Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Κάθε φυγή και μια αρχή

Άκουγε τα βήματά τους ολοένα και πιο μακριά. Ένα αντίο, ένα νεύμα εγκατάλειψης, ένας μορφασμός που δηλώνει απομάκρυνση. Έμαθε να αναγνωρίζει τη Φυγή, άλλωστε πώς μπορούσε να κάνει αλλιώς, όταν η ζωή ολόκληρη εξελίσσεται μέσα από αλλεπάλληλες αναχωρήσεις; Άλλοτε αισθανόταν έναν ισχυρό πόνο και άλλοτε ένας στεναγμός ανακούφισης τη λύτρωνε από χρόνια βάσανα. Η Φυγή ως αιχμαλωσία ή ως απελευθέρωση. Μεταμορφωνόταν απότομα και απότομα μεταμόρφωνε. Εξασκήθηκε στο να φεύγει την καίρια στιγμή. Προτού εδραιωθεί η ρουτίνα και καταλήξει η ζωή θανατηφόρος επανάληψη. Έμαθε να φεύγει εκείνη την ώρα που θα της επέτρεπε να γίνει μια αξιοπρεπής ανάμνηση. Δάκρυα χαράς και συγκίνησης γέμιζαν το πρόσωπό της όταν κατάφερνε να αποδεχθεί το αναγκαίο ενός αποχαιρετισμού. Συχνά, ο φόβος απομάκρυνσης από το οικείο, υποβάθμιζε την αναγκαιότητα ενός αντίο.
 
 Ποτέ δε θα γίνουμε έτοιμοι να εγκαταλείψουμε όσα μας προσδιορίζουν, για αυτό πρέπει απλώς να το τολμήσουμε.
 
Φοβόταν να θυμάται, η ανάμνηση βραχνάς, εικόνες όλο γλαφυρότητα, συναισθήματα που διεισδύουν εντός της και την αναστατώνουν, λέξεις και ματιές που τις ύφανε ο χρόνος και αίφνης τις πέταξε σε ένα χωνευτήρι. Φοβάται να ξεχνάει, η λήθη είναι αυταπάτη γερή. Εκείνα που καμώνεσαι πως ξέχασες, σε ανταμώνουν κάθε βράδυ στα όνειρα, σε μύχιες σκέψεις και αλλόκοτα σημάδια. Όμως, αυτή την εποχή που αγαπάει να μισεί, με το χώμα που μυρίζει βροχή και τον ουρανό ντυμένο με σύννεφα κατάμαυρα, το νιώθει δυνατά πως πρέπει να φύγει. Από το χτες, από συνήθειες που σακατεύουν τη γαλήνη της, από μορφές-φαντάσματα που αρνείται να βγάλει από μέσα της, από έναν εαυτό παράλυτο, καθηλωμένο σε παιδική φιγούρα που διογκώνει τις φοβίες του. Πρέπει να φύγει και να αφήσει να φύγουν.
 
 
 
 Ο χρόνος φέρνει τη φθορά μέσα από τις νομιμοποιημένες παρατάσεις του. Κάθε φυγή και μια αρχή. Ένα τέταρτο καθημερινά αρκεί για να ξαποστάσει από το χάος. Σημειώνει σκόρπιες σκέψεις σε ένα μικρό σημειωματάριο, ακούει μουσική, κάνει ό,τι υπό κανονικές συνθήκες δε θα τολμούσε. Ξεκλέβει λίγο χρόνο για να κερδίσει όλο το χρόνο. Γυρίζει σπίτι της αναγεννημένη, ανάλαφρη, γεμάτη δυνατότητες. Το Φθινόπωρο δε φαίνεται τόσο μελαγχολικό, τελικά. Παρεξηγημένο μάλλον, μέσα από τις αντιφάσεις του. Δεν τροφοδοτεί προσδοκίες, αλλά στο τέλος εκπληρώνει άρρητες επιθυμίες. Αν αυτό δεν είναι ένα μικρό θαύμα, τότε τι είναι;
 
 
Να φεύγεις συνεχώς από τον εαυτό σου για να μπορέσεις να τον βρεις, στο τέλος. Έστω και για μια στιγμή. Να ξεχνάς ποιος νομίζεις ότι είσαι, να σου βάζεις δύσκολα, μια χίμαιρα να γίνεσαι ατιθάσευτη.

 Αυτό που παραδεχόμαστε ότι αγνοούμε, μοίρα μας είναι να το μάθουμε στο τέλος.

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Η φοβερή Λύτρωση

Τα βήματά του, απόηχοι φόβου μέσα στο μισοσκόταδο. Τα πυρετώδη βράδια του Αυγούστου έγιναν συνήθειες γεμάτες ενοχή. Με το μικροσκοπικό δωμάτιο να βράζει από τον επίμονο καύσωνα, τη βαλίτσα του ακόμα αδειανή, την πανσέληνο οδηγό, να τον παρασύρει σε έρωτες ανεκπλήρωτους. Η μουσική δε σταματάει να παίζει, η σιωπή είναι αφόρητα αληθινή. Πίνει αργά το ποτό του καταστρώνοντας σχέδια σε ένα παλιωμένο τετράδιο, με κάτι ορνιθοσκαλίσματα που ούτε ο ίδιος αποκωδικοποιεί. Τα σχέδια πάντα τον τρόμαζαν. Αυθάδικα εγχειρήματα ελέγχου σε ένα σύμπαν όπου το ανεξέλεγκτο είναι η μόνη παραδοχή σοφίας. Ο χρόνος τον άφησε μόνο, σε εναγκαλισμό με φόβους ασυνάρτητους, μέσα σε ωκεανούς από χαμένες αγάπες και φιλίες που του γνέφουν με μελαγχολική απορία. Πολλές φορές προσπάθησε να ξεκολλήσει. Έβαλε στα τυφλά μερικά ρούχα και βιβλία στη βαλίτσα και προσπάθησε να φύγει. Μόλις σίμωνε στην εξώπορτα, ένα βάρος του παρέλυε τα πόδια. Ταχυπαλμία, εφίδρωση, δύσπνοια, ένα σκοτάδι να γιγαντώνεται γύρω του και να του κατασπαράζει τη γαλήνη. Κάπως έτσι, τα καλοκαίρια τον έβρισκαν στη φαινομενική ασφάλεια του ημισκότεινου δωματίου και έφευγαν μέσα σε μία ηδονική απραξία που όμως άφηνε πίσω της ένα ακάλυπτο κενό. Την αμηχανία της μετάβασης σε ένα άλλο σημείο, μια μετάβαση που φάνταζε πια επιτακτική ανάγκη. Ο φόβος να τα αφήσει όλα πίσω, επειδή είναι γνώριμα, επειδή όλα μαζί και κάθε ένα χωριστά τον έκαναν αυτό που είναι, επειδή είναι βολικό να είναι στο μηδέν. Κι επειδή νιώθει πως το αντίο ισοδυναμεί με απώλεια.
 
 
 Μα αν ο φόβος είναι αυτοδημιούργητη ιδέα, γιατί να μη μπορεί και μόνος του να την ανατρέψει; Ριζώνει μέσα του σαν άπληστο δαιμόνιο, τον διεκδικεί, τον διεγείρει και τον αιχμαλωτίζει, όλα με τη δική του συναίνεση. Μια αυτοτροφοδοτούμενη ιδέα είναι ο φόβος που καταλήγει να γίνεται μέσα από τις επαναλαμβανόμενες συναινέσεις αναγκαίος όρος της ύπαρξης. Και η υπερτροφική ιδέα παγιώνεται, μετατρέπεται σε καθεστώς ανελευθερίας, σε μια εκούσια σκλαβιά όπου η ιδέα απέχει έτη φωτός από την πραγματικότητα και αποφεύγει να συγκρουστεί με αυτή.
 
 
 
 Το Αντίο δεν είναι απώλεια, αναγέννηση είναι, επανεκκίνηση αναγκαία, χωρίς κληροδοσίες, ιστορικό και δεκανίκια. Είναι η δύναμη απεξάρτησης από τη δυναμική των όσων νομίζει πως κατέχει. Η αποδοχή ότι η ζωή μεταλλάσσεται και είναι υγιές να μεταμορφώνεται στο διάβα της. Να γίνεται διαρκώς άλλος για να μην καυχηθεί ποτέ ότι κατέκτησε την αυτογνωσία, δεν υπάρχει άλλωστε μεγαλύτερη πλάνη. Να ξεχνάει το χθες για να μπορέσει να ζήσει το σήμερα. Να πάψει να αναβιώνει το χθες μέσα από τις λεπταίσθητες αποχρώσεις της φαντασίας του, να φύγει επιτέλους για εκείνο το ταξίδι. Φοβούμενος τις φουρτούνες, εγκλωβίσθηκε στην πιο επικίνδυνη νηνεμία. Μα είναι η τρικυμία προθάλαμος της άπνοιας, όπως είναι ο φόβος όχημα για την απελευθέρωση.
 
 
 
 
 Το πιο παράδοξο στοιχείο του φόβου είναι ότι δυναμώνει όταν επίκειται η απελευθέρωση από αυτόν. Ο φόβος της λύτρωσης από το φόβο γίνεται το δικό του παράξενο μυστικό. Ο φόβος για την ελευθερία που ανοίγει άγνωστα μονοπάτια, η τόλμη να φωνάζει το ένα ''αντίο'' πίσω από το άλλο, το να καταρρίψει ο ίδιος όνειρα αναχρονιστικά, το να αλλάξει τόπο αποδεχόμενος ότι αυτός που νόμιζε ως πατρίδα δεν είναι πια-γιατί η πατρίδα δεν είναι στατική, ούτε ανευρίσκεται μέσα στην ακινησία.
 



 
 Να μην τρέμει όσα τον απελευθερώνουν από τις παγίδες που ο ίδιος επινοεί. Να ακούσει το ένστικτό του και να κινήσει για μέρη αφιλόξενα, ακόμα και αν στο τέλος αποδειχθούν άγονα εδάφη, θα έχει μάθει πως από τα ταξίδια δεν περιμένεις έτοιμους καρπούς. Μάχεσαι κάθε λεπτό, με οξυμένες αισθήσεις, να εντοπίσεις πού κρύβεται η γνώση, πού, αθόρυβα, περιπλανιέται η μαγεία. Και αν ο ατρόμητος εαυτός σου σε ξενίζει, γελάς και αυτοδιορθώνεσαι αμέσως. Έχεις πολύ δρόμο ακόμα να διανύσεις. Ένα ακόμα παράδοξο του φόβου είναι ότι πάντα κατισχύει προκαλώντας σε μια ακόμη μάχη. Δεν εφησυχάζεις γιατί ποτέ δε φτάνεις στο τέρμα, μόνο τρωτός κατευθύνεσαι προς μια μικρή νίκη και αυτή είναι μία φοβερή Λύτρωση.
 

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

Κλειστόν λόγω αυτογνωσίας

Να τος πάλι ο Αύγουστος. Με ένα προκλητικό φεγγάρι, νύχτες δίχως ύπνο και βουτιές σε ό,τι υπόσχεται τη λήθη. Έμαθε χρόνια τώρα να τον αποκαλεί μήνα των προσδοκιών. Το να ξαποστάσεις είναι σωτήριο άμα η γαλήνη κατοικεί εντός σου. Άλλως, είναι εφιαλτική η ανάπαυλα, αντάμωση με στοιχειά και φαντάσματα, σκοτάδι και αγωνία, εξουθενωτική υπερωρία. Ξεγέλασε πολλές φορές αυτό το μήνα, με ανέμελες βόλτες σε πλακόστρωτα δρομάκια, μυρωδιές από κανέλα και λουκούμι, ανακαλύψεις όλο έκσταση σε τόπους μακρινούς, φλογερά φιλιά και θάλασσες ακύμαντες. Με ταξίδια όπου το εφήμερο κατάφερνε να γιορτάσει την αντίφαση που το καθιστά τόσο ξεχωριστό, όπου ξόρκιζε τους φόβους και το μισερό εαυτό τον καθηλωμένο μονίμως ένα βήμα πριν το ρίσκο. Θαύμασε την πανσέληνο στην όχι και τόσο άδεια πόλη, μέσα από ζαλισμένα βλέμματα και αέρα ανανέωσης. Πάντα πλανάται η προσδοκία στην ατμόσφαιρα. Η αίσθηση αναμονής ενός καταλυτικού γεγονότος είναι μαρτύριο. Πάσχισε με μανία να εξουδετερώσει την προσδοκία. Σα να έχει παγιωθεί στη στιγμή και ακυρώνει την ουσία της. Το Καλοκαίρι μπορεί να γίνει αφόρητα πληκτικό, του είχε πει κάποτε. Για εκείνον είναι αγωνιώδες και επιθυμεί μόνο να παρέλθει. Ο Αύγουστος αφυπνίζει την απληστία μέσα του. Τον κάνει να θέλει να συμπυκνώνει εμπειρίες ζωής και σφοδρά συναισθήματα σε ένα τόσο συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, για να αποδειχθούν κακότεχνες αναπαραστάσεις του πραγματικού. Συνήθιζε να ακούει τους άλλους, τα κλισέ και τις ιστορίες που αφηγούνταν κατά τα συμφέροντα της οπτικής του. Η μακροχρόνια αναμονή σπανίως αποζημιώνεται. Με κάποια ενοχή, περιφέρεται σε ταραχώδεις ζώνες της πόλης, όπου μπορεί να ακούει πια τα βήματα και τη φωνή του, πανέρημη και πανέμορφη έτσι όπως η μαζική αναχώρηση τη μεταμόρφωσε, να πίνει ένα ποτό και να χάνεται σε παραπονιάρικους ήχους. Θυμάται την εικόνα της ίδιας γειτονιάς ένα μόλις μήνα πριν, να σφύζει από ζωή, να ασφυκτιά από αντίφαση, να στραγγίζει από ανθρωπιά. Σκουπίδια, πρώιμος καύσωνας, αλλόκοσμα πρόσωπα και ένα γαϊτανάκι αντίρροπων στοιχείων, με τον ίδιο να ακροβατεί επικίνδυνα περιμένοντας τον Αύγουστο για να απολαύσει την άλλη της εικόνα.
 
