρέπει να μπορείς να επιστρέφεις σε όλα εκείνα που φοβάσαι για να μην τα αφήνεις έτσι απλά να σε νικούν.

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Ονειρεύτηκα την ''Ευτυχία''

Ξύπνησε από ένα αλλόκοτο όνειρο. Μέσα στην υγρασία της νύχτας, με τη βροχή να ακούγεται ορμητική από έξω και το φως από τις αστραπές να τρυπώνει μέσα από τις γρίλιες. Έβλεπε πρόσωπα αλλοπαρμένα, με χαρακτηριστικά εξωτικά, να κοιτάζουν σαν από ύπνωση προς μια ορισμένη κατεύθυνση, μαγεμένα από την προσδοκία. Σύντομα, όμως, η έκφραση τους πάγωσε, έγινε πιο σκληρή, αρχικά θλιμμένη και έπειτα βλοσυρή. Το θέαμα δεν ήταν το προσδοκώμενο. Ήταν το ακριβώς αντίθετο. Σα να ανέμεναν ένα θαύμα και να τους χτύπησε αιφνιδίως μια συμφορά. Έπειτα ακούστηκε κάτι σα σήμα κινδύνου και οι μορφές εξαϋλώθηκαν από το φόβο.
 
 
Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τέτοια όνειρα. Τα φιλοξενούσε συχνά στον ύπνο του, ως απόρροιες της ανήσυχης φύσης του. Ο ύπνος είχε καταντήσει μαρτύριο. Εκεί ξεπηδούσαν ανελέητα όλες του οι φοβίες μέσα από μια σκέψη αφηνιασμένη. Χωρίς να ελέγχεται, η σκέψη γίνεται αληθινή. Άλλο το ζήτημα αν χλεύαζε την υποτιθέμενη συμβολικότητα των ονείρων ή αν πίστευε ότι ήταν καρπός του άγχους του. Συχνά, έπιανε τον εαυτό του να πασχίζει να ερμηνεύσει ένα όνειρο, με την ανατριχιαστική αίσθηση πως συνδέεται με κάποιο απωθημένο του βίωμα. Με αγωνία, μήπως ξαναδεί το ίδιο ή μήπως δει τη συνέχεια παρελθοντικών ονείρων. Αν το ξημέρωμα τον έβρισκε ξεκούραστο, με αδιατάρακτο ύπνο, σήμαινε πως ήταν σε πολύ ήρεμη ψυχική διάθεση.
 

 
Αυτό το όνειρο τον επισκέπτεται πολλές φορές κάθε μήνα. Είναι μια σκέψη που έχει ριζώσει μέσα του και έρχεται μεταμφιεσμένη, στην ακραία της μορφή. Η προσδοκία είναι προάγγελος απογοήτευσης. Χτίζουμε όλη μας τη ζωή σε άπληστες προσδοκίες για να βρούμε την πραγματικότητα κατώτερη αυτών. Πλάθουμε μια υποκειμενική εικόνα για το τι επιθυμούμε, ενώ είμαστε πολύ μικροί για το γνωρίζουμε έτσι αβασάνιστα. Η προσδοκία είναι θάνατος του αιφνιδιασμού. Και ο αιφνιδιασμός μπορεί να είναι λύτρωση. Βιαζόμαστε να δούμε την εικόνα όπως θαρρούμε πως θα μας αρέσει, και στο τέλος βλέπουμε κάτι που μοιάζει οικτρό. Γιατί δεν είμαστε εξασκημένοι στην υπομονή, στο ότι η ευτυχία θα έρθει όταν θα έρθει και το πλήρωμα του χρόνου και όταν θα είναι λιγότερο προσδοκώμενη. Γινόμαστε αποκρουστικοί όταν ικετεύουμε για ομορφιά. Την ομορφιά, όπως και την ευτυχία, πρέπει να την κερδίσουμε με το σπαθί μας , όχι να την καρτερούμε.
 
 
Όταν νιώσουμε ευγνωμοσύνη για όσα ζήσαμε και όχι απληστία για όσα ποθούμε, θα έχουμε κάνει ένα πρώτο βήμα. Αλλά έπειτα είναι και το άλλο. Η ευτυχία δεν είναι ένα καταληκτικό σημείο. Μια διαρκής αναζήτηση είναι, ένα αυτοτροφοδοτούμενο κίνητρο. Αν πιστέψεις ότι τη βρήκες, θα αισθανθείς κενός, ανυπόφορα δυστυχής. Ακόμα και αν αρπάξεις τη στιγμή που σου δωρίσει ευτυχία, πάντα θα την αναζητείς. Γιατί αυτό θα είναι το δικό σου ταξίδι, το δικό σου κίνητρο, η απορία και ο θαυμασμός σου για αυτό το απροσδιόριστο που σκορπίζει στις ψυχές την πληρότητα. Ευτυχία είναι να αναζητείς τη δική σου εκδοχή της ευτυχίας. Με ελπίδα πάντα, ποτέ με προσδοκία. Με αγάπη και υπομονή, χωρίς λαχτάρα για το τέλος. Έχει ο δρόμος τα δικά του δυνατά θέλγητρα. Τους γρίφους που έδωσαν απαντήσεις στα πιο ζόρικα ερωτήματα. Τις πιο θαρραλέες ερωτήσεις, τις πλέον άβολες αλήθειες. Και ομορφιά καλά κρυμμένη, για γερούς λύτες.

Αγάπη πέρα από το Χρόνο

Καθώς την παρατηρούσε να κάθεται γαλήνια στη θέση της δίπλα στο παράθυρο, με εκείνη την αινιγματική ηρεμία, σα να είναι καμωμένη ολόκληρη από αινίγματα, αισθάνεται ότι φυλακίζοντας μέσα σου μια στιγμή μπορεί να είσαι μια ζωή απελευθερωμένος. Χόρταινε την εικόνα της, γέμιζε η ψυχή του χρώματα και γέλια ηχηρά και φωνές οικειότητας. Στην εικόνα της χωρούσε μια ζωή ολάκερη. Πύρινα μεσημέρια μεθυστικής προσμονής, δροσερές νύχτες που ευχόταν να μην τελειώσουν ποτέ, πρωινά που τον έβρισκαν άυπνο, αλλά και πιο ζωντανό από ποτέ. Την αγαπούσε δίχως αιτία, αυτό ήταν προορισμένος να κάνει. Αυτόματα, με έναν τρόπο που καταργούσε την τετράγωνη λογική του. Είναι η αγάπη άρνηση της ύπαρξής σου όπως την ξέρεις. Δεν ήταν πια μονόχνωτος, δεν ένιωθε μονοσήμαντος που κυνηγάει στόχους υπερφιλόδοξους και όλα τα μετρά με ανταγωνιστικά μέτρα. Ξαποσταίνει από τον ανυπόφορο εαυτό του. Θυμάται πόσους χειμώνες σαν αυτόν έζησαν μαζί, πόσες χρονιές καλωσόρισαν όλο προσμονή, πόσα διαφορετικά βιώματα στέγασε το μικρό τους καταφύγιο.
 
 
 
 
 Η αγάπη όλα αλλιώτικα τα κάνει. Μεταμορφώνει και εσένα τον ίδιο, σε αναπροσδιορίζει, χαστουκίζει το θράσος σου που βιάζεται να βάλει ταμπέλα σε αυτό που είσαι. Όταν αγαπάς δεν είσαι, γίνεσαι. Αλλάζεις μέρα με τη μέρα, μαθαίνεις, εκπαιδεύεσαι. Με αγωνία κερδίζεις κάθε στιγμή τον άλλο γιατί αν τον θεωρήσεις δεδομένο, θα γευτείς μια αβάσταχτα επίπονη γεύση απώλειας.
 
 Άλλαζαν οι χρονιές, οι εποχές , οι στιγμές, και μαζί τους το περιβάλλον, οι συζητήσεις, οι μόδες, οι ανησυχίες. Με όλες τις συμβατικότητες και τη φαινομενική χροιά των γεγονότων, τους διαρκώς αυτοπροβαλλόμενους φίλους και μη, τις άσκοπες κουβέντες και τη θλιβερή καταπίεση της ουσίας. Με όλη την εξουθένωση μιας κοινωνίας που αφανίζεται με το τίποτά της, με όλο το απάνθρωπο του κόσμου που αχόρταγα καταναλώνει ό,τι στην πραγματικότητα διογκώνει τις ελλείψεις του, με όλα τα ανορθόδοξα και την γκρίνια σε ημερήσια διάταξη. Με το πρόσωπο της πόλης αλλαγμένο, γεμάτο φώτα, νέα μαγαζιά και θόρυβο, και όμως παράλογα μελαγχολικό. Μαζί της τίποτα δεν έμενε στάσιμο γιατί κάθε μέρα του έδινε ένα καινούργιο κίνητρο. Καταδικασμένος τα πάντα να θυμάται, εξασκημένος να λησμονεί ό,τι ήταν κύημα ατυχούς στιγμής.
 
 
Η αγάπη σε κάνει αυτάρκη. Είναι εκείνη η στιγμή που η παρανοϊκή φασαρία του κόσμου σωπαίνει και οι επιθυμίες σου στερεύουν λυτρωτικά. Μετουσιώνονται σε μία, πελώρια και αληθινή, που την ενσαρκώνει εκείνη. Σε ένα σύμπαν αποκαρδιωτικά ταχείας μεταβολής , εκείνη εκπροσωπεί τη δική του σταθερά. Ένα ταξίδι χωρίς γεωγραφική μετακίνηση. Να γίνεται καλύτερος για να κάνει εκείνη ακόμα πιο ευτυχισμένη. Στο απώγειο της ευτυχίας. Ολοκληρωτικά δοσμένος σε έναν έρωτα πέρα από το χρόνο, ξεκινά τη χρονιά μόνο για να τον δει να ακμάζει ακόμα πιο πολύ, να τον κυριεύει, να τον ανανεώνει, να τον κάνει από το μηδέν να αγγίζει πάλι την κορυφή. Και πάλι από την αρχή.

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Ζητείται Ειλικρίνεια

Δεν ήταν η πρώτη φορά που επέλεγε μια ωραιοποιημένη εκδοχή της αλήθειας. Ήταν σαν αυτόματος μηχανισμός, το δέλεαρ του βολικού πάντα υπερισχύει στα σημεία. Ήξερε πολύ καλά τα αδύναμα σημεία της, παρ'όλα αυτά ήταν πολύ άστοχη στο να τα καταπολεμήσει. Την κίνηση τα πρωινά στους δρόμους που τη φρικάρει, τα αγενή πρόσωπα τα στραγγισμένα από ανθρωπιά που την θλίβουν, η ακαταμάχητη τάση υπερκαταναλωτισμού όταν προσπαθούσε να γεμίσει τα κενά της. Ή δυο κουβέντες περιεκτικές, που ήθελε να ξεστομίσει σε όποιον υπαγόρευε τις απαντήσεις της ζητιανεύοντας για κολακείες. Πόσες φορές θα ήθελε να τολμήσει να ξεστομίσει ένα όχι σε μία θρασύτατη έκκληση, να διορθώσει μια αδικία, να καταργήσει την ασκητική της υπομονή ή να εκφράσει την αιχμηρή της άποψη! Αντ' αυτού, όσο και αν τα χρόνια κυλούν, εκείνη εξακολουθεί να παγιώνει στο διάβα τους όλα εκείνα που την κρατάνε ένα βήμα πίσω. Συνεχίζει να σερβίρει  ευάρεστες ερμηνείες της πραγματικότητας σε όλους τους ατσαλάκωτους που την περιστοιχίζουν, να παθαίνει ταχυπαλμίες όταν το αυτοκίνητό της παραμένει κολλημένο στην κίνηση και οι δείκτες του ρολογιού τρέχουν αμείλικτα, να γεμίζει σακούλες με άχρηστα πράγματα όταν κάτι πάει αντίθετα στα προγνωστικά.
 
 
 Λησμονεί την αλήθεια και εκλογικεύει το ψέμα. Μεταμορφώνεται στη δική της αλήθεια με φυσικότητα. Αποσιωπά ηδονικά τα κακώς κείμενα. Άλλωστε η αλήθεια δεν είναι υποφερτή. Πάει μαζί με μια αναίρεση πάντα, και ποιος πλέον έχει διάθεση να ξεκινήσει από την αρχή; Οι στόχοι που θέτει στο προπύργιο μιας νέας χρονιάς πάσχουν από μία εκ προοιμίου λιπόσαρκη θέληση. Την ασθενική πυγμή να αποδεχθεί την αλήθεια της , ακόμα και αν είναι τρομοκρατική. Την επαναστατική πράξη να λέει την αλήθεια, ακόμα και αν μείνει μόνη της και καταλήξει να περιβάλλεται από εχθρούς μόνο.
 
 
 
 Η ειλικρίνεια είναι η πιο υποτιμημένη αρετή. Στην πορεία την ταύτισε με αβάσταχτους μπελάδες. Ουδείς επιζητεί την αλήθεια και ουδείς την εκτιμά. Μια οικουμένη σε κρυφτό μαζικό από την αλήθεια, έρχεται η ώρα που βουλιάζει στο φρικτό της ψέμα. Πασχίζει να γλιτώσει μια μικρή απώλεια και στο τέλος στα χάνει όλα. Γιατί όλα πια είναι εικονικά, επίπλαστα, χωρίς καμιά ουσία. Είναι αυτά που επιλέγει, αυτά που αξίζει.
 
Ο μόνος τρόπος να είσαι αρεστός είναι να μην προσπαθείς να αρέσεις. Η προσπάθεια να πείσεις υποκρύπτει αμφιβολία, η παραποιημένη αλήθεια, έλλειψη ανακωχής με εσένα. Για αυτό και φέτος, που παρατηρεί τους άλλους να πορεύονται με μεγαλεπήβολες φιλοδοξίες και στόχους δομημένους σε βάσεις από ψέματα, το μόνο που θέλει είναι να γίνει αρκετά γενναία ώστε να ανταμώσει τη δική της αλήθεια. Να γίνει η ίδια αλήθεια, ακόμα και αν χάσει όλα τα άλλα , θα έχει κερδίσει το πιο σημαντικό.Εκείνο το απροσδιόριστο στοιχείο που όσο το αγνοεί ηθελημένα, της αρπάζει τη βούληση και την καθιστά αφανή. Που ,αν κατορθώσει να το αντικρύσει, θα βγει μπροστά, στο φως μιας ζωής που επιμένει να αποθεώνει την ασάφεια. Να δει τον κόσμο με μάτια άλλα, χωρίς το δεσμευτικό ιστορικό από ταμπέλες και στερεότυπα.
 
