Κρυφοκοίταξε
μέσα από μία μικρή χαραμάδα για να
αντικρύσει την αίγλη του χτες.Μια διάχυτη
παιδικότητα σε πρόσωπα που αποθέωναν
την ανεμελιά, χαμόγελα που έτρεχαν να
προλάβουν τη βιασύνη μιας στιγμής,
αδιάφορα για τα μυστικά του. Τι να
αποκωδικοποιήσουν όταν οι γρίφοι τους
έμοιαζαν ξένοι; Βίωναν με λαχτάρα το
τώρα, θαρρείς και η φευγαλέα σαγήνη του
υποσχόταν μια συναρπαστική αιωνιότητα.Και
ένιωθαν, τολμούσαν να νιώσουν με όλη τη
δύναμη της ψυχής τους. Ένας κόσμος
μικρός, με στιγμές τόσο μεγάλες,
μεγαλοπρεπείς μέσα από την απλότητά
τους, από την τόλμη τους να είναι αυτό
που είναι. Περιφέρονταν στην θαυματουργή
πόλη απελευθερωμένοι από την αξίωση
για κάτι παραπάνω, για εκείνη την άπληστη
επιθυμία που παγιώνει την στέρηση. Είναι
η συνάντηση των ψυχών σε μυστήρια
σταυροδρόμια, είναι η διακωμώδηση του
φόβου, είναι η ανίχνευση του νοήματος
πίσω από το φαινομενικά ασήμαντο. Η ίδια
αίσθηση, η ίδια ανάταση, η ίδια δυναμική.
Κι
έπειτα ο αποχαιρετισμός με τη ζωή αιωνίως
παρεμβαίνουσα, η αλλαγή, η απομάκρυνση,
ο μετασχηματισμός. Μα εκείνη η εικόνα
είναι σφηνωμένη εντός της, πεισμώνει
απέναντι στις επιταγές του χρόνου,
αρνείται να ενδώσει σε έναν υπόγειο
φόβο. Και η ψυχή επανίσταται, γυρεύει
την ελευθερία της, έτσι όπως γαλήνευε
εκείνα τα πρωινά μαγείας με λίγες λέξεις,
μέσα από τα γέλια και τα δάκρυα.
Παρατηρεί
τον εαυτό της να μεταμορφώνεται σε κάτι
που γνώριζε ότι κρυφοζούσε μέσα της. Σε
έναν εαυτό που οδηγείται στο φως,
ατενίζοντας τους φόβους του από μακριά,
φαίνονται σαν μινιατούρες που παραδόξως
την κυβερνούσαν μέχρι πρότινος.
Εγκατέλειψε την ερωτοτροπία με το
σκοτάδι, με τον πελώριο φόβο ότι θα
βυθιστεί σε αυτό. Άλλαξε πόλεις, τα
χρόνια σάρωσαν την οικειότητα και όμως
η ιστορία είναι καταδικασμένη σε
επανάληψη.
Αλλάζουν
οι δρόμοι μόνο, αλλάζουν οι πρωταγωνιστές.
Και ο φόβος που έχει σιγήσει πια, δεν
μπορεί να πάρει κάτι από μέσα της. Οι
δρόμοι είναι αλλιώτικοι, σχεδόν την
μαγεύουν μέσα από τις αποκρουστικές
τους αντιθέσεις. Οι συνοδοιπόροι
ξεπροβάλλουν μέσα από αναίτιες συναντήσεις
σε λεωφόρους μοναχικότητας. Άθελά τους,
κάνουν και εκείνον τον πρώτο κόσμο να
αναβιώνει, σα να μην παραδόθηκε ποτέ
στο χρόνο, σα να νοηματοδοτεί τα αλλοτινά
και τα κατοπινά. Δεν θέλει να εντοπίσει
το νόημα μέσα από αυτές τις διασταυρώσεις
βημάτων γιατί αυτές ξετυλίγουν το νόημα
από μόνες τους.
Με
τον καιρό τις ονόμασε συναντήσεις
ευλογίας. Είναι αυτές που υποδουλώνουν
το φόβο, που γιγαντώνουν την αγάπη.
Εκείνες που ουδέποτε θα καταφέρουν να
γίνουν φευγαλέες, ακόμα και αν φαινομενικά
είναι. Γιατί εγγράφονται μέσα της, την
καθοδηγούν, την καθορίζουν. Την γεμίζουν ευγνωμοσύνη διαχρονική,της
δίνουν τη δυνατότητα να ξαποστάσει σε
έναν κόσμο που τρέχει καλπάζοντας. Είναι
η δική της σωτηρία από ένα βέβαιο ξόδεμα.
Όσο και να κοιτάξει πίσω, πάντα μπροστά
θα είναι το βλέμμα της. Το θαύμα δεν
είναι ορατό στους γκρίζους δρόμους
αυτής της πόλης που αγαπάει..Είναι γιατί
το θαύμα έγινε και το νιώθει μέσα της...