Με όλο το σύμπαν έπρεπε να έρθει σε ρήξη. Για ένα κομμάτι ουρανό.
Να αποσχιστεί από τη δυναστεία του δεδομένου, του δήθεν γνώριμου.
Όλα απαράλλαχτα, απρόθυμα να ξεκολλήσουν από την οικεία τους σύσταση.
Άσπλαχνες αποκρίσεις σε ικεσίες αγνές.
Κουβαλάει ένα πρόσωπο στιγματισμένο από τη διττότητα.
Νόμιζε ότι ήξερε ποιος πραγματικά είναι, όμως έρχεται η ώρα της διαύγειας όπου κατανοεί ότι τίποτα δεν είναι μονοσήμαντο. Σε ποια ηθική να στηριχθεί και σε ποια δικαιοσύνη?
Θέλει απεγνωσμένα να αλλάξει.
Μόνο η αλλαγή θα θα του φέρει τη γνώση που χρειάζεται, την ελλείπουσα σοφία που λειψό τον αφήνει να περιπλανιέται χωρίς καμία ιδέα και κανένα ιδανικό.
Να αλλάξει τον εαυτό του για να καταστεί άξιος για το θαύμα που τελικά θα είναι δική του απότοκος και όχι κάποια εξωγενής παρέμβαση.
Να απελευθερώσει τα καταπιεσμένα του θέλω, να καθορίσει τη ζωή του χωρίς την αλαζονική πεποίθηση της αναβλητικότητας, να εξωτερικεύσει ακόμα και την ίδια του τη φρίκη...χωρίς το αξιολύπητο ενοχικό σύνδρομο και τον φόβο της απομόνωσης.
Να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του( εγχείρημα επικών διαστάσεων) και με τους άλλους(να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει στη δυσαρέσκεια και την ανετοιμότητα τους).
Θα μπορούσε να συνεχίσει την ίδια αφόρητη ζωή που δομείται πάνω σε πυργίσκους από συμβιβασμούς. Να ξυπνήσει με την ίδια ναρκωμένη διάθεση να βιάζει την έμπνευσή του. Να μην παρατηρήσει τα τριαντάφυλλα που έχουν ανθίσει στο διπλανό κήπο, ούτε το ζεστό χαμόγελο της υπαλλήλου στην τράπεζα. Να μετρά τις ώρες σα να είναι αβάσταχτο φορτίο.
Να ξεχνά τις δυνατότητές του, τις αναμνήσεις, τα όνειρά του, ακόμα και τις μικρές απολαύσεις που κάποτε εξασφάλιζαν την ισορροπία του.
Όμως δε θα το κάνει.
Δεν αντέχει άλλο πια.
Δεν παραιτείται, αρνείται μια ζωή κενή νοήματος. Όταν γύρω του καμαρώνουν αποποινικοποιημένα βολεμένοι τύποι που κρύβουν τη μιζέρια πίσω από ένα διάφανο μανδύα καλοζωίας, θέλει να μην καταντήσει ένας από αυτούς.
Θέλει να ανήκει κάπου και ας είναι στον εαυτό του.
Θα αλλάξει και θα τον βρει, που θα πάει....
Να αποσχιστεί από τη δυναστεία του δεδομένου, του δήθεν γνώριμου.
Όλα απαράλλαχτα, απρόθυμα να ξεκολλήσουν από την οικεία τους σύσταση.
Άσπλαχνες αποκρίσεις σε ικεσίες αγνές.
Κουβαλάει ένα πρόσωπο στιγματισμένο από τη διττότητα.
Νόμιζε ότι ήξερε ποιος πραγματικά είναι, όμως έρχεται η ώρα της διαύγειας όπου κατανοεί ότι τίποτα δεν είναι μονοσήμαντο. Σε ποια ηθική να στηριχθεί και σε ποια δικαιοσύνη?
Θέλει απεγνωσμένα να αλλάξει.
Μόνο η αλλαγή θα θα του φέρει τη γνώση που χρειάζεται, την ελλείπουσα σοφία που λειψό τον αφήνει να περιπλανιέται χωρίς καμία ιδέα και κανένα ιδανικό.
Να αλλάξει τον εαυτό του για να καταστεί άξιος για το θαύμα που τελικά θα είναι δική του απότοκος και όχι κάποια εξωγενής παρέμβαση.
Να απελευθερώσει τα καταπιεσμένα του θέλω, να καθορίσει τη ζωή του χωρίς την αλαζονική πεποίθηση της αναβλητικότητας, να εξωτερικεύσει ακόμα και την ίδια του τη φρίκη...χωρίς το αξιολύπητο ενοχικό σύνδρομο και τον φόβο της απομόνωσης.
Να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του( εγχείρημα επικών διαστάσεων) και με τους άλλους(να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει στη δυσαρέσκεια και την ανετοιμότητα τους).
Θα μπορούσε να συνεχίσει την ίδια αφόρητη ζωή που δομείται πάνω σε πυργίσκους από συμβιβασμούς. Να ξυπνήσει με την ίδια ναρκωμένη διάθεση να βιάζει την έμπνευσή του. Να μην παρατηρήσει τα τριαντάφυλλα που έχουν ανθίσει στο διπλανό κήπο, ούτε το ζεστό χαμόγελο της υπαλλήλου στην τράπεζα. Να μετρά τις ώρες σα να είναι αβάσταχτο φορτίο.
Να ξεχνά τις δυνατότητές του, τις αναμνήσεις, τα όνειρά του, ακόμα και τις μικρές απολαύσεις που κάποτε εξασφάλιζαν την ισορροπία του.
Όμως δε θα το κάνει.
Δεν αντέχει άλλο πια.
Δεν παραιτείται, αρνείται μια ζωή κενή νοήματος. Όταν γύρω του καμαρώνουν αποποινικοποιημένα βολεμένοι τύποι που κρύβουν τη μιζέρια πίσω από ένα διάφανο μανδύα καλοζωίας, θέλει να μην καταντήσει ένας από αυτούς.
Θέλει να ανήκει κάπου και ας είναι στον εαυτό του.
Θα αλλάξει και θα τον βρει, που θα πάει....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου