Στο μυαλό της, κυριαρχεί ένα χάος από προθεσμίες. Σημειωματάρια και χαρτάκια αυτοκόλλητα με μικροσκοπικά γράμματα(όσο πιο πολύ βιάζεται, τόσο συρρικνώνει τα γράμματά της), δυσανάγνωστα πρέπει και ακόμα πιο αδιευκρίνιστα θέλω. Σήμερα ο δρόμος την έβγαλε σε ένα μέρος με μαγική επενέργεια. Στην τύχη, για υποχρέωση πάλι, αλλά αυτό το μέρος της θυμίζει ποια είναι και την κάνει να ξεχνάει τα ανούσια. Βρέθηκε αυτό το μυστήριο Φθινόπωρο πάλι κάτι να προσμένει, με τη ματιά πίσω και την ψυχή μπροστά. Και το τώρα να της ξεφεύγει, η ίδια, γνώριμη ιστορία.
Είπε να ξεκινήσει από τα μικρά. Σταμάτησε να πίνει καφέ το πρωί, τόσα χρόνια με μια συνήθεια αχώριστη, καιρός να αναθεωρήσει. Φρέσκος χυμός, άλλωστε για να ξυπνήσει πρέπει απλώς να το θέλει. Η καφεϊνη ξεγελάει τη λειψή της πυγμή, βαρέθηκε να αυταπατάται. Η δροσιά του πρωινού, ο γενναιόδωρος ήλιος και η κατανυκτική ησυχία, τη συναρπάζουν. Αποφάσισε στη στιγμή να μπει στο μαγαζάκι που πάντα χάζευε από έξω και ποτέ δεν περνούσε το κατώφλι του. Γέμισε μια σακούλα μυρωδιές από μπαχαρικά και βότανα και φρεσκοκομμένο καφέ. Την έβαλε προσεκτικά στην πελώρια τσάντα της, που αναδύει τη μυρωδιά ενός παμπάλαιου βιβλίου και μιας ασφυκτικά γεμάτης ατζέντας. Είναι σα να ακούγεται μουσική από κάπου, παρότι η ησυχία είναι κραταιά. Ορκίζεται ότι ακούει τη φωνή της Hope Sandoval, αιθέρια και μαγευτική...ίσως είναι που περιμένει αδημονώντας τις νέες μουσικές της περιπλανήσεις. Γαλήνια η ψυχή της, θαύμασε τα κιτρινωπά φύλλα των δέντρων να πέφτουν στους πάγκους των υπαίθριων βιβλιοπωλείων, ένιωσε μια απρόσκλητη ψύχρα να τη διαπερνάει, μύρισε πικραμύγδαλο και κανέλα από το γειτονικό παντοπωλείο. Η ώρα πέρασε σαν αστραπή και η καθημερινότητα την περίμενε στη γωνία με τα χέρια πλεγμένα σε στάση άμυνας. Και όμως. Θυμήθηκε όλα εκείνα τα μικρά που αγαπάει και την κάνουν αυτό που είναι.
Κάθε μέρα παίρνει τη μορφή που της δίνει. Γίνεται η ανάμνηση που η ίδια επιλέγει. Από όλο το σκοτάδι του κόσμου, μπορεί να επιλέξει το φως. Αλλά ξεχνάει ότι μπορεί, και η πίστη στη δυνατότητα είναι η βάση της επιλογής.
Πήγαινε καιρός που επέτρεψε στον εαυτό της να κάνει αποστασία από το πρόγραμμα. Κατάλαβε πως το πρόγραμμα είναι, σε ένα βαθμό, αυτοσχέδια εμμονή. Παίρνει ανάσα από όλα όσα αφήνει να την πνίγουν. Η ίδια θέτει τους κανόνες, η ίδια εισάγει τις εξαιρέσεις. Ελεύθερη, ανέμελη, αληθινή. Αυτά που τόσο καιρό ψάχνει να βρει πού τα άφησε να εξανεμιστούν. Τον χαρούμενο εαυτό της που χάνεται στα θέλγητρα μαγικών διαδρομών. Στο φως που ξεπροβάλλει απρόσμενα, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Απλώς επειδή επέλεξε να το δει.