Το πρωινό ήταν νεφελώδες, με αναλαμπές ηλιοφάνειας. Η αναποφασιστικότητα του Μάρτη, στο ζενίθ. Αμφίθυμη η μέρα, όπως και η ψυχή του. Ποικιλία διαθέσεων, σαν προπαρασκευή για αυτό που επιθυμεί, για αυτό το ανομολόγητο που σκαρφαλώνει στις άκρες των χειλιών του. Μέρες πέρασαν, με τη στυφή γεύση της προδοσίας να τον τυραννάει. Την προδοσία δεν ξέρεις πώς να την χειριστείς, αίφνης σε αφήνει λειψό, κατεδαφίζοντας τον κόσμο όπως τον ήξερες.
Πίστεψε σε εκείνη, στη γοητευτική της απλότητα, το πόσο ψύχραιμη ήταν όταν όλα γύρω της κατέρρεαν, στο μελωδικό της γέλιο, στη μανία της να ξετρυπώνει νέα στέκια και να κατασκηνώνει εκεί για μήνες. Πίστεψε πως ζούσε νέα εποχή. Αποχή από το μονόχνωτο εαυτό του που γυρνούσε σε όλη την Αθήνα πεζός, μήπως και ξεχάσει τη μοναχικότητά του. Μέχρι και τις διακοπές τους τόλμησε να καταστρώσει, σε ένα απόμερο καταφύγιο, μόνο το μπλε της θάλασσας, μόνο νηνεμία. Να που όμως εκείνη άλλαξε διάθεση με τη συχνότητα που αλλάζει στέκια. Βαρέθηκε, της έφυγε, ενθουσιασμός ήταν και εξανεμίστηκε. Και να που ο εαυτός του ,του στήνει καρτέρι στη γωνία, πιο μονόχνωτος από ποτέ, αδύναμος, σκυφτός, να παραπαίει μέσα σε δραματοποιημένα αινίγματα. Οι βόλτες που συνήθιζε να κάνει έμοιαζαν με μοναδική παρηγοριά, ειδάλλως θα τρελαινόταν, έγκλειστος στο σπίτι, να αναμοχλεύει τα γεγονότα.
Προτιμότερο να τα σεβόμαστε τα γεγονότα. Να μην τα χρωματίζουμε, να μην τα αλλοιώνουμε με βολικές ερμηνείες. Να τα αφήσουμε, όπως τα βιώσαμε. Εκεί εξαντλείται η αυθεντική τους υπόσταση. Έπειτα, παράγωγα δικά μας είναι, απόπειρες να ξορκίσουμε την καταλυτική τους επίδραση πάνω μας, προσπάθεια να αντιδράσουμε απέναντι στον αιφνίδιο χαρακτήρα τους. Η μνήμη, άλλωστε, ακολουθεί το δικό της δρόμο. Είναι πάντα παρούσα, να μας θυμίζει αυτό που παρήλθε, ακόμα και αν επιμένουμε να το διασώσουμε. Μπορεί να μας ακολουθεί εσαεί, να γίνει σημείο αναφοράς, να μας στοιχειώνει. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι έληξε, ότι είναι μνήμη μόνο, που έστω και αθέλά μας διανθίζουμε με υποκειμενικά στοιχεία.
Περπατάει όλη μέρα, ακόμα και με τις ξαφνικές μπόρες του Μάρτη. Παρατηρεί τον κόσμο και αυτό που αποκομίζει είναι ότι οι πιο πολλοί κινούν για το δρόμο τους ανέκφραστοι, σα να φοράνε ένα προσωπείο που προασπίζει τα όρια του ζωτικού τους χώρου. Η έκφρασή τους φαγωμένη από τη ζωή, η άμυνα αναρριχάται, οι ματιές σκύβουν άτολμες, τα βήματα μηχανικά, εκτελούν μια τυποποιημένη διαδρομή. Φιγούρες λαβωμένες από το φόβο, υπερασπίζονται τον εαυτό τους προκαταβολικά, στη βεβαιότητα της επικείμενης επίθεσης, από έναν άγνωστο. Μια κοινωνία αγνώστων, γυρεύει τη γνώση. Γιατί μόνο σε αυτήν απαντάται η ελπίδα. Μόνο που η γνώση προαπαιτεί αντικομφορμιστική διάθεση. Παραδοχή της άγνοιας, διάθεση για μηδενικά σημεία αφετηρίας. Για να μάθεις, πρέπει να γίνεις αρκετά γενναίος ώστε να παραδεχθείς πως δεν ξέρεις τίποτα. Πως όσα ξέρεις είναι πλανερά κατασκευάσματα του νου, της κοινωνίας, των ανθρώπων που σε ενέπνευσαν. Πως οι εντυπώσεις σου από τον κόσμο είναι υποκειμενικές προσλήψεις, επιλεκτικές απορροφήσεις του φαινομενικού, και σε καμία περίπτωση δε στοιχειοθετούν αντικειμενική γνώση. Μα υπάρχει η ανάγκη να νιώθεις πως κάτι ξέρεις, πως κάτι έμαθες, πως όσα έζησες σε δίδαξαν κάτι, πως δεν ήταν ολότελα ανώφελα. Το μηδέν σε τρομοκρατεί, αλλά κάποιες φορές είναι η μόνη ελπίδα για εξέλιξη.
