Στο ίδιο σημείο, πέντε το απόγευμα. Ανεξαρτήτως καιρού, επί ένα μήνα η ίδια ιστορία.
Χειμώνας δριμύς, ο κόσμος προτάσσει το πιο άγριο πρόσωπό του και η φιγούρα της ψάχνει καταφύγιο παρατηρώντας τον κόσμο να χαράζει τη δική του διαδρομή στην οποία δε μπορεί να βρει θέση.
Υπό του μηδενός η θερμοκρασία, ομοίως και η αξιοπρέπεια. Αφηνιασμένα πρόσωπα, άδεια βλέμματα, σφιγμένα χείλη. Κάποιοι, πεισματικά αισιόδοξοι, οργανώνουν εκστρατεία αντίστασης στη βουλιμική μιζέρια. Μερικές στιγμές είναι αξιοθαύμαστοι, άλλες πάλι γραφικοί.
Η πραγματικότητα, με ένα κατακτητικό μένος, καταβροχθίζει ακόμα και τα πιο ρωμαλέα όνειρα.
Η χυδαία κοροϊδία, ο συμβιβασμός, η εκποίηση των πάντων.
Οι εξελίξεις τρέχουν μόνες τους, η δυνατότητα επηρεασμού της τροχιάς τους μηδενική, παντού το μηδέν κυρίαρχο, κλείνει μέσα του ένα σύμπαν ακεραιο, βουτηγμένο σε ελώδη ύδατα.
Προσπαθεί να κρεμαστεί από μικρές εικόνες, με φόντο το διασωθέντα κινηματογράφο- μια ρετρό εικόνα που ερεθίζει την παρελθολαγνεία της. Η μυρωδιά του ποπ- κορν, τα πολύχρωμα κασκωλ, το ύφος μετά από την παρακολούθηση μιας ταινίας, η αίσθηση ότι γίνεσαι κοινωνός σε ένα θέαμα λιγότερο σουρεαλιστικό από αυτό που διαδραματίζεται καθημερινά στην πολιτική σκηνή.
Η λύτρωση του να είσαι αμέτοχος σε κάτι που ουδόλως σε αφορά είναι ταξίδι του πνεύματος άπό τα λίγα.
Ο εγκλωβισμός σε έναν κομπαρσικό ρόλο σε μία παράσταση που φτιάχτηκε για εσένα είναι από μόνος του πηγή οξείας παραφροσύνης.
Το κρύο διαπερνά τα κορμιά, φέτος ακόμα και οι καιρικές συνθήκες βάλθηκαν να μετάσχουν σε αυτή την ανίερη συμμαχία. Και οι δρόμοι είναι οι ίδιοι, ο κινηματογράφος εκεί όλο πείσμα, τα πρόσωπα δεν έχουν ακόμα στραγγίξει από Ψυχή. Η εικόνα είναι εικόνα παραίτησης, σαν λεηλασία ονειρικού τοπίου. Σαν μια αισχρή βεβήλωση.
Ακούει ανθρώπους στο μέσο αφηνιασμένου συζητήσεων, να αναρωτιούνται τι μέλλει γεννέσθαι, σε μια αναμάσηση της φρικτής επικαιρότητας. Ανεργία, ανέχεια, περικοπές, χρεοκοπία, πώς οι δικοί τους έχουν ήδη μετοικήσει σε διάσπαρτα σημεία των πέντε ηπείρων και των επτά θαλασσών.
Μια διάχυτη απόγνωση που αγγίζει τα όρια της καταστροφολαγνείας.
Μα πρέπει να καταστραφεί κάθε τι που πάσχει, το να υπάρχει παρασιτικά είναι επαίσχυντο.
