Και τι δε θα έδινε για ένα Καλοκαίρι όπως τον παλιό καιρό. Μήνας ολάκερος ανεμελιάς, καμωμένος από χρώματα δειλινού, βουτιές, αλμύρα και γέλια χωρίς αρχή, μέση ή τέλος. Πειράγματα αμίμητα, τρέξιμο, κρυφτό από άγχη και ενηλικότητα, παραγκωνισμός των δεικτών του ρολογιού. Έφευγε ο χρόνος ανάμεσα σε φευγάτες στιγμές όπου η ευτυχία πάντα εκρήγνυται. Ανάμεσα σε κύματα και κόκκους άμμου χρυσαφένιας, σε φέτες από καρπούζι και ήχους ξεχασμένης μαγείας.
Ωρίμαζαν χωρίς λέξεις. Μέσα από βίωματα μόνο που τα άρπαζαν με λαχτάρα και με σοφία τα οικειοποιούνταν. Και άνθιζε ο έρωτας και η φιλία, χωρίς πολλά πολλά, με λίγα και εκλεκτά.
Όλο τον υπόλοιπο χρόνο προσδοκούσαν με νήπια επιθυμία αυτό το μήνα. Τον Αύγουστο που ο χρόνος ξαπόσταινε. Αποκαμωμένες υπάρξεις και οι ίδιοι γίνονταν πάλι παιδιά. Σα να έσβηναν ταμπέλες, νόρμες και δεδομένα που αθέλητα τους προσέδωσαν οι συνθήκες, ο πυρετός της κάθε αρρωστημένης μέρας, τα πρόσωπα που αναγκάζονταν να υποδυθούν.
Mε τον καιρό αυτά τα Καλοκαίρια εξελίχθηκαν σε προκαθορισμένη συνάντηση με τον αυθεντικό εαυτό τους. Σε αντάμωση με συναισθήματα και αλήθειες ισοπεδωμένες από τη φθορά του ουδέτερου σκηνικού. Μόνο μαζί ήταν αυθεντικοί. Παρέα δεμένη, με την οικειότητα εκείνη που δεν έχει ανάγκη διαρκούς ανανέωσης. Η επαφή, ακόμα και όταν είναι σπάνια, είναι λυτρωτική, εφόσον στηρίζεται σε αυθεντικά θεμέλια.
Κάπως έτσι, κυλούσε σαν το γάργαρο νερό ο καιρός, και λίγο πριν τα τέλη του Αυγούστου τα πρόσωπα κουβαλούσαν ένα άχθος, κάτι σαν απόσταγμα μελαγχολίας, σαν αναπότρεπτη επισκίαση της ανόθευτης χαράς. Το τοπίο αλλοίωνε μία αγέρωχη νεφέλη προστάζοντας επανάκαμψη στα χιλιάδες διαφορετικά κομμάτια που τους τεμάχιζε η άσπλαχνη ρουτίνα. Η συνήθεια, αμφιεσμένη εγκληματίας, διαλέγει την περιβολή του φυσικού νόμου και μοιάζει μοναδική επιλογή.
Και αν γερνάνε, είναι επειδή οι ίδιοι παραδίδονται αμαχητί στη συνήθεια. Με μια αγκαλιά από αναμνήσεις, θα συντηρούν τον αυθεντικό εαυτό τους. Σε πείσμα των καιρών που κελεύει εκπτώσεις στην διαφορετικότητα. Και θα αποζητούν στις παρυφές της στιγμής ποικίλες αποδράσεις. Θα κρυφοζεί η αυθεντικότητα, σαν φλεγόμενος αντίλογος σε δεσποτικό μονόλογο. Και θα ανασταίνεται περίτρανα στο ραντεβού της ετήσιας αντάμωσης.
Σαν αυγουστιάτικη Ευλογία.
Ωρίμαζαν χωρίς λέξεις. Μέσα από βίωματα μόνο που τα άρπαζαν με λαχτάρα και με σοφία τα οικειοποιούνταν. Και άνθιζε ο έρωτας και η φιλία, χωρίς πολλά πολλά, με λίγα και εκλεκτά.
Όλο τον υπόλοιπο χρόνο προσδοκούσαν με νήπια επιθυμία αυτό το μήνα. Τον Αύγουστο που ο χρόνος ξαπόσταινε. Αποκαμωμένες υπάρξεις και οι ίδιοι γίνονταν πάλι παιδιά. Σα να έσβηναν ταμπέλες, νόρμες και δεδομένα που αθέλητα τους προσέδωσαν οι συνθήκες, ο πυρετός της κάθε αρρωστημένης μέρας, τα πρόσωπα που αναγκάζονταν να υποδυθούν.
Mε τον καιρό αυτά τα Καλοκαίρια εξελίχθηκαν σε προκαθορισμένη συνάντηση με τον αυθεντικό εαυτό τους. Σε αντάμωση με συναισθήματα και αλήθειες ισοπεδωμένες από τη φθορά του ουδέτερου σκηνικού. Μόνο μαζί ήταν αυθεντικοί. Παρέα δεμένη, με την οικειότητα εκείνη που δεν έχει ανάγκη διαρκούς ανανέωσης. Η επαφή, ακόμα και όταν είναι σπάνια, είναι λυτρωτική, εφόσον στηρίζεται σε αυθεντικά θεμέλια.
Κάπως έτσι, κυλούσε σαν το γάργαρο νερό ο καιρός, και λίγο πριν τα τέλη του Αυγούστου τα πρόσωπα κουβαλούσαν ένα άχθος, κάτι σαν απόσταγμα μελαγχολίας, σαν αναπότρεπτη επισκίαση της ανόθευτης χαράς. Το τοπίο αλλοίωνε μία αγέρωχη νεφέλη προστάζοντας επανάκαμψη στα χιλιάδες διαφορετικά κομμάτια που τους τεμάχιζε η άσπλαχνη ρουτίνα. Η συνήθεια, αμφιεσμένη εγκληματίας, διαλέγει την περιβολή του φυσικού νόμου και μοιάζει μοναδική επιλογή.
Και αν γερνάνε, είναι επειδή οι ίδιοι παραδίδονται αμαχητί στη συνήθεια. Με μια αγκαλιά από αναμνήσεις, θα συντηρούν τον αυθεντικό εαυτό τους. Σε πείσμα των καιρών που κελεύει εκπτώσεις στην διαφορετικότητα. Και θα αποζητούν στις παρυφές της στιγμής ποικίλες αποδράσεις. Θα κρυφοζεί η αυθεντικότητα, σαν φλεγόμενος αντίλογος σε δεσποτικό μονόλογο. Και θα ανασταίνεται περίτρανα στο ραντεβού της ετήσιας αντάμωσης.
Σαν αυγουστιάτικη Ευλογία.