Το φως έμπαινε από τις γρίλιες σαν ενοχλητικός εισβολέας. Ήθελε να χαθεί στο βαθύ σκοτάδι της, σε εκείνο που χωρούσαν οι θύμησες όλες σε εναγκαλισμό με τον πόνο. Με έναν πόνο που αγκιστρώνει τη στιγμή, αιχμάλωτή του και έρμαιο την κάνει, ένα αιώνιο μαρτύριο. Να μη μπορεί να αγαπήσει πια, να μην έχει τίποτα να δώσει, να μην τρέφει τη νοσηρή προσδοκία για αντάλλαγμα. Ξύπνημα σε μία Άνοιξη αναβλητική. Ακόμα και η φύση, τιμωρός της ανθρώπινης μωρίας.
Τι να τον κάνεις τον ήλιο όταν δεν το αντέχεις καν; Όταν σου υπενθυμίζει το σκοτάδι, το αδιέξοδο μέσα σου; Η Άνοιξη είναι δυσβάσταχτη χαρά, όταν έχεις μάθει να ερωτοτροπείς με τη θλίψη . Πάντα παράταιρη θα έρχεται δίπλα σου, ειδικά όσο πασχίζεις να ξεγλιστρήσεις.
Να που το ξύπνημα αυτό τη βρίσκει σε άλλο τόπο και άλλο χρόνο. Δεν αναγνωρίζει κανέναν, δε γνωρίζει τίποτα. Βλέπει τριγύρω κάτι αλαφιασμένες φιγούρες να αντανακλώνται με αυταρέσκεια σε έναν ταλαιπωρημένο καθρέφτη. Μέσα από τα προσωπεία τους, παραμορφώνεται και αυτός. Κάτι μουρμουρίζουν όλη την ώρα, κενό από νόημα, συμβολίζει το κενό μέσα τους. Την έλλειψη που γεννά η αρρωστημένη επιθυμία για ολοκλήρωση. Μέσα από λάθος δρόμο. Βιαστικό, θρασύδειλα απλό, μια βασιλική οδός για αυτό που λαχταρούν, πατώντας επί πτωμάτων. Στα ακατάληπτα λόγια τους, κεφάλια γνέφουν καταφατικά, ανταπαντούν με ισόποσες δόσεις υποκρισίας, λογαριάζουν σιωπηλά ποια θα είναι η επόμενη ζαριά τους.
Σε κάποιο μορφασμό τους, σε κάποια αδιόρατη έκφρασή τους, είναι σα να ξαποσταίνει ο θεατρινισμός και επανέρχεται το οικείο. Κάτι της θυμίζουν, αλλά σύντομα το λησμονεί. Ξένη, ανάμεσα σε ξένους. Φοβήθηκε κάποτε να ξεστομίσει ένα αντίο, μα τα αντίο τα λέει ο χρόνος, με τον πιο απίθανο τρόπο.
Όσο και αν επιμένει να συντηρεί τα προϊόντα του χρόνου όπως ήταν, εκείνος τα μετασχηματίζει με καταστροφική μανία, τα αλλοιώνει, τα θανατώνει, τα αναγεννά. Το μη αναγνωρίσιμο, σωτήριο όσο και σκλαβωτικό. Γιατί αυτές οι αλλόκοτες μορφές την πλησιάζουν με ένα παράξενο χαμόγελο στα χείλη, άλλοι κρατούν λουλούδια και άλλοι τείνουν τα χέρια τους, της εύχονται χρόνια πολλά, μετά βίας καταλαβαίνει τι λένε. Την ενημερώνουν ότι μεγάλωσε κατά ένα χρόνο και εκείνη ψάχνει να βρει το ρολόι που άφησε το χρόνο στάσιμο στους δείκτες του και αυτός έτρεξε σαν τρελός. Νιώθει τόσο μικρή, νιώθει να μικραίνει στη ματιά τους, ποιοι είναι όλοι αυτοί, ποια είναι η ίδια μέσα από τα γυάλινα μάτια τους; Ακόμα πιο ξένη, όλα έσβησαν στο λεπτό, το φως πλημμύρισε αδιάκριτα το δωμάτιο, τα λουλούδια εμφατικά της θυμίζουν την ανυπόφορη άνοιξη, ο καθρέφτης της φιλοξενεί τώρα το ναρκισσισμό αυτών των αγνώστων.
Μένει να ονειρεύεται κάτι εποχές που περίμενε την άνοιξη σαν μικρό παιδί, που μεγάλωνε στην ψυχή και στο μυαλό, κέρδιζε την αλήθεια της μέσα από βλέμματα αγάπης, τραβούσε την κουρτίνα να κυριαρχήσει το φως στο χώρο, έβγαινε με το ποδήλατο πρωί και επέστρεφε με τη δύση του ήλιου σπίτι. Τότε που τα πρόσωπα ήταν οικεία και απλά, μιλούσαν ακόμα και χωρίς λέξεις, χαμογελούσαν και ήταν αρκετό. Η Άνοιξη ήταν παρούσα ακόμα και αν το τοπίο επέμενε να σκεπάζει τα πάντα με χιόνι. Δεν ήταν ξένοι, δεν ήταν ξένη, μόνο η αγάπη τους ένωνε σε μέρες ηλιόλουστες, σοφές. Ερχόταν η νύχτα και το σκοτάδι έφευγε, ο χρόνος κυλούσε μόνο στους δείκτες του ρολογιού, γιατί όσο και αν έτρεχε, παρέμεναν νέοι. Ή Άνοιξη μέσα τους δεν έτρεμε μπροστά στα χειμωνιάτικα φόβητρα, ήξερε πόσο εφήμερα είναι. Έχει ο καιρός γυρίσματα, ψιθύριζε, και στεκόταν νηφάλια σε μια γωνιά, για να τα απολαύσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου