Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Θλίψη

Εκείνη η αίσθηση ήταν οικεία. Αδύναμη να ξυπνήσει, να ανοίξει τα μάτια, να αντιμετωπίσει τη μέρα. Αποδυναμωμένα βήματα τη σέρνουν στανικώς στην κουζίνα. Το νερό που έβαλε να βράσει κοχλάζει αλλά ο καφές τής φαίνεται χλιαρός. Κάνει μια γκριμάτσα αποστροφής στην άνοστη γεύση του, παραμερίζει την κούπα και προσπαθεί να διαβάσει δυο αράδες από κάτι ακατάληπτα θεωρητικά κατασκευάσματα. Νιώθει τον κόσμο έξω να  τρέχει στις ράγες ενός τραίνου με ταχύτητα σημαδιακή. Κι εκείνη πάντα πίσω, σε τέσσερεις τοίχους θεόκλειστη, πίσω από κακόγουστες κουρτίνες και ένα σπίτι όπου λιμνάζει η ελπίδα. Στον κόσμο της όλα κυλούν με ωθήσεις απανωτές, αργά, σαν βάσανο σαδιστικό. Στις σκέψεις της κολλάει ένα ένδυμα αβεβαιότητας, μια κλωστή θλίψης ακουμπάει στα χείλη της, είναι πέτρινα αυτά τα χείλη, ανέκφραστα. Μα και τα μάτια, στριφογυρίζουν μέσα τους κλονισμένα φεγγάρια και μέρες ερειπωμένες από νόημα και αγάπη.

 Μέρες τώρα  αναρίθμητες(να είναι άραγε χρόνια;)δίνεται στη θλίψη της, βουτώντας στα όσα τής ψιθυρίζει κάθε τόσο. Η θλίψη τής ψιθυρίζει όσα η ίδια δεν τολμά να πει στον εαυτό της. Κι όμως σφηνωμένα μέσα της είναι και βεβηλώνουν την ηρεμία της. Δεν την αφήνουν να ανασάνει, να βρει το χρώμα στης μέρας το θνησιμαίο λευκό, να εκραγεί. Η απελευθέρωση από τα εσώτερα δαιμόνια είναι λύτρωση και εξαγνισμός. Τότε γιατί τα φύλακίζουμε μέσα μας όλο αιδώ και φρικτές τύψεις;Όσο κρύβουμε δειλά όσα μας χαρακτηρίζουν, τόσο εκείνα θα αναζωπυρώνονται. Μας στιγματίζουν τελικά όσα αγνοούμε, ανασταίνονται όσα προσπαθούμε ευθυνόφοβα να ενταφιάσουμε. Η ευθυνοφοβία επιφέρει αναπαραγωγή των ευθυνών, όπως ο φόβος προκαλεί τον κίνδυνο, ακόμα και αν αυτός δεν υφίσταται αντικειμενικά. Η σκέψη μπορεί να παραλύσει αλλά και να γεννήσει τα πάντα. Κινητήρια δύναμη ο νους, με όλα τα έκδηλα και τα λανθάνοντα στοιχεία του.

Θα αναζητήσει τρόπους που θα διαβρώσουν τη θλίψη της. Φάρμακα ανούσια και αντίδοτα αστεία που μέσα από την παροδική λήθη θα προωθήσουν στο τέλος τις πιο πικρές μνήμες. Διολισθήσεις που θα καταλήξουν στην απόλυτη πτώση.Ένα ξεγέλασμα, μια αυταπάτη χαζή, μια ύπνωση  που θα αφαιμάξει τις αισθήσεις. Να μη νιώθει τίποτα, να νιώθει χαρούμενη, να φαίνεται ευδιάθετη, να μη φαίνεται παράξενη. Χαρούμενος είναι κανείς αβίαστα, όταν προσπαθεί να γίνει χαρούμενος σημαίνει ότι παλεύει με τη θλίψη-και όχι επί ίσοις όροις.

Συχνά προτιμάμε να καταπνίγουμε ένα πρόβλημα από το να το ανασύρουμε στην επιφάνεια. Θαρρείς και τότε θα γίνει πραγματικό, ενώ αν το φυλάμε μέσα μας θα είναι  φαντασίωση. Έτσι και με τη θλίψη. Η συντριβή της θλίψης είναι δυνατή μόνο μέσα από την παράδοση σε αυτή. Με τεχνικές παράκαμψης και καθυπόταξής της μέσα από μια στρατηγική αυτοεπιβαλλόμενης χαράς, η θλίψη ατσαλώνεται και διαωνίζεται. Κατοικεί στη θλίψη μια ομορφιά ιδιάζουσα, ίσως επειδή σε αυτή φωλιάζουν ανομολόγητες αλήθειες και κανένα παζάρεμα δεν έχει θέση, ούτε μια γωνιά για να ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις. Δεν είναι πρόξενος κακού η θλίψη, ούτε υπόκειται σε χρονικά πλαίσια εντός των οποίων είναι εύλογη και φυσιολογική. Το φυσιολογικό είναι να διέλθει από όλα τα στάδια,από όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις, από όλες τις επίπονες ζυμώσεις, από όλη εκείνη τη γονιμη μοναξιά που δίνει στην όψη πρωτότυπη νεότητα και στην ψυχή αλώβητη ακμή.

Έτσι και εκείνη το νιώθει, δεν είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τον κόσμο που καλπάζει σε μια χαοτική ροή εικόνων. Ο κόσμος έχει αμαυρωθεί από άπειρους συμβολισμούς και αλληγορίες όλο δέος. Δεν είναι σε θέση να διακρίνει τις συναρπαστικές του πτυχές, είναι  ένα ναυάγιο ο κόσμος σε ένα ταξίδι γεμάτο από αλλαγές πλεύσης και απρόοπτα. Στο δικό της σκηνικό όπου οι δείκτες του ρολογιού είναι βαλσαμωμένοι και νιώθει πως μόνο η ίδια κουβαλάει τόση οδύνη μέσα της, η απόγνωση κεντάει ασπρόμαυρες εικόνες. Γυρεύει μια διέγερση, μια αλλιώτικη πνοή στη μέρα, ένα σύνδεσμο με τον κόσμο που τη χαιρετάει αποξενωμένος. Ορκίζεται πως δε θα επιπλήττει τον εαυτό της που νιώθει λύπη, ούτε θα είναι μανιακή με τα αίτια  αυτής.

Τα συναισθήματα είναι ακίνδυνα όσο είμαστε ειλικρινείς μαζί τους. Σε κάθε απόπειρα αλλοίωσής τους, μετατρέπονται σε δίνες και απειλές, εχθρεύονται την παραποίηση και αντιδρούν εξοργισμένα.

Δεν τη νοιάζει αν είναι παράξενη. Αν ο κόσμος που τρέχει τη θέλει μόνο χαμογελαστή και γεμάτη σιγουριά, αν τής κολλήσει άχαρες ταμπέλες ή τη ρετσινιά της καταθλιπτικής.  Μόνο αν συμφιλιωθεί με τα παράδοξά της θα μπορέσει να αντέξει τη λόξα του κόσμου. Μόνο αν η θλίψη διεισδύσει εντός της θα είναι όντως χαρούμενη. Χαρά που απαιτεί προσπάθεια κρύβει ανίατη θλίψη. Μερικές φορές, το πρόβλημα δεν είναι άλλο από την άρνησή του.Το πρόβλημα δεν είναι η θλίψη αλλά η μανιώδης τάση να την αποδιώχνουμε πριν καν κάνει τον κύκλο της-και η συνακόλουθη υποτροπή της. Και αυτό τον γριφώδη κόσμο που χάνεται σε ένα ατέλειωτο ποδοβολητό τον βρίσκει τόσο θλιβερό!Αλλά το έμαθε πλέον, το να ψάχνει αντίδοτο για τη θλίψη  είναι σα να προσπαθεί να ανατρέψει μια αναγκαιότητα, σα να κρύβεται από το πεπρωμένο της. Θα αφεθεί σε αυτήν μέχρι να γίνει αυθεντικά χαρούμενη, μέχρι να πάψει να τρέχει λαχανιασμένη πίσω από έναν κόσμο που κοιτάζει τα συντρίμμια της και προπορεύεται γεμάτος πορφυρά αινίγματα που καγχάζουν Άλλωστε ίσως ο μόνος τρόπος να ξορκίσει τη θλίψη είναι να συμφιλιωθεί μαζί της.

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Εγω-ισμός

Άκουσα τη φωνή σου τρεμάμενη, να ψάχνει ένα σημείο να ξαποστάσει. Η ίδια βελούδινη χροιά αλλά ταραγμένη, να με ζητάει πάλι πίσω. Επαναλαμβανόμενο μοτίβο.Άρπαξα το σακάκι μου και σα σίφουνας βγήκα στους δρόμους. Άλλη μια βόλτα μαζί σου, άλλη μια επανασύνδεση, μετά από μέρες αποχωρισμού και νεκρικής σιγής. Να τα βγάλεις πέρα με τη μοναξιά σου αδύνατο. Η εκεί οδύνη σου προξενούσε φρίκη και μίσος και φόβο. Μέχρι κάποια σκέψη να φυτρώσει σχιζοφρενικά μέσα σου και να σε κάνει πάλι κυνηγό της αυτάρκειας. Επέστρεφες σε εμένα με την ίδια ευκολία που με άφηνες. Αθέμιτη δεν ήταν ούτε η φυγή, ούτε η επανάκαμψή σου. Αθέμιτη ήταν η νομιμοποίησή τους από εμένα αλλά στον έρωτα μέτρα και σταθμά δεν υπάρχουν. Θεωρούσα ότι ο περίπλοκος ψυχισμός σου απαιτούσε χειρισμούς λεπτούς και ευέλικτους. Έδειχνα κατανόηση γιατί καταλάβαινα ότι με εσένα πάλευες, με τα δαιμόνιά σου. Με την ιδιότητα του ψυχικά ισορροπημένου, δεχόμουν κάθε ανισορροπία που σε έδιωχνε μακριά ή σε έκανε να σκαρώνεις επαναγωγές.

 Στον έρωτα άλλωστε δεν κάνεις αποτιμήσεις, ούτε σταθμίζεις ορθολογικά τα υπέρ και τα κατά. Αφήνεσαι μόνο στη θεότρελη αναγκαιότητα της ανορθοδοξίας του, ειδικά αν στη ζωή σου υπάρχει πλεόνασμα λογικής. Εγκαταλείπεις το Εγώ ένα σκαλοπάτι πιο πίσω, με κίνδυνο η ουσία σου να κατρακυλήσει. Εξάλλου το ''Εμείς΄΄ έχει αξία, νόημα και σημασία. Η σύνθεση δύο ξένων κόσμων σε οικεία ολότητα. Η αναζωογόνηση μέσα από το θάνατο της εγωπάθειας. Η απόσχιση από την μανία με το εγωιστικό σύμπαν, το αποστειρωμένο και πανέρημο. Η συντροφικότητα που σου θυμίζει πόσο μονοδιάστατος είσαι όταν υπάρχεις μόνο για εσένα.

Έκανα υπομονή για μια ακόμα φορά, εκπαιδευμένος πια στα ανώριμα τερτίπια σου. Μου εξήγησες ότι είμαι το μοναδικό σταθερό σου σημείο όταν όλος ο κόσμος σε διαψεύδει. Η αλήθεια είναι πως μου άρεσαν τα όσα άκουγα γιατί με βόλευαν, γιατί τα χρειαζόμουν. Όπως και τις υποσχέσεις σου ότι από εδώ και πέρα θα αλλάξεις και θα επιδείξεις πιο σταθερή συμπεριφορά. Έλεγες πως για όλα έφταιγε ο τρόμος που σου γεννούσε η συναισθηματική εξάρτηση μιας σχέσης. Γι' αυτό επιβαλλόσουν σε αυτήν με το να τη χαλιναγωγείς εσύ, με το να την αποτρέπεις. Σε αέναη φυγή όταν τα πράγματα έπαιρναν μια πιο σοβαρή τροπή. Ομολογουμένως αυτή η αντρική αντίληψη της σχέσης από μία γυναίκα δε μου είχε ξανατύχει. Με είχε εξιτάρει και με είχε κεντρίσει, κουβαλούσα και εγώ γερές δόσεις μαζοχισμού. Γι' αυτό και σε κανάκευα ολοένα και παραπάνω αναπληρώνοντας το έλλειμμα της δικής σου προσπάθειας. Δεν έβλεπα ότι για εσένα υπήρχε μόνο το ''Εγώ'', σαν τεράστια φωτεινή επιγραφή, ότι ήμουν το δεκανίκι σου όταν η ανασφάλειά σου άγγιζε το ζενίθ. Η εύκολη λεία για την οποία όλες σου οι μεταπτώσεις ήταν υγιείς και εκλογικεύσιμες. Πάντα είχες τη συγγνώμη εύκολη, πάντα είχα τη συγχώρεση αναπόφευκτη. Κάπως έτσι κατέληξα να μη μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου.

Κάπως έτσι και μετά από απανωτά σκαμπανεβάσματα, μου είπες ότι η σχέση μας έχει βαλτώσει και δεν πάει άλλο. Δεν ήθελες να με πληγώσεις αλλά δεν ένιωθες τίποτα πια. Υπήρξα απίστευτα καλός μαζί σου, είπες, για να σου αξίζει ανειλικρινής συμπεριφορά. Ένιωθες πια καλά με τον εαυτό σου και δεν χρειαζόσουν μια σχέση να σε αναπτερώσει. Ήθελες να μείνεις μόνη και να εξερευνήσεις νέες προοπτικές. Η ωμή σου ειλικρίνεια με επανέφερε στην πεζή πραγματικότητα. Εσύ ήσουν μικρή και εγώ παραήμουν μεγάλος για να συνομιλήσω με τους δικούς σου όρους. Το μόνο που σου είπα είναι να μην επικοινωνήσεις μαζί μου ξανά γιατί απλούστατα δε θα λάβεις απάντηση.
''Καταλαβαίνω απόλυτα'' απάντησες με φανερή αυταρέσκεια και με χαιρέτησες ξερά. Μεταβολή και τέλος.

Ο έρωτας ο βαθύς και ο αυθεντικός εξουδετερώνει τον εγωισμό, οι εκφυλισμένες πλευρές του έρωτα τον εξάπτουν. Γιατί κάθε νοθευμένη μορφή του έρωτα, κάθε παραφθορά της αμιγούς, θαυματουργής του μορφής, αντιστοιχεί σε αυτοερωτισμό. Ο αυτοερωτισμός με τη σειρά του είναι το σημείο όπου ο εγωισμός αποκορυφώνεται μέσα από αλλεπάλληλες αντανακλάσεις του εαυτού μας στα μάτια ενός άλλου που υποτίθεται ότι είναι το αντικείμενο του πόθου μας ενώ στην ουσία απλώς καθρεφτίζει με μεγαλύτερη ευκρίνεια το είδωλό μας. Ο έρωτας μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά για κάθε εγωιστική προδιάθεση όταν δεν ενδίδει μικροπρεπώς στα δεσποτικά προστάγματα του εγωισμού που στο τέλος τον υπονομεύουν. Και τι θα ήταν ο έρωτας αν δε μας απομάκρυνε έστω και για λίγο από το μονόχνωτο εαυτό μας; Και όμως, οι δριμύτατες εκφάνσεις ατομικών παθών αναδύονται στα πλαίσια μιας ερωτικής σχέσης.

 Αντίφαση είναι ο έρωτας, επαναπροσδιορισμός  και ανατροπή. Κάνει τη δική μας αντίφαση πιο υποφερτή, μας συμφιλιώνει με τις αδυναμίες μας , κάνει το ''Εγώ '' λιγότερο τρανό, έτσι όπως είναι στραμμένο στο ΄΄Εμείς΄΄ και μάχεται να το καταστήσει χειροπιαστό. Σίγουρα ο έρωτας δεν προγραμματίζεται, ούτε είναι ασφαλές καθεστώς όπου όλα βαίνουν με όρους αρμονικής  αμοιβαιότητας. Το σίγουρο είναι όμως πως όταν ο έρωτας είναι μονόπλευρος, μια στοιχειώδης δόση εγωισμού και αυτοπροστασίας πρέπει να δίνει το παρόν.

 Μετά από όλη αυτή την άκαρπη προσπάθεια να σε κρατήσω κοντά μου, κατάλαβα ότι ο έρωτας είναι θαυματουργός όταν είναι αβίαστος. Το να είσαι σε μία σχέση προσδοκώντας να αλλάξεις τον άλλο είναι σα να κυνηγάς χίμαιρες...εσένα θα αλλάξεις και μάλλον όχι κατά το προσδοκώμενο. Θα έρθει η στιγμή που θα καταλάβεις πως ο έρωτας είναι απίθανος γιατί γεννιέται αβίαστα. Δεν είναι αποτέλεσμα μεθόδευσης και προσπάθειας συγχρονισμού. Στον έρωτα παρελαύνουν οι πιο ασύδοτοι ετεροχρονισμοί και όμως όλα μοιάζουν άψογα συγχρονισμένα.  Μέσα από τα πιο απλά, ξεδιαλύνει και τα πιο περίπλοκα. Μέσα από το θάνατο του εγωισμού, σε κάνει να αγαπάς τον εαυτό σου ουσιαστικά, μέσα από τον Άλλο και για τον Άλλο. Και τότε θα είσαι απογυμνωμένος από άμυνες, ακόμα και από τις πιο σθεναρές. Ναι, είναι εγωιστικό να περιμένεις ανταπόδωση στον έρωτα, ακόμα πιο εγωιστικό όμως είναι να παλεύεις να την εκμαιεύσεις. Δεν υπάρχει πιο αντιερωτική αξίωση από την εγωιστική έκκληση για συναίσθημα. Εξάλλου στον έρωτα δεν υπάρχουν αιτήματα παρά μόνο η ικανοποίησή τους. 

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Παρελθολαγνεία

Τα χρόνια που πέρασαν σε άφησαν έρημη. Βάδιζες στους διαδρόμους του χθες με την πυρετώδη λαγνεία του ανθρώπου που αποποιείται το τώρα.Περαστικοί στο δρόμο σε έσπρωχναν εκνευρισμένοι που παρακώλυες τη φυσιολογική κίνηση, έτρεχαν για τις δουλειές τους με ύφος ωφελιμιστή. Δεν έδινες σημασία, ποτέ δε σε άγγιζε ο καθημερινός πανικός. Ζούσες στο πλαστικό σου σύμπαν όλο σταλαγματιές από όνειρα και αποδράσεις από όσα σε καταπίεζαν. Μόνη χρόνια πολλά.Όλα πλέον τα έκανες μηχανικά, δεν τα ένιωθες, τα επιτελούσες μόνο σαν κουρδισμένο παιχνίδι που ξέχασαν στο δρόμο. Παρατηρούσες τη ζωή να κυλάει γύρω σου και μια ζαλάδα σου προκαλούσε λιποθυμικές τάσεις.Την εξέλιξη και την αλλαγή δε μπορούσες να αντιληφθείς, είχες εθιστεί στη στασιμότητα και την θεοποίηση ειδώλων. Χαμένη από όλους και ξεχασμένη.

Δεν ήθελες να το παραδεχθείς αλλά η αιτία για την κωματώδη σου κατάσταση ήταν εκείνος ο επώδυνος έρωτας. Σα να σφράγισε την ερωτική σου ζωή με την πνοή του μοιραίου. Να ήταν επειδή ξαφνικά σου δήλωσε μια ανάποδη πρωία ότι η ζωή προχωράει μια χαρά και χωρίς τη δική σας συνύπαρξη;Επειδή μαζί του μοιράστηκες τις πιο φορτισμένες συγκινησιακά στιγμές που σου θυμίζουν ότι η ζωή κρύβει μια ευδαιμονία γαργαλιστική και ανυψωτική μαζί;Ή επειδή τον εξουσιοδότησες εσύ η ίδια, άμοιρη αμυντικών μηχανισμών, σε άσκηση καταλυτικής επιρροής πάνω σου;
 
Εκείνο το πρωινό με το σκληρά ανακοινωθέν του χωρισμού σας, θυμάσαι την ηρεμία του προσώπου του που άγγιζε τα όρια του κυνισμού. Σα να σου έλεγε πως ο χωρισμός σας είναι αναπόφευκτος, ένα λογικό επακόλουθο, μια ξερή αναγκαιότητα. Και, όντως, ο χωρισμός είναι γεγονός αναγκαίο τόσο, όσο και η απαρχή της σχέσης. Όσο μαγική είναι η αιφνίδια έναρξη της σχέσης, άλλο τόσο οδυνηρός είναι ο ακαριαίος τερματισμός της.Ποτέ όμως δε σκεφτόμαστε ότι ανάμεσα στην αρχή και το τέλος πρέπει να υπάρχει μια συμμετρία.

Έπεσες στα πατώματα, γύρεψες σμήνη από γιατί ηλεκτρισμένα, βούλιαξες σε θνησιμαία σιωπή και ατέρμονους μονολόγους. Σύρθηκες ξωπίσω του πεπεισμένη ότι με λίγη καλώς νοούμενη πίεση θα αναθεωρήσει. Το μόνο που κατάφερες είναι να απαντήσει με ντροπιαστική για εσένα απάθεια. Όσο σε απέρριπτε, τόσο δαιμονιζόσουν. Όσο έκοβε κάθε δίαυλο επικοινωνίας, θέριευε η μανία σου να ανακαλύψεις κάθε του κρυψώνα.Η γυναικεία σου φύση μαράζωνε, το συναίσθημά σου συντετριμμένο.Και οι αναμνήσεις, πάντα νωπές, πάντα εκεί να σου θυμίζουν ότι μόνο μαζί του η ζωή σου φανέρωνε την αληθινή της νοστιμιά.Μέσα στα χρόνια, έμαθες να ερωτοτροπείς με μια Ανάμνηση. Με μια ιδέα, με μία φαντασιακή κατάσταση, με μία λήξασα ευτυχία.
 
 Η προσκόλληση στη χθεσινή ευτυχία υποθηκεύει κάθε πιθανότητα παροντικής χαράς. Εξάλλου η χθεσινή ευτυχία συντίθεται από παραποιημένα στιγμιότυπα, η ζαβολιάρικη φαντασία μας εισχωρεί στα περασμένα και τα καλλωπίζει, έτσι για να μας δώσει την αίσθηση του σπουδαίου, ακόμα και ας παρήλθε,ή ακριβώς επειδή παρήλθε.
 
Αγνοούσες κάθε αντρική παρουσία που σε προσέγγιζε, κάθε ματιά, λέξη και πρόταση. Είχες γίνει πια απροσπέλαστη για τους άντρες, αν και αυτό σε έκανε ακόμα πιο ελκυστική στα μάτια τους. Σε πολιορκούσαν επίμονα, εσύ όμως τους έβρισκες όλους άνοστους, χλιαρούς και ουδέτερους.Το άτυπο μέτρο σύγκρισης πόζαρε σαν ιδανικό σε μια φωτογραφία σφηνωμένη στα άδυτα της μνήμης σου. Πώς γίνεται να μας καταδιώκουν άνθρωποι που μας εγκατέλειψαν;

Σε στοιχειώνει η μορφή του που ποτέ δεν υποδύθηκε το ρόλο που ήθελες να της διανείμεις , που έμελλε να σβήσει τα ιδιόγραφα σου σενάρια.Και όμως, κανένα αδιέξοδο δεν είναι αυτεξoύσιο,όπως και η στασιμότητα είναι πάντα επιλογή. Και ας την χρεώνουμε στη συγκυρία, στην ατυχία και σε αθέλητες εκβάσεις. Μέσα μας τα αδιέξοδα αναπαράγονται, ισχυροποιούνται, διαιωνίζονται. Μέσα μας οι πληγές κακοφορμίζουν γιατί μερικές φορές τις έχουμε ανάγκη. Δεν θέλουμε να επουλωθούν γιατί θα μας θυμίσουν πόσο νεκρή είναι η ψυχή μας. Όταν ανατρέχουμε στο χθες, τείνουμε να του προσδίδουμε μια ανυπέρβλητη αίγλη. Και όχι, αυτό δε σηματοδοτεί εκεχειρία με το χθες, σηματοδοτεί παγίδευση σε αυτό.

Κουβαλάς τα σημάδια του πάνω σου. Τα σημάδια της εγκατάλειψής του. Γιατί η απώθηση προκαλεί δριμύτατη έλξη;Ίσως επειδή η έλξη είναι ατιθάσευτη, δε δαμάζεται με προσταγές και υποβολές, εξαγριώνεται μάλλον.Τα βήματά σου  έχουν αποτυπωμένα τα δικά του ίχνη, ισόβια δική του νιώθεις,ακόμα και αν έχουν περάσει δύο χρόνια που δεν σε αποζήτησε. Στο δρόμο σκουντήγματα αλαφιασμένα σε βγάζουν από τη γλυκιά σου νάρκη. Στιγμιαία σε εξωθούν από το θολό όνειρο του διαχρονικού έρωτα σε μια τετριμμένη πτυχή της ημέρας όπου όλοι εκτελούν καθήκοντα με το βλέμμα στο πάτωμα.

 Έπειτα νιώθεις δικαιωματικά τρελή. Δε σε νοιάζει αν σε κοιτάζουν με την καχυποψία που κοιτάζουν έναν παράφρονα.Στον έρωτα δε χωράνε οροθετήσεις, κυριολεξίες και εξορθολογισμοί. Ούτε αυτό που πέθανε κυριολεκτικά σημαίνει ότι δε μπορεί να αναβιώνει. Όλα εσύ τα ρυθμίζεις και όλα εσύ τα μπολιάζεις με πιθανότητα.Δε σε νοιάζει αν είσαι μόνη. Σου αρκεί που κάποτε, κάπως, κάπου, ένιωσες ατρόμητη απέναντι στη μοναξιά γιατί ήσουν μαζί του. Ακόμη και αν δεν είναι πια εδώ, του δίνεις εσύ χώρο να υπάρξει, απλούστατα γιατί δε  μπορούμε να σκοτώνουμε ό,τι μας ανασταίνει.
 

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Ζήλεια

Σκέπαζε η νύχτα τα πιο φωτεινά σου όνειρα. Τα σμίλευε η μέρα προσεκτικά, περίτεχνα, με την επιδεξιότητα της σοφίας. Όνειρα όλο διαύγεια και τόλμη, με πανεμορφία ασύλληπτη. Γέμιζε η νύχτα σκιές και πλάσματα ουρανοκατέβατα, παγίδες του νου και συμμορίες αόρατες. Ακουμπούσες στη βελούδινη θαλπωρή της νύχτας όλο προσμονή. Μπορεί να μην είχες τη στερεότυπη ομορφιά αλλά ο ερωτισμός σου έκανε τις μικρές σου ατέλειες να φαντάζουν με χάρες λαμπερές. Με εντυπωσίαζαν οι λεπτομέρειές σου. Τα διαφοροποιητικά σου στοιχεία ήταν και τα πιο ελκυστικά. Η φλυαρία που σε έπιανε η ακατάσχετη όταν ερχόσουν σε αμηχανία ή άκουγες κάτι ευχάριστο, το πείσμα σου όταν σε εκνεύριζε μια αθέλητη παράλειψή μου, η μελαγχολία που σε έκανε εκθαμβωτική. Δε θα μπορούσες παρά να χτίζεις σχέσεις παθιασμένες, έντονες, συγκρουσιακές. Ένιωθες ασφαλής μόνο όταν με έθετες σε εγρήγορση, έπρεπε να είμαι πάνοπλος για πάσα επίθεσή σου. Ανά πάσα στιγμή. Άλλοτε λεκτική, άλλοτε με τη μορφή απροσδόκητης έκπληξης, πάντα σκάρωνες κάτι να πυροβολήσει τη μονοτονία της ώρας, ο,τιδήποτε δε θα σου φόρτωνε τη ρετσινιά της προβλέψιμης. Μα και πάντα στα μάτια σου μια ζυγαριά να σταθμίζει το κάθε τι. Ανήσυχη, άγρυπνη, σε επιφυλακή. Μα πάνω από όλα...σε κέντριζε μια αδικαιολόγητη ζήλεια. Ιδέες που γεννούσε η ανασφάλειά σου μέσα από πηγές καχυποψίας αστείρευτες, δύσπιστα καταστροφολογικά σενάρια που ανίχνευαν πλοκή πίσω από το απλούστατο.

Νόμιζες πως δεν είμαι δοσμένος σε εσένα και έτσι με έκανες να κατακερματίζομαι. Η ζήλεια σου με έκοβε σε μυριάδες κομμάτια,εξουθένωνε τον έρωτά μου, με έκανε να απορώ. Γιατί δε μπορούσες να ησυχάσεις στιγμή;Έκρυβες τον εαυτό σου πίσω από κουρτίνες ψεύδους, η ψευτοάνεσή σου μαρτυρούσε πόσο υπέφερες. Περίμενες μέσα σε αγωνιώδη  βράδια να ανακαλύψεις την προδοσία μου. Κάθε φορά που μιλούσα στο τηλέφωνο, οι εικασίες σου έδιναν ρεσιτάλ ακρότητας. Υπέθετες ότι ερωτοτροπούσα με κάποια συνάδελφο από το γραφείο, ή με κάποια τυχαία, αιθέρια ύπαρξη. Όλες θα έβλεπαν την ακαταμάχητη γοητεία μου, αυτό πίστευες μέσα στην τρέλα σου, δε μπορούσες να ξεδιαλύνεις το συνηθισμένο της παρουσίας μου, ούτε τις ατέλειες μου που ο έρωτάς σου έσβηνε επιδέξια. Αυτή η φαντασιοπληξία των ερωτευμένων!Το άσπρο μαύρο κάνει, προάγει τις αντιθέσεις γιατί αυτές τίκτουν τον έρωτα-λόγο ύπαρξης.Είχες αρχίσει όμως να με κουράζεις. Με ένα βλέμμα αφηρημένο, να ατενίζει το κενό, μια περιφερόμενη πίκρα η ύπαρξή σου που μαχόταν να ψηλαφίσει την απιστία εκεί που ήταν ανύπαρκτη!
 
Μόλις γύρισα από τη δουλειά εκείνο το αλησμόνητο απόγευμα Τετάρτης, η ματιά σου άρχισε να με περιστοιχίζει με παράφορη οργή.Σε ρώτησα τι έχεις, ενώ τα μάτια μου είχαν κοκκινίσει από τις άδειες ώρες μπροστά στον υπολογιστή και έναν ομηρικό καβγά με αναιδέστατο πελάτη. Αυτά που άκουσα με άφησαν άλαλο.Σε έχω παραμελήσει έλεγες, από συνήθεια σε κρατάω, γιατί δεν έχω και τα κότσια να σου ζητήσω να το διαλύσουμε. Εξάλλου έχω ανοιχτά πολλά μέτωπα και γυρεύω πανικόβλητος την επιβεβαίωση. Είμαι αλλού και δεν αντέχεις να σε εξαπατώ. Κατηγορώ, εικασίες αυτοεπαληθευόμενες και χοντροκομμένες προσβολές έκαναν παρέλαση χωρίς αιδώ. Φώναζες πλέον, ανεξέλεγκτη, πεπεισμένη ότι η σιωπή μου συνιστούσε ομολογία των πράξεών μου. Περίμενα στωικά να πέσει η αυλαία σε όλο αυτό το παραλήρημα.Ξέσπασες σε κλάμα ατελείωτο, σωριάστηκες σε μια καρέκλα και έκλαιγες για ώρα, αβοήθητη και ανυπεράσπιστη. Άκουγες αυτά που φοβόσουν τόσο, ώστε να τα προκαλέσεις. Σχέση χωρίς εμπιστοσύνη είναι διαδικασία αυτοτυραννίας.Δε μπορείς να αμφισβητείς τον άνθρωπό σου, ακυρώνεις και εσένα έτσι.Μα και η ζήλεια τελικά έτσι αδηφάγα που κατασπαράζει τον έρωτα, τον αποτελειώνει. Τα σενάρια της ζήλειας τα αρρωστημένα ο έρωτας τα απεχθάνεται. Καταφέρνει έτσι στο τέλος να πραγματώσει αυτά τα τόσο κακόγουστα και θλιβερά σενάρια.Αφήνει τη μοναξιά να κατοικοεδρεύσει. Αναγκαίο για να σε συνετίσει για τη λειψή σου εμπιστοσύνη. Όσο και αν το έρωτας έχει ανάγκη από ένα πάθος να τον ανατροφοδοτεί, άλλο τόσο φθίνει όταν αυτό το πάθος αφήνεται αχαλιναγώγητο. Αχαλιναγώγητος είναι μόνο ο ίδιος ο έρωτας, όχι τα παρελκόμενά του. Αλλιώς τον κατατροπώνουν, τον υπονομεύουν, τον φονεύουν.
 
Με την παροιμιώδη αντιφατικότητα του ανασφαλούς, στο άκουσμα της απόφασής μου να χωρίσουμε, ξύπνησες από το κώμα. Μου ζητούσες γονυπετής συγγνώμη που αμφέβαλλες για εμένα, πως όλα τα είπες επειδή ήσουν συναισθηματικά φορτισμένη και πως, φυσικά, δεν εννοούσες ούτε λέξη. Η ευκολία με την οποία αυτοαναιρέθηκες, πρόδωσε την ψυχολογική σου αστάθεια, την αδυναμία σου να συνυπάρξεις. Για να δώσεις συντροφικότητα, πρέπει να απαλλαγείς από κάθε ανελεύθερο στοιχείο που σα μάστιγα σε αποπροσανατολίζει. Δε σε άκουσα στιγμή, πλέον ένιωθα μόνο οίκτο και ενοχές. Αυτό ήταν το σημάδι της δικής μου φυγής. Όταν αναρωτηθείς αν πρέπει να δώσεις μια δεύτερη ευκαιρία σε μια σχέση, σημαίνει πως ήρθε η ώρα να την τερματίσεις. Οι σχέσεις δεν είναι για επανειλημμένες δοκιμές, ούτε άξαφνα γίνονται ιδανικές. Μερικές φορές πρέπει να νικάς το πείσμα σου να συντηρείς επ' αόριστον κάτι νεκρό. Πρέπει να αντικρύζεις κατάματα την επιλογή σου και να την αποχαιρετάς, ακόμα και αν αυτό το αντίο σου χρεώνει μια προσωπική αποτυχία.

Yπεροψία

Όσο διαλλακτική και να υπήρξα με τους ανθρώπους, ποτέ δε μπόρεσα να καταλάβω εκείνους που έπαιρναν τον εαυτό τους στα σοβαρά. Είτε ρητόρευαν με στόμφο όντες ετοιμοπόλεμοι με το γνωμικό που άρμοζε στην περίσταση, είτε εκθείαζαν το σπάνιο ταλέντο τους στη φωτογραφία, είτε αναλώνονταν σε επίδειξη άψογου στυλ, εξειδικευμένης γνώσης, υλικού πλεονάσματος. Πάντα κυκλοφορούσαν μαζί με την πολύλογη υπεροχή τους με στόχο να ξεσκεπάσουν τη δική σου ένδεια.

Δε χρειάζεται ασφαλώς να είναι κανείς ψυχολόγος για να αντιληφθεί τους τόνους ανασφάλειας που υποκρύπτει μια τέτοια κοινωνική συμπεριφορά. Εδράζεται σε κίνητρα εσώτερα, σε αδυναμία χειρισμού και χαλιναγώγησης της προσωπικής ανασφάλειας. Πάντα ωστόσο στα μάτια μου αυτοί οι άνθρωποι αποτελούσαν ένα αναγκαίο κακό. Σαν γραφικές παραφωνίες της καθημερινότητας που προσπαθούσα να ατενίσω με χιούμορ αλλά συνήθως αποτύγχανα. Γιατί αυτές οι καρικατούρες που περιφέρονταν παρέα με τα ημερήσια τους επιτεύγματα διέθεταν αυτό το ακαταμάχητα απωθητικό στοιχείο που πάγωνε κάθε μου προσπάθεια να τις συμπαθήσω. Εννέα στις δέκα με προσπερνούσαν με ένα επιτηδευμένο χαμόγελο αυταρέσκειας ανάμεικτο με ψήγματα περιφρόνησης. Ή θα κινούσαν γη και ουρανό ώστε το βλέμμα τους να μη συναντήσει ποτέ το δικό μου.Οι συναναστροφές τους έπρεπε να είναι συναγελασμοί επιπέδου, όπου θα αποθέωναν τα αδιαφιλονίκητα χαρίσματά τους, υπό την αμοιβαία επικρότηση του συνομιλητή-κόλακα, άλλως συνιστούσαν απώλεια χρόνου. Όπου χρόνος, χρήμα. Και όπου χρήμα, δείκτης. Δείκτης γενικός, δείκτης καθολικός, δείκτης μοναδικός.

Σε μία νοητή κοινωνική πυραμίδα, σκαρφάλωναν αβίαστα στην κορυφή, και έτσι ατένιζαν τον υποδεέστερο κόσμο πανοραμικά, από τη θέση του υπερόπτη. Μπορούσαν με ευκολία να σχολιάζουν τις ατέλειες και τις δυσλειτουργίες του, εξάλλου αυτές ουδέποτε τους αφορούσαν. Με την ιδιότητα μιας εκλεκτής ομάδας, διαχώριζαν τη θέση τους από τον τραγικό μέσο όρο. Περιαυτολογούσαν με την πρώτη ευκαιρία και πυροδοτούσαν μια πυρετώδη σύγκριση, μέσα από κάκιστα συγκεκαλυμμένη αδιαφορία. Όταν ένιωθαν την υπεροχή τους να κλονίζεται και να απειλείται, μετατρέπονταν σε υστερικά όντα που δεν είχαν ταυτότητα μέσα στον εχθρικό κόσμο. Λόγω της εγγενούς μου ροπής προς τη μετριοφροσύνη και την ταπεινότητα, απεύφευγα αυτούς τους τύπους όπως ο διάβολος το λιβάνι. Εξάλλου η ανυπόφορη ηλιθιότητά τους ήταν για εμένα αυτομάτως διαγνώσιμη.

 Η αλαζονεία είναι μια αυταπάτη χτισμένη πάνω σε διαστρεβλωμένη αυτοεικόνα. Ο αλαζόνας νιώθει σημαντικός εξαιτίας της αδυναμίας του να αποδεχθεί την ασημαντότητά του. Κατάφαση της ασημαντότητας,  η απαρχή του σπουδαίου.Ο αλαζόνας γατζώνεται από την υποτιθέμενη υπεροχή του και γίνεται όμηρος αυτής. Μένει στάσιμος πίσω από τα καινοφανή του κατορθώματα και τα προτάσσει για να κουκουλώσει τις αδυναμίες του.Απορρίπτει τους άλλους ως αντικατοπτρισμούς μετριότητας ενώ ο ίδιος είναι εσαεί μέτριος επειδή αδυνατεί να είναι μετριόφρων. Η Δυνατότητα είναι εξελίξιμη, προϋποθέτει συνειδητοποίηση του αχανούς και του απέραντου της διαδρομής. Αν κάποιος φρονεί ότι έχει φτάσει στο τέρμα, τότε εκεί θα παραμείνει, στο τέλμα.

 Κάθε  φορά που ένας δήθεν παντογνώστης καταδέχεται να μου στείλει ένα μειδίαμα σε ένδειξη χαιρετισμού, τον αγνοώ παντελώς. Όταν κάποιος είναι δήθεν γενικώς, μόνο με την αδιαφορία μπορεί να γίνει κάποια στιγμή αυθεντικός. Γιατί στη βοήθεια είναι ανεπίδεκτος και αλλεργικός...είναι πολύ ψηλά  το βλέμμα του για να το χαμηλώσει τόσο, ακόμα και αν μόνο έτσι μπορεί να σώσει την όρασή του.
Τυφλοί από υπεροψία, πόσο δύσκολο είναι να ζητάτε επιβεβαίωση από όσους αλύπητα περιφρονείτε; H αψεγάδιαστη εικόνα σας είναι ψευδαίσθηση χωρίς την επιβεβαίωση των όσων επιδεικτικά σνομπάρετε. Γυρεύετε νομιμοποιήσεις σε κάτι εξ' ορισμού νόμιμο και αυτοδίκαιο. Είστε τόσο κοντόφθαλμοι,και ας κοιτάζετε αφ' υψηλού. Με τόσες αντιφάσεις, ποιος να σας πάρει στα σοβαρά πέρα από τον εαυτό σας;

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Άγχος

Ερχόσουν από το βάθος του διαδρόμου. Φιγούρα φαγωμένη, ελλειπτική. Χρόνια άνιση πάλη με ένα άγχος αιμοβόρο, που κατασπαράζει το γέλιο σου και σε σύρει σε ένα γυάλινο κόσμο. Τουρτουρίζεις εκεί, ανήμπορη, εύχεσαι να μπορέσεις να κοιμηθείς, να απενεργοποιήσει ο Μορφέας τη χαοτική σου σκέψη. Ανάβεις τσιγάρο, η μορφή σου σε διηνεκή κίνηση, να μη νιώθει την ακινησία του γυάλινου σύμπαντος. Το άγχος σε ζώνει από παντού. Υποσκελίζει την κάθε σου νίκη σα να είναι απόρροια συγκυρίας. Διογκώνει απειλητικά κάθε σου σφάλμα αναβιβάζοντάς το σε συνώνυμο της συντέλειας.
 
Το άγχος πανηγυρίζει στην πανωλεθρία. Κρέμεται από μια κλωστή ανεξέλεγκτου καθιστώντας την κατάκτηση του ελέγχου προπύργιο υπερκόσμιας αρμονίας. Τρέφεται από τη φθορά δυνατών αλληλεπιδράσεων και πασχίζει πάση θυσία να τις αγκυλώσει, να τις παγώσει το χρόνο. Σε κάνει δύσπιστο, ενοχικό, τερατωδώς αναστοχαζόμενο. Πάντα είναι εκεί, υφέρπει, εποφθαλμιά, μηχανορραφεί. Επανακάμπτει δριμύτερο όταν το αψηφάς. Ίδιον των ολοκληρωτικών δυνάμεων, να μαίνονται στην περιφρόνηση. Σε χαντακώνει, σε κάνει να γίνεσαι ένα σκυφτό ανθρωπάκι, ένας επαίτης νοσηρής επιβεβαίωσης, να γίνεσαι πένητας, να απογίνεσαι. Στις παρυφές του ριζώνει ο αποβλακωμένος σου εαυτός. Εκείνος που λησμονεί την αυτοδυναμία του και γυρεύει αρωγή από άτομα αβοήθητα και απελπιστικά χαμένα. Εκείνος ο εαυτός ο μισερός, που σωρεύει απωθημένα αντί να τα καταλύει. Που δίνει το προβάδισμα στη δειλία, προτιμά να ενταφιάσει συναισθήματα παρά να τα εξωτερικεύσει.

Σε βλέπω ασθμαίνουσα να πενθείς για μια ακόμη αποτυχία. Πνίγεσαι σε φαντάσματα εκκρεμοτήτων, το παρελθόν χτίζει θανάτους στο παρόν σου, ασφυκτιάς και χάνεσαι. Πάλη η ζωή σου μέ τέρατα και στοιχειά απρόσκλητα. Και όμως, όσα μας ταλανίζουν είναι δικά μας γεννήματα και δικές μας απολήξεις. Πώς γίνεται να κυοφορούμε εκείνο που σφραγίζει το θάνατό μας; Είναι δυνατό να επιλέγουμε το βάσανο από το βάλσαμο, μια μοίρα σατραπική αντί μιας μοίρας διαλλακτικής; Ή μήπως τελικά χωρίς το δράμα η ζωή μας είναι κενή νοήματος;
 
Mήπως στο άγχος και στο βάσανο ανταμώνουμε τον πιο φρικαλέο εαυτό μας τον οποίο αν δεν αντιμετωπίσουμε, θα τον ανιχνεύουμε παντού, ως δαιμονικά οικειοποιούμενο την κάθε στιγμή; Μήπως τελικά το άγχος είναι αναμέτρηση με τις σκοτεινές περιοχές της συνείδησης που κατοχυρώνει ένα βαθμό ψυχικής αρμονίας;Ή είναι εν τέλει δείκτης προσωπικής αδυναμίας διαχωρισμού της ουσίας από το ανούσιο;

 
Σε παρατηρώ παραμορφωμένη, υπνωτισμένη να περπατάς σαν ακροβάτης, σε ένα δρόμο όλο στίγματα και συγκεχυμένα σύμβολα.Όλα είναι παρατημένα, ερείπια θαλερών στιγμών, σκιές από χαρμόσυνα στιγμιότυπα, θολές αντανακλάσεις εορτασμών. Γύρω σου όλοι μιλούν ακατάληπτα, είναι σα να βλασφημούν αλλά δεν έχεις το σθένος ούτε να τους κατηγορήσεις γιατί δεν τους κατανοείς. Το άγχος κατασκηνώνει δίπλα σου, ζυγίζει κάθε σου βήμα, κάθε εσώτερη ζύμωση.'' Δεν κάνεις τα λάθη σου, είσαι τα λάθη σου'', μοιάζει να σου φωνάζει με σταγόνες μομφής να σου πιτσιλίζουν το πρόσωπο. Ρίγη τρόμου διαπερνούν το ασθενικό σου σώμα, ο παλμός σου εξασθενεί και αυτός σε αυτή την απώλεια ζωής. Σε ένα χαμό που συντίθεται από αδιέξοδα, σε ένα λαβύρινθο που σε κάνει να αγωνιάς, να φοβάσαι, να νιώθεις ασήμαντη''. Ό,τι και να κάνεις είναι λάθος'', συνεχίζει. Καταδίκη σε αιώνια λάθη, αποφαίνεται σε μια αδυσώπητη ετυμηγορία. Τρέχεις να γλιτώσεις μα είναι αργά. Τα πόδια σου στερεωμένα στο έδαφος, το κλίμα πνιγηρό, παντού καλπάζουν λάθη σαν εκδικητικό πεπρωμένο.'' Είσαι αποκλειστικά υπαίτια για τα δεινά σου'', συνεχίζει με αναλγησία δίχως φρένο.

Πώς γίνεται να ζούμε για να βρούμε  μια διέξοδο και να γινόμαστε κατασκευαστές κινδύνων;
Γιατί μας τρέφει η αβέβαιη περιπλάνηση όταν ποθούμε τόσο να ξαποστάσουμε σε ένα σταθερό σημείο;
Kαι πώς ενώ αποφεύγουμε κάθε πιθανή καταστροφή, καταλήγουμε με χυδαία ευκολία αυτοκαταστροφικοί;
 
Δεν είναι ότι ο αγχωμένος σου εαυτός αδυνατεί να βρει τη λύση. Είναι ότι δεν τη θέλει. Εθισμένος  στο άλλοθι του αδιέξοδου, προσπερνά τις διεξόδους συνεχίζοντας να αναπαράγει κινδύνους, και ας μοιάζει τελείως ακίνδυνος. Χωρίς τη δόση σου από άγχος θα καταντήσεις φυσιολογικός, και αυτό είναι εξαιρετικά αφύσικο.

Κυριακή

Εκεί που ξεκινά η μέρα, στο αχνό φως του ήλιου, στη ζωηρή δροσιά που τρυπώνει από τα ανοιχτά παράθυρα, στα μολυβένια σώματα που νωχελικά στριφογυρίζουν στο κρεβάτι, στη μυρωδιά του καφέ που διαχέεται ως έξω, στους ήχους που καλωσορίζουν άλλο ένα πρωινό...γιορτάζει η δική του Κυριακή. Η δική του ανάπαυλα από την εβδομαδιαία σχιζοφρένεια.Θα σηκωθεί χαλαρά, θα πιει αχνιστό καφέ και θα ξεχυθεί στους δρόμους μιας υπνωτισμένης κατάνυξης. Τα χρώματα του πρωινού καταπραϋνουν το χάος που σιγοσβήνει μέσα του, οι άνθρωποι που συναντά μοιάζουν πιο οικείοι και αυτάρκεις, όλος ο κόσμος μουρμουρίζει κάτι σοφό μέσα από μια λυτρωτική σιωπή.

 Η ματιά του εγκλωβίζει εικόνες που την τροφοδοτούν, αλλοτινά απαρατήρητες. Ρουφάει κάθε στιγμή σαν ακόρεστος έφηβος που μόλις ανακαλύπτει τη ζωή. Είναι η μέρα που το άγχος ξαποσταίνει. Καμία επαφή με δηλητηριώδεις ειδήσεις, καμία παλινδρόμηση σε ερεβώδη περιστατικά που πέρασαν, κανένα αγκάθι να ματώνει την άσπιλη διάθεσή του. Σήμερα όλα παύουν να τον ερεθίζουν, υποχωρεί η αίσθηση ματαιότητας που στοιβάζεται όλη την εβδομάδα στο κορμί του κάνοντας το αλγεινό και την ψυχή του συσκοτισμένη. Σήμερα γιορτάζει η απλότητα, το νόημα που διαφεύγει σε καθημερινή βάση μέσα σε αγχωτικά παραληρήματα για υπερεκτιμημένες διεκπεραιώσεις-με εκείνο τον αγεφύρωτο, αγέρωχο φόβο της αποτυχίας, με εκείνη την αβάσταχτη αίσθηση καταδίωξης από μια ψυχωτική αδικία.
 
 Τίποτα δεν επιτρέπει να διεισδύσει στην Κυριακή του, η Κυριακή του είναι μέρα απόστασης. Μέρα γιορτής και καθαρής εξερεύνησης.Τη νιώθει απ' άκρη σ' άκρη, νιώθει την αφιλόξενη πόλη να στεγάζει τους φόβους του και να τους κοιμίζει, μέσα από την άγρυπνη ματιά του που αγωνιά να ανιχνεύσει το Θαύμα. Έπειτα είναι και εκείνη. Μπορεί να έχει μέρες να τη δει, όμως είναι πάντα η ίδια αίσθηση. Μια έξαλλη αντάμωση περίσσειας οικειότητας, σα να μην αποχωρίστηκαν ποτέ. Τον περιμένει κάθε κυριακάτικο πρωινό στο μικρό καφέ,με το ίδιο λαμπερό βλέμμα και το χαρακτηριστικό χαμόγελο που εκπροσωπεί την απόλυτη ευτυχία.Με εκείνο το ατάραχο βλέμμα να περιφέρεται στον άδειο χώρο και να γεμίζει συναίσθημα όταν τον αντικρύζει. Κι έπειτα λέξεις, σιωπές, γέλια και συγκινήσεις, πόσα μπορούν να χωρέσουν σε μια μέρα;Άπειρα σκηνικά που απαθανατίζονται, αποκρυσταλλώνονται στη μνήμη που τα έχει ανάγκη για να μη νεκρώνεται...μέχρι τα επόμενα. Κυριακάτικες συναντήσεις με τον λανθάνοντα εαυτό τους που επιμένει να παραμένει αναλλοίωτος. Εκείνος διαπιστώνει με ανακούφιση ότι η  μικρή λαίλαπα της εβδομάδας που πέρασε την άφησε ανεπηρέαστη. Εκείνη παράφορα καταλαβαίνει πως η αγάπη της ακμάζει κάθε Κυριακή. Τους περιμένει μια μέρα που δεν έχουν καταστρώσει ούτε κατά διάνοια. Όταν είσαι ευτυχισμένος άλλωστε τα σχέδια μοιάζουν αφελή και οχληρά. Οι στιγμές διαδέχονται αβίαστα η μία την άλλη, αγκιστρώνονται από τη μνήμη σαν βάρβαρη αναγκαιότητα, σαν έρωτας που φοβάται μην ξεθωριάσει. Για Εκείνον, οι στιγμές τους είναι παυσίπονο σε έναν κόσμο απέραντης οδύνης και ανούσιου ξοδέματος. Πλημμυρίζει ευγνωμοσύνη που είναι πάλι εκεί. Η ματιά της ζωντανεύει στη δική του. Η δική του Κυριακή.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Εξιδανίκευση

Τον τελευταίο καιρό κάτι σε απασχολεί. Κάτι κατασπαράζει την επιθυμία σου για γαλήνη. Στέκεσαι στο ημίφως και θέλεις πάλι να κρυφτείς στο σκοτάδι. Να κρυφτείς θέλεις από τον κόσμο τον ανάλγητο, εχθρικός έτσι όπως σε περιστοιχίζει καθημερινά. Να αποδιώξεις το πρόσωπό σου από τη γκρίζα περιοχή όπου ο κόσμος μεθά και παρεκτρέπεται. Με κανονισμούς άγραφους και επιτακτικούς, αναπαράγει πράξεις και παραλείψεις με γελοία πανομοιοτυπία, κυρίως όμως αναπαράγει τη βλακεία. Με αξιοσημείωτη επιτυχία, μάλιστα. Σου κρούουν τον κώδωνα απρόσκλητοι έρωτες αλλά έχεις καιρό που φοράς ωτασπίδες. Χάνεσαι στη γυάλινη ανάγκη σου για απομόνωση, σε ένα κρυφό, ένοχο σχεδόν κυνήγι της ιδανικής ζωής. Λες ότι πλήττεις με την ανθρώπινη προβλεψιμότητα, πως τίποτα δε σε συγκινεί. Αποσύρεσαι στο δωμάτιό σου, κρότο κάνουν εκεί η νεκρική σιγή και τα ενταφιασμένα όνειρα. Κλαις επειδή έχεις πάθει ανοσία στη συγκίνηση. Τα ερεθίσματα σε αφήνουν παγερά αδιάφορη. Τα νέα που ως επιμέρους αντικειμενικά γεγονότα παρουσιάζονται με ανατριχιαστικά διαστρεβλωμένη υποκειμενικότητα, σε εξοργίζουν. Υπερεκτιμένα περιστατικά επιτυχίας και παραγκωνισμένα συμβάντα ήττας, μια ζωή ακούς ιστορίες μονόπλευρα ιδωμένες, βουλιάζουν στην ψευδαίσθηση της αντικειμενικότητάς τους, σε σύρουν σε ακόμα πιο αχόρταγη αναζήτηση της Αλήθειας. Και ας μη σε συμφέρει, η Αλήθεια δεν ικανοποιεί κανένα συμφέρον, περισσότερο απορρίπτει την έννοια πάσης φύσεως συμφέροντος. Σε ξεβολεύει η Αλήθεια για αυτό είναι άβολη. Για αυτό την περιφρονείς αλλά εκείνη καιροφυλακτεί στη γωνία, να σου θυμίσει πόσο τεχνητή είναι η κατασκευασμένη σου ανέμελη αίσθηση.

Συνεχίζεις να κυνηγάς το Ιδανικό. Μου φωνάζεις να σου γυρίσω την πλάτη, κάθε μορφή ενδιαφέροντος σε σοκάρει. Φρενάρει την ψυχρότητά σου που προσανατολίζεται σε υπερκόσμια μέρη για να ανιχνεύσει ελπίδα.Δυσκολεύομαι να σε αφήσω μόνη. Εξάλλου η σκέψη μου έχει κυριευτεί από τη μορφή σου. Προσπαθώ να σου πω ότι το Ιδανικό είναι μια αυτοδημιούργητη φάρσα. Μια αυταπάτη που διαιωνίζει την ελπίδα για το καλύτερο. Ένα αέναο, αιώνιο κίνητρο. Ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα που αμύνεται στη ρηχότητα της καθημερινής πάλης με τον αμήχανο,τρωτό εαυτό μας. Δε με ακούς, τρέχεις καλπάζοντας μακριά, συνοφρυώνεσαι σε κάθε μου λέξη, με απορρίπτεις, με ακυρώνεις. Θες να πιστεύεις ότι το δικό σου Ιδανικό είναι πολύ κοντά. Αναλώνεις την πιθανότητα της καθημερινής σου ευδαιμονίας για μία και μόνο πολύτιμη στιγμή ανάτασης.Κοιτάζεις ψηλά, το έδαφος για εσένα συμβολίζει την επίγεια πεζότητα. Την απώλεια της τελετουργίας, τον εξοστρακισμό του συναισθήματος. Τη μοιραία κατρακύλα της φαντασίας σε πηγάδια γιγάντιων συμβιβασμών.

Δε με αφήνεις να σου πω ότι Ιδανικό θα είναι πάντα ό,τι μας λείπει. Ό, τι ενσυνείδητα γνωρίζουμε πως δε θα αγγίξουμε ποτέ αλλά η απόπειρα να το πετύχουμε μας γλιτώνει από αμέτρητους θανάτους. Ένας νοητός στόχος που βαθιά μέσα μας γνωρίζουμε ότι δε θα υποστασιοποιηθεί αλλά υπάρχει πάντα εκεί για να μας θυμίζει τη Δυνατότητα, το πείσμα να παλεύουμε για το φαινομενικά αδύνατο.Μια πηγή αυτοβελτίωσης όταν όλα τα υπόλοιπα στο σύμπαν μοιάζουν ακίνητα και παράλυτα. Η αίσθηση του Ιδανικού διαμορφώνεται από τις ελλείψεις μας. Έτσι, το Ιδανικό μεταλάσσεται σε αντικατοπτρισμό ανικανοποίητων ονείρων και επιθυμιών. Εξιδανικεύουμε αυτό που ξέρουμε ότι ποτέ δε θα έχουμε, όπως και εκείνο που παρήλθε και δεν εκτιμήσαμε δεόντως. Και στις δύο περιπτώσεις, περισσεύουν ο μαζοχισμός και η αχαριστία.

 Η Εξιδανίκευση είναι συνεργός της Ψευδαίσθησης, αμφότερες είναι νοερά κυήματα που καμαρώνουν για την επινοητικότητά τους. Σε απομακρύνουν από το πιο ουσιαστικό κομμάτι της καθημερινότητας, το να είσαι παρών σε αυτή. Γιατί η καθημερινότητα μπορεί να σε ζημιώνει με άπειρους τρόπους-το να είσαι παρών σε αυτή αντί να πλάθεις εναλλακτικούς γαλαξίες, είναι ασύλληπτα αποζημιωτικό. Μα τι παραπάνω είναι η εξιδανίκευση από μηχανισμός άμυνας που μας κάνει να νιώθουμε ικανοί να ελέγχουμε την πραγματικότητα και να επενεργούμε σε αυτή;Το αυθεντικό Ιδανικό είναι εκείνο που εμφανίζεται από το πουθενά, η αιφνίδια έκπληξη. Το διαπιστώνεις εμπειρικά, δε συνιστά προκατασκευασμένη εμπειρία. Η αποφυγή της πραγματικότητας είναι πράξη δειλίας και το Ιδανικό προορίζεται για γενναίες ψυχές. Πρέπει να χαθείς στην πραγματικότητα με τα τερατώδη της δομικά στοιχεία για να βρεις τη διέξοδο προς μια ιδανική πολιτεία. Πρέπει να σε εγκλωβίσει η πραγματικότητα για να την αναχαιτίσεις. Πρέπει να είσαι αιχμάλωτος για να ποθήσεις διακαώς την ελευθερία σου. Πρέπει να αγαπήσεις τον εαυτό σου για να αγαπήσεις τους άλλους. Πρέπει να πονέσεις για να γίνεις έτοιμος να αγαπηθείς. Αλλά πάνω από όλα, πρέπει να μάθεις πώς να ζεις για να πάψεις να εξιδανικεύεις.

Τίποτα δε σε κρατάει πιο μακριά από το Ιδανικό πέρα από τη μανία σου να εξιδανικεύεις.

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Άγνωστο

Αιφνίδια μπόρα ξέσπασε στον παράταιρα θερμό Οκτώβρη. Ο δρόμος γέμισε ζακέτες, φουλάρια και μποτάκια, αλλαγή ενδυμασίας που μαρτυρεί την επιβεβλημένη αλλαγή εποχής. Εκείνη περιμένει στη στάση του λεωφορείου συννεφιασμένη. Είναι από τις μέρες που τίποτα δεν προμηνύει την ελπίδα-ή το κέφι για πίστη σε αυτή.Υγρασία ανυπόφορη παντού, αισθανεται τα μαλλιά της ανυπότακτα και τη φιγούρα της ατημέλητη-αμελώς ατημέλητη. Φοράει μια μακριά μπορντώ ζακέτα και κάθε τόσο κοιτάζει μηχανικά το ρολόι της-η πληροφορία που τής δίνει είναι σε κάθε ματιά εξίσου αδιάφορη.

Σπάνιο πλάσμα, μέσα από τη σιωπηλή του διαφορετικότητα αποτυπώνεται ένας πόνος περίτεχνα κρυμμένος, αλλόκοτα όμορφος. Πλούσια κώμη, σε φυσικό κόκκινο χρώμα, χαριτωμένες φακίδες στο κατάλευκο δέρμα, χείλη σαρκώδη και μάτια γκρίζα, αμυγδαλωτά. Συλλέγει μυρωδιές, η βροχή όπως νοτίζει το χώμα, ανάκατη με μυρωδιά φρεσκοκομμένου καφέ και κρέμας από το γειτονικό ζαχαροπλαστείο. Μόνο οι οσμές αυτές εξημερώνουν την οργή της για τα άκομψα σκηνικά που διαδραματίζονται αυτό το τυπικό δευτεριάτικο μεσημέρι.Κυρίες καμωμένες από ζάχαρη που δε θέλουν να χαλάσουν τη ζαχαρένια τους και κατσουφιάζουν που ο άνεμος παρασύρει τις πανάκριβες ομπρέλες τους, οδηγοί με απελευθερωμένα πρωτόγονα ένστικτα που πιτσιλάνε παντού λάσπη τρέχοντας ιλιγγιωδώς, κόρνες επίμονες, παιδάκια να τσαλαβουτούν στους πλημμυρισμένους δρόμους, βλαστήμιες των πεζών που έγιναν αγνώριστοι από τα οχήματα, βλαστήμιες των οδηγών που θα αργήσει και άλλο η επιστροφή στο σπίτι.Και έπειτα ξέρει, θα ανέβει τη σκαλιά της πολυκατοικίας σαν ανήμπορη, η διπλανή θα την περιμένει στην πόρτα προσποιούμενη πως πετάει στυμμένα πορτοκάλια στη σακούλα σκουπιδιών που αφήνει στο κατώφλι της πόρτας της για να αλιεύει ειδήσεις. Η ίδια κάθε Δευτέρα τρώει φακές, τις συνοδεύει με σαλάτα εποχής και λίγο κρασί κόκκινο. Τρώει γρήγορα και χάνεται στο μικρό της δωμάτιο. Την περιμένουν βιβλία πολλά, μυρωδιά τυπωμένου χαρτιού, θεωρίες και συσχετισμοί, γνώση ατελεύτητη και ερωτική που ποτέ δε θα δαμάσει. Ξεχνιέται μέσα στα βιβλία και ξαναθυμάται μέσα από αυτά.Ξεχνιέται από τις πυρετώδεις Δευτέρες που όλα εκτελούνται με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού. Κουρδισμένος ο κόσμος αφήνεται σε επανάληψη στείρων ενεργειών και άγονων παραλείψεων. Άκαρπα όλα, όπως και η συνήθεια.

 Η μόνη ώρα της Δευτέρας που ξεκλέβει μέσα από ζαβολιές από το χρόνο, είναι στις πέντε το απόγευμα ακριβώς.Φτιάχνει ένα απίθανο ζεστό τσάι, με μέλι, κανέλα και μυρωδικά και διαβάζει παλιά ημερολόγια. Αισθάνεται ότι έτσι εναντιώνεται στο στείρο παρόν, ακόμα και αν ζητιανεύει ζωή μέσα από τις θύμησες. Τότε τη γαληνεύει να ξέρει ότι δε θα χτυπήσει το κουδούνι της-ούτε το τηλέφωνό της. Νιώθει τη θαλπωρή της μοναχικότητάς της να την κυριεύει, νιώθει ότι η αλλαγή προέρχεται από μικροκινήσεις αντίδρασης και αντίστασης σε ένα δικό μας κατασκευασμένο κατεστημένο.Μήπως το χάος όμως εμείς δεν το γεννάμε;Σαν φωτεινή επιγραφή την κυνηγάει η λέξη ''αυτοτυραννία''. Πάντα θα φοβάσαι την καταδυνάστευση όταν δεν απαλλαχθείς από την πιο ύπουλη μορφή της, την αυτοτυραννία.Καμία δυναστεία δεν είναι δυνατή όταν ανακαλύψεις άφοβα το δικό σου μανιφέστο. Οι κανόνες που εμείς επινοούμε είναι συχνά και οι πιο ανάλγητοι γιατί δεν έχουν παράθυρο στην εξαίρεση. Τη σνομπάρουν επιδεικτικά ενώ εκείνη στέκεται ανεπιτήδευτα λαμπερή, πάντα κλέβει την παράσταση χωρίς καν μια ατάκα. Η συνήθεια δε μπορεί να νεκρώσει το αλλιώτικο αν εμείς δεν τη νομιμοποιούμε. Η νομιμοποίηση της συνήθειας είναι η χείριστη μορφή αδικίας.

Μέρες ομοιόμορφες, καθόλου όμορφες, πανομοιότυπες, αποστειρωμένες και κοινές, σαν ο σεναριογράφος να ζει το σενάριο που ο ίδιος έγραψε.Σκηνές προκαθορισμένες, τόσο προβλέψιμες και στεγνές από πρωτοτυπία που παγώνουν την όποια επιθυμία να τις ζήσεις. Το άγνωστο τελικά που τόσο τρέμουμε είναι εκείνο που έχουμε ανάγκη. Την εκρυθμία, το μάγεμα, τη λήθη, το μηδέν και την αφετηρία. Έναν αλλιώτικο δρόμο,μια διαφορετική προσέγγιση, μια χαμογελαστή ματιά στην αγέλαστη τύχη, μια αισιόδοξη σκέψη, και ας στάζει νήπια αφέλεια.Δεν είναι δύσκολο να αλλάξει ο κόσμος, δύσκολο είναι να αλλάξουμε τη ματιά μας απέναντί του. Δύσκολη δεν είναι η αποποίηση της συνήθειας αλλά η δύναμη αποδοχής της ανατρεπτικής ζωής. Και όσο οι μέρες οι άχρωμες πληθαίνουν ασφυκτικά, εκείνη στρέφει το βλέμμα σε πολύχρωμους ουρανούς που φιλοξενούν μέρες όλο εκρηκτικές αποκλίσεις και απρόοπτα.
 
 Καμιά φορά η εναντίωση στο καθιερωμένο δε σηματοδοτεί απλώς μια καινοτομία αλλά αναγέννηση ψυχής. Η αίσθηση ασφάλειας που κλειδώνει εντός της η συνήθεια είναι επικίνδυνη γιατί η  ζωή ξεκινάει εκεί όπου η συνήθεια.  θανατώνεται . Και, ναι, είναι ανασφαλές το ταξίδι και αβέβαιο, αυτό όμως είναι που το κάνει πραγματικά ωραίο.

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Εμμονές

Αναρωτιόταν γιατί το Σύμπαν είχε γίνει τόσο εχθρικό. Μια τετραπέρατη φάρσα του ψιθυρίζει ότι τα όνειρά του θα συναντούν τα πιο τρομερά φράγματα. Τελευταία ζει συνέχεια αλλού. Σε ένα ρομαντικό μπιστρό με θέα τη βροχή, σε μυστικά καλντερίμια να βαδίζει νωχελικά, σε μία απρόσωπη πόλη όπου χάνει το γνώριμο εαυτό του μέσα στη μαζική παράνοια. Απελευθερωτικά μόνος. Χωρίς τη σκλαβιά της προϊστορίας, με εκείνη την αγαλλίαση που σπείρουν τα άγραφα, ακόμα, δεδομένα. Χωρίς πληγές και οδυνηρά αντίο, χωρίς αποχαιρετισμό της χαράς και της επαφής, από το μηδέν,ολόκληρος, από το μηδέν ατόφιος.

 Αντ' αυτού μένει να περιφέρεται στην πόλη του, ξένος πιο πολύ και από τουρίστα. Περπατάει με προορισμό αδιευκρίνιστο, κάνει κύκλους άσκοπα, σκοντάφτει σε οικεία πρόσωπα που του γνέφουν με την κατάχλωμη ψυχή τους. Με τις γνωστές εμμονές του αγκαλιά, ετεροχρονισμένος, να ψάχνει τη θέση του σε ένα χώρο κατάμεστο από αγοραφοβικούς. Πιάνει τον εαυτό του να μην αντέχει τη μίζερη εικόνα των περαστικών. Το ντύσιμό τους, τα τεράστια γυαλιά, τις υπερμεγέθεις τσάντες, τις όλο υπεροψία και ξιπασιά κουβέντες τους. Τη μεμψιμοιρία που κουβαλάνε σε κάθε τους βήμα, τη μυρωδιά από τσιγάρο και βαριά αρώματα, τις συμβουλές που ξεστομίζουν με την αυτοπεποίθηση του ειδήμονα. Ακλόνητοι σε ένα μικρόκοσμο όπου όλα είναι νεκρά από ανία. Έτσι πλάθει και αυτός τους δικούς του, εικονικούς κόσμους, και τους τροφοδοτεί. Έναν Οκτώβρη αληθινά μελαγχολικό, χωρίς ανούσια τρεχάματα και υπερβολική δόση από την προβλεψιμότητα των άλλων. Δε μπορεί να στέκεται άλλο πια σε έναν κόσμο όπου όλα καμαρώνουν στραγγισμένα από ζωή. Αδυνατεί έτσι να φοβηθεί και το θάνατο, αδυνατεί έτσι να ερωτευτεί τη ζωή. Οι εμμονές του κυκλοφορούν αυτοερωτικές στα πρωινά της φωτεινής του έμπνευσης. Προσκρούουν στον παροξυσμό του κοντόφθαλμου μικρού σύμπαντος, όπως τότε που άκουσε εκείνον τον τροφαντό μεσήλικα να λέει με πονηριά στο ύφος μιλώντας στο κινητό του:
-Τι λες παιδί μου...Αυτή δεν είναι εποχή για αγαθοεργίες! και γέλασε με έναν τρόπο που  του έχει χαραχθεί στο μυαλό.
Τον τραυμάτισε αυτή η φράση, έτσι αβίαστα όπως καθρέφτιζε την πραγματικότητα. Βλέπει κάθε μέρα έναν κόσμο σε απόλυτο αλληλοσπαραγμό. Οι άνθρωποι είναι ανίκανοι ακόμα και να ερωτευθούν. Όπως και οι εμμονές του, σκαρώνουν υπολογισμούς για να έχουν το πάνω χέρι. Ερωτεύονται την αντανάκλασή τους στα μάτια του Άλλου και όχι τη ματιά του.
Περπατούν με απύθμενη σιγουριά, σαν μια επίμονη βοή που τον κατατρέχει.
Νιώθουν άτρωτοι επειδή δεν έχουν ανάγκη κανένα, ενώ  τρωτός είναι όποιος καμώνεται τον αυτεξούσιο.
 
Οι Εμμονές του του κρατούν ακατάπαυστα συντροφιά. Εμμονές με παράλληλους κόσμους όπου αποθεώνεται η δημιουργία. Εμμονές με γυναίκες του χτες που κρατούν τα κομμάτια του πεισματικά αιχμαλωτίζοντάς τον ισόβια. Αλλά και η μέγιστη εμμονή, η πανίσχυρη, εκείνη που τον κυριεύει. Μια ιδέα που φυτεύτηκε στο μυαλό του, και εξαπλώθηκε, θαλερή και ρωμαλέα. Η Εμμονή με τα παράλληλα σύμπαντα. Η βεβαιότητα ότι η ευτυχία του κατοικεί σε άφαντες πολιτείες και σε ανθρώπους προς το παρόν άγνωστους.Η αλάνθαστη αίσθηση ότι είναι εκτός τόπου και χρόνου, γι' αυτό άλλωστε εκτροχιάζεται από τα τυπικά πλαίσια του χωροχρόνου τόσο συχνά.Παρατηρεί φάτσες αλλόφρονες να καταβροχθίζουν η μία την άλλη με μένος, σε μια πάλη όλο ρήγματα και τριγμούς και εκδορές.Γεμίζει ο ουρανός από κλισέ και μίσος υπερτροφικό.Καλπάζουν στα σύννεφα όνειρα σάπια και άδεια τρένα με οδηγό την εικασία.
 
Η κυριαρχία των εμμονών σημαίνει τρέλα, η κυριαρχία πάνω στις εμμονές σημαίνει χειραφέτηση.Και ο ίδιος αγνοεί έτσι χαμένος στις εικονικές του πολιτείες ότι, ακόμα και εκεί, εγκλωβισμένος θα  νιώθει.Καλλιεργώντας εμμονές, κατακρεουργεί το παρόν, το οποίο δεν είναι παρά ένα συγκέρασμα αντιφατικών στοιχείων. Όταν κάποιος ΄ξέρει να ζει ολιγαρκής σε ανάσες πολύχρωμων τοπίων, τότε τις αποπνικτικές μεριές ούτε καν τις βλέπει.Χωρίς κίνδυνο ορατό τι νόημα θα είχαν τα καταφύγια;Εκείνος όμως εμμονικά παραλύει θαμπωμένος από την εκτυφλωτική γοητεία των αυτοσχέδιων κόσμων του, κι έτσι το μόνο που κάνει είναι να είναι θεατής εφιαλτικά αποκρουστικών αναμετρήσεων. Ακόμα και το Θαύμα να περάσει από δίπλα του, οι πανούργες εμμονές θα το βαφτίσουν συμφορά.Πράγματι, είναι συμφορά να περιστοιχίζεσαι από ομορφιά και να μη μπορείς να τη διακρίνεις, ακριβώς επειδή μετά την γυρεύεις στα πλέον απίθανα μέρη.Η ομορφιά ξεπροβάλλει ακόμα και μέσα από τα πιο βλοσυρά τερατουργήματα, και αν καταφέρεις και την εντοπίσεις, έχεις γίνει και εσύ Θαύμα.

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Ενοχές

Ξημέρωνε Οκτώβρης. Την ξύπνησαν, συνεπείς, οι Ενοχές.Άγρυπνες, αδέκαστες, όρθιες την κοιτάζουν με βλέμμα που διψά για απολογία.Μια ζωή τους απολογείται για κάθε της κίνηση.Οικτρές στην όψη, δαιμονοποιούν την ομορφιά, την καθηλώνουν. Οι πόρτες του σπιτιού ερμητικά κλειστές, αν και το πολυπόθητο φθινόπωρο σε σκασιαρχείο. Το προσμένει για να κάνει τον εγκλεισμό της στο σπίτι λιγότερο παράλογο. Μένει εσώκλειστη, αυτή και οι Ενοχές της.Την κυβερνούν σε ένα παιχνίδι που έγινε άθυρμα, χωρίς συμπαίκτη. Ενέδωσε στην ενοχική της φύση χωρίς εσώτερη διαμαρτυρία.

Η απόκλιση από το δέον πάντα τής γεννούσε τύψεις αφόρητες. Κάθε στιγμή που δοκίμαζε την ηδονή μιας μικρής χαράς, ένιωθε ότι έπρεπε να αισθανθεί διπλάσια θλίψη για να κατοχυρώσει την ισορροπία. Η Ενοχή κατατρόπωνε ακόμα και την πιο ανέμελη στιγμή που διεκδικούσε απόδραση από τα τετριμμένα. Μάταια προσπαθούσε να τις τιθασεύσει με περιοδικές φυγές και χιλιομετρικές μετατοπίσεις. Ξετρύπωναν από παντού, ανήμερα θεριά που την καταδίωκαν, στοίβαζαν ταξίδια στοιχειωμένα, όλο απέλπιδες απόπειρες να γλιτώσει. Αγωνιζόμενη να καταπνίξει τον εγωκεντρισμό της, γινόταν εγωπαθής. Γιατί η προσπάθεια να ξορκίσει κανείς τις ενοχές του είναι η μέγιστη πράξη εγωπάθειας.Το να γίνεται κανείς δοτικός για να νιώθει ο ίδιος καλά είναι μια μορφή υστεροβουλίας  συγκεκαλυμμένης, άρα και πιο σκληροπυρηνικής. Η τάση απώθησης των ενοχών είναι δείκτης ανηδονίας γιατί κάποιος που εκτιμά την απόλαυση δεν την αναλύει, ούτε τη δαιμονοποιεί.
 
Μπαίνει ο Οκτώβρης ορμητικός, το χάραμα τη βρίσκει να μάχεται πρωτόγνωρα με τις Ενοχές, να ξεσκεπάζει τη νομιμοφανή τους επικάλυψη. Τής φαίνονται όντα μοχθηρά και αντιπαθητικά, μια δυναστεία αυτόβουλης ηλιθιότητας που τής φράζει το δρόμο για το ελεύθερο συναίσθημα. Ο Κόσμος διαλαλεί την κατάπτωσή του, η παρακμή είναι πια καθεστώς, τίποτα δεν είναι αισχρό, κανένα θέαμα επονείδιστο. Η φρίκη έγινε πια συμβατική καθημερινότητα, και οποιαδήποτε άρνηση συμπόρευσης και εξοικείωσης με αυτή, σε καθιστά νεφελοβάτη, ρομαντικό και ονειροπόλο. Παρωχημένο το δίχως άλλο. Η Επιθυμία χαράζει ολόφωτη τη δική της πορεία. Εμβόλιμες ενοχές τη φυλακίζουν σε κελιά που ισχυροποιούν την αρχική της ένταση. Μαίνεται η επιθυμία φλεγόμενη, δεν αντέχει την περιφρόνηση των ρασιοναλιστικών ενοχών που τα στρέφουν όλα σε μία κατεύθυνση κατ'επίφαση δεοντολογίας.
 