 
 Η ειλικρίνεια είναι η πρώτη υπέρβαση, η αφετηρία για την κατάλυση της στασιμότητας. Ιδανικό αφετηριακό σημείο, με πάντα αβέβαιο τέρμα.

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Στο δυνητικό εαυτό σου

Ξυπνάς μια μέρα με επαναστατική διάθεση. Να καταρρίψεις τα στερεότυπα, το ιστορικό που σε περιορίζει, που σε ορίζει με αφέλεια. Να αποδεσμευθείς από ετικέτες και κουτάκια και φόβους που γεννάς εσύ και εκείνοι θεριεύουν μέσα από την αυτοσυντηρούμενη δειλία σου. Να κοιτάξεις κατάματα το θρασύτατο ήλιο του Δεκέμβρη, τις λιακάδες που μια ζωή σου φαίνονταν παράταιρες. Να ξεκολλήσεις από όλα εκείνα που ριζώνουν εντός σου και αιχμαλωτίζουν τα πόδια σου στο έδαφος. Για τη στασιμότητα οι συνθήκες σπανίως είναι ένοχες. Εσύ που τις προτάσσεις θρασύδειλα και ζεις με μια φιλήδονη ενοχή είσαι που αυτοκαταστρέφεσαι. Μα μια στιγμή, πώς να απορρίψεις όλα όσα συνέβησαν; Διαδρομές και στόχους και όνειρα που ήταν πλάνες και έρωτες αναπόκριτους που χάθηκαν στη δύση της μέρας; Λέξεις και ταξίδια και φίλους που ξεμακραίνουν, ένα αντίο μεταμφιεσμένο σε μορφές αλλαγμένες και σκοτεινές;; Γιατί να αποδιώχνεις όσα σε έκαναν αυτό που είσαι τώρα; Γιατί ποτέ δεν κρατάς τα γεγονότα όπως πράγματι συνέβησαν. Ποτέ δε θα μάθεις την πραγματική τους υπόσταση, δεν είναι άλλωστε αυτό μέσα στις δυνατότητές σου. Επιμένεις να συντηρείς τη δική σου σημασιοδότηση, που αντί να σε πάει ένα βήμα εμπρός, σε καθηλώνει ένα βήμα πίσω. Στα γνώριμα που έχουν γίνει πια θάνατος. Γιατί έχεις ανάγκη το επόμενο βήμα, τα νέα μέρη και τους καινούργιους ανθρώπους, η περιπέτεια είναι στη φύση σου. Κανείς δεν είναι μονοσήμαντος. Κανείς δεν είναι στατικός μέσα στο χρόνο. Εκτός αν το επιλέξει.
 
 
 Συχνά σκέφτεσαι τι θα μπορούσες να είχες γίνει, εναλλακτικά. Το δυνητικό εαυτό σου. Μια στιγμή θα ήταν αρκετή για να ήσουν ένας Άλλος. Πόσες πλευρές σου μη αφυπνισμένες θα μπορούσαν να σε είχαν μεταμορφώσει, μα και πόσο τρομερή θα ήταν η απελευθέρωσή τους! Γιατί συνηθίζεις στο ασφαλές, σε εκείνο που νομίζεις πως μπορείς να ελέγχεις, για να μη μπορείς στο τέλος να ελέγξεις τίποτα. Εξάλλου στο ανεξέλεγκτο κρυφοζεί η πιο παράφορη χαρά. Βάζεις φραγμούς στις παράλογες πλευρές σου, αυτές που θα έρχονταν σε κόντρα με την οικεία εικόνα σου. Μα σήμερα σε διακατέχει μια ακαταμάχητη επιθυμία να απεγκλωβίσεις τις παράλογες πλευρές σου και να δεις τους πάντες να σαστίζουν μπροστά στην κατάρριψη των αλαζονικών προγνωστικών τους. Να ξεπεράσεις τα όρια που κλειδώνουν τη σκέψη και παγώνουν την ορμή σου. Να πεις αντίο σε παλιωμένα όνειρα που σε έχουν κάνει να σταματήσεις να ονειρεύεσαι. Να αγαπήσεις με πάθος όλα εκείνα που φοβάσαι. Να φωνάξεις όταν νιώθεις ότι αδικείσαι. Να μην πέσεις στην εκβιαστική παγίδα του χρόνου που σαν άτεγκτος κριτής καρτερά να αποτιμήσει τα συμβατικά σου επιτεύγματα. Να γίνεις αυτό που είσαι.
 
 
 Μόνο εσύ μπορείς να το μάθεις, και όχι χωρίς πόνο. Αρκεί να δυναμώσεις τη θέλησή σου για μακρόσυρτα ταξίδια γεμάτα αυτοαναιρέσεις, βάσανα, άγνοια, αλλά και ελευθερία, έρωτα, αγάπη. Για κάθε μεγάλη Κατάφαση, χρειάζεται πρώτα μια μεγάλη Άρνηση. Να αρνηθείς τον εαυτό σου και τον κόσμο όπως τον ξέρεις, για να τον αποδεχθείς, από την Αρχή.

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

Η ανεκπλήρωτη ευτυχία

Μιλάς για ευτυχία με ματιά σπινθηροβόλα. Γελάς που αδυνατείς να την ορίσεις, που δεν την προφταίνεις έτσι φευγαλέα που κρύβεται σε απειροελάχιστες υποδιαιρέσεις της στιγμής. Την φαντάζεσαι, πιο πολύ μοιάζει με απίθανη αρμονία. Κι έπειτα επιστρέφεις στη συνήθεια της κάθε κλωνοποιημένης μέρας, όπου όλα κουρδίζονται και η ακρίβεια των κινήσεων είναι παρανοϊκή. Δεν ξεκλέβεις ούτε το ένα χιλιοστό της στιγμής για μια παρασπονδία, για μια παράταιρη ματιά που θα ξεσκεπάσει την ευτυχία πίσω από προγραμματισμένες εκστρατείες που θέλουν όλα να τα χωρέσουν σε μια μέρα. Μένεις να αναρωτιέσαι γιατί η ζωή μοιάζει τόσο επίπεδη και εκείνοι που κάποτε νόμιζες πως γνώριζες με εξωγήινες φιγούρες που σε αγνοούν. Το ότι ο χρόνος τα ισοπεδώνει όλα είναι μία βολική εξήγηση. Ανοίγει παράθυρο και στον κυνικό εαυτό σου που παλιότερα δε λογάριαζε τη γενναιοδωρία των συναισθημάτων. Εξακολουθείς, όμως, να λαχταράς την ευτυχία. Κάτι αόριστο, εξιδανικευμένο, σχεδόν ασύλληπτο. Μα και κάτι που επιμένει να μετατοπίζεται στο χρόνο, να αιωρείται. Σα να αποφεύγει μεθοδικά να πραγματωθεί. Ίσως γιατί η υλοποίησή του να είναι απογοητευτική, ίσως επειδή η ευτυχία δεν είναι παρά φαντασιακή κατάσταση. Ή ίσως επειδή η ευτυχία χωρίς αυτογνωσία μπορεί να μετατραπεί σε ακραία μορφή θλίψης. Να μην αντέχεται. Να φανερώσει αλήθειες τρομερές, που δημιουργούν αμηχανία και μηδενίζουν τη γνώση για τα πράγματα. Είσαι βέβαιος ότι ποθείς την ευτυχία; Ή είναι το ενδεχόμενο αυτής που σε αναζωπυρώνει και σε βάζει στην αναμονή μιας ιδανικής κατάστασης που δεν έρχεται ποτέ; Μήπως τελικά η ευτυχία είναι ένα άλλοθι για τους ανόητους συμβιβασμούς σου; Άπιαστη και ακατανόητη, πίστεψες όλο δειλία στην ανυπαρξία της. Πίστεψες στην κανονική ζωή, σε αυτήν όπου οι μορφές δε συναντώνται ακόμα και αν βαδίζουν αντικρυστά. Είναι φυσιολογικό, η αποξένωση είναι Νόμος. Η ζωή είναι άδικη, σου το φωνάζει καθημερινά ο κυνικός εαυτός σου. Εκλογικεύεις την αδικία και λησμονείς ότι είναι στο χέρι σου να την ανατρέψεις. Αφήνεσαι στην ονειροπόληση, τροφοδοτεί την ψυχή σου με όσα δεν τολμάς να κυνηγήσεις. Έμαθες να ζεις έτσι. Την ανεκπλήρωτη ευτυχία. Η εκπλήρωσή της ισοδυναμεί με διάψευσή της .Γιατί η ευτυχία είναι νοερό κατασκεύασμα, ποτέ δε γίνεται υποστατή, ποτέ δεν είναι αντάξια της φαντασίωσης. . Και κάπως έτσι, το παίρνεις απόφαση: την ευτυχία είσαι πολύ μικρός για να την ορίσεις, αλλά μπορεί να αξιωθείς να τη  βιώσεις, μόνο για να καταλάβεις την απόλυτη άγνοια που είχες για αυτή.
 
 
 
 

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Παράξενες Διαδρομές.Από το Χάος, στη Γαλήνη

Καθώς περνάει ο καιρός με ρυθμούς καλπάζοντες, και η εποχή διαδέχεται βίαια η μία την άλλη, προτού οι αναμνήσεις προλάβουν να αποκρυσταλλωθούν μέσα μου, νιώθω τα πάντα να απομακρύνονται. Ξένα, εξανεμίζονται όπως τα φθινοπωρινά φύλλα στον σκοτεινό αιθέρα. Η κανονικότητα της μέρας, ο σωστός ρυθμός,η φυσιολογικότητα των σταδίων της ζωής. Οι απολογισμοί, πάντα τόσο ασύμφοροι. Θέλω απλώς να κρυφτώ από όλους και όλα, από την ανάγκη να είμαι αρεστή και αποδεκτή. Να πατήσω παύση στην καθημερινή φασαρία που με αποσυντονίζει και να ξαποστάσω σε ένα μέρος σιγής. Να συναντήσω τον πραγματικό μου εαυτό. Πάντα μου έλεγες ότι η εσωστρέφεια είναι καταστροφική γιατί εθίζεσαι σε αυτήν και παραμένεις στην αφάνεια. Ξεχνάς να ζεις. Από την άλλη, για εμένα η εσωστρέφεια είναι μια επιτακτική ανάγκη για να μάθω πώς θέλω να ζω. Ποια είμαι στα αλήθεια, τι ποθώ, τι εύχομαι, τι φοβάμαι. Η αλληλεπίδραση με διχάζει, με συγχύζει, με περιβάλλει με επιρροές ανάκατες που διεισδύουν αθέλητα μέσα μου.
 
 
 
 Γιατί η μοναξιά αντιμετωπίζεται τόσο εχθρικά; Γιατί ό,τι δεν αντέχουμε να ζήσουμε απλώς το περιθωριοποιούμε και το θεωρούμε συμφορά; Σε ό,τι τρέμουμε κρύβονται όλα εκείνα που έχουμε ανάγκη να μάθουμε. Αλλά συνήθως στρεφόμαστε στα ανώδυνα, για αυτό καρπωνόμαστε ισοβίως τον πόνο.Κι εγώ, μαστίζομαι από τη νοσηρή μου ανάγκη να προλάβω το απρόβλεπτο. Να ελέγξω τα πάντα, να μη βρεθώ ποτέ μπροστά σε μία έκπληξη, να ξέρω τι έπεται και σε πόση ώρα. Αυτοπαγιδεύομαι.Από φόβο για το χάος. Από τη συνειδητοποίηση ότι είμαι πολύ μικρή για να το ανατρέψω. Και όμως, στο χάος κρύβονται οι πιο απίθανες λύσεις.
 
 Είναι παράξενο, αλλά η τάξη και ο έλεγχος δεν είναι παρά εικονικές καταστάσεις, δημιουργήματα δικά μας για να νιώθουμε ισορροπημένοι.Εκεί όπου δεν μπορεί να ασκηθεί έλεγχος, ξεπροβάλλει η αλήθεια. Είναι απελευθερωτικό να αποδέχεσαι ότι αδυνατείς να αλλάξεις κάποια πράγματα, όσο και να το θέλεις. Ότι η ζωή γράφει τα δικά της ευρηματικά σενάρια την ίδια ώρα που εσύ στοιχηματίζεις πως ξέρεις το βιβλίο απ' έξω και ανακατωτά. Θα ήταν αφόρητα πληκτική προβλεψιμότητα. Να συμφιλιωθείς με το χάος, κάπου εκεί θα ανταμώσεις τη χαμένη γαλήνη σου.

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

Εκπαιδευμένοι στην αναμονή

Ζούμε τη ζωή μιας παρατεταμένης αναμονής. Αυτονομιμοποιείται, μέσα από άλλοθι και αναβολές νωχελικές, μέσα από εκτιμήσεις δήθεν συνετές..΄΄ σε λίγο καιρό θα είναι όλα καλύτερα''. ΄Σίγουρα αυτός είναι ένας μηχανισμός ώστε να νιώθουμε πως δεν τα έχουμε δει όλα, πως στη γωνία μας αναμένει κάτι αλλιώτικο, ζωογόνο, συναρπαστικό. Μας ελκύουν οι επαναπροσδιορισμοί γιατί επιτίθενται στην πλήξη. Από την άλλη, φτιαγμένοι από υλικό αντιφάσεων στην ολότητά μας, αναζητούμε με αγωνία ένα ασφαλές καταφύγιο. Όταν η αλλαγή αρχίζει να ερωτοτροπεί με τη ζωή μας έστω και ως πιθανότητα, κρίνουμε πιο λογικό να τη μεταθέσουμε για το ''αύριο''. Μόνο που η αλλαγή δεν είναι προγραμματισμένη, σα σίφουνας έρχεται και σε καλεί να αλλάξεις μέσα από αυτή, χωρίς να χαραμίσεις λεπτό σε ανούσια περισυλλογή.





