Οι επιστροφές. Αντάμωση με το παρελθόν και τα κομμάτια του εαυτού του που άφησε πίσω του. Ή μήπως όχι;
Πέρασαν χρόνια, αρνήσεις που επαλήθευσαν μύχιους φόβους, αγωνία εσώτερη, μοναξιά, αναμονή και προσδοκίες ατροφικές. Ο χρόνος βάραινε πάνω του, τον άφηνε μισερό να ελπίζει σαν δαιμονισμένος. Τον καθοδηγούσε ο φόβος. Ένας φόβος να απελευθερωθεί, να σηκωθεί, να πολεμήσει εκείνον τον αυτοσχέδιο εχθρό που τον καθήλωνε. Πώς να ζήσει τη ζωή όταν καρπώνεται εκουσίως καθημερινούς θανάτους; Κρυβόταν από ο,τιδήποτε θα τον απομάκρυνε από το λήθαργο. Και η Αλήθεια γινόταν Λήθη και οι μνήμες συρρικνώνονταν. Οι νύχτες ήταν μαρτυρικές, αιώνιες στιγμές αφόρητης σιωπής όπου έπρεπε να αναμετρηθεί με τον δειλό εαυτό του.
Έγινε η συνήθεια αυτόβουλη αιχμαλωσία. Πάντα έτσι ήταν.
Σταμάτησε να σκέφτεται, να αναλύει, να αποτυπώνει τις σκέψεις στο χαρτί. Έπρεπε να πει αντίο. Να γιορτάσει το ανοίκειο πρόσωπό του που αδυνατεί να αναγνωρίσει. Ξένος, να αγγίξει τον πυθμένα ταπεινά αν κάποια στιγμή έχει βλέψεις προς τον ουρανό. Κι εκείνος δεν ήταν ποτέ ανέφελος. Βασανιστικά, του έθετε ζητήματα αμφίθυμα, τον μάλωνε όποτε γύρευε βασιλικές οδούς, όταν κατέπνιγε ένα αδιέξοδο συναίσθημα, όταν αποθέωνε ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Εξιδανίκευε κάθε τι που παρήλθε, απλώς και μόνο επειδή ήταν ανίκανος να το βιώσει. Στεκόταν πάντα πιο ψηλά από αυτόν, μέσα στην αίγλη του απρόσιτου, εκείνου που δεν αποκαλύφθηκε ποτέ και υπερέχει με τη θρασύδειλη σαγήνη του εξερεύνητου.
Πήρε απόσταση από όλα όσα γνώριζε. Σε μια στιγμή, σε ένα απειροελάχιστο τεμάχιο χρόνου, αποχαιρέτησε τη ζωή του όπως την ήξερε. Κλείδωσε σε ένα συρτάρι σκέψεις, λέξεις και ιστορίες και ταξίδεψε σε έναν άγνωστο προορισμό, ξεκινώντας από το μηδέν, συνεπαρμένος από τη δυνατότητα του αυτοσχεδιασμού, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς αξιώσεις. Άρχισε να κινείται προς όλα εκείνα που τον τρομοκρατούσαν, που τον ανάγκαζαν να μένει στο παρασκήνιο, χωρίς αγώνα, μόνο με την αγωνία του ανθρώπου που αδρανεί γιατί είναι αμήχανος και προσμένει εις μάτην έναν σωτήρα.
Ήταν παράξενο να γίνεται ένας Άλλος. Παράταιρο μάλλον. Ξεκίνησε, όμως, σε αυτό το ταξίδι κάτι που ουδέποτε είχε τολμήσει να φανταστεί. Ξεκίνησε να ζει. Χωρίς κανόνες, υπεραναλύσεις και όρια. Χωρίς στερεότυπα και το παρελθόν μόνιμο εισβολέα στο παρόν. Χάθηκε από τον κόσμο όπως τον ήξερε και έγινε παρών στο παρόν του. Το Αντίο έγινε η δική του αφετηρία, το δικό του βίωμα του ελεύθερου εαυτού. Οι φόβοι σε σμίκρυνση, εξουθενωμένοι, αστείοι σχεδόν, σύνδεσμοι με έναν εαυτό παγιδευμένο στην αυτοτροφοδοτούμενη απόγνωση.
Και έρχεται η ώρα της επιστροφής. Η στιγμή που πρέπει να επιστρέψει στον τόπο του εγκλήματος και να αντικρύσει με γενναιότητα ό,τι εγκατέλειψε και όσα κρίθηκε αδύναμος να βγάλει από μέσα του. Απενοχοποιημένες συνήθειες, τόπους αφιλόξενους, ακατανόητα σύμβολα και πρόσωπα που νοηματοδοτούσαν το χθες. Να νιώσει δυνατός μπροστά στις αδυναμίες του, μπροστά στην αυτόβουλη αιχμαλωσία και στη μικρότητά του. Να λυτρωθεί από τη βασανιστική απαίτηση της ερμηνείας.
Η επιστροφή είναι πρόκληση, μια προβολή του παρελθόντος στη δυναμική του παρόντος, με ικανότητα συνδιαμόρφωσης του μέλλοντος. Μια αποτίμηση και μία δοκιμασία. Ποιος έγινε, τελικά;
Ακούει μια γνώριμη φωνή να κατευνάζει το άγχος του. Τίποτα δεν είναι πια το ίδιο. Επιλέγει το νόημα, επιλέγει να γίνει αυτό που είναι, να μη σταματήσει να ταξιδεύει χωρίς προσδοκία, να αφεθεί στην αέναη κίνηση. Να τολμάει να κατευθύνεται σε όσα δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει, να ρισκάρει να χάσει ό.τι του παρέχει ασφάλεια, να εκτίθεται, να εκπαιδευτεί στην απώλεια, να ζει μέσα από την ηδονή και τον πόνο. Να καθίσταται ικανός να αγαπάει και να αγαπιέται. Να ξοδεύεται και να ξοδεύει και όλα δυνατά να τα θεωρεί γιατί έχει επίγνωση του ανατρέψιμου και του παροδικού των πάντων. Να επιστρέφει άφοβα σε όλα εκείνα που άφησε πίσω.
Είναι Άλλος πια, είναι άλλη και η ματιά του. Μέσα από το παρόν, το παρελθόν νοηματοδοτείται ανακουφιστικά, ξεπροβάλλει ως προστάδιο αναγκαίο για αυτό που τώρα βιώνει, όπως μια μέρα πήρε μια βαλίτσα, τη γέμισε πράγματα και έκλεισε την πόρτα.
Η φυγή είναι πράξη γενναία. Είναι διακινδύνευση των φαινομενικών σταθερών. Και η γαλήνη προϋποθέτει την αναστάτωση, την αντοχή στην απουσία και τη θλίψη.