 
Είναι απίστευτο πώς μια πόλη μεταμορφώνεται από τους ανθρώπους της. Μα τώρα έτσι όπως είναι, σε μια ερωτική κατάνυξη, καταλαβαίνει πόσο αγαπάει αυτή την πόλη. Πόσα σημαίνει για αυτόν. Σε μια εποχή που τροφοδοτεί τις επιθυμίες και αυτές, αχόρταγες, θεριεύουν, αυτή η πόλη καταλαγιάζει την ξέφρενη τάση του για περισσότερα, ηρεμεί την ψυχή του και την κάνει να ταξιδεύει, αμετακίνητη. Οι μακρινές πολιτείες και οι εξωτικοί προορισμοί του είναι αδιάφοροι. Το σταθερό του σημείο του χαρίζει ένα αιώνιο ταξίδι. Σε όσα ήταν, είναι και παλεύει να γίνει. Το απροσχεδίαστο είναι λύτρωση γιατί είναι μεταμφιεσμένος αιφνιδιασμός που αναθεωρεί τις επιθυμίες.
 
Εκπαιδεύθηκε στην κατάργηση της αναμονής. Στην αβίαστη ροή των γεγονότων, σε ένα παιχνίδισμα της ώρας, σε μια στροφή σε έναν δρόμο που ακολουθούσε τυφλά έως τέλους. Ο Αύγουστος του υπόσχεται ότι θα του δώσει κάτι κάθε χρόνο. Στο τέλος, πάντα κάτι του παίρνει. Γιατί τον εξαπατά, τον θέτει σε εγρήγορση για έναν επίγειο παράδεισο, μόνο που αυτός τυχαίνει να είναι μέσα του. Θα τον βρει μέσα από τη δική του διαδρομή, ίσως κάποιο νεφελώδη και αγχωτικό Σεπτέμβρη που θα σκορπίζει μελαγχολία και νοσταλγία.

 
 Προς ώρας, ο Αύγουστος μόλις ξεκίνησε. Πλοία σαλπάρουν για τα νησιά της ατέλειωτης χαράς, οι δρόμοι μένουν άδειοι, τα καταστήματα κλείνουν το ένα ύστερα από το άλλο και οι θάλασσες γεμίζουν από κίνηση. Ξαφνικά, διεκδικεί θέση στο δικό του ταξίδι. Πέρασε από σαράντα κύματα για να αντικρύσει αφιλόξενα τοπία και άγνωστες φιγούρες που δεν αναγνώριζαν καν τη μορφή του. Αισθάνεται το δυνατό αέρα σαν λυτρωτική παρένθεση στον αβάσταχτο καύσωνα.
 
 

 
 
 Κλείνει κινητά, υπολογιστές, αφήνει το μικρό του σπίτι ερμητικά κλειστό. Στην ακατάπαυστη φασαρία του κόσμου, γυρεύει τη χαμένη γαλήνη. Μέσα από τα πολλά και τα περισσότερα που όλα περίπλοκα τα κάνουν, ψάχνει τα λίγα και ουσιαστικά, που φωτίζουν κάθε σκιώδες σημείο. Και ο δρόμος παύει να είναι ήττα ή νίκη, θρίαμβος ή πανωλεθρία, φως ή έρεβος.
 
 Αυτό του ψιθυρίζει ο φετινός Αύγουστος: για να πλησιάσεις σε αυτό που αληθινά είσαι, είναι αναγκαία συνθήκη η αποστασιοποίηση. Όσο πιο πολύ απομακρύνεσαι από τα φαινομενικά σκηνικά, τόσο πιο πολύ σιμώνεις στα μυστήρια που μαίνονται εντός σου. Και όσο πιο μόνος μένεις στα φαινόμενα, τόσο πιο δυνατός είσαι στην ουσία. Μαθαίνοντας να αντέχεις στις έρημες πόλεις, μπορείς να ξαποστάσεις και στις πιο θορυβώδεις επανόδους. Χωρίς προσμονή, χωρίς πυξίδα, χωρίς αύριο.
 
 Αυτή τη φορά τον ξεγέλασε πράγματι τον Αύγουστο.

Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Αδιέξοδα για Δύο


Έσφιξε την παλάμη της με δύναμη, σε γροθιά. Μέτρησε από το ένα ως το δέκα για να μην ξεστομίσει κάτι υβριστικό. Είχε πολλά και ηχηρά κατά νου. Μπορούσε να καυχηθεί ότι επαξίως της απονέμεται ο τίτλος της άτυχης στα ερωτικά, με ατυχία άνω του μέσου όρου που βρίσκει παρηγοριά στο ότι οι άνθρωποι έχουν γίνει άτολμοι και εγωκεντρικοί, αμυντικοί και επιδερμικοί, και παρόμοιους συλλογισμούς που καταπραϋνουν τον πόνο των αλλεπάλληλων ερωτικών αποτυχιών. Αυτή τη φορά, το αντικείμενο του πόθου της αισθάνεται ότι τον πιέζει αφόρητα, απλώς και μόνο με το να υπάρχει. Εκπέμπει κάτι επιθετικό, ίσως μια διάχυτη προσδοκία στην οποία δε μπορεί να ανταπεξέλθει. Άλλωστε, έχει και το άγχος στη δουλειά και μια σχέση πρέπει να τον αποσυμπιέζει. Έτσι της είπε με κεφάλι σκυφτό, σε αδιάφορο τόνο. Εκείνη, για πολλοστή φορά βρέθηκε να παρερμηνεύει τα πρότερα μηνύματα που λεκτικώς ή μη της έστελνε, πίστευε πως μετά από δύο χρόνια σχέσης όδευαν προς κάτι πιο...δε μπορούσε ακριβώς να το προσδιορίσει.. όχι επίσημο, μάλλον σταθερό και μακροχρόνιο. Εκείνος, στο άκουσμα αυτών των επιθέτων έβγαζε φλύκταινες. Ζητεί χρόνο, δεν εγγυάται τίποτα, όπου χωρεί συμφωνία, το συναίσθημα εξανεμίζεται. Για εκείνη, το συναίσθημα δε μπορεί να επιβιώσει δίχως μια προοπτική συνύπαρξης. Ρομαντισμός και λογικό πνεύμα σε μετωπική σύγκρουση. Τον άφησε μόνο, να σκεφτεί. Επέλεξε να μείνει μόνη, να ανασυγκροτήσει τις επιθυμίες της.
 
 
 Αληθεύει ότι οι γυναίκες όσο κυλούν τα χρόνια εκπαιδεύονται από τη φύση και τον περίγυρό τους να επιδιώκουν τη μονιμότητα στις σχέσεις ακόμη και αν δεν τη χρειάζονται πραγματικά;¨Ότι αυτή είναι η απαρχή της πανωλεθρίας των πιο πολλών σχέσεων και η αφετηρία του επικοινωνιακού χάσματος; Και από πότε συνιστά πίεση η εκδήλωση ενδιαφέροντος; Μήπως από τότε που είναι μονόπλευρο;
 
 Βλέπει γύρω τους μεμονωμένες μορφές φαγωμένες από το ναρκισσισμό. Επιδίδονται σε ένα ατέρμονο παιχνίδι τελειοποίησης της εικόνας τους που ξεχειλίζει από παραφωνίες ανασφάλειας. Χαμογελούν τόσο υποκριτικά που την κάνουν σχεδόν να κλαίει. Γιατί είναι αξιοθρήνητη η θανάτωση της προσωπικότητας. Αυτή η απατηλή εικόνα του δήθεν ανέμελου και άνετου που ψάχνει εναγωνίως να ανταμώσει τις ελλείψεις του μέσα από μία επίφαση αυτάρκειας. Τα λοξά βλέμματα υπερεκχειλίζουσας κακίας απέναντι στο αντισυμβατικό ή το θαρραλέα διαφοροποιούμενο. Η αποθέωση του εφήμερου που μοιάζει βολικό, αλλά οδηγεί σε ανυπέρβλητες δυσκολίες. Η αχόρταγη μίμηση του κανόνα που κάνει την εξαίρεση παρείσακτη. Η αφομοίωση των πάντων, η απουσία διαφοράς, η τελματώδης συναίνεση. Εύχεται καμιά φορά να γύριζε ο χρόνος πίσω κατά δέκα έτη, όχι για να ανακτήσει τη χαμένη νεότητα, αλλά γιατί αυτά τα δέκα έτη ήταν πραγματικά σαρωτικά. Απενοχοποίησαν την απόλυτη εσωστρέφεια, τη δήθεν ελεύθερη ερωτική συνεύρεση, τη χυδαία ευκολία ανακύκλωσης συντρόφων, την εγωμανία. Όλοι αρέσκονται σε μαραθώνιους συζητήσεων για τις σχέσεις, αλλά μέχρι εκεί. Δεν τις βιώνουν, δεν τις αποκρυπτογραφούν. Τις καταδικάζουν εκ προοιμίου σε αποτυχία. Προτιμούν τις κλεφτές ματιές και καμιά εκλεπτυσμένη σπόντα, παρά μια άμεση και τολμηρή προσέγγιση. Αποστασιοποιούνται τόσο πολύ από τον άλλο, από το ενδεχόμενο να εγκαταλείψουν τον παντοδύναμο εαυτό τους, που έχουν γίνει αλλεργικοί ο ένας στον άλλο. Στην πιθανότητα βαθύτερης σύνδεσης, ο ένας οπισθοχωρεί εγκαίρως.
 
 
 Είναι δύσκολο να τα προσπεράσει όλα αυτά. Δε θέλει να ενδώσει στις προσταγές αυτού του κανόνα. Θα συνεχίσει να ψάχνει την εξαίρεση, ακόμα και αν είναι ουτοπία. Εξάλλου, η μοναξιά μπορεί να είναι προθάλαμος αυτογνωσίας. Είναι αυθεντική, ακόμη και αν προμηνύει αλλεπάλληλα αδιέξοδα και δρόμους δύσβατους. Απλώς μερικές φορές εύχεται να συναντήσει σε κάποιον άλλο την παιδικότητα που η ίδια πεισματικά διασώζει. Να ανταμώσει έναν τύπο θρασύ, που θα ακολουθήσει το συναίσθημα σε όλη του την ένταση, χωρίς άμυνες, χωρίς φοβίες εξάρτησης.
 
 
 
 Η αποδοχή της συναισθηματικής εξάρτησης από κάποιον άλλο προϋποθέτει   ακαταμάχητη δύναμη. Επίγνωση ότι είσαι λειψός, μια κουκκίδα στην απεραντοσύνη, ένα ανεπαίσθητο σημείο στο διηνεκές του χρόνου και ότι ,αν είναι να χαθείς, θέλεις να το κάνεις μαζί με κάποιον άλλο. Μέσα στο χαμό να βρείτε μαζί το δρόμο για τον προορισμό. Ακόμη και αν είναι λάθος, ακόμα και αν δεν υπάρχει. Έτσι γιατί ο φόβος για τα αδιέξοδα, όταν μοιράζεται, οδηγεί στις πιο μαγικές διαδρομές. Εκεί όπου το μοίρασμα δεν είναι ξόδεμα ή απώλεια, αλλά πληρότητα και ανάσα.

Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

Ονειρικό Καλοκαίρι

Η καλοκαιρινή δροσιά τον καθοδηγούσε σε δρόμους απέραντους, χωρίς σημάδια. Γιορτή απεραντοσύνης, ελευθερία στην ψυχή και όνειρα αγέρωχα. Περπατά με ρυθμό, ευθυτενής σαν άλλοτε, νιώθει ακόμα και γοητευτικός, και ας παρήλθε η πρώτη του νιότη ανεπιστρεπτί. Φυλάκισε σε ένα δωμάτιο όλο σκόνη τις εμμονές του. Την αίσθηση της αποτυχίας, τα σφάλματα, τους φόβους ,τη λερναία καταδίωξη από νοσηρά σύνδρομα. Αίφνης, αγνοώντας το πώς, άρχισε να ζει. Κατάλαβε στην πράξη πως η θεωρία είναι παραπλανητική προδιάθεση. Για τα πιο ουσιαστικά δεν υπάρχει εγχειρίδιο με κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και προειδοποιήσεις. Αφήνεται σε έναν καταιγισμό από αναπάντεχα για να μη νεκρωθεί η επιθυμία του για ζωή. Το ταξίδι του είναι γεμάτο γνώση μα και πλήρες σε συναισθήματα. Γνώση και συναίσθημα σε αέναη αλληλόδραση, σε αμοιβαία νοηματοδότηση, γιατί μόνο του το καθένα είναι άμοιρο ουσίας ή ισχύος. Γνώση δίχως συναίσθημα είναι απογυμνωμένη από αγάπη και φως, είναι απρόσφορη απόπειρα κατανόησης του νοήματος, μια βουτιά στο κενό. Μα και συναίσθημα χωρίς γνώση ισοδυναμεί με άλογη παρόρμηση, με ακατέργαστη ροπή προς συγκεχυμένες πολιτείες, μια μεθυσμένη πορεία σε ταραχώδη ύδατα.
 
 
Σε εγρήγορση πάντα, να μη χάσει δευτερόλεπτο, να μην ξεφύγει το απειροελάχιστο της στιγμής από τα χέρια του, να μην προσπεράσει η ματιά του τη σπάνια ομορφιά του παρόντος. Την ανιχνεύει πάση θυσία, σε σύγκρουση με τον εμμονικό εαυτό του που σκαρώνει αυτοσχέδια σύμπαντα με ονειρική διάσταση. Πίσω από όλα τα τετριμμένα σκηνικά μιας φαινομενικά ουδέτερης και πληκτικής ημέρας, στοιχίζονται με συστολή όλα τα παράδοξα και σαγηνευτικά που αδυνατεί να μετουσιώσει σε λόγο, η αβάσταχτη ομορφιά της σεμνότητας, εκείνων των στοιχείων που καταβάλλουν κοπιώδη προσπάθεια για να περάσει απαρατήρητη η ιδιαιτερότητά τους. Η ιδιαιτερότητα αγαπάει το αθόρυβο, η αυτοπροβολή την κάνει να αναιρείται. Η ανασφάλεια είναι εκείνη που γονυπετής εκλιπαρεί για αυτοπροβολή, για τροφοδότηση της αυταρέσκειας, για εδραίωση του φαύλου κύκλου.
 
 
Το όνειρό του είναι ένα δροσερό Καλοκαίρι στην έρημη πόλη. Σχεδόν στοιχειωμένη, τόσο μοναχική που μοιάζει με άλλη, και άλλος γίνεται και αυτός στα αμφίβολα πλαίσιά της. Μόνος μαζί με τη μορφή της, με βιβλία και φράσεις εγγεγραμμένες στα δώματα της μνήμης, με εικόνες διαχρονικής μεταβολής, όπου οι σταθερές επιζούν επώδυνα, με μελωδικά καλέσματα και αναστατωμένους σκοπούς, χωρίς κάποια κλισεδιάρικη προοπτική καλοκαιρινής εξόρμησης. Λυτρωμένοι από την προσδοκία μιας υποτιθέμενης γιατρειάς, με τη γεύση ενός στυφού ποτού και τον θεότρελο αέρα μιας βραδιάς με πανσέληνο, γεμάτοι αγάπη να συμπορεύονται σε έναν κόσμο που επιμένει να εκτροχιάζεται της καθιερωμένης του πορείας, θλιβερό και αλλόκοτο, απρόβλεπτο και ευμετάβλητο, χαοτικό και ασταθή.
 

 
 Έπαψε να φοβάται όταν είδε το φόβο να πεθαίνει στο βλέμμα της. Εκείνη τη στιγμή, σκοτώθηκε και ο δικός του φόβος. Σταμάτησε να αναζητεί ταυτότητα μέσα από αμφίσημες πραγματικότητες, να διεγείρει τις εμμονές του μέσα από αλλοπαρμένες ερμηνείες, να βαπτίζει αφύσικο κάθε τι που είναι ασύμβατο προς το κοινώς αποδεκτό. Παραιτήθηκε από έναν άκαρπο αγώνα αποδείξεων. Η ζωή έγινε μια σωτήρια συμπόρευση. Άρνηση των βασάνων, εγκατάλειψη αδιεξόδων, απώλεια ηττοπάθειας, ώθηση προς τα εμπρός και απελευθέρωση. Τα όνειρα δεν έμειναν καταδικασμένα σε ανυπόστατα οράματα. Τη μία μέρα είναι ενδόμυχες διεργασίες και την άλλη επιλέγουν να γίνουν επαναστατική πραγματικότητα. Απελευθερώνουν την ουσία και προλογίζουν τα πλέον απίθανα θαύματα. Μοιάζουν όλα τόσο αλλιώτικα τότε, η αποτυχία που ήταν μεταμφιεσμένη παρότρυνση για αλλαγή κατεύθυνσης, η απόρριψη που ήταν πίστωση χρόνου για περισυλλογή και αποφυγή του αυτού λάθους, ο ανομολόγητος έρωτας που αν είχε φανερωθεί δε θα του κληροδοτούσε μια τόσο δυνατή ανάμνηση. Αλυσιδωτά όλα, αναγκαία και όλα μαζί ικανά για το σημείο που τώρα διανύει που είναι αυτός ο ίδιος και δεν κουβαλάει έναν ξένο μέσα του που έχει να εξιστορήσει έναν βίο παράλληλο.
 
 
 Πόσο παράξενο είναι τελικά, το νόημα να ξεπροβάλλει ακριβώς τη στιγμή που παύει να το αναζητεί. Που ζει μόνο, γιατί αυτό είναι το μόνο που έχει να κάνει. Το μόνο που έχει σημασία. Το νόημα είναι παντού , διάχυτο, δε χρειάζεται να το κυνηγάει, ούτε να το υποθέτει. Κατοικεί στη στιγμή, στην εγρήγορση της οντότητάς του, στην άσβηστη επιθυμία του για ζωή, στη γνώση και το συναίσθημα. Στο ονειρικό του Καλοκαίρι που δεν είναι πια ουτοπία, αλλά υποστατή πραγματικότητα, μαζί της.

Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Τα σταυροδρόμια

Πάντα η νεογέννητη Άνοιξη είχε απρόσμενη γοητεία. Μέσα από απαλά περιγράμματα και παστέλ χρώματα, πρωινή δροσιά και χαμόγελα αθώας προσμονής, η φύση σε ανθοφορία και μελωδικά καλέσματα να στοιχειώνουν το μυαλό. Αυτή τη φορά απολαμβάνει με νωχελικότητα μια αιώνια αναβολή, πότε αναδύεται και πότε, έντρομη, κρύβεται  στο δικό της καταφύγιο που είναι γεμάτο γιατροσόφια. Τέτοια εποχή ήταν που το Απίθανο γιόρτασε με το μοναδικό του τρόπο. Μια μέρα χαοτική, όλο θόρυβο και αγχωτικά ρολόγια, ο Χρόνος έχασε το δρόμο του. Έπαψε να υπακούει σε κανόνες, έπαψε να είναι κανόνας.
 
 Σκόνταψε πάνω του με ένα συνεσταλμένο ύφος, σχεδόν απολογητικό. Το ένα ολίσθημα προκάλεσε το άλλο, στα βλέμματα σκαρφάλωσε η έξαψη της αποστασίας από τα πρέπει, η απόδραση από ένα πρόγραμμα-φυλακή που αυτοκαταστροφικά κατάστρωναν, το συναίσθημα που εξόριστο εγκατέλειψαν σε τόπους εξωτικούς. Κλείδωσαν την πόρτα σε κάθε τι που θα τους έσπρωχνε σε αδιέξοδα. Η προδιαγεγραμμένη, ελέγξιμη πορεία ήταν το μόνο που θα τους γλίτωνε από τα δράματα.
 
 Όποτε αφήνονταν ελεύθεροι, σκλαβώνονταν από κάποια εξάρτηση που τους οδηγούσε σε αναμέτρηση με έναν κρυφό εαυτό. Να που πάλι ήρθε η στιγμή να αφήσουν πίσω το προβλέψιμο. Τον εαυτό τον κουρδισμένο που κομπάζει πως όλα τα ξέρει και όλα μπορεί να ελέγχει. Τα σχέδια που αποδεικνύονταν ανόητα εγκεφαλικά παράγωγα, με την πραγματικότητα να υπογραμμίζει την αφέλειά τους. Την αγκυλωμένη τους ψυχή που έχει στραγγίξει από ζωή και παραπαίει τις ελάχιστες στιγμές αδράνειας μέσα στην αφύσικη απομόνωση. Κάτι ορμητικό, άγνωστης προέλευσης, παράλογο και θρασύ τους διαφεντεύει. Εγκλωβίζονται αμαχητί ακριβώς σε αυτό που χρόνια παλεύουν να ξορκίσουν. Κάνουν το φόβο, σημαία τους. Γιατί εκείνο που τρέμουν είναι εκείνο που τους απελευθερώνει στο τέλος. Μαθημένοι στην αυτοσχέδια φυλακή τους να κουρνιάζουν, χωρίς ένα κίνητρο να τους αφυπνίζει, ναρκωμένοι από το φόβο της αλλαγής, υπογράφουν τη στάσιμη μοίρα τους. Είναι η θλίψη που γίνεται συνήθεια. Ένας αλλοπαρμένος θάνατος τους ζυγώνει με βλέμμα βλοσυρό. Μα δεν τους τρομάζει πια, είναι το καθεστώς τους, η επιλογή που έκαναν για να αποδιώξουν τις συγκινήσεις. Όμως η απρόσμενη τροχιά πάντα κάνει το θαύμα της, ανασταίνει την πίστη, το μυαλό, τις ψυχές. Σε σταυροδρόμια απίθανων συγκυριών, η ευδαιμονία γίνεται πιθανή. Ο φόβος δεν είναι παρά μεταμφιεσμένη επιθυμία για την οποία δεν είναι έτοιμοι. Δεν πρέπει να είναι έτοιμοι. Για να την αφήσουν να τους διαποτίσει, να διαπεράσει κάθε τους αμφιβολία, να σαρώσει τον παντογνώστη εαυτό. Για να νικήσουν, πρέπει να αφήσουν πρώτα κάτι να τους νικήσει. Δεν είναι μέσα από το κρυφτό που γίνονται ατρόμητοι, αλλά μέσα από τη γενναία πάλη με όσα φοβούνται. Ακόμα και αν αυτά αποβούν πιο δυνατά.
 
 
Την Άνοιξη δεν μπορούν να τη διώξουν, ούτε τις απροσδόκητες συναντήσεις με το Άγνωστο. Και, καθώς τους κυριεύουν ολοένα, μαθαίνουν να τα κουβαλούν μέσα τους, ακόμη και όταν όλα γύρω πασχίζουν να δείξουν κανονικά και επαναλαμβανόμενα. Οι πιο ωραίες στιγμές τους είναι εκείνες που δεν τόλμησαν ποτέ να ονειρευτούν.

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Στο μεταίχμιο

Την τρόμαζε η σκέψη της . Το απύθμενο σκοτάδι. Το είδωλό της στον καθρέφτη καγχάζει, σαν προκλητικό αίνιγμα. Πάντα, της έλεγαν, να αποκωδικοποιεί τις συμφορές, πάντα είναι δώρα μασκαρεμένα. Πάνε πέντε χρόνια, σχεδόν, που όλα έρχονται κόντρα στις προσδοκίες της. Μια σκληρή δοκιμασία, μια κατάδυση στου πόνου τα έγκατα, μια δαιμονική αναγκαιότητα, αυτό που την καταδιώκει έτσι αχόρταγο. Η μορφή της, κατασπαραγμένη, εκλιπαρεί για μια αχτίδα φωτός.
 
 
 
Τα βάσανα, σαδιστικά διδάγματα που έχασαν το δρόμο, την ξύπνησαν ένα ολόιδιο βράδυ, κάθιδρη, τρομαγμένη από το θάνατο της συνήθειας. Η φθορά του σώματός της, η αποσύνθεση της ψυχής της, λησμόνησε ποιο ήρθε πρώτο και ποιο δεύτερο. Τα πρόσωπα, απεικόνιση της αποχαύνωσης, του περιφέρονται ασκόπως, χωρίς όνομα, με ταυτότητα πλαστή, που ξεγέλασαν το χρόνο με την απαράλλαχτη έλλειψη έκφρασης. Η κατάρριψη του δεδομένου, όλα θέλουν τη μάχη τους τελικά, ιδίως όσα από ανοησία θεωρήσαμε αυτονόητα. Το νόημα ουδέποτε είναι προκατασκευασμένο. Δομείται, αναδομείται και προσδιορίζεται μέσα από μια θεότρελη ,ερωτική περιπέτεια όπου ξεπροβάλλει ψήγμα του αληθινού εαυτού. Μια φλόγα που πυρπολεί την απονεκρωμένη φύση, τη θέληση για ζωή με ουσία.
 
 
 
Και να που όταν τίποτα δε μοιάζει βολικό, βρίσκεις τον τρόπο να γίνεις ασφαλής. Δεν είσαι πια αμήχανος γιατί δεν προβλέπεται τέτοια επιλογή. Να επινοείς πρέπει, να εφευρίσκεις τρόπους ώστε ο ίδιος ο αγώνας για την επιβίωση να έχει κάτι αξιοπρεπές, κάτι μεγαλειώδες.
 
 
 
Μια ζωή ολόκληρη πάλευε να τινάξει από πάνω της το θάνατο. Ζύγιζε εμμονικά τα συν και τα πλην. Τις δύο αντιφατικές πλευρές του εαυτού της που την καθήλωναν στο βασανιστικό μεταίχμιο, ισοβίως επαίτη μιας  ταυτότητας. Την αγαθή πλευρά τη γεμάτη δοτικότητα και αισιοδοξία, εκείνη που ανέβλυζε αγάπη και ψύχραιμη παρατηρούσε τη συντριβή μιας υποτιθέμενης καταστροφής. Και τη διαβολική εκδοχή της με τις δεύτερες σκέψεις, τις αυτοκαταστροφικές τάσεις και τη μόνιμη αίσθηση ανεπάρκειας που την έκανε ακοινώνητη και ευάλωτη στην κριτική. Το ποιες συνθήκες ενεργοποιούσαν τη μία πλευρά και ισοπέδωναν την άλλη, ήταν απορίας άξιον. Συνήθως, οι μαραθώνιοι μονόλογοι και οι εκκωφαντικές σιωπές που μαρτυρούσαν μοναξιά την μπόλιαζαν με ανεξήγητη δύναμη να παρακάμπτει τις επιφανειακές αναποδιές.
 
 
Γιατί ό,τι στην επιφάνεια συμβαίνει, δεν είναι παρά μια πρόκληση αποκρυπτογράφησής του. Ακόμα και το σκοτάδι, κρύβει ενοχικά τα φωτεινά του σημεία. Τίποτα δεν είναι μονοσήμαντο, αλλιώς θα ήταν άμοιρο νοήματος. Με λίγη φαντασία και ταλέντο, ακόμα και μέσα από την ανατροπή της ασφαλούς πορείας των πραγμάτων, μπορούν να αναδυθούν θαύματα, ψηφίδες γνώσης που αποτρέπουν το τέλμα. Μέσα από το θάνατο μιας πλευράς ή κατάστασης, προκύπτει ζωή και εξέλιξη.. για κάτι νέο, άγνωστο και ανεξερεύνητο.
 
 
 Πορευόμαστε μια ζωή παλεύοντας ανάμεσα σε σκόρπιους εαυτούς, διάσπαρτους και περιπλανώμενους. Και είναι τόσο αστείοι που θαρρούν πως είναι ένας ενιαίος εαυτός! Αμέτρητα κομμάτια, ετερόκλητα και αντινομικά, συνενώνονται με παράνοια, με την ελπίδα προσέγγισης του νοήματος. Και όμως, η ψευδαίσθηση της κατανόησης του νοήματος είναι εκείνη που μας διατηρεί ψυχικά υγιείς. Η αίσθηση ότι η πάλη δεν έχει τέρμα. Ότι είναι σωτηρία η αναπάντητη κραυγή για απαντήσεις. Γιατί τι άλλο είναι οι γρίφοι πέρα από προσχήματα για να παλεύουμε με το διχασμένο μας εαυτό;
 
 
 
 
 
Έμαθε με τον καιρό να μην παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της. Καμία του πλευρά. Να κάνει πως δεν ακούει τις δραματικές εκκλήσεις του κακού της εαυτού που ζει για να φέρνει την πανωλεθρία όταν όλα είναι ειρηνικά, να παρακάμπτει την ενοχική φύση του αγαθού της εαυτού που μετατρέπει κάθε ''όχι'' που θέλει να φωνάξει, σε ηχηρό ''ναι'' για να μη δυσαρεστήσει κανέναν. Μαθαίνει τις δύο πλευρές να συνυπάρχουν, χωρίς να αναιρούν την ιδιαιτερότητά τους. Καμία δε μπορεί να αρνηθεί γιατί η μία νοηματοδοτεί την άλλη.
 
 
 Αλυσιδωτά όλα, είναι και γίνονται. Ο θάνατος ενός στοιχείου απελευθερώνει ένα άλλο, λανθάνον, εν δυνάμει λυτρωτικό. Ζει με όλο της το ''είναι' 'γιατί κατάφερε να αψηφήσει το θάνατο. Να μην τον σκέφτεται, να μην τον λογαριάζει, να μην τον φοβάται. Ζει τη ζωή, από άκρη σε άκρη, το μεγαλείο της στιγμής, την ευδαιμονία του πρόσκαιρου, το ανώφελο μιας καθημερινής διαδρομής, όλα εκείνα που υπάρχουν χωρίς να συνδέονται με προσδοκίες και σχέδια αλαζονικά, όλα εκείνα τα μικρά που την κάνουν μεγάλη. Την αιωνιότητα ενός σπάνιου δευτερολέπτου που οικειοποιείται με μια απόδραση του νου από το κελί της συνήθειας. Κρύβονται εκεί οι πιο μεγάλες αναστάσεις.
 
 
 

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Ασφαλώς Ανασφαλής

Ίσως ήταν το φως που γενναιόδωρα εισέβαλε στο δωμάτιο. Το δροσερό αεράκι, η αινιγματική ησυχία του πρωινού, τα χθεσινοβραδινά δαιμόνια που στριφογυρίζουν ακόμα στο νου της. Μπορεί να έφταιγε και το ποτό, πάντα έπινε παραπάνω όταν δεν ένιωθε καλά. Κάθε προσπάθειά της να ξορκίσει τη μελαγχολία κατέληγε αποτυχημένη. Πάντα η μελαγχολία ερχόταν όπως ένας ανεπιθύμητος επισκέπτης, φορτικός και επίμονος, εγωιστής μέχρι το μεδούλι, χαιρέκακος ακόμα. Τη συντρόφευε για ώρες ή και μέρες, μέσα από ένα αόρατο σύννεφο και μια αγκαλιά δικαιολογίες. Σύρθηκε μέχρι το μπάνιο για να αντικρύσει ένα θέαμα ανοίκειο. Πλησίασε ακόμα πιο κοντά, να δει καλά. Πότε πρόλαβαν και ξεφύτρωσαν αυτές οι γραμμές έκφρασης γύρω από τα μάτια της; Πότε το πρόσωπό της ντύθηκε με αυτή την αυστηρή έκφραση της θυμωμένης δασκάλας που απαιτεί πειθαρχία; Πότε ο χρόνος γλίστρησε μέσα από τα χέρια της μεταμορφώνοντάς τη σε μια άγνωστη;

 

 
 
 
 
 
 
Ξέθαψε από ένα συρτάρι τις αναμνήσεις. Ο χρόνος είναι μυστήριος. Κάποτε έμοιαζε με ένα ανυπόφορα χαρούμενο πλάσμα, βουτηγμένο στην ανεμελιά, με ένα ανίκητο χαμόγελο και μια δύναμη εσωτερική που μαγνήτιζε τους γύρω της. Θυμάται πως ακόμη και σε μοναχικές βόλτες, η αίσθηση της αναπτέρωσης, μια ανείπωτη αίσθηση ευφορίας, αγαλλίασης και σοφίας αλλόκοτης, νεότητας και ορμής, ήταν πάντα εκεί. Απότομα, αυτή η μορφή έσβησε. Εικόνα έγινε απόμακρη, ανάμνηση που είναι πάντα δίκοπο μαχαίρι. Της προκαλεί μειδίαμα νοσταλγικό αλλά και πόνο βαθύ. Το ανεπίστρεπτο είναι πάντα γοητευτικό. Πόνος και απωθημένο, κομμάτι από πάνω της αλλά συγχωνευμένο με άλλα, απόν κατά τα φαινόμενα, παρόν κατά την ουσία. Ξέχασε τι μεσολάβησε και έχασε εκείνη τη μορφή. Ξέχασε και έχασε. Σα να μη συναισθάνθηκε την ευθύνη της απέναντι στον εαυτό της. Δεν έλαβε θέση εξασκημένου παίκτη απέναντι στο χρόνο. Υπερεκτίμησε τη δυνατότητά του να τον ξεγελάει και τον άφησε να την ισοπεδώσει. Όλα όσα αγαπούσε, αυτά που σμίλευαν τη δική της όψη, τη διαφορετικότητα στη σκέψη και την έκφρασή της, την ανομολόγητη λαχτάρα της για ελευθερία. Την ψυχή της. Αρκεί ένα βράδυ όλο ψέματα και σκυφτά κεφάλια, με τον αέρα να φυσάει σαν τρελός και τη φυγή να γίνεται αιώνια φυλακή για να ξεχάσει αυτό που είναι. Για να το χάσει.
 
 
 
Αναστατωμένη, παίρνει τους δρόμους μέσα στην απριλιάτικη μπόρα, δε μπορεί, κάπου θα βρίσκεται το σταθερό της σημείο. Κοίταξε προσεκτικά στις λεωφόρους με τα αμέτρητα οχήματα, στα αποχαυνωμένα πρόσωπα των περαστικών, σε θορυβώδη σοκάκια, σε μαγαζιά με αντίκες και βιβλία από το χθες. Προσπάθησε με αγωνία να εντοπίσει ένα βλέμμα που θα την κινητοποιήσει, αλλά ο κόσμος την προσπερνάει με βιασύνη. Τριγύρω της μονάδες αυτάρκεις, κάθε ένας κουβαλάει μια ιστορία που είναι γραφτό της να μείνει ανείπωτη. Τρέχουν να προλάβουν όσα θα τους κάνουν να επιβιώσουν. Βάζουν τα δυνατά τους για να είναι πειστικοί, δε χρειάζονται κάτι, είναι ενημερωμένοι για όλα, μέσα σε όλα, μακριά από τον εαυτό τους. Αλλά φαίνονται καλά και αυτό είναι που έχει σημασία.
 
 
 
 Ξαποσταίνει σε μία γωνιά ανήμπορη να συνεχίσει την αναζήτηση. Ανασαίνει γρήγορα, εξαντλημένη από όσα δεν είδε. Το τοπίο γύρω της ασύλληπτα όμορφο, η βροχή έχει ηρεμήσει, αλλά τα πάντα είναι ανθισμένα και ένας νεογέννητος ήλιος ξεπροβάλλει διστακτικά. Σκέψεις ιλιγγιώδους ταχύτητας, κάτι σκαρώνουν πάλι στο νου της, επιθετικές και χωρίς προφανές νόημα. Έχει ξεχάσει πώς να αγαπάει. Τους άλλους, τον εαυτό της, τη ζωή. Το χάρισμα να διακρίνει ομορφιά και αγάπη ακόμα και στα πιο άγονα μέρη. Να δίνει, να δίνεται και πάντα να είναι πλήρης. Αναγεννημένη ακόμα και μέσα από τη φθορά. Γιατί η φθορά εξέλιξη είναι, μπορεί να μην είναι ανεπιθύμητη αλλοίωση, αλλά αναγκαία μεταμόρφωση. Για να βρει το σταθερό της σημείο ίσως πρέπει πρώτα να το χάσει. Για να βρει και άλλα πολλά που ξέχασε, που τα άφησε να της γνέφουν από μακριά.
 
 
Σε έναν κόσμο όπου κινητήρια δύναμη είναι η ανασφάλεια, πώς να νιώσει ασφαλής; Είναι επειδή η ασφάλεια κατοικεί εντός της. Όσο και αν την αναζητεί σε θαλασσοδαρμένα ταξίδια και μέσα από τα μάτια των άλλων, στη δική της τη ματιά θα την αναγνωρίσει. Όταν λυτρωθεί από την εμμονή της να είναι ασφαλής με το να είναι αρεστή, όταν εγκαταλείψει το φαύλο κύκλο του να διεκδικεί την αποδοχή του μέσου όρου, όταν πάψει να είναι και η ίδια μέσος όρος υπό το φόβο των αποκλίσεων. Παράξενη και αλλόκοτη, με όλα τα στραβά και τα αλλιώτικά της, με τη δική της φθορά ή εξέλιξη, με τη δική της ιστορία. Όπως τότε που περπατούσε σα χαμένη γιατί τα είχε βρει όλα. Με ένα αναίτιο χαμόγελο που σάρωνε όλες τις αιτίες. Με όλη την αγάπη του κόσμου να φωλιάζει εντός της. Ούτε που έβλεπε τα στραβά κοιτάγματα, ούτε που πρόσεχε τα ειρωνικά γελάκια. Ακόμα και να αναποδογύριζε ο κόσμος, εκείνη ήταν ασφαλής. Έτσι είναι τα σταθερά σημεία.

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

''Για πάντα''

Ο Μάρτης τον αποχαιρέτησε με τη γνωστή του αμφισημία. Χάθηκε σε μια απρόσμενη περιπλάνηση στο παγερό κέντρο, μέσα σε βαριά ντυμένες, σκυθρωπές φιγούρες. Ανακάλυψε μικρά διαμαντάκια που ήταν σε παράλληλους δρόμους, τόσο κοντά και τόσο μακριά συνάμα από τη μονότονη διαδρομή του. Μια στροφή, μια φαινομενικά ασήμαντη αλλαγή πορείας και ο κόσμος μοιάζει αλλιώτικος. Εξουθενωμένος ζητούσε αποτοξίνωση από τη ρουτίνα. Να βιώσει λίγες ακόμα στιγμές από ένα χειμώνα στη δύση του, αλλά και στην απογείωσή του, να πιει ένα ποτήρι κρασί να ζεσταθεί, να ξεχαστεί ακούγοντας τα βινύλια-κειμήλια που τον διακτινίζουν σε περασμένες αλλά όχι λησμονημένες εποχές. Η θύμησή της φλογερή και αξεπέραστη, παρά τον ισοπεδωτικό διάβα του χρόνου. Είναι η μνήμη η υπενθύμιση πως ο χρόνος ταρακουνά μόνο ό,τι είναι επιδερμικό, ό,τι τον αγγίζει στην ουσία δεν μπορεί να το αλλοιώσει. Το αναπαριστά με περίσσεια ζωηράδα, με θέρμη και πάθος, ένα βίωμα σε συνεχή αναζωογόνηση και αναθεώρηση. Κάθε φορά αλλιώς, κάθε φορά και πιο δυνατό, τον ζαλίζει και τον μεθάει.

 
 Είναι ο έρωτας αμετακίνητος στο χρόνο. Θεριεύει στο πέρασμά του, φλόγα που αναζωπυρώνεται. Ακόμα και αν δεν του δίνει τίποτα, ακόμα και όταν φωτογραφίζει τις ελλείψεις του ή τις φωτίζει και προβάλλουν όλο ανασφαλή αποκρουστικότητα. Να τον γεμίζει ό,τι δεν έχει, η φαντασίωση, το ενδεχόμενο, το ιδανικό. Ένα δικό του απίθανο-πιθανό, μια πίστη στο αδύνατο που την έχει καρπωθεί αθέλητα και τον διαφεντεύει. Η πίστη του ερωτευμένου στηρίζεται σε μια αλυσίδα από παράλογα, που γεννά η τυφλή και αδιαπραγμάτευτη επιθυμία. Μα τη χρειάζεται την απομάκρυνση από τη λογική, είναι τόσο κουραστικό να σκέφτεται με πειθαρχία σε επιβλητικούς κανόνες. Του δίνει μια αίσθηση αυτονόμησης από τον ενοχικό εαυτό του το να θεωρεί πιθανή την αναγέννηση μιας ιστορίας που είναι ενταφιασμένη στα συρτάρια του χρόνου , μετά από μία βεβιασμένη ετυμηγορία του.
 
 
Συχνά σκεφτόταν με κυνική καχυποψία το ''για πάντα'' των ερωτευμένων. Του θύμιζε την κάθε παράταιρη άνοιξη, τον κάθε προκλητικό Απρίλη, τον γεμάτο προσδοκίες και διάθεση μαγείας, που κατέληγε σε νεφελώδεις ουρανούς και καταιγίδες από το πουθενά. Σε έναν κόσμο σαρωτικών αλλαγών, να τολμάς να υπόσχεσαι αιώνια αμοιβαιότητα. Επιπόλαιες εκδηλώσεις παρορμητικών ή ρομαντικών ψυχών που πληγώνονταν στην πρώτη αναποδιά για να συνεχίσουν αδιόρθωτοι τις αφελείς τους απερισκεψίες.
 
 
 Μέσα από το χρόνο, κατάλαβε ότι το ''για πάντα'' δεν εμπεριέχει ποσοτικό προσδιορισμό, ούτε υπόσχεση, ούτε δεσμευτική συμφωνία. Άμεση απόρροια είναι του έρωτα που παγώνει στο χρόνο ακόμα και την πιο συνηθισμένη στιγμή. Ακόμα και μία στιγμή, μπορεί να γίνει για πάντα. Καταδικασμένος να την κουβαλάει εντός του, να την αναπαράγει, να τον σκλαβώνει σε αναδρομικά μονοπάτια, ανέγγιχτο να τον αφήνει η εξέλιξη. Μια επίθεση στον ορθολογικό του εαυτό που προσεύχεται για μια δαιμονική παράταση του χειμωνιάτικου σκηνικού. Όμως η Άνοιξη είναι εδώ, με τη φευγαλέα ομορφιά της, ανατρέψιμη αλλά με την οικεία ευεργεσία μιας αόριστης ελπίδας. Θα παρέλθει, αλλά θα είναι για πάντα μέσα του.
 
 
Δεν σκορπίζουν στο χρόνο οι αληθινές αναμνήσεις. Σα δεύτερη ζωή, πολύτιμη, τις φυλάει και γίνεται πιο αυθεντικός μέσα από αυτές. Χωρίς να προσπαθεί να τις καταλάβει, αφήνοντας απλά να τον κυριεύσουν. Όπως και αυτή η παράταιρη Άνοιξη που του χαμογελάει σαν μαγική αμφιβολία.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Φυγή δίχως αύριο

Μια βαλίτσα φθαρμένη από το χρόνο. Μετακινείται διαρκώς, κουβαλάει μυστικά, συνειδητοποιήσεις, συναισθήματα. Το απόσταγμα του χρόνου που δε μπορεί να αποτιμήσει. Γέμισε ο δρόμος παπαρούνες, ένας λαθραίος ήλιος την τυφλώνει, τα μάτια της πονάνε από την ομορφιά. Σε αέναη κίνηση, κόντρα στο θάνατο. Με αγωνία για να ανιχνεύσει ψυχή γύρω της, σε έναν κόσμο που φαίνεται γεμάτος από χαμένα άτομα. Τόσο φαγωμένα από την ανασφάλεια, τόσο μισερά, τόσο μικρά. Πάντα έψαχνε έναν αλλιώτικο προορισμό, κάτι ανοίκειο να την ξυπνάει από το λήθαργο, να διώχνει την αίσθηση ισοπεδωτικής συνέχειας και άγονης επανάληψης του χρόνου. Χάνει τον εαυτό της σε κάθε ταξίδι. Τον ξαναβρίσκει, ακόμα πιο αυθεντικό.Το να ανήκει κάπου είναι η κατάρα της εξάρτησης. Κι εκείνη θέλει αυτονόμηση από ό,τι της ληστεύει το χρόνο. Έτσι, έμαθε να μισεί τη μονιμότητα ενός και μόνο προορισμού που αποθεώνεται. Να τον ντύνει με προσδοκίες και να αντικρύζει έναν ξερότοπο, άνυδρο και άγριο. Αφιλόξενο, ενώ εκείνη γυρεύει καταφύγιο. Να εκλιπαρεί για ασφάλεια και να της προσφέρεται ο κίνδυνος.
 
 
 
Ο προορισμός είναι μια αυταπάτη που τιθασεύει την ανθρώπινη ανασφάλεια. Ένα υποτιθέμενα σταθερό σημείο που κινητοποιεί για το ταξίδι. Σπανίως ανταποκρίνεται στη φαντασίωση. Άλλωστε το ίδιο το ταξίδι είναι που την υπερβαίνει. Την αγάπη δεν τη συνάντησε σε προγραμματισμένα σκηνικά. Δεν ήταν το καταληκτικό σημείο που έδινε νόημα σε όλα τα πρωθύστερα. Την είδε ένα απόγευμα συννεφιασμένο, να τρέχει μέσα στο απρόσωπο πλήθος, να εξανεμίζεται μέσα σε λίγα δεύτερα γεννώντας μικρούς γρίφους. Συναρπαστική, χωρίς μια πελώρια αγκαλιά να στεγάσει τους φόβους, σαν κάλεσμα για το Άγνωστο, να ξεχειλίζει από αλήθεια και ζωή.
 

 
 
Η αγάπη στέκεται στη μέση του ταξιδιού, είναι δυνατότητα. Δίνει το περιθώριο να την εξερευνήσεις και να επιμηκύνεις τη σαγήνη της διαδρομής. Να τη γεμίσεις με συγκίνηση και επιθυμία, με εκούσια άγνοια και επιθυμία για γνώση. Είναι η δυνατότητα που σου δίνει δύναμη ακόμα και αν δεν τη χρησιμοποιείς. Και καθώς πασχίζεις να συναρμολογήσεις ένα-ένα τα κομμάτια του παζλ, σε βοηθά να καταλάβεις πως η ζωή δεν είναι ένα παιχνίδι με απλοϊκούς κανόνες και ενσωματωμένες οδηγίες χρήσης. Το μυστικό της ομορφιάς της είναι ότι δε θα γίνει ποτέ κατανοητή. Και όπως κάθε ταξίδι θα ήταν ανούσιο αν ήταν το τελευταίο, έτσι πάντοτε θα είσαι σε επαγρύπνηση για το επόμενο κομμάτι. Ακόμα και αν ποτέ δε θα εγκαταλείψεις την ελπίδα ότι το παζλ θα βγάλει νόημα, είναι στη φύση σου η ψευδαίσθηση του σπουδαίου. Τουλάχιστον κατάφερες να αγνοείς τις προκλητικές υποσχέσεις του προορισμού και προγραμμάτισες τη ζωή σου στο παρόν, στη φυγή δίχως αύριο.

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Τα αναπόδεικτα

Ούτε που κατάλαβε πότε τελείωσε ο Χειμώνας. Σκυφτός στους λογαριασμούς του, δεν ένιωσε τα κρύα βράδια, αν και χάθηκε στο αιφνίδιο μιας αυθόρμητης μπόρας. Και να που έφτασε στο κατώφλι μιας άνοιξης όλο βιασύνη, με ανθισμένες αμυγδαλιές στα πιο άχαρα δρομάκια, μυρωδιά από γιασεμί και έναν ήλιο να του δείχνει το δρόμο. Την καλημέρισε και ξεχύθηκε στο δρόμο. Η κατάνυξη μιας Κυριακής όπου η φύση πανηγυρίζει, το μοσχοβολιστό ψωμί από το διπλανό σπίτι, λουλούδια όλο χρώμα και παρέες μεθυσμένες, που αρπάζουν τη μέρα απ' άκρη σ' άκρη, εξόριστοι από σπίτι, με κανένα σημείο αναφοράς. Οι μοναχικές βόλτες νιώθει πως είναι κατοχυρωμένο του δικαίωμα. Αναγκαία πολυτέλεια για να ανακτά τον πολύτιμο χρόνο με τον εαυτό του και τα θέλγητρα που άφησε στη λήθη. Αφήνει κι εκείνη να ασχοληθεί με ό,τι την γεμίζει πραγματικά, χωρίς καταπίεση ή αίσθηση ότι πρέπει όλα να τα μοιράζονται. Για να τα μοιράζονται όλα πρέπει κάτι να φυλάνε για τον εαυτό τους. Αυτό που τους κάνει αληθινούς και ιδιαίτερους, τη σπίθα που τους κρατάει ζωντανούς, πέρα από την απλή επιβίωση και τη μαλθακότητα της σπατάλης του χρόνου. Τη φαντάζεται να απολαμβάνει το ζεστό της καφέ, χωρίς καμία γλύκα, δυνατό, μερακλίδικο. Να χάνεται στο βιβλίο που διαβάζει ξανά και ξανά, να ξαναζεί μέσα από την επανερμηνεία του. Ένοχη κάπως που περνάει τόσο όμορφα μόνη, αλλά με την αναπτέρωση που της δίνει η ικανοποίηση του να κάνεις ό,τι εσύ όντως επιλέγεις. Ο ίδιος, αναζητεί τον εαυτό του αποσπασματικά, δεξιά και αριστερά, σε αφίσες, συνθήματα, μορφές και κουβέντες του δρόμου. Μέσα από τις βάρβαρες εναλλαγές εικόνων αυτής της πόλης που εγκαθιστούν την ειρήνη μέσα του. Εκεί όπου χρώματα γκρίζα μπερδεύονται με φαιδρές αποχρώσεις από κόκκινο και κίτρινο, όπου οι ιδέες είναι γοητευτικές και όπου τίποτα δεν αποτελεί έκπληξη γιατί όλα είναι δυνατά. Ακόμα και τα αδύνατα.
 
 
 
 
 
 Μια ζωή ένιωθε πως κατρακύλησε σε έναν μαραθώνιο αποδείξεων. Μα πώς να αποδείξεις κάτι αν δεν το έχεις καν βρει; Μια ζωή σε σύγκρουση μετωπική με τις ενοχές και τις χίμαιρες που τον παρέσυραν. Η στιγμή δραπέτευε αλήτικα μέσα από την αγωνία του να επικρατήσει στα σημεία. Να δείξει αυτό που με πάθος ισχυριζόταν, ακόμα και την αγάπη του σε εκείνη. Να υπερβαίνει τις δυνάμεις του κατ' επανάληψη, ακόμα και αν αυτό σήμαινε να τρέχει ιλιγγιωδώς με το αμάξι μέσα στο σκοτάδι και την καταιγίδα για να τη βρει και να της πάρει μακριά τη θλίψη. Να μένει πάντα με τη φαντασίωση ότι ανοίγει την πόρτα εκείνου του αθέατου μπαρ και πίνει ρούμι ακούγοντας την πάντα αγαπημένη του μουσική. Σαν ένα διάλειμμα από τη ζωή στο οποίο γίνεται ο εαυτός του. Αυτός που έμαθε να απωθεί για να αποδεικνύει ότι είναι άριστος σε όλα. Με το χρόνο κατάλαβε ότι το μόνο γιατρικό στις ελλείψεις του που ολοένα θέριευαν, είναι η αλήθεια του. Μέσα από τις διαψεύσεις, ξεπροβάλλει η χαμένη αλήθεια του. Μέσα από πόνο βαθύ και αυτοαναιρέσεις αδέξιες. Η αλήθεια είναι λυτρωμένη από την ανάγκη να αποδεικνύεται, υπέρλαμπρη στέκεται ψηλά, μέσα στην αυτάρκειά της, για αυτό είναι παντοδύναμη. Δε χρειάζεται να της αποδείξει πόσο την αγαπάει, η αγάπη κραυγάζει ακόμα και μέσα από την απουσία . Αρκεί να υπάρχει. Δεν χρειάζεται να αποδεικνύει ότι όλα τα κάνει σωστά, γιατί έτσι είναι σα να αμφιβάλλει για την πορεία του που μπορεί να νοηματοδοτείται από τα λάθη. Ούτε πρέπει να ξορκίζει τη μοναχικότητά του σαν κάτι αφύσικο: κάθε τι που τον οδηγεί στον εαυτό του δε γίνεται να είναι αφύσικο. Ό,τι έχει την ανάγκη να αποδείξει, είναι ό,τι δεν έχει αξιωθεί να νιώσει. Με αυτές τις σκέψεις, η διαδρομή του έλαβε τέλος και με ένα μόνιμο χαμόγελο πήρε το δρόμο της επιστροφής.

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Άλλη μια Απόφαση

Γνώριμη αίσθηση. Ο χειμώνας εξανεμίζεται πρόωρα μαζί με ατροφικές αμφιβολίες και φόβους νικημένους. Δε θα υποταχθεί στον ανυπόφορο κύκλο των εποχών και των άγραφων κανόνων. Η ζωή του έδειξε πως όσα δεν καταφέρνεις να καταλάβεις σε ανυψώνουν. Κίνητρο του δίνουν να συνεχίζει τη διαδρομή με τα τόσα θέλγητρα, ακόμα και αν το συμπέρασμα απέχει έτη φωτός. Το συμπέρασμα είναι βιασύνη για την ουσία, σύνοψή της αλήθειας, μια αγκαλιά από οξύμωρα. Πόσες φορές πρόβαρε την ίδια σκηνή στο μυαλό του, όλο άπληστη αγωνία και αδιέξοδα, ένα αβάσταχτο μαρτύριο όλη του η ύπαρξη, πάντα ένα βήμα πίσω, πάντα σε ερωτοτροπία με τα ενδεχόμενα. Κουράστηκε να στήνει εμπόδια στον ίδιο του τον εαυτό και να κρύβεται βολικά πίσω από μια εικασία.
 
 
 
 
Χάθηκε στον ήλιο ένα μεθυσμένο μεσημέρι που τα πάντα φώναζαν ''ζωή''. Ξεχάστηκε στην αγαπημένη του διαδρομή στο κέντρο, στην ανεμελιά των προσώπων, στις σχεδόν ενορχηστρωμένες τους κινήσεις, στην ψυχή που σπαρταράει στο γέλιο τους. Είχε ξεχάσει πόσο όμορφη είναι η ζωή! Κλεισμένος στο ασφαλές του δωμάτιο, σε ένα μεταίχμιο όπου από τη μια έκαναν παρέλαση γιορτινές αναμνήσεις και από την άλλη φιγούραραν σκηνικά μιας επερχόμενης ζωής που συνέχιζε να είναι στην αναμονή. Τα χρόνια γλίστρησαν μέσα σε απορίες, αναμμένα τσιγάρα, εθιστική μουσική να ακούγεται ασταμάτητα και ζαρωμένες φωτογραφίες. ΄Ώσπου ένας απλός περίπατος τον φέρνει άξαφνα αντιμέτωπο με το δειλό εαυτό του. Είναι παράξενο πώς μια απλή στιγμή ξεδιαλύνει το γρίφο. Αυτό που είναι εκεί, δίπλα του, τα βήματα, οι λέξεις, η πόλη που αγαπάει από και για τις αντιφάσεις της, η κοπέλα με το μελαγχολικό βλέμμα που του θυμίζει έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, μια γιορτή που καθημερινά στήνεται εκεί έξω όσο αυτός την οραματίζεται και την προσμένει. ''Ζεις για το μέλλον και έτσι το αφήνεις να φεύγει'' του είχε πει ο καλύτερος του φίλος πριν χρόνια σε καλοκαιρινή απόδραση, και έμεινε να τον κοιτάζει σκεπτικός. ''Μια απόφαση είναι'', συνέχισε, ''Να βγεις έξω από τον εαυτό σου. Μια απόφαση είναι, να τον δεις αλλιώς. Και ας τρομάξεις, θα είσαι ελεύθερος''.
 
 
΄Ετσι είναι. Δε θα σε λυπηθεί ο χρόνος όσο εσύ λυπάσαι τον εαυτό σου. Υπάρχει κάτι ερωτικό στην επιτάχυνση. Μια γενεσιουργός δύναμη. Ένα λυτρωτικό σημείο όπου η στασιμότητα καταλύεται. Αρχίζεις από το μηδέν, ο εαυτός σου ξένος αλλά σύντομα γίνεται οικείος γιατί είναι γεμάτος δυνατότητες. Να βγεις έξω από τον εαυτό σου. Και όλα τρέχουν πολύ γρήγορα, δε μπορείς να τα ελέγξεις, αλλά αυτό είναι που σε συγκινεί. Είναι αυτό που χρόνια προσπαθεί να εκφράσει: είναι πιο σημαντικό να πάρεις μια απόφαση, παρά οι συνέπειές της. Γιατί το σπουδαίο είναι ότι, όποιες και να είναι, δε θα κάνουν καμία διαφορά.

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Αναχώρηση από την πραγματικότητα

Σκόρπιες στιγμές, αντηχούν στο μυαλό σου σε ένα σκοπό μυστικό. Εισιτήριο για αναχώρηση από την πραγματικότητα, το αγαπημένο σου ταξίδι. Και πάλι οι φόβοι, ανήμερα θεριά στη γωνία, να αρπάζουν την αυτάρκεια της στιγμής. Έμαθες με τον καιρό να τους τιθασεύεις, να τους ξεγελάς, να αναγνωρίζεις το ρόλο τους. Δε θες να σε σπρώξουν πάλι στην ακινησία. Μέσα από την κίνηση γυρεύεις ζωή, ανάσα, ένα σημάδι πως δεν είναι όλα μονοσήμαντα. Δίνεσαι με πάθος σε ό,τι δεν καταλαβαίνεις. Μια ζωή σε αναμέτρηση με γρίφους που ίσως στο τέλος αποδειχθούν απατηλοί. Μέσα από τη μη κανονικότητα του κόσμου, παλεύεις να λύσεις το δικό σου αίνιγμα. Κάθε μέρα μοιάζει διαβολεμένα όμορφη, μα κάτι πάντα σου ξεφεύγει. Κάπου αλλού, σε μια άλλη γειτονιά, με άλλα πρόσωπα και άλλα στέκια και όλα μεταμορφώνονται. Η γνώση που προπορεύεται και ποτέ δεν κατακτάται, η αγάπη που σε άφησε λειψό να την περιμένεις, αναμνήσεις όλο γκρίζο και ένας ληθαργώδης ύπνος γεμάτος από όνειρα-απωθημένα. Αυτό το ταξίδι έχει απέραντη μοναξιά. Μια σιγή απόλυτη, μια βαριά αλήθεια που δεν έχεις το θάρρος να σηκώσεις. Και το χρόνο να καλπάζει, να σε βαραίνει γεμάτος αναπάντητα ερωτήματα και απογοητευμένες προσδοκίες. Στο ρολόι σου, που είναι πάντα χαλασμένο, μπορείς να κάνεις ζαβολιές. Να υποκρίνεσαι έναν άλλο, να κρύβεσαι, να χάνεσαι στην αίγλη του δικού σου άχρονου κόσμου. Εκεί που δεν τρέχεις να προλάβεις κάτι και στο τέλος τα ζεις όλα. Γιατί η πραγματικότητα είναι ζόρικη και επιτακτική, κοιτάς το δέντρο και χάνεις το δάσος, κάθε μέρα ζεις στην αυτοτυραννία σου σκυφτός και μετά ψάχνεις τον ένοχο για να τον τιμωρήσεις.
 
 
 
 
 Θα αρκούσε ένα σπρώξιμο, μια φωνή στιβαρή, ένα τράνταγμα για να σε κάνει να συνέλθεις: η ζωή εκτυλίσσεται όλο θαύματα όσο εσύ είσαι δοσμένος στα βάσανά σου. Σε ένα φαύλο κύκλο, το ένα βάσανο μετά το άλλο, φροντίζεις επιμελώς να τα ανανεώνεις, μην αφεθείς λεπτό και δεις κατάματα πώς είναι η ζωή. Έτσι εξόριστος από την πραγματικότητα, έμαθες το όνειρό σου να το κάνεις εφιάλτη. Θέλει και το όνειρο τη δόση του από την πραγματικότητα για να επιβιώσει. Κι εσύ, θαμπωμένος από τη λαχτάρα της απόδρασης, ξέχασες το εισιτήριο της επιστροφής. Μα πρέπει να μπορείς να επιστρέφεις σε όλα εκείνα που φοβάσαι για να μην τα αφήνεις έτσι απλά να σε νικούν.

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Ονειρεύτηκα την ''Ευτυχία''

Ξύπνησε από ένα αλλόκοτο όνειρο. Μέσα στην υγρασία της νύχτας, με τη βροχή να ακούγεται ορμητική από έξω και το φως από τις αστραπές να τρυπώνει μέσα από τις γρίλιες. Έβλεπε πρόσωπα αλλοπαρμένα, με χαρακτηριστικά εξωτικά, να κοιτάζουν σαν από ύπνωση προς μια ορισμένη κατεύθυνση, μαγεμένα από την προσδοκία. Σύντομα, όμως, η έκφραση τους πάγωσε, έγινε πιο σκληρή, αρχικά θλιμμένη και έπειτα βλοσυρή. Το θέαμα δεν ήταν το προσδοκώμενο. Ήταν το ακριβώς αντίθετο. Σα να ανέμεναν ένα θαύμα και να τους χτύπησε αιφνιδίως μια συμφορά. Έπειτα ακούστηκε κάτι σα σήμα κινδύνου και οι μορφές εξαϋλώθηκαν από το φόβο.
 
 
Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τέτοια όνειρα. Τα φιλοξενούσε συχνά στον ύπνο του, ως απόρροιες της ανήσυχης φύσης του. Ο ύπνος είχε καταντήσει μαρτύριο. Εκεί ξεπηδούσαν ανελέητα όλες του οι φοβίες μέσα από μια σκέψη αφηνιασμένη. Χωρίς να ελέγχεται, η σκέψη γίνεται αληθινή. Άλλο το ζήτημα αν χλεύαζε την υποτιθέμενη συμβολικότητα των ονείρων ή αν πίστευε ότι ήταν καρπός του άγχους του. Συχνά, έπιανε τον εαυτό του να πασχίζει να ερμηνεύσει ένα όνειρο, με την ανατριχιαστική αίσθηση πως συνδέεται με κάποιο απωθημένο του βίωμα. Με αγωνία, μήπως ξαναδεί το ίδιο ή μήπως δει τη συνέχεια παρελθοντικών ονείρων. Αν το ξημέρωμα τον έβρισκε ξεκούραστο, με αδιατάρακτο ύπνο, σήμαινε πως ήταν σε πολύ ήρεμη ψυχική διάθεση.
 

 
Αυτό το όνειρο τον επισκέπτεται πολλές φορές κάθε μήνα. Είναι μια σκέψη που έχει ριζώσει μέσα του και έρχεται μεταμφιεσμένη, στην ακραία της μορφή. Η προσδοκία είναι προάγγελος απογοήτευσης. Χτίζουμε όλη μας τη ζωή σε άπληστες προσδοκίες για να βρούμε την πραγματικότητα κατώτερη αυτών. Πλάθουμε μια υποκειμενική εικόνα για το τι επιθυμούμε, ενώ είμαστε πολύ μικροί για το γνωρίζουμε έτσι αβασάνιστα. Η προσδοκία είναι θάνατος του αιφνιδιασμού. Και ο αιφνιδιασμός μπορεί να είναι λύτρωση. Βιαζόμαστε να δούμε την εικόνα όπως θαρρούμε πως θα μας αρέσει, και στο τέλος βλέπουμε κάτι που μοιάζει οικτρό. Γιατί δεν είμαστε εξασκημένοι στην υπομονή, στο ότι η ευτυχία θα έρθει όταν θα έρθει και το πλήρωμα του χρόνου και όταν θα είναι λιγότερο προσδοκώμενη. Γινόμαστε αποκρουστικοί όταν ικετεύουμε για ομορφιά. Την ομορφιά, όπως και την ευτυχία, πρέπει να την κερδίσουμε με το σπαθί μας , όχι να την καρτερούμε.
 