 Και όμως, θεοποιήσαμε την αναμονή της κατάλληλης στιγμής. Θαρρείς και είμαστε τόσο σοφοί, ώστε να έχουμε ξεδιαλύνει την πρέπουσα αλληλουχία των γεγονότων και πότε πρέπει να συμβεί το καθένα. Η ζωή είναι μια γιορτή παράλογη! Ακόμα και αν λανθάνει κάποια μορφή λογικής σε όσα συμβαίνουν, αυτή είναι μη αποκωδικοποιήσιμη. Είναι η άγνοια συστατικό στοιχείο της διαύγειάς μας, αν καταλαβαίναμε πιο πολλά από όσα πρέπει, θα ήμασταν ανισόρροποι! Παρ' ολα αυτά, ποτέ δε θα είμαστε έτοιμοι για όσα ονειρευόμαστε. Είναι γιατί έχουμε πεισθεί ότι θα έρθουν όταν θα είμαστε τέλειοι, άμοιροι ελλείψεων. Ποτέ δε θα γίνουμε τέλειοι. Ακόμα και τη στιγμή της υπέρτατης αρμονίας, θα έρθει να μας βρει το ζιζάνιο της ανασφάλειας, εκείνη η φωνή που καταλύει την τελειότητα. Όσο και να την κάνουμε να πειθαρχεί, αυτή η φωνή θα είναι πάντα παρούσα. Γιατί είναι ανθρώπινη, όπως κι εμείς, δε γεννηθήκαμε για να την αναχαιτίζουμε. Μέσα από τις ελλείψεις μας θα βρούμε τα μέρη που λείπουν. Οι εκπαιδευμένες αναμονές ισοδυναμούν με αιώνιο τέλμα. Ποτέ δεν έρχεται η κατάλληλη στιγμή. Η κατάλληλη στιγμή περιμένει να την αναγνωρίσεις, να την αρπάξεις με δύναμη, να χαθείς σε μια μεγάλη κατάφαση ή μια μεγάλη άρνηση, να επιλέξεις. Ακόμα και αν χάσεις τον εαυτό σου, όταν τολμάς και αλλάζεις, θα είναι για να τον ανταμώσεις και πάλι, σε μια πιο δυνατή και αυθεντική εκδοχή του.

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Η απενοχοποίηση της επιθυμίας

Η επιθυμία. Φευγαλέα, αλλά και τόσο καθοριστική. Πώς γίνεται να σε καθρεφτίζει και να σε ακολουθεί σε κάθε σου βήμα ενώ ανήκει στο χτες; Συνδέεται με ένα κομμάτι του εαυτού σου που νομίζεις πως παρήλθε, αλλά είναι πάντα παρόν, να σε εμποδίζει όσο εσύ το αρνείσαι. Απορείς με τις παλιές σου επιθυμίες, απορείς με τον παλιό σου εαυτό που κυνηγούσε χίμαιρες μέσα από την αφέλειά του και κρυβόταν πίσω από ασφαλή μονοπάτια. Πάντα σε αδιέξοδα κατέληγε. Όσο περιφρονείς την κρυφή αξία του κινδύνου, τόσο έρχεσαι αντιμέτωπος με αυτόν. Δεν υπάρχουν ασφαλείς επιλογές, μόνο οι αυταπάτες μας που γεννά η υπερτροφική ψευδαίσθηση της αυτογνωσίας.
 
 Κρύβεσαι από την επιθυμία σου, τη βαφτίζεις καπρίτσιο ή απελπισία, δε σου αρμόζει, σε μπορεί να ήταν κάποτε δική σου. Σε ντροπιάζει έτσι όπως σου θυμίζει μια διάσταση του εαυτού σου που προσπαθείς να καταχωνιάσεις στη λήθη. Επιθυμούσες πάντα το αδύνατο. Το Λάθος. Εκείνο που στεκόταν απόμακρα από την αγέρωχη φύση σου. Να μην τσαλακωθείς, να μη δώσεις, να μη δοθείς.
 
 Οι απρόσφορες συγκυρίες αποτελούν πάντοτε ένα έξοχο πρόσχημα. Για όσα δεν τολμήσαμε, για ανείπωτα λόγια και έρωτες ανομολόγητους. Το Εγώ στο απυρόβλητο. Και κάθε βράδυ, που η λογική ξαποσταίνει, μια οχληρή φωνή κραυγάζει τις ελλείψεις μας, που είναι ολότελα δικά μας δημιουργήματα. Είναι προϊόντα της δειλίας μας να ξεπεράσουμε τον προκατασκευασμένο εαυτό, μια στερεοτυπική εικόνα που ευλαβικά συντηρούμε και επιμένουμε να αποθεώνουμε. Κάθε τι κείμενο εκτός αυτής της γνώριμης εικόνας, μοιάζει επικίνδυνα εχθρικό. Γιατί μας ξεβολεύει, ξεριζώνει από μέσα μας τα σχέδια, όλα εκείνα τα μέρη που ευθαρσώς φρονούμε πως χαρτογραφήσαμε ενώ εξακολουθούμε να είμαστε αστεία αποπροσανατολισμένοι.
 
Τι να τα κάνεις τα σχέδια σε έναν κόσμο που γιορτάζει το απρόβλεπτο; Δήθεν εχέγγυα ισορροπίας, ψευτοεπινοήσεις των ανθρώπων για να νιώθουν πως ορίζουν τη μοίρα τους. Και έπειτα, αν κάτι στραβώσει στο πλάνο, πάντα υπάρχει το αστάθμητο των απείθαρχων συγκυριών. Μέχρι που ένα φαινομενικά ωραίο πρωινό, ξυπνάς και δεν αναγνωρίζεις τίποτα. Ούτε καν τη μορφή σου. Δεν επιθυμείς κάτι, ούτε είσαι η επιθυμία κάποιου. Δε νιώθεις κάτι, αφού τριγύρω όλα μοιάζουν ξένα. Αν γύριζες το χρόνο πίσω, θα αναγνώριζες την επιθυμία σου και ας ρήμαζε τον ίδιο σου τον εαυτό. Ας σε διχοτομούσε, ας σε ισοπέδωνε. Η επιθυμία σου θυμίζει πόσο ευάλωτος είσαι, αλλά και πόσο δυνατός μπορείς να γίνεις. Αφού, όμως, τολμήσεις να δοθείς σε αυτή, να κάνεις θυσίες, ακόμα και να νιώσεις βαθύ πόνο και αγωνία. Μια αναμέτρηση με τα όρια του εαυτού σου, για να διαπιστώσεις πως απλώς δεν υπάρχουν. Δεν πρέπει να υπάρχουν. Να τα καταρρίπτεις κάθε μέρα. Με δικές σου, ζωογόνες ανατροπές.
 
Να τολμάς να επιθυμείς ό,τι σε αλλάζει. Η στασιμότητα είναι θάνατος, εμείς τη μπερδεύουμε με την ασφάλεια. Να γίνεσαι μικρός, για να μεγαλώσεις λίγο ακόμα, σε ανθρωπιά και αλήθεια. Να ξέρεις ότι η επιθυμία είναι παροδική, αφήνει όμως το στίγμα της στη δική σου διαδρομή προς την επόμενη, και μέσα από το εφήμερο συναντάς τη δική σου, αιωνόβια χαρά. Την απενοχοποίηση της επιθυμίας, όποια και αν είναι αυτή.