Δεν έχει διασωθεί ούτε ένα ψήγμα ντροπής;
Όλοι κοιτάζουν πώς θα διασώσουν ό, τι έχουν ή πώς θα αναστηλωθούν μετά τα απωλεσθέντα;
Όλο αυτό το τραγελαφικό πανηγύρι που επεξεργασμένα και ετεροχρονισμένα σερβίρεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τρομάζει επειδή απειλεί την επιβίωση του καθενός από εμάς ή επειδή αντανακλά τα συντρίμμια ενός νοσούντος κόσμου που δεν έχει τη δύναμη ούτε να ντραπεί για την κατάντεια του;
Το Μηδέν είναι μακριά πια. Πολύ πιο κάτω, σε ένα ρυπαρό πυθμένα, εκλιπαρούμε να το φτάσουμε.
Γιατί το Μηδέν είναι η ολόφωτη Αφετηρία και εμείς αλαλάζουμε στο έρεβος.
Η παρακμή είναι αναγκαία συνθήκη για την Αναγέννηση, μόνο που πρέπει να φτάσει στα έσχατα για να ανιχνευσει ελπίδα μέσα από την πανωλεθρία.
Δεν τής ταιριάζει αυτός ο Κόσμος που σκαρώνει σχέδια μόνος του και εκείνη πρέπει να αρέσκεται στην αποδοχή τους. Ντρέπεται για τη μικρότητα του Κόσμου, για την αρρωστημένη του φιλαυτία.
Κάθε μέρα, πέντε το απόγευμα, ανεξαρτήτως καιρού, ακόμη και με καταρρακτώδη βροχή. Επιμένει να τον παρατηρεί αυτό τον Κόσμο, με ντροπή και οίκτο, και οργή. Διαισθάνεται μια θύελλα σαρωτική.Μια συσσωρευμένη ορμή που μαίνεται φυλακισμένη και θα εκδηλωθεί βίαια.
Και μέσα από το βλέμμα της που παραμένει αλώβητο από τη δίνη της εποχής, δε μπορεί να δει το Μηδέν γιατί απλούστατα δεν υπάρχει. Ένας πελώριος κύκλος , ακατανόητος, σκιαγραφεί μέσα στην απεραντοσύνη του, το δικό του παράξενο Αίνιγμα.
Χειμώνας δριμύς, ο κόσμος προτάσσει το πιο άγριο πρόσωπό του και η φιγούρα της ψάχνει καταφύγιο παρατηρώντας τον κόσμο να χαράζει τη δική του διαδρομή στην οποία δε μπορεί να βρει θέση.
Υπό του μηδενός η θερμοκρασία, ομοίως και η αξιοπρέπεια. Αφηνιασμένα πρόσωπα, άδεια βλέμματα, σφιγμένα χείλη. Κάποιοι, πεισματικά αισιόδοξοι, οργανώνουν εκστρατεία αντίστασης στη βουλιμική μιζέρια. Μερικές στιγμές είναι αξιοθαύμαστοι, άλλες πάλι γραφικοί.
Η πραγματικότητα, με ένα κατακτητικό μένος, καταβροχθίζει ακόμα και τα πιο ρωμαλέα όνειρα.
Η χυδαία κοροϊδία, ο συμβιβασμός, η εκποίηση των πάντων.
Οι εξελίξεις τρέχουν μόνες τους, η δυνατότητα επηρεασμού της τροχιάς τους μηδενική, παντού το μηδέν κυρίαρχο, κλείνει μέσα του ένα σύμπαν ακεραιο, βουτηγμένο σε ελώδη ύδατα.
Προσπαθεί να κρεμαστεί από μικρές εικόνες, με φόντο το διασωθέντα κινηματογράφο- μια ρετρό εικόνα που ερεθίζει την παρελθολαγνεία της. Η μυρωδιά του ποπ- κορν, τα πολύχρωμα κασκωλ, το ύφος μετά από την παρακολούθηση μιας ταινίας, η αίσθηση ότι γίνεσαι κοινωνός σε ένα θέαμα λιγότερο σουρεαλιστικό από αυτό που διαδραματίζεται καθημερινά στην πολιτική σκηνή.
Η λύτρωση του να είσαι αμέτοχος σε κάτι που ουδόλως σε αφορά είναι ταξίδι του πνεύματος άπό τα λίγα.
Ο εγκλωβισμός σε έναν κομπαρσικό ρόλο σε μία παράσταση που φτιάχτηκε για εσένα είναι από μόνος του πηγή οξείας παραφροσύνης.