Αυτά τα αλλόκοτα σκέφτεται ενώ ενοποιείται στο βουβό πλήθος, ενώ ψάχνει εναγωνίως κάπου να ανήκει. Φωτογραφίζει με ευκρίνεια κάθε χρωματιστή λεπτομέρεια μιας πόλης που αγαπάει για τις αντινομίες της, σαν ένα ψηφιδωτό με ετερόκλητες ψηφίδες και παράταιρα χρώματα που συνολικά δίνει μια αίσθηση αρμονίας. Οι αντιφάσεις και οι βίαιες, σχεδόν, εναλλαγές εικόνων τον αφήνουν ελεύθερο να σκεφτεί- ή να απολαύσει το έπακρο την εκεχειρία των μαχόμενων σκέψεων του. Η ανωνυμία, η απενοχοποίηση του κραυγαλέου, το ανακάτεμα τόσο αλλιώτικων στυλ, τον βοηθούν να παίρνει απόσταση από στερεότυπα, ενώ αναζητεί τη δική του έκφραση. Πρέπει να γυρίσει στη μοναχικότητά του, στη μοναξιά που αγαπούσε. Κρυφοζεί εκεί κάτι παράφορα αληθινό. Η εφήμερη συνάντησή του μαζί της, τον έκανε να ξεχάσει τον κόσμο του, και όμως αυτός του έδινε έκφραση.
Αυτό το αιώνιο λάθος, να εγκαταλείπεις όσα αγαπάς, για να αγαπήσεις με ορμή ένα πρόσωπο. Η εγκατάλειψη του εαυτού του είναι πολύ πιο οδυνηρή από οποιαδήποτε άλλη. Γιατί ό, τι και αν συμβεί, θα έχει τους δικούς του κώδικες, το δικό του καταφύγιο. Το να δίνει τον εαυτό του μεμιάς είναι αυτοκαταστροφή. Αυτό δεν τον υπαγορεύει ο πληγωμένος του εγωισμός, αλλά η συνετή του πλευρά. Σύνεση και έρωτας δεν συμβαδίζουν, αλλά η διαφύλαξη ενός κομματιού του αλώβητου από τον Άλλο, ειδικά στην αρχή, δε θα τον έκανε έτσι αμήχανο τώρα, έναν περιπλανώμενο δίχως έκφραση, με τη σιωπή του κόσμου ανυπόφορη πάνω στους ώμους του.
Ο έρωτας τον έκανε να βλέπει υποσχέσεις εκεί που δεν υπήρχαν καν λόγια. Πυροδότησε με ζωηράδα τη φαντασία του, τον έκανε να σχεδιάζει το αβέβαιο. Ο έρωτας όμως στην ουσία δεν υπόσχεται τίποτα. Αμφίθυμος, όπως ο Μάρτης, τον κρατάει σε εγρήγορση, χωρίς καμία εγγύηση για κάτι, τον αφήνει αβοήθητο ανάμεσα σε αφελείς εξισώσεις και ημερομηνιακούς υπολογισμούς, τον ξεγελάει με ηλιόλουστα πρωινά που τα διαδέχονται ανατρεπτικοί καταιγισμοί. Περιπέτεια είναι ο έρωτας, όλο απρόσμενες μεταπτώσεις και παράλογες ακροβασίες, και αν μετά από αυτόν επιζήσει έστω και ένα κομμάτι του προσώπου σου, θα πρέπει να νιώθεις τυχερός. Ξόδεμα και απώλεια ο έρωτας. Απώλεια του εαυτού σου, είτε για να συναντήσεις μια πιο ολοκληρωμένη εκδοχή του, είτε για να τον εφεύρεις ξανά, μετά το χαμό του.
Μην ψάχνεις στο εφήμερο τη δική σου αιωνιότητα, αλλιώς δε θα μπορέσεις να χαρείς ούτε αυτό. Στους αμφίθυμους έρωτες θα δεις και τη δική σου σταθερότητα να κλονίζεται.
Θα εύχεσαι απλά να φύγουν , όπως ο Μάρτης που σε διχάζει και σε δαιμονίζει, έτσι άστατος πού είναι, και βυθίζει και εσένα σε έναν ωκεανό αστάθειας.