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

Μεγάλοι Δρόμοι

Δεν ήταν μια μέρα όπως όλες. Ήταν η μέρα που ένιωθε γιατί όλες οι άλλες ήταν κενές νοήματος και εκείνος βουτηγμένος σε έναν αιώνιο λήθαργο. Την ζούσε με όλους του τους πόρους, διέκρινε τα πρόσωπα, την επιδερμίδα, τη ματιά τους, τη μυρωδιά του κορμιού τους. Αυτοκίνητα και κόρνες, φωνές και λόγια, χρώματα και γειτονιές, ποτέ δεν φάνταζαν τόσο αρμονικά. Ίσως επειδή τίποτα από όλα αυτά δεν έμοιαζε πια μηχανικό, παράγωγο μιας δολοφονικής επανάληψης. Όλα έκρυβαν έναν λόγο, ένα αίτιο, που νοηματοδοτεί όλα εκείνα που άλλοτε ασήμαντα ήταν και άχρωμα.
 
 
 
Καμιά φορά οι δοκιμασίες αποκαλύπτουν τα όρια. Ακόμα καλύτερα, αποκαλύπτουν πως τα όρια δεν υπάρχουν. Και αν οι δοκιμασίες που έρχονται από το πουθενά αναποδογυρίζουν το σύμπαν σου ολάκερο, για να δυναμώσουν την πίστη σου στο τέλος, τι γίνεται όταν συνειδητά δοκιμάζεις τον εαυτό σου; Γιατί δεν είναι τα στερεότυπα των άλλων που σε ενοχλούν, όσο εκείνα που εσύ επινοείς και αναπαράγεις. Μια εικόνα για τον εαυτό σου στατική, απόλυτη και χωρίς περιθώρια ανασχεδιασμού. Μα οι ανασχεδιασμοί είναι ζωή, ευκαιρίες διόρθωσης σφαλμάτων, παράθυρο στην αλλαγή και το ρίσκο της. Η αυταπάτη της αυτογνωσίας περιχαρακώνει τις δυνατότητες σου, στεγανοποιεί τις κατευθύνσεις σου, σε κλείνει σε κουτάκια που ευθαρσώς καμώνονται τα πολύξερα, σε μια επίφαση τάξης! Μωρός και ανέλπιδος εγκλωβίζεσαι εκεί μην τολμώντας να λοξοδρομήσεις.
Τη στιγμή που θα αποφασίσεις όλα να τα δεις αλλιώς, να ξυπνήσεις χωρίς λεζάντες στο μυαλό και κατηγοριοποιημένα συναισθήματα, να ξεριζώσεις την καχυποψία από μέσα σου και τους τόνους του αρνητισμού που σε καταδιώκουν σε ολοήμερες διαδρομές, θα αισθανθείς την πιθανότητα πως όλα τα απίθανα μπορούν να συμβούν. Από το μηδέν, από το πουθενά, απλώς επειδή δεν πείσθηκες πως έφτασες κάπου. Η κορυφή ψευδαίσθηση είναι που μπορεί τάχιστα να σε ρίξει στο ναδίρ, ο κορεσμός αλαζονικός καρπός ενός εαυτού που έχει ακόμα πολλά να μάθει.
 
 
 
 Συνήθως κουβαλάμε έναν εαυτό που φρονεί πως είναι παντογνώστης. Που αποθεώνει τη δική του σκοπιά και την θεωρεί αντικειμενική και ορθότερη. Χτίζουμε θεωρήσεις τη μία πάνω στην άλλη, βολευόμαστε πίσω από βολικά συμπεράσματα και βγάζουμε ένα στεναγμό ανακούφισης πως το νικήσαμε το μυστήριο, πως η ζωή βγάζει, επιτέλους, νόημα. Και όσα και αν αλλάζουν γύρω μας, όσες απώλειες και ερχομοί να μας ταρακουνάνε, εμείς παραμένουμε πιστοί σε αυτό τον αφελή εαυτό που περιχαρακώνει τις δυνατότητες. Αρνείται να βαδίσει από το σκοτεινό δρομάκι, αρνείται τις εναλλακτικές λύσεις το ίδιο αφόρητα άλυτο πρόβλημα, αρνείται να οικοδομηθεί από την αρχή. Να πάψει να λέει'' εγώ δεν είμαι έτσι.. με τίποτα δε θα το έκανα αυτό'', γιατί  η  ευτυχία κρύβεται σε όλα εκείνα που επιμένουμε να απορρίπτουμε.
 

 
 
Δοκιμάσθηκε, με μικρά και μεγάλα. Μπήκε σε κόντρα ρόλους που του έδωσαν πνοή. Ξεστόμισε το απρόσμενο, το αλλοτινά ανείπωτο. Περπάτησε σε δρόμους χωρίς φως που πάντοτε τον φόβιζαν. Ξεχάστηκε σε όλα εκείνα που του θύμιζαν θάνατο. Ένιωσε ολοκληρωτικά ζωντανός μέσα σε όλα αυτά που η σκέψη του έκανε να μοιάζουν με τερατουργήματα. Είδε την ομορφιά να του αναζωπυρώνει την πίστη, σε τόπους που θεωρούσε απελπιστικά άσχημους. Μέσα στις αντιφάσεις, κρυβόταν το νόημα που πάντα του ξέφευγε.
 
 
 
 Και οι φόβοι, από τόσο κοντά, φαίνονται παράξενα μακρινοί. Σα να ξεθωριάζουν ολοένα και να σβήνουν, παράγωγα μιας φαντασίας που τους έχει ανάγκη. Χρειάζεται να τους πλησιάζεις για να μη σε απωθούν από όσα λαχταράς. Να νιώθεις πως εσύ τους χειραγωγείς και πως, αν σε κατευθύνουν, είναι γιατί εσύ το επιτρέπεις. Να δεις τον εαυτό σου να πανηγυρίζει σε ένα ατελείωτο κύμα μεταλλάξεων. Για να γίνεις αυτό που είσαι, πρέπει να απορρίψεις την αυταπάτη των αποκρυσταλλωμένων εικόνων. Πάντα θα υπάρχει κάτι άλλο, κάτι ανατρεπτικό, που θα σου θυμίζει πόσο δρόμο έχεις ακόμα...Ευλογία οι μεγάλοι δρόμοι γιατί η ευτυχία αποκορυφώνεται πριν το μεγάλο τέρμα.