Το κρύο διαπερνά τα κορμιά, φέτος ακόμα και οι καιρικές συνθήκες βάλθηκαν να μετάσχουν σε αυτή την ανίερη συμμαχία. Και οι δρόμοι είναι οι ίδιοι, ο κινηματογράφος εκεί όλο πείσμα, τα πρόσωπα δεν έχουν ακόμα στραγγίξει από Ψυχή. Η εικόνα είναι εικόνα παραίτησης, σαν λεηλασία ονειρικού τοπίου. Σαν μια αισχρή βεβήλωση.
Ακούει ανθρώπους στο μέσο αφηνιασμένου συζητήσεων, να αναρωτιούνται τι μέλλει γεννέσθαι, σε μια αναμάσηση της φρικτής επικαιρότητας. Ανεργία, ανέχεια, περικοπές, χρεοκοπία, πώς οι δικοί τους έχουν ήδη μετοικήσει σε διάσπαρτα σημεία των πέντε ηπείρων και των επτά θαλασσών.
Μια διάχυτη απόγνωση που αγγίζει τα όρια της καταστροφολαγνείας.
Μα πρέπει να καταστραφεί κάθε τι που πάσχει, το να υπάρχει παρασιτικά είναι επαίσχυντο.
Δεν έχει διασωθεί ούτε ένα ψήγμα ντροπής;
Όλοι κοιτάζουν πώς θα διασώσουν ό, τι έχουν ή πώς θα αναστηλωθούν μετά τα απωλεσθέντα;
Όλο αυτό το τραγελαφικό πανηγύρι που επεξεργασμένα και ετεροχρονισμένα σερβίρεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τρομάζει επειδή απειλεί την επιβίωση του καθενός από εμάς ή επειδή αντανακλά τα συντρίμμια ενός νοσούντος κόσμου που δεν έχει τη δύναμη ούτε να ντραπεί για την κατάντεια του;
Το Μηδέν είναι μακριά πια. Πολύ πιο κάτω, σε ένα ρυπαρό πυθμένα, εκλιπαρούμε να το φτάσουμε.
Γιατί το Μηδέν είναι η ολόφωτη Αφετηρία και εμείς αλαλάζουμε στο έρεβος.
Η παρακμή είναι αναγκαία συνθήκη για την Αναγέννηση, μόνο που πρέπει να φτάσει στα έσχατα για να ανιχνευσει ελπίδα μέσα από την πανωλεθρία.
Δεν τής ταιριάζει αυτός ο Κόσμος που σκαρώνει σχέδια μόνος του και εκείνη πρέπει να αρέσκεται στην αποδοχή τους. Ντρέπεται για τη μικρότητα του Κόσμου, για την αρρωστημένη του φιλαυτία.
Κάθε μέρα, πέντε το απόγευμα, ανεξαρτήτως καιρού, ακόμη και με καταρρακτώδη βροχή. Επιμένει να τον παρατηρεί αυτό τον Κόσμο, με ντροπή και οίκτο, και οργή. Διαισθάνεται μια θύελλα σαρωτική.Μια συσσωρευμένη ορμή που μαίνεται φυλακισμένη και θα εκδηλωθεί βίαια.
Και μέσα από το βλέμμα της που παραμένει αλώβητο από τη δίνη της εποχής, δε μπορεί να δει το Μηδέν γιατί απλούστατα δεν υπάρχει. Ένας πελώριος κύκλος , ακατανόητος, σκιαγραφεί μέσα στην απεραντοσύνη του, το δικό του παράξενο Αίνιγμα.
2 σχόλια:
Μα πόσο δίκιο έχεις! Το κείμενό σου είναι επίκαιρο και η αποτύπωση των γεγονότων απόλυτα εύστοχη. Συγχαρητήρια! Συνέχισε έτσι!
Ευχαριστώ πολύ Ιωάννα για τα καλά σου λόγια ! Χαίρομαι που σε εκφράζει το κείμενό μου:-)
Δημοσίευση σχολίου