 
Όταν νιώσουμε ευγνωμοσύνη για όσα ζήσαμε και όχι απληστία για όσα ποθούμε, θα έχουμε κάνει ένα πρώτο βήμα. Αλλά έπειτα είναι και το άλλο. Η ευτυχία δεν είναι ένα καταληκτικό σημείο. Μια διαρκής αναζήτηση είναι, ένα αυτοτροφοδοτούμενο κίνητρο. Αν πιστέψεις ότι τη βρήκες, θα αισθανθείς κενός, ανυπόφορα δυστυχής. Ακόμα και αν αρπάξεις τη στιγμή που σου δωρίσει ευτυχία, πάντα θα την αναζητείς. Γιατί αυτό θα είναι το δικό σου ταξίδι, το δικό σου κίνητρο, η απορία και ο θαυμασμός σου για αυτό το απροσδιόριστο που σκορπίζει στις ψυχές την πληρότητα. Ευτυχία είναι να αναζητείς τη δική σου εκδοχή της ευτυχίας. Με ελπίδα πάντα, ποτέ με προσδοκία. Με αγάπη και υπομονή, χωρίς λαχτάρα για το τέλος. Έχει ο δρόμος τα δικά του δυνατά θέλγητρα. Τους γρίφους που έδωσαν απαντήσεις στα πιο ζόρικα ερωτήματα. Τις πιο θαρραλέες ερωτήσεις, τις πλέον άβολες αλήθειες. Και ομορφιά καλά κρυμμένη, για γερούς λύτες.

Αγάπη πέρα από το Χρόνο

Καθώς την παρατηρούσε να κάθεται γαλήνια στη θέση της δίπλα στο παράθυρο, με εκείνη την αινιγματική ηρεμία, σα να είναι καμωμένη ολόκληρη από αινίγματα, αισθάνεται ότι φυλακίζοντας μέσα σου μια στιγμή μπορεί να είσαι μια ζωή απελευθερωμένος. Χόρταινε την εικόνα της, γέμιζε η ψυχή του χρώματα και γέλια ηχηρά και φωνές οικειότητας. Στην εικόνα της χωρούσε μια ζωή ολάκερη. Πύρινα μεσημέρια μεθυστικής προσμονής, δροσερές νύχτες που ευχόταν να μην τελειώσουν ποτέ, πρωινά που τον έβρισκαν άυπνο, αλλά και πιο ζωντανό από ποτέ. Την αγαπούσε δίχως αιτία, αυτό ήταν προορισμένος να κάνει. Αυτόματα, με έναν τρόπο που καταργούσε την τετράγωνη λογική του. Είναι η αγάπη άρνηση της ύπαρξής σου όπως την ξέρεις. Δεν ήταν πια μονόχνωτος, δεν ένιωθε μονοσήμαντος που κυνηγάει στόχους υπερφιλόδοξους και όλα τα μετρά με ανταγωνιστικά μέτρα. Ξαποσταίνει από τον ανυπόφορο εαυτό του. Θυμάται πόσους χειμώνες σαν αυτόν έζησαν μαζί, πόσες χρονιές καλωσόρισαν όλο προσμονή, πόσα διαφορετικά βιώματα στέγασε το μικρό τους καταφύγιο.
 
 
 
 
 Η αγάπη όλα αλλιώτικα τα κάνει. Μεταμορφώνει και εσένα τον ίδιο, σε αναπροσδιορίζει, χαστουκίζει το θράσος σου που βιάζεται να βάλει ταμπέλα σε αυτό που είσαι. Όταν αγαπάς δεν είσαι, γίνεσαι. Αλλάζεις μέρα με τη μέρα, μαθαίνεις, εκπαιδεύεσαι. Με αγωνία κερδίζεις κάθε στιγμή τον άλλο γιατί αν τον θεωρήσεις δεδομένο, θα γευτείς μια αβάσταχτα επίπονη γεύση απώλειας.
 
 Άλλαζαν οι χρονιές, οι εποχές , οι στιγμές, και μαζί τους το περιβάλλον, οι συζητήσεις, οι μόδες, οι ανησυχίες. Με όλες τις συμβατικότητες και τη φαινομενική χροιά των γεγονότων, τους διαρκώς αυτοπροβαλλόμενους φίλους και μη, τις άσκοπες κουβέντες και τη θλιβερή καταπίεση της ουσίας. Με όλη την εξουθένωση μιας κοινωνίας που αφανίζεται με το τίποτά της, με όλο το απάνθρωπο του κόσμου που αχόρταγα καταναλώνει ό,τι στην πραγματικότητα διογκώνει τις ελλείψεις του, με όλα τα ανορθόδοξα και την γκρίνια σε ημερήσια διάταξη. Με το πρόσωπο της πόλης αλλαγμένο, γεμάτο φώτα, νέα μαγαζιά και θόρυβο, και όμως παράλογα μελαγχολικό. Μαζί της τίποτα δεν έμενε στάσιμο γιατί κάθε μέρα του έδινε ένα καινούργιο κίνητρο. Καταδικασμένος τα πάντα να θυμάται, εξασκημένος να λησμονεί ό,τι ήταν κύημα ατυχούς στιγμής.
 
 
Η αγάπη σε κάνει αυτάρκη. Είναι εκείνη η στιγμή που η παρανοϊκή φασαρία του κόσμου σωπαίνει και οι επιθυμίες σου στερεύουν λυτρωτικά. Μετουσιώνονται σε μία, πελώρια και αληθινή, που την ενσαρκώνει εκείνη. Σε ένα σύμπαν αποκαρδιωτικά ταχείας μεταβολής , εκείνη εκπροσωπεί τη δική του σταθερά. Ένα ταξίδι χωρίς γεωγραφική μετακίνηση. Να γίνεται καλύτερος για να κάνει εκείνη ακόμα πιο ευτυχισμένη. Στο απώγειο της ευτυχίας. Ολοκληρωτικά δοσμένος σε έναν έρωτα πέρα από το χρόνο, ξεκινά τη χρονιά μόνο για να τον δει να ακμάζει ακόμα πιο πολύ, να τον κυριεύει, να τον ανανεώνει, να τον κάνει από το μηδέν να αγγίζει πάλι την κορυφή. Και πάλι από την αρχή.

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Ζητείται Ειλικρίνεια

Δεν ήταν η πρώτη φορά που επέλεγε μια ωραιοποιημένη εκδοχή της αλήθειας. Ήταν σαν αυτόματος μηχανισμός, το δέλεαρ του βολικού πάντα υπερισχύει στα σημεία. Ήξερε πολύ καλά τα αδύναμα σημεία της, παρ'όλα αυτά ήταν πολύ άστοχη στο να τα καταπολεμήσει. Την κίνηση τα πρωινά στους δρόμους που τη φρικάρει, τα αγενή πρόσωπα τα στραγγισμένα από ανθρωπιά που την θλίβουν, η ακαταμάχητη τάση υπερκαταναλωτισμού όταν προσπαθούσε να γεμίσει τα κενά της. Ή δυο κουβέντες περιεκτικές, που ήθελε να ξεστομίσει σε όποιον υπαγόρευε τις απαντήσεις της ζητιανεύοντας για κολακείες. Πόσες φορές θα ήθελε να τολμήσει να ξεστομίσει ένα όχι σε μία θρασύτατη έκκληση, να διορθώσει μια αδικία, να καταργήσει την ασκητική της υπομονή ή να εκφράσει την αιχμηρή της άποψη! Αντ' αυτού, όσο και αν τα χρόνια κυλούν, εκείνη εξακολουθεί να παγιώνει στο διάβα τους όλα εκείνα που την κρατάνε ένα βήμα πίσω. Συνεχίζει να σερβίρει  ευάρεστες ερμηνείες της πραγματικότητας σε όλους τους ατσαλάκωτους που την περιστοιχίζουν, να παθαίνει ταχυπαλμίες όταν το αυτοκίνητό της παραμένει κολλημένο στην κίνηση και οι δείκτες του ρολογιού τρέχουν αμείλικτα, να γεμίζει σακούλες με άχρηστα πράγματα όταν κάτι πάει αντίθετα στα προγνωστικά.
 
 
 Λησμονεί την αλήθεια και εκλογικεύει το ψέμα. Μεταμορφώνεται στη δική της αλήθεια με φυσικότητα. Αποσιωπά ηδονικά τα κακώς κείμενα. Άλλωστε η αλήθεια δεν είναι υποφερτή. Πάει μαζί με μια αναίρεση πάντα, και ποιος πλέον έχει διάθεση να ξεκινήσει από την αρχή; Οι στόχοι που θέτει στο προπύργιο μιας νέας χρονιάς πάσχουν από μία εκ προοιμίου λιπόσαρκη θέληση. Την ασθενική πυγμή να αποδεχθεί την αλήθεια της , ακόμα και αν είναι τρομοκρατική. Την επαναστατική πράξη να λέει την αλήθεια, ακόμα και αν μείνει μόνη της και καταλήξει να περιβάλλεται από εχθρούς μόνο.
 
 
 
 Η ειλικρίνεια είναι η πιο υποτιμημένη αρετή. Στην πορεία την ταύτισε με αβάσταχτους μπελάδες. Ουδείς επιζητεί την αλήθεια και ουδείς την εκτιμά. Μια οικουμένη σε κρυφτό μαζικό από την αλήθεια, έρχεται η ώρα που βουλιάζει στο φρικτό της ψέμα. Πασχίζει να γλιτώσει μια μικρή απώλεια και στο τέλος στα χάνει όλα. Γιατί όλα πια είναι εικονικά, επίπλαστα, χωρίς καμιά ουσία. Είναι αυτά που επιλέγει, αυτά που αξίζει.
 
Ο μόνος τρόπος να είσαι αρεστός είναι να μην προσπαθείς να αρέσεις. Η προσπάθεια να πείσεις υποκρύπτει αμφιβολία, η παραποιημένη αλήθεια, έλλειψη ανακωχής με εσένα. Για αυτό και φέτος, που παρατηρεί τους άλλους να πορεύονται με μεγαλεπήβολες φιλοδοξίες και στόχους δομημένους σε βάσεις από ψέματα, το μόνο που θέλει είναι να γίνει αρκετά γενναία ώστε να ανταμώσει τη δική της αλήθεια. Να γίνει η ίδια αλήθεια, ακόμα και αν χάσει όλα τα άλλα , θα έχει κερδίσει το πιο σημαντικό.Εκείνο το απροσδιόριστο στοιχείο που όσο το αγνοεί ηθελημένα, της αρπάζει τη βούληση και την καθιστά αφανή. Που ,αν κατορθώσει να το αντικρύσει, θα βγει μπροστά, στο φως μιας ζωής που επιμένει να αποθεώνει την ασάφεια. Να δει τον κόσμο με μάτια άλλα, χωρίς το δεσμευτικό ιστορικό από ταμπέλες και στερεότυπα.
 
 
 Η ειλικρίνεια είναι η πρώτη υπέρβαση, η αφετηρία για την κατάλυση της στασιμότητας. Ιδανικό αφετηριακό σημείο, με πάντα αβέβαιο τέρμα.

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Στο δυνητικό εαυτό σου

Ξυπνάς μια μέρα με επαναστατική διάθεση. Να καταρρίψεις τα στερεότυπα, το ιστορικό που σε περιορίζει, που σε ορίζει με αφέλεια. Να αποδεσμευθείς από ετικέτες και κουτάκια και φόβους που γεννάς εσύ και εκείνοι θεριεύουν μέσα από την αυτοσυντηρούμενη δειλία σου. Να κοιτάξεις κατάματα το θρασύτατο ήλιο του Δεκέμβρη, τις λιακάδες που μια ζωή σου φαίνονταν παράταιρες. Να ξεκολλήσεις από όλα εκείνα που ριζώνουν εντός σου και αιχμαλωτίζουν τα πόδια σου στο έδαφος. Για τη στασιμότητα οι συνθήκες σπανίως είναι ένοχες. Εσύ που τις προτάσσεις θρασύδειλα και ζεις με μια φιλήδονη ενοχή είσαι που αυτοκαταστρέφεσαι. Μα μια στιγμή, πώς να απορρίψεις όλα όσα συνέβησαν; Διαδρομές και στόχους και όνειρα που ήταν πλάνες και έρωτες αναπόκριτους που χάθηκαν στη δύση της μέρας; Λέξεις και ταξίδια και φίλους που ξεμακραίνουν, ένα αντίο μεταμφιεσμένο σε μορφές αλλαγμένες και σκοτεινές;; Γιατί να αποδιώχνεις όσα σε έκαναν αυτό που είσαι τώρα; Γιατί ποτέ δεν κρατάς τα γεγονότα όπως πράγματι συνέβησαν. Ποτέ δε θα μάθεις την πραγματική τους υπόσταση, δεν είναι άλλωστε αυτό μέσα στις δυνατότητές σου. Επιμένεις να συντηρείς τη δική σου σημασιοδότηση, που αντί να σε πάει ένα βήμα εμπρός, σε καθηλώνει ένα βήμα πίσω. Στα γνώριμα που έχουν γίνει πια θάνατος. Γιατί έχεις ανάγκη το επόμενο βήμα, τα νέα μέρη και τους καινούργιους ανθρώπους, η περιπέτεια είναι στη φύση σου. Κανείς δεν είναι μονοσήμαντος. Κανείς δεν είναι στατικός μέσα στο χρόνο. Εκτός αν το επιλέξει.
 