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Ανακωχή, όπως Αγάπη

Στο γαλαξία μου, βρέχει συνέχεια. Η νεφέλη του ουρανού, ο αχνιστός καφές, αμέτρητα βιβλία, η γοητεία των λέξεων. Παροδικές αγάπες στο δικό μου αιώνιο Φθινόπωρο. Ανάποδος άνθρωπος. Ποτέ δεν κατάφερα να διακρίνω γοητεία σε ένα καλοκαίρι. Νιώθω πως πολλοί γύρω μου προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους ότι τους αρέσει το Καλοκαίρι. Να κρύψουν τη δυσθυμία τους πίσω ενθουσιασμό γεμάτο υποκρισία για όλα εκείνα που επιβάλλεται να τους αρέσουν. Γκρινιάζω ολημερίς για την ανυπόφορη ζέστη και την υγρασία που με εξουθενώνει. Για τις εφιαλτικές ειδήσεις που έχω σταματήσει να βλέπω και να ακούω. Για την αυθάδικη αυτοπροβολή όλων όσων θαρρούν πως το σύμπαν ολάκερο περιστρέφεται γύρω από την ανυπέρβλητη ύπαρξή τους. Για την ελπίδα, που πλανερά μου καλλιεργούν, σε μέρες αλλιώτικες. Η ελπίδα είναι αιχμαλωσία μεταμφιεσμένη. Όταν η απογοήτευση από την αναίρεσή της καρτερά στη γωνία, αισθάνομαι την προδοσία που νιώθει ο αφελής, από τον ίδιο του τον εαυτό.
Με ξάγρυπνο βλέμμα, υποψιασμένο και γεμάτο από την αγωνιώδη απόγνωση εκείνου που τίποτα δεν παζαρεύει γιατί τίποτα δεν έχει να χάσει, ζυγίζω, διακρίνω, εκτιμώ. Η ματαιοδοξία του κόσμου σάρωσε και τη δική μου αξιοπρέπεια. Όλα γύρω μου έγιναν μόδα. Κοινοποιώ για να νιώθω ότι ζω. Λες και ζω για κάποιον άλλο και ζητώ τη δική του την έγκριση ή μέθεξη. Λείπω εγώ από τη ζωή μου και καρτερώ να τη νοηματοδοτήσουν άλλοι που γίνονται παρόντες με το έτσι θέλω. Κοινοποιώ διαρκώς, μέχρι να γίνω γραφικός. Και όσο πάει γίνομαι κοινός, ένας μέσα σε όλους, λησμονώ το πρόσωπό μου, με το προσωπείο καθεστώς. Και τρέμω μη με δουν στα αζήτητα, να προσεύχομαι για λίγες σταλαγματιές βροχής και περαστικούς έρωτες, να μην πεθάνω από την πλήξη του κανόνα.
 
 
 
 
Η κανονικότητα θάνατος είναι και εμείς που τη γυρεύουμε απλώς θνητοί. Πώς να δω το πρόσωπο των διπλανών μου, όταν αποφεύγω να αντικρύσω το δικό μου; Πώς να ακούσω με προσοχή το συνομιλητή μου όταν σκαρώνω αυτάρεσκα την επόμενη πνευματώδη ατάκα; Πώς να πιστέψω σε κάτι καλύτερο, όταν κρύβομαι σα δειλό ανθρωπάκι πίσω από τη βολική απραξία μιας χυδαίας κινδυνολογίας; Μα και πώς να αλλάξω όσα αφόρητα μου πυρπολούν τη γαλήνη όταν τα αληθινά δαιμόνια κατοικοεδρεύουν εντός μου και τα αναπαράγω ασταμάτητα;
 Την έκπληξη γυρεύω, ένα ασυμβίβαστο όχι. Το να γυρίσω την πλάτη στο χειροκρότημα του πλήθους.Το να μη με νοιάζει πια ένα περιφρονητικό σχόλιο ή μια κριτική αποδοκιμασίας. Το να κόψω τον ομφάλιο λώρο από συνήθειες που με εξοντώνουν, από σχέσεις συνήθειας που φράζουν το δρόμο σε κάθε νέα ζωή και δυνατότητα. Το να συγχωρέσω όσους με πίκραναν, να δώσω άφεση αμαρτιών και σε εμένα για τις αστοχίες μου. Ήρεμος και σε πλήρη ανακωχή με αυτό που είμαι. Χωρίς διάθεση να το προβάλλω ως υποψήφιο ελκυστικό προϊόν προς σχολιασμό και περαιτέρω επεξεργασία. Εκεί όπου συμφιλιωμένος με όσα είμαι και όσα δεν έχω, θα συναντηθώ με τις επιθυμίες μου που μου γνέφουν τώρα σαν γρίφοι, και οι εχθροί μου φίλοι θα γίνουν καρδιακοί, σε ένα παρανοϊκό παιχνίδι μεταλλάξεων, σε ένα δικό μου ορισμό της δικής μου πραγματικότητας.
 Ανακωχή, όπως αγάπη. Για τον Άλλο, για εσένα, για τη ζωή, και ας μοιάζει συχνά με παρατεταμένο πόλεμο. Γίνεσαι οι αντιφάσεις σου και ξαναγεννιέσαι μέσα από αυτές, όταν μαθαίνεις να ζεις μαζί τους. Τότε θα δίνεις και θα παίρνεις αγάπη δίχως όρους, γιατί δε θα τους έχεις ανάγκη.

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Μια αλυσίδα εξαρτήσεων

Έκλεισε το φως στο δωμάτιο που κόχλαζε, όπως και οι σκέψεις του. Το Καλοκαίρι κυλάει όσο πιο ανούσια γίνεται, με καταιγισμό τραγελαφικών εξελίξεων σε μια κοινωνία που ατροφεί, με πρωτοφανείς πολιτικές ιλαροτραγωδίες και μορφές που γκρινιάζουν για όσα τους λείπουν. Ο ίδιος, αποφεύγει να βγαίνει τη μέρα, η ανακύκλωση των ίδιων στιγμών και οι χειρονομίες μιας νομοτελειακής αναγκαιότητας του θυμίζουν πόσο εφήμερα είναι όλα. Τη νύχτα μόνο παίρνει τους δρόμους γυρεύοντας αλήτικη ανεμελιά, και κάνει όλα όσα αγαπούσε πάντα.
 
 Σε σαρώνει ο χρόνος άμα του επιτρέψεις να επιτεθεί στις προσωπικές σου ιεροτελεστίες. Η θανάτωση της συνήθειας είναι ανάσταση της ουσίας σου, αυτού που όντως είσαι, και που χάνεται μέσα στην επανάληψη πανομοιότυπων σκηνών, σε ένα λήθαργο της κάθε πιθανής και απίθανης παραλλαγής.
 
 Μα πια στράγγιξε από πάνω του όλες τις εξαρτήσεις. Γυναικείες μορφές που ζητούσαν ένα κομμάτι από την ψυχή του για να αντισταθμίσουν το κενό που γεννούσε η δική τους ανασφάλεια, φίλοι που συναντά σε δαιμονικές ενέδρες της τύχης σε δρόμους ανήλιαγους, που ψιθυρίζουν ''γεια'' και ακούγεται εκκωφαντικά σαν ''αντίο'', ξένοι που εισέβαλλαν στον προσωπικό του χώρο μέσα σε μία μόνο στιγμή, ίσως και άθελά τους. Όλοι αυτοί τον ακολουθούσαν, τον συνδιαμόρφωναν, τον καθόριζαν. Ποτέ δεν ήταν μόνος, ένα μωσαϊκό εξαρτήσεων η ύπαρξή του , και οι νέες του πλευρές, θνησιγενείς, παρέμεναν στην αφάνεια. Μέσα από ατέλειωτους νυχτερινούς περιπάτους, συνομιλίες του δρόμου και σκληρή δουλειά με τα δαιμόνιά του μακριά από το οχληρό φως της μέρας, τα ξέχασε όλα. Μόνος βέβαια, αλλά με εκείνη την ενάργεια του συνειδητοποιημένου ανθρώπου που αυτοκαθορίζεται. Οι σχέσεις στα μάτια του δεν είναι παρά απεγνωσμένες απόπειρες εξόντωσης της ανασφάλειας. Μόνο που, καλλιεργώντας εξαρτήσεις αυτοτροφοδοτούμενες, ως βάση για την ύπαρξή τους, διαιωνίζουν την ανασφάλεια.
 
 Μπορείς να λυτρωθείς από όλα, όχι όμως από τον εαυτό σου. Και όσο τον κρύβεις μέσα από επιδέξιες παραλείψεις και ανώδυνους συναγελασμούς, εκείνος σκαρώνει την αιφνίδια  ανάδυση στην επιφάνεια. Μόνος σου μπορείς να βρεις τη λύση γιατί αναγκάζεσαι να δεις κατάματα το πρόβλημα. Και είναι η δική σου, ξεχωριστή ματιά, που έχει βαρύτητα. Μακριά από καθρέφτες και άλλα βοηθητικά στοιχεία, σε ένα παιχνίδι για γερούς λύτες, όπου τις ατέλειές σου δεν τις βλέπεις, τις αισθάνεσαι μόνο. Δεν τις αρνείσαι, γιατί γνωρίζεις ότι είναι η πηγή της ομορφιάς σου, αφού σε οδηγούν στο να γίνεσαι καλύτερος. Δεν αγωνιάς για έναν κολακευτικό λόγο ή για ένα σχόλιο παρηγοριάς. Ευτυχισμένος γίνεσαι όταν έχεις εξασκηθεί στον πόνο. Τα ευάρεστα σχόλια είναι για τους φυγόπονους, που μπερδεύουν την αρμονία μιας εικόνας, με την ισορροπία της ουσίας της. Η αυτάρκεια, όμως, είναι μαχαίρι δίκοπο. Η αποστασιοποίηση από έναν ξέφρενο κόσμο, φρενάρει την επιθυμία σου να τον ανακαλύπτεις, και αυτό ισοδυναμεί με μικρό θάνατο. Ο κόσμος μεταβάλλεται διαρκώς, ακόμα και όταν η στασιμότητα μοιάζει εδραιωμένη. Η αυτάρκεια μπορεί να είναι παραπλανητική, μια αυταπάτη που τροφοδοτεί το υπερφίαλο του χαρακτήρα.
 
 
 
Το νιώθει κάτι βράδια παράξενα όμορφα, με πλουμιστή σελήνη και αεράκι δροσερό, που θα εκτιμούσε στ' Αλήθεια λίγη αληθινή συντροφιά. Τότε η ζωή μοιάζει με αδιέξοδο, μονότονη και επίπεδη, και η αυτογνωσία με παγίδα που του στερεί την αυτοδύναμη στιγμή και τις δυνητικές της υποσχέσεις. Γίνεται μικρός, ασήμαντος, εξαρτώμενος από τον εαυτό του, καταδικασμένος σε μονομερείς ενέργειες. Και είναι τότε που καταλαβαίνει ότι η πραγματική αυτάρκεια δεν εχθρεύεται τις εξαρτήσεις. Συμβιώνει μαζί τους, σε μία σχέση συγκρουσιακή, που γεννά νέες δυσκολίες και νέα θαύματα. Τις αναγνωρίζει, συμφιλιώνεται μαζί τους και παύει να τις παίρνει στα σοβαρά. Μα και τον εαυτό του πια δε λαμβάνει σοβαρά υπ 'όψη: ποιος ξέρει με τι διάθεση θα ξυπνήσει πάλι αύριο; Μόνο που επιμένει να κλείνει την τηλεόραση- αντίκα που αναπαράγει την ανθρώπινη ηλιθιότητα μανιωδώς και ανακατεύεται στο πλήθος χωρίς να τρέμει την αληθινή αλληλεπίδραση με τους άλλους.
 Άλλωστε, η ζωή είναι ανύποπτα αστεία, πότε τραγική, πότε φαιδρή, πότε όλα αυτά μαζί, μια αλυσίδα εξαρτήσεων από την οποία είναι αδύνατη η απεμπλοκή, και , αν ποτέ καταστεί δυνατή, οδηγεί στη χείριστη μορφή εξάρτησης, σε εκείνη από το υπερτροφικό Εγώ σου.

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Η επώδυνη Αλήθεια σου

Πάντα κάτι μένει. Στο επισκίασμα της Αλήθειας σου, στο όνειρο που τραυματίζεται από μία αστοχία κυνισμού, στις περιπλανήσεις που βγάζουν μια κραυγή ματαιότητας. Ζαλίζεσαι μέσα στους θολούς σου λογισμούς, δεν είναι δυνατό να είναι καν δικοί σου, δε γίνεται εσύ να ήσουν αυτός που διέσχισε αυτό το δρόμο και δεν παρατήρησε τίποτα. Γυρεύεις την αλήθεια σου που σε πονάει, δε σου φταίει κανείς άλλος που εσύ δεν αντέχεις τη θέα του ουρανού. Σκύβεις και κοιτάζεις χαμηλά, αυτό το πιο κάτω από τις περιστάσεις είναι πια ο κανόνας. Σε ενοχλεί να είσαι ένας κανόνας και εσύ. Τυπικός, σαφής, ανεξαίρετος.Από την άλλη, σε πονάει να ζεις με την αλήθεια σου που σαν γρίφος σε αλλοιώνει και αρπάζει κομμάτια από τη σάρκα και την ψυχή σου. Ένα ολοκληρωτικό δόσιμο. Ακόμα και στις εποχές που τίποτα δεν προμηνύει ένα σωτήριο θαύμα, τότε που λαχταράς όσο ποτέ τη σωτηρία, υπάρχει μια εικόνα, μία λέξη, μία σκέψη, που θυμίζει πως τίποτα δεν πάει χαμένο. Όταν έχεις χαθεί μέσα στην αλήθεια σου, όταν έχεις χαθεί μέσα σε κάποιον άλλο, η ζωή σε αγγίζει, δε σε προσπερνά. Ακριβώς τότε που τα θαύματα δεν προμηνύονται, αρχίζεις να τα διακρίνεις εσύ. Ίσως είναι παράγωγα της τόλμης και της δύναμης που ανέσυρες μέσα από τα συντρίμμια και το θάνατο του διαφορετικού. Συναρμολογείς απαρχαιωμένα σου κομμάτια, που, στο τέλος, μοιάζουν εντελώς καινούργια. Δικά σου όλα, ακόμα και αν κάποτε σε ρήμαξαν, μέσα από την πάλη, γεννήθηκε μια νέα οντότητα. Εσύ. Παράξενος, χαμένος στη μοναχικότητά σου, απόκοσμος πάντοτε, αλλά με τη γνώση που μπολιάζει τα πάντα ομορφιά. Με τη γνώση ότι τίποτα δεν είναι φευγαλέο, εκτός αν του το επιτρέψεις. Είσαι ο δημιουργός της δικής σου αιωνιότητας, με τον πόνο και την αλήθεια αδιαχώριστα και θαυματουργά της στοιχεία.