Ούτε που κατάλαβε πότε τελείωσε ο Χειμώνας. Σκυφτός στους λογαριασμούς του, δεν ένιωσε τα κρύα βράδια, αν και χάθηκε στο αιφνίδιο μιας αυθόρμητης μπόρας. Και να που έφτασε στο κατώφλι μιας άνοιξης όλο βιασύνη, με ανθισμένες αμυγδαλιές στα πιο άχαρα δρομάκια, μυρωδιά από γιασεμί και έναν ήλιο να του δείχνει το δρόμο. Την καλημέρισε και ξεχύθηκε στο δρόμο. Η κατάνυξη μιας Κυριακής όπου η φύση πανηγυρίζει, το μοσχοβολιστό ψωμί από το διπλανό σπίτι, λουλούδια όλο χρώμα και παρέες μεθυσμένες, που αρπάζουν τη μέρα απ' άκρη σ' άκρη, εξόριστοι από σπίτι, με κανένα σημείο αναφοράς. Οι μοναχικές βόλτες νιώθει πως είναι κατοχυρωμένο του δικαίωμα. Αναγκαία πολυτέλεια για να ανακτά τον πολύτιμο χρόνο με τον εαυτό του και τα θέλγητρα που άφησε στη λήθη. Αφήνει κι εκείνη να ασχοληθεί με ό,τι την γεμίζει πραγματικά, χωρίς καταπίεση ή αίσθηση ότι πρέπει όλα να τα μοιράζονται. Για να τα μοιράζονται όλα πρέπει κάτι να φυλάνε για τον εαυτό τους. Αυτό που τους κάνει αληθινούς και ιδιαίτερους, τη σπίθα που τους κρατάει ζωντανούς, πέρα από την απλή επιβίωση και τη μαλθακότητα της σπατάλης του χρόνου. Τη φαντάζεται να απολαμβάνει το ζεστό της καφέ, χωρίς καμία γλύκα, δυνατό, μερακλίδικο. Να χάνεται στο βιβλίο που διαβάζει ξανά και ξανά, να ξαναζεί μέσα από την επανερμηνεία του. Ένοχη κάπως που περνάει τόσο όμορφα μόνη, αλλά με την αναπτέρωση που της δίνει η ικανοποίηση του να κάνεις ό,τι εσύ όντως επιλέγεις. Ο ίδιος, αναζητεί τον εαυτό του αποσπασματικά, δεξιά και αριστερά, σε αφίσες, συνθήματα, μορφές και κουβέντες του δρόμου. Μέσα από τις βάρβαρες εναλλαγές εικόνων αυτής της πόλης που εγκαθιστούν την ειρήνη μέσα του. Εκεί όπου χρώματα γκρίζα μπερδεύονται με φαιδρές αποχρώσεις από κόκκινο και κίτρινο, όπου οι ιδέες είναι γοητευτικές και όπου τίποτα δεν αποτελεί έκπληξη γιατί όλα είναι δυνατά. Ακόμα και τα αδύνατα.
Μια ζωή ένιωθε πως κατρακύλησε σε έναν μαραθώνιο αποδείξεων. Μα πώς να αποδείξεις κάτι αν δεν το έχεις καν βρει; Μια ζωή σε σύγκρουση μετωπική με τις ενοχές και τις χίμαιρες που τον παρέσυραν. Η στιγμή δραπέτευε αλήτικα μέσα από την αγωνία του να επικρατήσει στα σημεία. Να δείξει αυτό που με πάθος ισχυριζόταν, ακόμα και την αγάπη του σε εκείνη. Να υπερβαίνει τις δυνάμεις του κατ' επανάληψη, ακόμα και αν αυτό σήμαινε να τρέχει ιλιγγιωδώς με το αμάξι μέσα στο σκοτάδι και την καταιγίδα για να τη βρει και να της πάρει μακριά τη θλίψη. Να μένει πάντα με τη φαντασίωση ότι ανοίγει την πόρτα εκείνου του αθέατου μπαρ και πίνει ρούμι ακούγοντας την πάντα αγαπημένη του μουσική. Σαν ένα διάλειμμα από τη ζωή στο οποίο γίνεται ο εαυτός του. Αυτός που έμαθε να απωθεί για να αποδεικνύει ότι είναι άριστος σε όλα. Με το χρόνο κατάλαβε ότι το μόνο γιατρικό στις ελλείψεις του που ολοένα θέριευαν, είναι η αλήθεια του. Μέσα από τις διαψεύσεις, ξεπροβάλλει η χαμένη αλήθεια του. Μέσα από πόνο βαθύ και αυτοαναιρέσεις αδέξιες. Η αλήθεια είναι λυτρωμένη από την ανάγκη να αποδεικνύεται, υπέρλαμπρη στέκεται ψηλά, μέσα στην αυτάρκειά της, για αυτό είναι παντοδύναμη. Δε χρειάζεται να της αποδείξει πόσο την αγαπάει, η αγάπη κραυγάζει ακόμα και μέσα από την απουσία . Αρκεί να υπάρχει. Δεν χρειάζεται να αποδεικνύει ότι όλα τα κάνει σωστά, γιατί έτσι είναι σα να αμφιβάλλει για την πορεία του που μπορεί να νοηματοδοτείται από τα λάθη. Ούτε πρέπει να ξορκίζει τη μοναχικότητά του σαν κάτι αφύσικο: κάθε τι που τον οδηγεί στον εαυτό του δε γίνεται να είναι αφύσικο. Ό,τι έχει την ανάγκη να αποδείξει, είναι ό,τι δεν έχει αξιωθεί να νιώσει. Με αυτές τις σκέψεις, η διαδρομή του έλαβε τέλος και με ένα μόνιμο χαμόγελο πήρε το δρόμο της επιστροφής.