Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

Ο Πελώριος Φόβος

Η Δοκιμασία. Μια πραγματική κατάσταση που απαιτεί την υπέρβαση του κόσμου(σου)όπως τoν ήξερες. Αίφνης δεν είσαι πολυμήχανος, ούτε μπορείς να επικαλεστείς την αισιοδοξία που άλλοτε σου χορηγούσε δύναμη. Σε μια στιγμή, το νόημα κλονίζεται, η ματιά αλλάζει, εσύ ο ίδιος δε θα είσαι ποτέ πια ίδιος. Σκόρπισε παντού ένας πελώριος φόβος, που όλα τα γκρεμίζει και σε αφήνει να παραπαίεις σε μια μόνιμη αβεβαιότητα. 

Μένουμε σπίτι, αρχικά ως προτροπή, κατόπιν ως επιταγή, μένουμε με τον εαυτό μας, που τον είχαμε παραδώσει στη λήθη έτσι όπως  μάθαμε να αφηνόμαστε στους φρενήρεις ρυθμούς μιας καθημερινότητας όπου δεσπόζει το μηχανικό της ρουτίνας. Γιατί γεννά τόσο φόβο η ανατροπή της ρουτίνας; Μήπως γιατί ενσωματώνει μια σειρά από αφελείς αντιλήψεις ότι στην επανάληψη και στο πρόγραμμα φωλιάζει η ισορροπία; Ή μήπως επειδή είμαστε πολύ λίγοι για να μείνουμε αντιμέτωποι με την αλήθεια και τη σιωπή μας, επειδή εξασκηθήκαμε σε ένα δια βίου κρυφτό;

Δεν είμαστε πλασμένοι για τα εύκολα. Και όμως, συμβιβαζόμαστε με χυδαία ευκολία με την υπονόμευση της αξίας μας, αρεσκόμαστε σε όσα γνωρίζουμε, σε όσα αντέχουμε να μάθουμε. Και όταν το οικοδόμημα της καθημερινότητάς μας απειλείται με κατάρρευση, αισθανόμαστε ανήμποροι, θαρρείς και χρειαζόμαστε παραμέτρους φυσιολογικότητας, θαρρείς και δεν έχουμε σταθερές και εσώτερη δύναμη. 

Γιατί να έχουμε ανάγκη από μια ανατροπή για να αλλάξουμε όλα εκείνα που μας πνίγουν;Γιατί λησμονούμε τη φωνή μας μέσα στην άσκοπη ανακύκλωση των εποχών και των τάσεων;Είναι τόσο δύσκολο να κοιτάξουμε βαθιά μέσα μας και να ξορκίσουμε τον φόβο;

Είναι παράξενο το πώς μια ιδέα παράγεται και αναπαράγεται από εμάς και ανυψώνεται σε κατευθυντήρια αρχή για την ψυχοσύνθεσή μας. Είναι ανεπίτρεπτο να παραδίδουμε τη σκυτάλη σε φερέφωνα λησμονώντας την δική μας φωνή. Και είναι παράλογο να θέλουμε να αντικρύσουμε  την προσωπικότητά μας όταν την παραδίδουμε αμαχητί σε διαστρεβλωμένες θεάσεις των άλλων, όταν εξιδανικεύουμε και απομυθοποιούμε χωρίς κριτήριο, χωρίς μέτρο. 


Ο φόβος είναι πελώριος γιατί η ζωή μας είναι ένας απενοχοποιημένος συμβιβασμός. Μια μίμηση των άλλων, μια αντιγραφή μοτίβων, μια απομίμηση ζωής. Χωρίς αυθεντικότητα, ποιος μπορεί να είναι γενναίος; Γενναιότητα είναι να δημιουργείς πρότυπο εκεί όπου υπάρχει μοτίβο. Να επιλέξεις το δρόμο που σε εκφράζει, ακόμη κι αν έρθεις σε ρήξη με όλα εκείνα που σε περιβάλλουν. Να κατεδαφίζεις έναν ασφαλή, φαινομενικά, κόσμο, μόνο για να ανακαλύψεις ότι ο κίνδυνος είναι μεταμφιεσμένος σε προβλεψιμότητα. Ακριβώς αυτό είναι η κανονικότητα, μια αποδοχή του στερεοτύπου ότι η ψυχική μας υγεία εξασφαλίζεται μέσα από την ικανότητα του ελέγχου. Μα τίποτα δε μπορούμε να ελέγξουμε και ίσως αυτός είναι ο μόνος αποδεκτός συμβιβασμός.

Κάθε δοκιμασία επισημαίνει την αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμών. Ένα κοίταγμα στον καθρέφτη, στον διπλανό μας, στη φύση, μέσα μας, με άλλα μάτια. Με μάτια στα οποία αντανακλάται η ψυχή και όχι μια αλλοιωμένη της προβολή. Με διάθεση αλλαγής όλων εκείνων που μας αφήνουν μικρούς να αξιώνουμε μεγαλεία. Η απόσταση δεν είναι πάντοτε παράμετρος απομάκρυνσης. Συχνά γίνεται αναγκαία και ικανή συνθήκη για την επίτευξη της εγγύτητας. Είναι ανασυγκρότηση και αναγέννηση, αφορμή για αναστοχασμό και αυτοκριτική. 

Έρχεται η ώρα που ο Φόβος θέλει έναν αποχαιρετισμό για να συρρικνωθεί. Ένα αντίο σε ο,τι θεωρούσαμε φυσιολογικό, στην ανάγκη για δεκανίκια και οριοθετήσεις. 