 
 Συχνά σκέφτεσαι τι θα μπορούσες να είχες γίνει, εναλλακτικά. Το δυνητικό εαυτό σου. Μια στιγμή θα ήταν αρκετή για να ήσουν ένας Άλλος. Πόσες πλευρές σου μη αφυπνισμένες θα μπορούσαν να σε είχαν μεταμορφώσει, μα και πόσο τρομερή θα ήταν η απελευθέρωσή τους! Γιατί συνηθίζεις στο ασφαλές, σε εκείνο που νομίζεις πως μπορείς να ελέγχεις, για να μη μπορείς στο τέλος να ελέγξεις τίποτα. Εξάλλου στο ανεξέλεγκτο κρυφοζεί η πιο παράφορη χαρά. Βάζεις φραγμούς στις παράλογες πλευρές σου, αυτές που θα έρχονταν σε κόντρα με την οικεία εικόνα σου. Μα σήμερα σε διακατέχει μια ακαταμάχητη επιθυμία να απεγκλωβίσεις τις παράλογες πλευρές σου και να δεις τους πάντες να σαστίζουν μπροστά στην κατάρριψη των αλαζονικών προγνωστικών τους. Να ξεπεράσεις τα όρια που κλειδώνουν τη σκέψη και παγώνουν την ορμή σου. Να πεις αντίο σε παλιωμένα όνειρα που σε έχουν κάνει να σταματήσεις να ονειρεύεσαι. Να αγαπήσεις με πάθος όλα εκείνα που φοβάσαι. Να φωνάξεις όταν νιώθεις ότι αδικείσαι. Να μην πέσεις στην εκβιαστική παγίδα του χρόνου που σαν άτεγκτος κριτής καρτερά να αποτιμήσει τα συμβατικά σου επιτεύγματα. Να γίνεις αυτό που είσαι.
 
 
 Μόνο εσύ μπορείς να το μάθεις, και όχι χωρίς πόνο. Αρκεί να δυναμώσεις τη θέλησή σου για μακρόσυρτα ταξίδια γεμάτα αυτοαναιρέσεις, βάσανα, άγνοια, αλλά και ελευθερία, έρωτα, αγάπη. Για κάθε μεγάλη Κατάφαση, χρειάζεται πρώτα μια μεγάλη Άρνηση. Να αρνηθείς τον εαυτό σου και τον κόσμο όπως τον ξέρεις, για να τον αποδεχθείς, από την Αρχή.

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

Η ανεκπλήρωτη ευτυχία

Μιλάς για ευτυχία με ματιά σπινθηροβόλα. Γελάς που αδυνατείς να την ορίσεις, που δεν την προφταίνεις έτσι φευγαλέα που κρύβεται σε απειροελάχιστες υποδιαιρέσεις της στιγμής. Την φαντάζεσαι, πιο πολύ μοιάζει με απίθανη αρμονία. Κι έπειτα επιστρέφεις στη συνήθεια της κάθε κλωνοποιημένης μέρας, όπου όλα κουρδίζονται και η ακρίβεια των κινήσεων είναι παρανοϊκή. Δεν ξεκλέβεις ούτε το ένα χιλιοστό της στιγμής για μια παρασπονδία, για μια παράταιρη ματιά που θα ξεσκεπάσει την ευτυχία πίσω από προγραμματισμένες εκστρατείες που θέλουν όλα να τα χωρέσουν σε μια μέρα. Μένεις να αναρωτιέσαι γιατί η ζωή μοιάζει τόσο επίπεδη και εκείνοι που κάποτε νόμιζες πως γνώριζες με εξωγήινες φιγούρες που σε αγνοούν. Το ότι ο χρόνος τα ισοπεδώνει όλα είναι μία βολική εξήγηση. Ανοίγει παράθυρο και στον κυνικό εαυτό σου που παλιότερα δε λογάριαζε τη γενναιοδωρία των συναισθημάτων. Εξακολουθείς, όμως, να λαχταράς την ευτυχία. Κάτι αόριστο, εξιδανικευμένο, σχεδόν ασύλληπτο. Μα και κάτι που επιμένει να μετατοπίζεται στο χρόνο, να αιωρείται. Σα να αποφεύγει μεθοδικά να πραγματωθεί. Ίσως γιατί η υλοποίησή του να είναι απογοητευτική, ίσως επειδή η ευτυχία δεν είναι παρά φαντασιακή κατάσταση. Ή ίσως επειδή η ευτυχία χωρίς αυτογνωσία μπορεί να μετατραπεί σε ακραία μορφή θλίψης. Να μην αντέχεται. Να φανερώσει αλήθειες τρομερές, που δημιουργούν αμηχανία και μηδενίζουν τη γνώση για τα πράγματα. Είσαι βέβαιος ότι ποθείς την ευτυχία; Ή είναι το ενδεχόμενο αυτής που σε αναζωπυρώνει και σε βάζει στην αναμονή μιας ιδανικής κατάστασης που δεν έρχεται ποτέ; Μήπως τελικά η ευτυχία είναι ένα άλλοθι για τους ανόητους συμβιβασμούς σου; Άπιαστη και ακατανόητη, πίστεψες όλο δειλία στην ανυπαρξία της. Πίστεψες στην κανονική ζωή, σε αυτήν όπου οι μορφές δε συναντώνται ακόμα και αν βαδίζουν αντικρυστά. Είναι φυσιολογικό, η αποξένωση είναι Νόμος. Η ζωή είναι άδικη, σου το φωνάζει καθημερινά ο κυνικός εαυτός σου. Εκλογικεύεις την αδικία και λησμονείς ότι είναι στο χέρι σου να την ανατρέψεις. Αφήνεσαι στην ονειροπόληση, τροφοδοτεί την ψυχή σου με όσα δεν τολμάς να κυνηγήσεις. Έμαθες να ζεις έτσι. Την ανεκπλήρωτη ευτυχία. Η εκπλήρωσή της ισοδυναμεί με διάψευσή της .Γιατί η ευτυχία είναι νοερό κατασκεύασμα, ποτέ δε γίνεται υποστατή, ποτέ δεν είναι αντάξια της φαντασίωσης. . Και κάπως έτσι, το παίρνεις απόφαση: την ευτυχία είσαι πολύ μικρός για να την ορίσεις, αλλά μπορεί να αξιωθείς να τη  βιώσεις, μόνο για να καταλάβεις την απόλυτη άγνοια που είχες για αυτή.
 
 
 
 

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Παράξενες Διαδρομές.Από το Χάος, στη Γαλήνη

Καθώς περνάει ο καιρός με ρυθμούς καλπάζοντες, και η εποχή διαδέχεται βίαια η μία την άλλη, προτού οι αναμνήσεις προλάβουν να αποκρυσταλλωθούν μέσα μου, νιώθω τα πάντα να απομακρύνονται. Ξένα, εξανεμίζονται όπως τα φθινοπωρινά φύλλα στον σκοτεινό αιθέρα. Η κανονικότητα της μέρας, ο σωστός ρυθμός,η φυσιολογικότητα των σταδίων της ζωής. Οι απολογισμοί, πάντα τόσο ασύμφοροι. Θέλω απλώς να κρυφτώ από όλους και όλα, από την ανάγκη να είμαι αρεστή και αποδεκτή. Να πατήσω παύση στην καθημερινή φασαρία που με αποσυντονίζει και να ξαποστάσω σε ένα μέρος σιγής. Να συναντήσω τον πραγματικό μου εαυτό. Πάντα μου έλεγες ότι η εσωστρέφεια είναι καταστροφική γιατί εθίζεσαι σε αυτήν και παραμένεις στην αφάνεια. Ξεχνάς να ζεις. Από την άλλη, για εμένα η εσωστρέφεια είναι μια επιτακτική ανάγκη για να μάθω πώς θέλω να ζω. Ποια είμαι στα αλήθεια, τι ποθώ, τι εύχομαι, τι φοβάμαι. Η αλληλεπίδραση με διχάζει, με συγχύζει, με περιβάλλει με επιρροές ανάκατες που διεισδύουν αθέλητα μέσα μου.
 
 
 
 Γιατί η μοναξιά αντιμετωπίζεται τόσο εχθρικά; Γιατί ό,τι δεν αντέχουμε να ζήσουμε απλώς το περιθωριοποιούμε και το θεωρούμε συμφορά; Σε ό,τι τρέμουμε κρύβονται όλα εκείνα που έχουμε ανάγκη να μάθουμε. Αλλά συνήθως στρεφόμαστε στα ανώδυνα, για αυτό καρπωνόμαστε ισοβίως τον πόνο.Κι εγώ, μαστίζομαι από τη νοσηρή μου ανάγκη να προλάβω το απρόβλεπτο. Να ελέγξω τα πάντα, να μη βρεθώ ποτέ μπροστά σε μία έκπληξη, να ξέρω τι έπεται και σε πόση ώρα. Αυτοπαγιδεύομαι.Από φόβο για το χάος. Από τη συνειδητοποίηση ότι είμαι πολύ μικρή για να το ανατρέψω. Και όμως, στο χάος κρύβονται οι πιο απίθανες λύσεις.
 
 Είναι παράξενο, αλλά η τάξη και ο έλεγχος δεν είναι παρά εικονικές καταστάσεις, δημιουργήματα δικά μας για να νιώθουμε ισορροπημένοι.Εκεί όπου δεν μπορεί να ασκηθεί έλεγχος, ξεπροβάλλει η αλήθεια. Είναι απελευθερωτικό να αποδέχεσαι ότι αδυνατείς να αλλάξεις κάποια πράγματα, όσο και να το θέλεις. Ότι η ζωή γράφει τα δικά της ευρηματικά σενάρια την ίδια ώρα που εσύ στοιχηματίζεις πως ξέρεις το βιβλίο απ' έξω και ανακατωτά. Θα ήταν αφόρητα πληκτική προβλεψιμότητα. Να συμφιλιωθείς με το χάος, κάπου εκεί θα ανταμώσεις τη χαμένη γαλήνη σου.

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

Εκπαιδευμένοι στην αναμονή

Ζούμε τη ζωή μιας παρατεταμένης αναμονής. Αυτονομιμοποιείται, μέσα από άλλοθι και αναβολές νωχελικές, μέσα από εκτιμήσεις δήθεν συνετές..΄΄ σε λίγο καιρό θα είναι όλα καλύτερα''. ΄Σίγουρα αυτός είναι ένας μηχανισμός ώστε να νιώθουμε πως δεν τα έχουμε δει όλα, πως στη γωνία μας αναμένει κάτι αλλιώτικο, ζωογόνο, συναρπαστικό. Μας ελκύουν οι επαναπροσδιορισμοί γιατί επιτίθενται στην πλήξη. Από την άλλη, φτιαγμένοι από υλικό αντιφάσεων στην ολότητά μας, αναζητούμε με αγωνία ένα ασφαλές καταφύγιο. Όταν η αλλαγή αρχίζει να ερωτοτροπεί με τη ζωή μας έστω και ως πιθανότητα, κρίνουμε πιο λογικό να τη μεταθέσουμε για το ''αύριο''. Μόνο που η αλλαγή δεν είναι προγραμματισμένη, σα σίφουνας έρχεται και σε καλεί να αλλάξεις μέσα από αυτή, χωρίς να χαραμίσεις λεπτό σε ανούσια περισυλλογή.





 Και όμως, θεοποιήσαμε την αναμονή της κατάλληλης στιγμής. Θαρρείς και είμαστε τόσο σοφοί, ώστε να έχουμε ξεδιαλύνει την πρέπουσα αλληλουχία των γεγονότων και πότε πρέπει να συμβεί το καθένα. Η ζωή είναι μια γιορτή παράλογη! Ακόμα και αν λανθάνει κάποια μορφή λογικής σε όσα συμβαίνουν, αυτή είναι μη αποκωδικοποιήσιμη. Είναι η άγνοια συστατικό στοιχείο της διαύγειάς μας, αν καταλαβαίναμε πιο πολλά από όσα πρέπει, θα ήμασταν ανισόρροποι! Παρ' ολα αυτά, ποτέ δε θα είμαστε έτοιμοι για όσα ονειρευόμαστε. Είναι γιατί έχουμε πεισθεί ότι θα έρθουν όταν θα είμαστε τέλειοι, άμοιροι ελλείψεων. Ποτέ δε θα γίνουμε τέλειοι. Ακόμα και τη στιγμή της υπέρτατης αρμονίας, θα έρθει να μας βρει το ζιζάνιο της ανασφάλειας, εκείνη η φωνή που καταλύει την τελειότητα. Όσο και να την κάνουμε να πειθαρχεί, αυτή η φωνή θα είναι πάντα παρούσα. Γιατί είναι ανθρώπινη, όπως κι εμείς, δε γεννηθήκαμε για να την αναχαιτίζουμε. Μέσα από τις ελλείψεις μας θα βρούμε τα μέρη που λείπουν. Οι εκπαιδευμένες αναμονές ισοδυναμούν με αιώνιο τέλμα. Ποτέ δεν έρχεται η κατάλληλη στιγμή. Η κατάλληλη στιγμή περιμένει να την αναγνωρίσεις, να την αρπάξεις με δύναμη, να χαθείς σε μια μεγάλη κατάφαση ή μια μεγάλη άρνηση, να επιλέξεις. Ακόμα και αν χάσεις τον εαυτό σου, όταν τολμάς και αλλάζεις, θα είναι για να τον ανταμώσεις και πάλι, σε μια πιο δυνατή και αυθεντική εκδοχή του.