Η περιπλάνηση είναι άλλωστε η μόνη διαδρομή που μπορεί να οδηγήσει κάπου, ακριβώς επειδή δεν εγγυάται προορισμό. Η ανακωχή με τα δαιμόνια μέσα μας εξαλείφει το φόβο που γεννά ο κάθε πιθανός πόλεμος εκεί έξω.

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Οι Συναντήσεις


Κρυφοκοίταξε μέσα από μία μικρή χαραμάδα για να αντικρύσει την αίγλη του χτες.Μια διάχυτη παιδικότητα σε πρόσωπα που αποθέωναν την ανεμελιά, χαμόγελα που έτρεχαν να προλάβουν τη βιασύνη μιας στιγμής, αδιάφορα για τα μυστικά του. Τι να αποκωδικοποιήσουν όταν οι γρίφοι τους έμοιαζαν ξένοι; Βίωναν με λαχτάρα το τώρα, θαρρείς και η φευγαλέα σαγήνη του υποσχόταν μια συναρπαστική αιωνιότητα.Και ένιωθαν, τολμούσαν να νιώσουν με όλη τη δύναμη της ψυχής τους. Ένας κόσμος μικρός, με στιγμές τόσο μεγάλες, μεγαλοπρεπείς μέσα από την απλότητά τους, από την τόλμη τους να είναι αυτό που είναι. Περιφέρονταν στην θαυματουργή πόλη απελευθερωμένοι από την αξίωση για κάτι παραπάνω, για εκείνη την άπληστη επιθυμία που παγιώνει την στέρηση. Είναι η συνάντηση των ψυχών σε μυστήρια σταυροδρόμια, είναι η διακωμώδηση του φόβου, είναι η ανίχνευση του νοήματος πίσω από το φαινομενικά ασήμαντο. Η ίδια αίσθηση, η ίδια ανάταση, η ίδια δυναμική.

Κι έπειτα ο αποχαιρετισμός με τη ζωή αιωνίως παρεμβαίνουσα, η αλλαγή, η απομάκρυνση, ο μετασχηματισμός. Μα εκείνη η εικόνα είναι σφηνωμένη εντός της, πεισμώνει απέναντι στις επιταγές του χρόνου, αρνείται να ενδώσει σε έναν υπόγειο φόβο. Και η ψυχή επανίσταται, γυρεύει την ελευθερία της, έτσι όπως γαλήνευε εκείνα τα πρωινά μαγείας με λίγες λέξεις, μέσα από τα γέλια και τα δάκρυα.

Παρατηρεί τον εαυτό της να μεταμορφώνεται σε κάτι που γνώριζε ότι κρυφοζούσε μέσα της. Σε έναν εαυτό που οδηγείται στο φως, ατενίζοντας τους φόβους του από μακριά, φαίνονται σαν μινιατούρες που παραδόξως την κυβερνούσαν μέχρι πρότινος. Εγκατέλειψε την ερωτοτροπία με το σκοτάδι, με τον πελώριο φόβο ότι θα βυθιστεί σε αυτό. Άλλαξε πόλεις, τα χρόνια σάρωσαν την οικειότητα και όμως η ιστορία είναι καταδικασμένη σε επανάληψη.

Αλλάζουν οι δρόμοι μόνο, αλλάζουν οι πρωταγωνιστές. Και ο φόβος που έχει σιγήσει πια, δεν μπορεί να πάρει κάτι από μέσα της. Οι δρόμοι είναι αλλιώτικοι, σχεδόν την μαγεύουν μέσα από τις αποκρουστικές τους αντιθέσεις. Οι συνοδοιπόροι ξεπροβάλλουν μέσα από αναίτιες συναντήσεις σε λεωφόρους μοναχικότητας. Άθελά τους, κάνουν και εκείνον τον πρώτο κόσμο να αναβιώνει, σα να μην παραδόθηκε ποτέ στο χρόνο, σα να νοηματοδοτεί τα αλλοτινά και τα κατοπινά. Δεν θέλει να εντοπίσει το νόημα μέσα από αυτές τις διασταυρώσεις βημάτων γιατί αυτές ξετυλίγουν το νόημα από μόνες τους.


Με τον καιρό τις ονόμασε συναντήσεις ευλογίας. Είναι αυτές που υποδουλώνουν το φόβο, που γιγαντώνουν την αγάπη. Εκείνες που ουδέποτε θα καταφέρουν να γίνουν φευγαλέες, ακόμα και αν φαινομενικά είναι. Γιατί εγγράφονται μέσα της, την καθοδηγούν, την καθορίζουν. Την γεμίζουν ευγνωμοσύνη διαχρονική,της δίνουν τη δυνατότητα να ξαποστάσει σε έναν κόσμο που τρέχει καλπάζοντας. Είναι η δική της σωτηρία από ένα βέβαιο ξόδεμα. Όσο και να κοιτάξει πίσω, πάντα μπροστά θα είναι το βλέμμα της. Το θαύμα δεν είναι ορατό στους γκρίζους δρόμους αυτής της πόλης που αγαπάει..Είναι γιατί το θαύμα έγινε και το νιώθει μέσα της...


Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

Επιστροφές

Οι επιστροφές. Αντάμωση με το παρελθόν και τα κομμάτια του εαυτού του που άφησε πίσω του. Ή μήπως όχι; 
Πέρασαν χρόνια, αρνήσεις που επαλήθευσαν μύχιους φόβους, αγωνία εσώτερη, μοναξιά, αναμονή και προσδοκίες ατροφικές. Ο χρόνος βάραινε πάνω του, τον άφηνε μισερό να ελπίζει σαν δαιμονισμένος. Τον καθοδηγούσε ο φόβος. Ένας φόβος να απελευθερωθεί, να σηκωθεί, να πολεμήσει εκείνον τον αυτοσχέδιο εχθρό που τον καθήλωνε. Πώς να ζήσει τη ζωή όταν καρπώνεται εκουσίως καθημερινούς θανάτους; Κρυβόταν από ο,τιδήποτε θα τον απομάκρυνε από το λήθαργο. Και η Αλήθεια γινόταν Λήθη και οι μνήμες συρρικνώνονταν. Οι νύχτες ήταν μαρτυρικές, αιώνιες στιγμές αφόρητης σιωπής όπου έπρεπε να αναμετρηθεί με τον δειλό εαυτό του.

Έγινε η συνήθεια αυτόβουλη αιχμαλωσία. Πάντα έτσι ήταν.

Σταμάτησε να σκέφτεται, να αναλύει, να αποτυπώνει τις σκέψεις στο χαρτί. Έπρεπε να πει αντίο. Να γιορτάσει το ανοίκειο πρόσωπό του που αδυνατεί να αναγνωρίσει. Ξένος, να αγγίξει τον πυθμένα ταπεινά αν κάποια στιγμή έχει βλέψεις προς τον ουρανό. Κι εκείνος δεν ήταν ποτέ ανέφελος. Βασανιστικά, του έθετε ζητήματα αμφίθυμα, τον μάλωνε όποτε γύρευε βασιλικές οδούς, όταν κατέπνιγε ένα αδιέξοδο συναίσθημα, όταν αποθέωνε ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Εξιδανίκευε κάθε τι που παρήλθε, απλώς και μόνο επειδή ήταν ανίκανος να το βιώσει. Στεκόταν πάντα πιο ψηλά από αυτόν, μέσα στην αίγλη του απρόσιτου, εκείνου που δεν αποκαλύφθηκε ποτέ και υπερέχει με τη θρασύδειλη σαγήνη του εξερεύνητου.

Πήρε απόσταση από όλα όσα γνώριζε. Σε μια στιγμή, σε ένα απειροελάχιστο τεμάχιο χρόνου, αποχαιρέτησε τη ζωή του όπως την ήξερε. Κλείδωσε σε ένα συρτάρι σκέψεις, λέξεις και ιστορίες και ταξίδεψε σε έναν άγνωστο προορισμό, ξεκινώντας από το μηδέν, συνεπαρμένος από τη δυνατότητα του αυτοσχεδιασμού, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς αξιώσεις. Άρχισε να κινείται προς όλα εκείνα που τον τρομοκρατούσαν, που τον ανάγκαζαν να μένει στο παρασκήνιο, χωρίς αγώνα, μόνο με την αγωνία του ανθρώπου που αδρανεί γιατί είναι αμήχανος και προσμένει εις μάτην έναν σωτήρα.

Ήταν παράξενο να γίνεται ένας Άλλος. Παράταιρο μάλλον. Ξεκίνησε, όμως, σε αυτό το ταξίδι κάτι που ουδέποτε είχε τολμήσει να φανταστεί. Ξεκίνησε να ζει. Χωρίς κανόνες, υπεραναλύσεις και όρια. Χωρίς στερεότυπα και το παρελθόν μόνιμο εισβολέα στο παρόν. Χάθηκε από τον κόσμο όπως τον ήξερε και έγινε παρών στο παρόν του. Το Αντίο έγινε η δική του αφετηρία, το δικό του βίωμα του ελεύθερου εαυτού. Οι φόβοι σε σμίκρυνση, εξουθενωμένοι, αστείοι σχεδόν, σύνδεσμοι με έναν εαυτό παγιδευμένο στην αυτοτροφοδοτούμενη απόγνωση.


Και έρχεται η  ώρα της επιστροφής. Η στιγμή που πρέπει να επιστρέψει στον τόπο του εγκλήματος και να αντικρύσει με γενναιότητα ό,τι εγκατέλειψε και όσα κρίθηκε αδύναμος να βγάλει από μέσα του. Απενοχοποιημένες συνήθειες, τόπους αφιλόξενους, ακατανόητα σύμβολα και πρόσωπα που νοηματοδοτούσαν το χθες. Να νιώσει δυνατός μπροστά στις αδυναμίες του, μπροστά στην αυτόβουλη αιχμαλωσία και στη μικρότητά του. Να λυτρωθεί από τη βασανιστική απαίτηση της ερμηνείας.

 Η επιστροφή είναι πρόκληση, μια προβολή του παρελθόντος στη δυναμική του παρόντος, με ικανότητα συνδιαμόρφωσης του μέλλοντος. Μια αποτίμηση και μία δοκιμασία. Ποιος έγινε, τελικά;
 
Ακούει μια γνώριμη φωνή να κατευνάζει το άγχος του. Τίποτα δεν είναι πια το ίδιο. Επιλέγει το νόημα, επιλέγει να γίνει αυτό που είναι, να μη σταματήσει να ταξιδεύει χωρίς προσδοκία, να αφεθεί στην αέναη κίνηση. Να τολμάει να κατευθύνεται σε όσα δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει, να ρισκάρει να χάσει ό.τι του παρέχει ασφάλεια, να εκτίθεται, να εκπαιδευτεί στην απώλεια, να ζει μέσα από την ηδονή και τον πόνο. Να καθίσταται ικανός να αγαπάει και να αγαπιέται. Να ξοδεύεται και να ξοδεύει και όλα δυνατά να τα θεωρεί γιατί έχει επίγνωση του ανατρέψιμου και του παροδικού των πάντων. Να επιστρέφει άφοβα σε όλα εκείνα που άφησε πίσω. 

Είναι Άλλος πια, είναι άλλη και η ματιά του. Μέσα από το παρόν, το παρελθόν νοηματοδοτείται ανακουφιστικά, ξεπροβάλλει ως προστάδιο αναγκαίο για αυτό που τώρα βιώνει, όπως μια μέρα πήρε μια βαλίτσα, τη γέμισε πράγματα και έκλεισε την πόρτα.

 Η φυγή είναι πράξη γενναία. Είναι διακινδύνευση των φαινομενικών σταθερών. Και η γαλήνη προϋποθέτει την αναστάτωση, την αντοχή στην απουσία και τη θλίψη. 

Είναι όντως αμήχανες οι επιστροφές, νιώθει αμήχανος που επιστρέφει και ουδείς τον αναγνωρίζει. Δεν θέλει όμως να ξέρει πάντα τον τρόπο, θέλει χαμένος να νιώσει έστω και λίγο για να ξαναβρεί το χαμένο του δρόμο. Θέλει να ξανασυστηθεί, θέλει τη δική του πανηγυρική Αρχή.


Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

Ζωή υπό αίρεση

Ποτέ δεν κατάλαβα πότε έπρεπε να φύγω. Πίσω από έναν τοίχο, πίσω από μια επίφαση ασφάλειας, πάντα γαντζωμένος από την απόσταση, έκανα αυτό που γνώριζα άριστα, να αναβάλλω. Η ζωή μου υπό αίρεση, η αγωνία του να λάβω μια απόφαση ήταν συνήθως πιο φρικτή από τις ίδιες της συνέπειές της. Μέσα στην ανεξήγητη γαλήνη της αδράνειας, ήσουν και εσύ. Μάλλον ενσάρκωνες το τίμημα της θρασύδειλης απραξίας μου. Ενσάρκωνες τις ελλείψεις μου την ίδια ώρα που μπορούσες να τις θεραπεύσεις. ΄΄Όλα τα δαιμόνια που μαίνονταν μέσα μου, σε αντανάκλαση στη μορφή σου, σε ένα χαμόγελο που ποτέ δεν κατάλαβα τι έκρυβε.
 
Να μη διώχνεις τη λύπη εάν θέλεις να νιώθεις τη χαρά. Αν δε θέλεις να την ψάχνεις με βλέμμα απόγνωσης σε τόπους όπου περιπλανιέσαι αποξενωμένος και ανήμπορος να είσαι ο εαυτός σου. Είναι ο πόνος ακατανόητος πια.. νόσος και γιατρειά, παγίδα και όχημα απελευθέρωσης.
 
Εξοικειωμένη με τον πόνο, με δύναμη υπεργήινη, τόσο αλλόκοτη, τόσο ξεχωριστή. Έλεγες πως πρέπει να βιώνουμε όσα φοβόμαστε γιατί ο φόβος είναι ιδέα αυτοδημιούργητη. Κάθε φορά που ο φόβος θα γίνεται βίωμα, θα αποδυναμώνεται η ιδέα. Ο δειλός μας εαυτός ηττείται κάθε φορά που μια παράτολμη φωνή επιβιώνει. Να γελάσεις, να κλάψεις, να πεις αυτό που όλα θα τα τερματίσει ή όλα θα ξεκινήσουν από αυτό. Μόνο τις μέρες τις πανομοιότυπες να φοβάσαι, εκείνες όπου η συνήθεια γιορτάζει, με πρόσωπα έρημα και αλήθειες βουβές. Μέρες γεμάτες υγρασία και επαναλαμβανόμενες κινήσεις χωρίς ψυχή, με το ανέλπιδο να βασιλεύει και να νιώθεις τη στασιμότητα να σε καθηλώνει. Να γίνεσαι ένα με αυτή και ,σιγά- σιγά, να πεθαίνεις.
 
 
 
 Μου έλεγες πως πρέπει να αγαπάς αυτό που σε κάνει να αποδέχεσαι αυτό που είσαι. Αλλά και αυτό που σε λυτρώνει, κοντράροντας την παντογνωσιακή αυταπάτη που συνήθιζες να τροφοδοτείς. Μέσα στο χρόνο, ήλπιζα σε μια απομυθοποίησή σου. Σε μια επιβεβαίωση ότι δε σε ερωτεύθηκα, ότι ο έρωτας είναι αλλιώς, ότι δεν άξιζε τον κόπο. Αποφεύγουμε συνήθως ό, τι είμαστε ανάξιοι να διαχειριστούμε. Η πλήξη του προβλέψιμου είναι ένα ενδεχόμενο που όλα τα απλουστεύει. Σε κάθε δειλή επιλογή, αντιστοιχεί ένα τίμημα ισόβιας αιχμαλωσίας. Γιατί η σκλαβιά είναι παραμορφωμένη ασφάλεια, ένα κελί από το οποίο παρατηρούμε πως η ζωή που περιμέναμε, έχει ήδη εξανεμισθεί.

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Στη Φύση σου

Θυμάται τον εαυτό του από μικρό, να κρύβεται πίσω από τους συμμαθητές του, να γράφει σε αποκόμματα του τετραδίου, να βάζει τα δυνατά του για να περάσει απαρατήρητος. Τα σημάδια της προσωπικότητας που θα διαμορφωθεί, όσο πρώιμα και να θεωρούνται, είναι πιο ξεκάθαρα τότε, πιο ουσιαστικά, γιατί λείπει η τετράγωνη λογική ώστε να τα φιλτράρει. Αγχωνόταν διαρκώς από το απειλητικό χάσμα που υψωνόταν, ανάμεσα στον ίδιο και τους συνομήλικους υποψήφιους φίλους του. Φίλοι δεν έγιναν ποτέ. Τα παιχνίδια ουδέποτε τα εκτίμησε, οι ιδέες που κυκλοφορούσαν αντάρτικα στο μυαλό του σχεδόν τον σόκαραν, τα όσα έγραφε, αράδες σκόρπιες δεξιά και αριστερά, ήταν αποτύπωμα μιας ανήσυχης, σίγουρα όχι παιδικής ψυχής.
 
Στην εφηβεία, το χάσμα έγινε αγεφύρωτο. Εισέπραξε περιφρόνηση, χλευασμό, αδιαφορία. Με τη ρετσινιά του ακοινώνητου, προσπαθούσε να πειθαρχήσει τα όσα ένιωθε και σκεφτόταν, με τα όσα παρατηρούσε στον εξωτερικό κόσμο. Χανόταν σε θεότρελες ασυμφωνίες και αυτάρεσκους γρίφους, δραματοποιημένους από την έντονη συναισθηματικότητα με την οποία επέμενε να ντύνει τα πάντα η ηλικία. Ηρεμούσε μόνο όταν έκανε την αγαπημένη του μοναχική βόλτα, από το Μοναστηράκι στο Κουκάκι. Περιπλανιόταν ανάμεσα σε ποικιλόμορφες φιγούρες, μελωδίες από το πουθενά, ζωηρά βλέμματα και παγωτά στο χέρι μέσα στο καταχείμωνο. Κάπου μέσα σε όλον αυτό τον εορτασμό του παροδικού, δεν έμοιαζε τόσο παράταιρος. Δεν τον κοιτούσαν παραξενεμένοι, ούτε με τη νύστα του αποχαυνωμένου που έπεσε άλλη μια φορά σε λήθαργο. Δεν του ζητούσαν εξηγήσεις, δεν γνώριζαν καν ποιος είναι, κανένα δεδομένο, κανένα ιστορικό.
 
 Η λύτρωση του να ανακαλύπτεις ποιος είσαι από το μηδέν, να μπορείς να γίνεις τα πάντα γιατί δεν είσαι τίποτα. Τα μέχρι τότε συμπεράσματα ήταν βιαστικά και επιπόλαια, δεν είναι ένα αθόρυβο και συνεσταλμένο αγόρι που καταφεύγει τρομαγμένο στο παιδικό του δωμάτιο. Αυτή είναι μία πλευρά του εφήμερη, που θα διαμορφώσει μια άλλη, ίσως αντίθετη εκ διαμέτρου.
 
Με επιτακτική ανάγκη για επικοινωνία και συναίσθημα, ευαίσθητος όσο ποτέ, βίωσε την γλυκόπικρη γεύση του μονόπλευρου. Πικρή γιατί η μη ανταπόκριση μπορεί να τον στοιχειώνει για μια ζωή, Γλυκιά γιατί μόνο μέσα από τον πόνο του μονόπλευρου μπορεί να εξασκήσει την επιθυμία του. Να επιθυμεί εκείνα που χρειάζεται.
 
Περνάει μια ζωή όπου έχεις όλα όσα χρειάζεσαι εμπρός σου και εσύ κοιτάζεις αλλού. Σε εκείνα που νομίζεις ότι θες. Υπάρχει μεγαλύτερη ειρωνεία από αυτή;
 
 
Η φύση του τον παίδεψε πολύ. Σήκωνε αντιρρήσεις, ανέτρεπε τα δεδομένα, τον παγίδευε σε χαρακτηρισμούς ανεπιθύμητους, του χάρισε γενναιόδωρα μοναξιά. Ουδέποτε, όμως, προσπάθησε να αλλάξει. Η φύση είναι ιερή, είναι η πηγή της διαφορετικότητας. Αν επέμβεις σε αυτή, σε αντεκδικείται. Τόσο απλά. Αφύσικο είναι να εγκλωβίζεις τη φύση σου, να νιώθεις ένοχος για αυτή, να απολογείσαι για το ότι ακολουθείς το δικό σου μονόδρομο όταν οι άλλοι περπατούν ασφαλείς και υπνωτισμένοι στην μεγάλη λεωφόρο.
 
 Μη φυσιολογικό είναι να βαδίζεις ενάντια στη φύση σου για να είσαι αρεστός και για να γίνεις αποδεκτός. Γιατί ως άλλος πια, δε θα μπορείς να νιώσεις την ευτυχία παρά μόνο ως μια παραμορφωμένη εκδοχή της. Σημασία έχει να είσαι Εσύ στο Ταξίδι. Να παραμένεις Εσύ. Ακόμα και αν η καρέκλα του συνεπιβάτη εξακολουθεί να είναι άδεια. Αυτό που θα ζεις δε θα είναι φαντασίωση, ούτε υποκατάστατο. Δε θα πετάς αιχμάλωτος πάνω από συννεφιασμένους αιθέρες. Όλα θα είναι αληθινά, θα μπορείς να τα δεις κατάματα, να απλώσεις το χέρι και να τα αγγίξεις, να διακρίνεις ομορφιά ακόμα και στο σκοτάδι.
 
 
 
 
 Γιατί είσαι ελεύθερος όταν μαθαίνεις να αποδέχεσαι τη φύση σου. Ακόμα και αν σε τρομάζει, ακόμα και όταν σε ξεβολεύει. Η ανασφάλεια συχνά είναι η αφετηρία στο δρόμο για την απελευθέρωση. Από όσα προσπαθούν να οικειοποιηθούν τη φύση σου, να σε εξομοιώσουν με το πλήθος, να σου σαρώσουν την αλήθεια.
 
Τα χρόνια πέρασαν μέσα από πολλές μεταπτώσεις, τον βρήκαν άγρυπνο σε απόγνωση, αλλά και με αίσθηση ικανοποίησης. Για τις σπάνιες στιγμές που έδινε στη διαδρομή κάτι από τη δική του ματιά. Και αυτή μεταμορφωνόταν, και γινόταν κάθε μέρα και άλλη, και περίμενε κάθε μέρα το Θαύμα. Πλέον, την αγαπημένη του διαδρομή, δεν την κάνει μόνος. Αλλά χρειάστηκε να περάσει από πολλή μοναξιά μέχρι να θελήσει να την αποχαιρετήσει οριστικά. Έπρεπε να νιώσει πραγματικά ελεύθερος προτού μπορέσει να δεσμευτεί. Να επιτρέψει στην αγάπη να εισβάλλει. Είναι στη φύση του.

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Παιχνίδια της Μνήμης

Ξεκίνησε τη γνώριμη διαδρομή με έναν πόνο σφηνωμένο μέσα του. Είναι πολύ πρωί, είναι η ώρα που χαράζει η ελπίδα, και ας καταποντίζεται κάτω από σκηνές φρίκης και ασήκωτης ρουτίνας. Συνήθισε η μέρα του να ξεκινάει με ένα παυσίπονο. Ρίχνει άφθονο νερό στο πρόσωπο αποφεύγοντας να αντικρύσει το είδωλό του στον καθρέφτη. Μισεί τους καθρέφτες, σα να φιλοξενούν τερατουργήματα, θολές μορφές και μισοσβησμένα λόγια. Αποτυπώματα που ξεθώριασαν μέσα στη θρασυδειλία τους. Πίνει μερικές γουλιές από τον πικρό καφέ που βράζει και με το ζόρι τρώει λίγο ψωμί. Νιώθει πως όλα έχασαν τη γεύση τους. Τα καταβροχθίζει μια ανελέητη ουδετερότητα. Μια ταυτότητα που λείπει τα ακινητοποιεί στην αεργία.
 
 
 Περπατάει ασθμαίνοντας, μερικές σκηνές που εκτυλίσσονται γύρω του μοιάζουν ολοκαίνουργιες. Μια φωτεινή επιγραφή, μια πρόσχαρη φιγούρα στον παμπάλαιο φούρνο που μοσχομυρίζει κανέλα, η παράξενα λεπτή σιλουέτα του κυρίου στο περίπτερο με τα πελώρια γυαλιά να παραποιούν το βλέμμα του, το παλαιοβιβλιοπωλείο που μάλλον είχε στήσει ολονυχτία. Δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν είναι η κατανυκτική φύση της ώρας που προσδίδει τέτοια διαύγεια στη σκέψη του ή αν η παρατηρητικότητά του ανέτειλλε άξαφνα και όψιμα. Πάντως, τα νέα στιγμιότυπα τον ανασύρουν από το λήθαργο. Τον τέρπουν, δίνουν άλλη πνοή στην ημέρα, μια ανανέωση της ματιάς.
 
 
 Αρχίζει να φυσάει ένας ψυχρός άνεμος που προοιωνίζει το Χειμώνα.. Πάντα η έλευση του Χειμώνα τον βρίσκει απροετοίμαστο. Νομιμοποιεί τον εγκλεισμό του στο σπίτι, ενθαρρύνει τη μοναχική του τάση. Αυτό είναι που φοβάται, ότι συνήθισε τη μοναξιά, έμαθε να την αγαπάει. Τα χρόνια τον βρήκαν απόκοσμο και ενοχικά ευτυχή. Αν εξαιρεθεί η αλλιώτικη αίσθηση ορισμένων στιγμών, όπου το παρελθόν αναδύεται δυναμικά στο παρόν και το θέτει σε αμφισβήτηση. Όλα εκείνα που τον στοιχειώνουν, που ριζώνουν μέσα του, που τον κατακλύζουν με ''αν'' και εναλλακτικές εκβάσεις, που του κατασπαράζουν την ηρεμία. Μια ηρεμία εύθραυστη, ίσως και εικονική. Εκκρεμείς συζητήσεις, αδέξιες αντιδράσεις, ψέματα βολικά που τον ξεβόλεψαν πολύ περισσότερο από ό,τι μια ξάστερη αλήθεια, μια απειροελάχιστη στιγμή, ένα κρυφό κοίταγμα στο ρολόι, μια αθέμιτη παράταση...και η ευκαιρία εξανεμίστηκε. Λόγια που ήθελε να βγάλει από μέσα του, θα του ανέτρεπαν τις σταθερές αλλά θα ξαπόσταινε ακροβατώντας. Ώρες σκοτεινές που ήθελε να τρέξει προς το φως, αλλά καθηλώθηκε στην αθέατη θέση του. Δεν ήταν έτοιμος για υπερβάσεις της καλοκουρδισμένης φύσης του, ποτέ δεν είναι έτοιμος. Δεν έπαιξε ποτέ, διάλεξε τον ένα και μοναδικό ρόλο του ανθρώπου που κρύβεται από όσα φοβάται. Από όσα επιθυμεί.
 
 
 
 Μα έρχεται η ώρα που του λείπει το παιχνίδι, η φλόγα, το να είναι παιδί. Η φωνή της, η κοριτσίστικη μορφή της, το χαμόγελο και η ευγένεια στη ματιά της. Αυτό που ήταν τότε, από το οποίο τώρα πιθανότατα διασώζονται μόνο κατάλοιπα. Όσα δε μπορεί να διώξει από μέσα του είναι εκείνα που με μισή καρδιά προσπάθησε να απωθήσει. Η μνήμη του αντεπιτίθεται, γίνεται πιο δυνατή όσο προσπαθεί να την αποδυναμώσει. Η μνήμη διασώζει την αλήθεια-και από την αλήθεια δεν γίνεται να ξεφύγει. Οι εκκρεμότητές του με το Χρόνο τον επισκέπτονται ολοένα και πιο συχνά. Πότε είναι χαιρέκακες, έχουν θεριέψει από την αλλοτινή περιφρόνηση, πότε πρόξενοι βαθιάς θλίψης. Η θλίψη για όσα δεν ήταν άξιος να ζήσει και έσπρωξε με μισή καρδιά μακριά, κάνει την καρδιά του αιωνίως μισερή. Το ανεπίστρεπτο, τα ερωτήματα που θα μείνουν αναπόκριτα, οι επιλογές δειλίας που έκαναν τους φόβους υπερτροφικά θηρία. Η ανικανότητα να ζήσει όπως θέλει τον καταδιώκει σαν αυτοσχέδιος θάνατος. Σαν άλλη αυτοκτονία, ύπουλη και αργή, που τον βυθίζει στη νάρκη μιας εθιστικής υπνηλίας. Συνηθίζει να πονάει μέχρι που παθαίνει ανοσία στον πόνο. Και τότε, δε νιώθει τίποτα. Αδειάζει από συναίσθημα, συρρικνώνει τις άμυνές του, πορεύεται σα ζωντανός-νεκρός σε δρόμους άδειους, δίχως έκπληξη.
 
 
 
 Και είναι τόσο σπάνιες οι στιγμές της αφύπνισης, που τις περιμένει με αγωνία. Τις τρέμει, όσο και τις εύχεται. Είναι οι αναμνήσεις αναμέτρηση με το χρόνο, αλλά και με ό,τι κατάφερε να γίνει μέσα σε αυτόν. Υπενθυμίσεις της ουσίας που είναι ανθεκτική και επιβιώνει παρά την φοβισμένη απόπειρα εξόντωσής της. Είναι οι αναμνήσεις διαχρονικές συναντήσεις με τις επιθυμίες, που, ανεκπλήρωτες, φανερώνουν την ισχνή του θέληση. Είναι επίπονες διεγέρσεις των επιθυμιών, ακόμα και αν ο ίδιος έμαθε να τις χλευάζει μέσα από τις υπερωρίες της μοναξιάς του. Όσα δεν αξιώθηκε να ζήσει, είναι καταδικασμένος να τα ζει ξανά και ξανά, στη φαντασία του.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Άφαντες Πατρίδες

Συνήθιζε να περιμένει το Νοέμβριο με παιδική λαχτάρα. Παρά το τσουχτερό κρύο και τις αντιφάσεις του, είχε και απρόσμενες λιακάδες και έρωτες από το πουθενά. Ο χειμώνας, στη συνείδησή της, ήταν παρεξηγημένη εποχή, υποτιμημένη ως μη πολλά υποσχόμενη. Αλλά αυτά τα ανέλπιστα δώρα του κάθε φορά, έμοιαζαν με καλοκαιρία μέσα στον παγετό. Αυτό την εξίταρε περισσότερο, ότι η καλοκαιρία είναι λανθάνουσα, είναι πιο ουσιαστική όταν είναι αθέατη. Όπως τα όνειρα, είναι λυτρωτικό να γίνονται χειροπιαστά όταν δεν προπορεύεται μια προσδοκία. Συμβαίνουν μόνο και τότε ονοματοδοτούνται. Αναδρομικά και ετεροχρονισμένα κατανοείς ότι αυτό χρειαζόσουν, και ας ήταν κρυμμένο πίσω από αλλοπαρμένα σχέδια και αυτοεπιβαλλόμενες επιθυμίες.
 
 
Απομακρύνεται σιγά-σιγά από όλους. Βρίσκει στη φασαρία των καθημερινών επαφών τη ματαιότητα μιας υποκριτικής επίφασης. Πάει όλο και πιο μακριά για να πλησιάσει σε εκείνη. Κάπου, σε χρόνο αόριστο, η απροβλημάτιστη μορφή της έκανε στροφή και χάθηκε . Ξαφνικά, έγινε αυτό που ανέκαθεν φοβόταν: επαίτης της χαμένης της χαράς. Φορτωμένη ενοχές για όσα την ανύψωναν πάνω από το καθημερινό, για όσα την έκαναν να στροβιλίζεται πάνω από τον πεζό κόσμο που λειτουργεί κακοκουρδισμένος. Εκείνα που φαίνονταν ασυνάρτητα, έδιναν συνοχή σε έναν θεότρελο κόσμο, που είχε το προσωπείο της τετράγωνης λογικής. Η κάθε παρασπονδία της, την βοηθούσε να μένει πιστή στους κανόνες. Μα και η εξαίρεση από αυτούς ήταν αναγκαία για να είναι σε θέση να σέβεται το πνεύμα τους. Όμως, χωρίς να αντιληφθεί το πώς, άρχισε μια έμμεση αυτοτυραννία. Η ανασφάλεια σε έξαρση, τα μάτια της ανέκφραστα, χάνεται σε βόλτες όλο ζάλη, μέσα σε βοερές πολιτείες δίχως όνομα. Δε μπορεί να εντοπίσει τη χαμένη της χαρά. Δεν έχει κουράγιο να την ψάξει, δεν ξέρει πού να ψάξει, ίσως δεν κατοικεί πουθενά.
 
 
 Ο Νοέμβριος πάντοτε ήταν ορμητικός, παράξενος, γεμάτος αναπάντεχα. Κεφαλαία γράμματα και τελείες. Όχι αποσιωπητικά. Ή του ύψους ή του βάθους. Μέσα σε φλογερούς έρωτες και σε ανεπιθύμητες φυγές, έπαψε να αγαπάει τον εαυτό της. Εκπαιδεύτηκε, μάλιστα, να τον πολεμάει με μένος. Υπάρχει κάτι πιο λυπηρό από ανθρώπους που οικειοποιούνται όλη σου την ενέργεια, και αυτό είναι να το κάνεις εσύ για εκείνους. Να υπονομεύεις κάθε προσπάθεια, κάθε τι ελπιδοφόρο, κάθε πιθανότητα απεγκλωβισμού. Να εφησυχάζεις, μέσα σε παραλείψεις εκλεπτυσμένες, παρωπίδες όλο πείσμα, απαράλλαχτες πορείες και ματιές δίχως βλέμματα. Να παραιτείσαι από εκείνη τη φωνή που κάνει τα πόδια σου να ξεκολλάνε από το έδαφος και να ανατρέπουν το ρου της μέρας, απλούστατα επειδή δεν υπάρχει.
 
 
 Τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο όσο υπάρχει ισχυρή θέληση για να το αναδιαμορφώνει. Η αγάπη για τον εαυτό είναι επίπονη, είναι αγάπη για την ελευθερία, είναι βαθύτερη προϋπόθεση ευτυχίας και σίγουρα δεν εξομοιώνεται με τη φιλαυτία. Είναι ανακωχή με δαιμόνια που σου φράζουν το δρόμο, ειλικρίνεια και αυτοκριτική, μηδενισμός και ακροβασία. Αλλά είναι και μια ζωηρή διαπίστωση: τα πράγματα γίνονται όσο πιο δύσκολα τα αφήσεις να γίνουν.Όσο περιμένεις έναν σωτήρα, αυτοκαταστρέφεσαι γιατί λησμονείς τη δική σου δύναμη να σωθείς. Θέλεις, άραγε, να σωθείς; Όσο ψάχνεις επιβεβαίωση από το περιβάλλον, τόσο πιο έντονη διάψευση θα κατοικεί μέσα σου. Γιατί ο κόσμος επιμένει να συντηρεί ένα ανούσιο παιχνίδι αλληλοεξουδετέρωσης ή αλληλοαφύπνισης ανασφαλειών. Αναζητεί σε αυτό την κίβδηλη συναισθηματική ισορροπία, την άφατη γαλήνη. Μόνο που φουρτουνιασμένος συνεχίζει το δρόμο του και πνίγεται μέσα από τους υποτιθέμενα ασφαλείς δρομοδείκτες. Συχνά, τα σημάδια είναι αποπροσανατολισμός. Δε χρειάζεται να βλέπεις πού πηγαίνεις γιατί δε θα τερματίσεις εκεί όπου όντως ήθελες.
 
 
 
 
Το οξύμωρο με την πατρίδα είναι ότι δεν μπορεί να είναι προορισμός. Καταλαβαίνεις ότι την βρήκες, μόνο αφού φτάσεις σε αυτήν. Όταν τα μάτια σου πλημμυρίσουν δάκρυα συγκίνησης και στην ψυχή σου σπαρταράει μια φλόγα ευδαιμονίας. Η πατρίδα δε μπορεί να είναι ιδανικό ή φαντασίωση. Μόνο υποστατή, είναι το καταφύγιο που βρίσκεις όταν κανένα σημάδι δε σου δείχνει το δρόμο. Έτσι είναι και η αγάπη για τον εαυτό σου: για να αγαπήσεις τον εαυτό σου πρέπει πρώτα να μισήσεις την αυτοκαταστροφική του μανία. Να την ξεριζώσεις με πάθος, να την αποβάλλεις από μέσα σου. Όσο κρυφοζεί έστω και ένα κύτταρο της αυτοκαταστροφικής σου πλευράς, η ευτυχία θα μοιάζει απροσπέλαστη γιατί δε θα μπορείς να την επιλέξεις.
 
 
 Όπως στην πατρίδα, στον εαυτό σου δε θα πλησιάσεις μέσα από σημάδια, μεσάζοντες και αλληγορικές ιστορίες. Απλά και ξάστερα, με πόλεμο με όσα σε ταλανίζουν. Θύτης και θύμα, εκεχειρία και εχθροπραξίες, όλα θα είσαι εσύ και όλα εσύ θα τα κινείς. Και όταν, πια, αποκαμωμένος, ξαποστάσεις στο πολυπόθητο καταφύγιο, θα νιώθεις ελεύθερος απέναντι σε κάθε έξωθεν ομηρία..γιατί θα είσαι ήδη νικητής στην πιο παράξενη μορφή ομηρίας, την αυτοαιχμαλωσία. Πριν ξεκινήσεις, βεβαιώσου πως δε φοβάσαι τις χαμένες πατρίδες, ούτε τις χαμένες χαρές. Ο φόβος για την ελευθερία είναι ο βασικότερος λόγος που περνάμε τη ζωή μας σε πελώριες φυλακές χρόνου, σε τόπους σκοτεινούς και αθέλητους. Όταν τον αποχαιρετήσεις οριστικά, ξεκινάει το δικό σου συναρπαστικό ταξίδι. Θα σου φέρει κάτι νέο, και ας μην το υπόσχεται. Όπως και ο Νοέμβριος.