 Πέρασε μια ζωή, παρελαύνει εμπρός της μέσα από γλαφυρές εικόνες, κραυγάζει πίσω της, με τη φωνή του ανεπίστρεπτου..Κύλησε μια ζωή μέσα σε Ενοχές καμαρωτές, κάθε Οκτώβριο την έζωναν και πιο έντονα, την τύλιγαν με αίσθηση γενικευμένης ανεπάρκειας, την κοίμιζαν όσο εκείνες επαγρυπνούσαν. Τής λήστευαν το κέφι, τη σιγουριά, την αγάπη. Την πότιζαν εικασίες και μαραμένα ανικανοποίητα, τής τριβέλιζαν το νου με τη βοή των εναλλακτικών οδών, τη συνέτιζαν κάθε φορά που πήγαινε να λοξοδρομήσει.

Φυσάει ξαφνικά ένα λυτρωτικό αεράκι, ο Κόσμος βιάζεται να καλωσορίσει το μήνα, ξεχύνεται στους δρόμους όλο προσδοκία, τρέχει, προβλέπει,, προσμένει το Θαύμα. Τη μαστιγώνουν οι Ενοχές, τις έμαθε πια καλά.Αυτή τη φορά θα ανατρεψει το καθιερωμένο της πρόγραμμα αψηφώντας τα ενοχικά της σύνδρομα, ακόμα και αν ολόκληρος ο κόσμος γκρεμιστεί. Γιατί η μεγαλύτερη μορφή ανελευθερίας κρύβεται στις Ενοχές. Υποχείριο των ενοχών ίσον υποχείριο των πάντων. Και είναι κρίμα σε ένα σύμπαν που πασχίζεις για ανεξαρτησία, οι Ενοχές να βρίσκουν τον πιο πανούργο συνένοχο σε εσένα. Τότε γίνεσαι αιχμάλωτος όχι απλώς με τη συναίνεσή σου, αλλά με την πρωτοβουλία σου, και νιώθεις ότι αξίζεις την αιχμαλωσία μόνο και μόνο για να ξεχρεώσεις αυτοδημιούργητες ενοχές. Κάπου εδώ σε προσκαλεί επιτακτικά η απενοχοποίηση. Ίσως τότε ανακαλύψεις ότι ακόμη και ο Οκτώβρης κρύβει μια υποτιμημένη μαγεία και χαθείς σε μια ξέφρενη γιορτή από παρεξηγημένα μυστικά ευδαιμονίας.

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Η Στιγμή

To απέραντο του Χρόνου τον άγγιζε διχασμένο. Μέρες ατέλειωτες, μέσα σε σκόνη αναμνήσεων, το άχθος του Χρόνου που κυλάει μέσα στις αντιφάσεις, η φθορά και η αλλαγή μαζί. Αποφράδα Σεπτέμβρη και δεν του έμεινε κάτι άλλο από το να παρατηρεί το χάος που τον περιβάλλει. Άλλοτε καλμάρει την εσωτερική του φρίκη και άλλοτε την εξάπτει. Μέρες που έχουν εκχωρηθεί στη συνήθεια, με κινήσεις μηχανικές, αιχμαλωτισμένες στην ενοχική εκτέλεση του δέοντος. Σκέψεις τελματώδεις, που απλώς οικειοποιούνται βάρβαρα την αυτοτέλεια της απλής στιγμής. Πρόσωπα παραμορφωμένα που ούτε τα κοιτάζει, ούτε τα βλέπει, ξυστά μόνο περνούν από δίπλα του σε μια αποθέωση ανέκφραστου. Συνήθισε αυτό το μοτίβο ζωής, το συμβιβασμό. Συνήθισε τη συνήθεια, έτσι δυναμικά όπως την εδραιώνει η ανακύκλωση του Χρόνου και των προβλέψιμων δομικών του στοιχείων.

Νιώθει ότι από το ταβάνι του δωματίου του πέφτουν ορμητικά οι μνήμες καταβροχθίζοντας τη γαλήνη του. Από την τεράστια μηχανή του Χρόνου που κάνει μαγικά τις πιο ακατάλληλες ώρες, πόσες στιγμές μπορεί άραγε να ξεδιαλύνει; Στιγμές ατόφιες, χαραγμένες μέσα του, ανεξίτηλες, από εκείνες που ακόμα και η πιο στυγνή συνήθεια δε μπορεί να ξεθωριάσει. Στιγμές που αγκιστρώθηκαν στο φοβερό παραλήρημα του Χρόνου. Σε άπειρες μέρες άχρωμες, όλο άσκοπο δόσιμο, πισωγυρίσματα και οραματισμούς. Εκείνες τις στιγμές τις ανυπότακτες, τις αιωνόβιες, τις ανυπάκουες σε οποιαδήποτε χρονομηχανή. Που έκαναν αποστασία όταν όλα γύρω πειθήνια τιθασεύονταν από μια λερναία παραίτηση.Σαστίζει με το Χρόνο, πώς ενώ τα φθείρει όλα και τα αποδυναμώνει, στέκεται αδύναμος μπροστά στην Ψυχή που είναι ικανή να τον αψηφήσει. Η διάσωση μιας στιγμής στην απεραντοσύνη του Χρόνου είναι Θαύμα που μας υπενθυμίζει ότι η αιωνιότητα κρύβεται στη σωτηρία μιας αληθινής στιγμής. Στη σωτηρία μας από μία αληθινή στιγμή.
 
Και σκέφτεται πώς ενώ η ζωή του έμοιαζε χαμένη σε μία στείρα επανάληψη, μπορεί να ξεχωρίσει στιγμές παμπάλαιες που μοιάζουν παντοτινές, γιατί  καθόρισαν την πορεία του στο Χρόνο. Τον έκαναν δυνατό, γενναίο, ατρόμητο. Συναντήσεις με φίλους, αγνώστους, το άλλο του μισό. Ευκαιρίες που έχασε και ένιωσε νικητής, αποτυχίες που τον έκαναν πραγματικά επιτυχημένο στη συνέχεια, σωστά που ξεπηδούσαν μέσα από τα πιο ξέφρενα λάθη, αγάπες απρόβλεπτες και βραδινές βόλτες με το αυτοκίνητο και τον Springsteen στο ραδιόφωνο. Μετακομίσεις όλο γόνιμα ξενύχτια, χαμόγελα γεμάτα ψυχή, λέξεις που τον στοίχειωσαν. Και από την άλλη όχθη:πόνος, κλάμα, απογοήτευση, αίσθηση ήττας και ανεπάρκειας. Μέρες γεμάτες πέτρινα βλέμματα και αβάσταχτη σιωπή. Μοναξιά που τον ανάγκασε να βυθιστεί στην ύπαρξή του, να τρομοκρατηθεί, να πεθάνει ο μονόχνωτος εαυτός του, να ξαναγεννηθεί.

 Επισκέπτεται τόπους που του χορηγούν την αιώνια νιότη, τον γυρνούν πάντα πίσω, στην παράφορη ευτυχία. Κάποιες φορές είναι αναγκαίο να γυρίζεις πίσω. Θυμάσαι τι σε βοήθησε να φτάσεις στο παρόν αλώβητος. Τι συμμάχησε μαζί σου για να μπορέσεις να διαχειριστείς τις πληγές σου και να βαδίσεις εμπρός. Στην ουσία σε κινητοποιεί να αφορίσεις τη συνήθεια και να βγεις στην αναζήτηση και άλλων τέτοιων στιγμών. Ο αφορισμός της συνήθειας είναι ο μόνος τρόπος για να ζήσεις τη σωτήρια στιγμή. Εκείνη που θα σε κάνει ακόμα και την αιωνιότητα να περιφρονήσεις και να αποθεώσεις το παροδικό. Εξάλλου πια θα ξέρεις καλά ότι η παροδικότητα είναι απλώς μια κατασκευή:παροδικό είναι μόνο ό,τι δεν έχεις την ικανότητα να γλιτώσεις από τη λαίλαπα του χρόνου. Και όσο πιστεύεις στην παντοδυναμία της στιγμής, μόνο αιώνιες συγκινήσεις θα σε βρίσκουν.

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Ανείπωτα

Ξημέρωσε μια μέρα σαν φυγή ουτοπική. Πλημμύρισε το δωμάτιο φως και δυνατότητα. Στέκεσαι στο περβάζι και απολαμβάνεις τη θέα της νεογέννητης ημέρας. Λουσμένα τα πάντα στο φως, η ησυχία της ώρας τόσο εύγλωττη, η μέρα που ξεκινά σε μια πολιτεία έγχρωμη. Τέτοιες μέρες θεωρείς αμάρτημα να κάθεσαι όλο ραθυμία στο κρεβάτι και να χουζουρεύεις. Θέλεις να μαζέψεις ήλιο, ζωή, βλέμματα, φωνές. Και εικόνες, προπαντός εικόνες αλληλοαναιρούμενες, εικόνες όλο λεπτεπίλεπτες λεπτομέρειες, εικόνες γεμάτες από συναίσθημα και ελπίδα.Κάτι σε βασανίζει, και έτσι ψάχνεις θεραπεία σε ατέλειωτες βόλτες και συναντήσεις ουρανοκατέβατες. Κάτι άλλαξε μέσα σου, από το πουθενά. Πλέον χαμογελάς σε ένα εκφραστικό βλέμμα, κάθεσαι κάπου και πιάνεις κουβέντα, όσο ριψοκίνδυνο και αν είναι το ταξίδι σε έναν άγνωστο κόσμο. Οι παλιοί σου φίλοι αφέθηκαν σε μία απαράδεκτη λήθη, ευτυχώς δηλαδή που τους βλέπεις σε κάτι όνειρα που μεθάνε τον ύπνο σου και τον ποτίζουν αναμνήσεις θαλερές, από μια αξέχαστη εφηβεία.
 
Κοιτάζεις τους ανθρώπους να προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα, συχνά σε συναρπάζει η απόκλιση που υπάρχει ανάμεσα στην εξωτερική τους εικόνα και στην προσωπικότητά τους, που δειλά ξεδιπλώνεται από τις πρώτες στιγμές, τις πρώτες κουβέντες, τα πρώτα κινήματα. Διδακτορικό έπρεπε να έχεις στη διάγνωση προσωπικοτήτων και την ψυχολογία, να η δική σου αντίφαση, που στην πραγματικότητα ήσουν οικονομολόγος. Γνώρισες άτομα που καχύποπτα σε απέφυγαν για να κλειστούν στο καβούκι μιας πάντα άγονης μοναξιάς. Άνδρες που σε φλέρταραν άγαρμπα και γυναίκες που αρκέστηκαν σε ένα-δύο βλέμματα αποδοκιμασίας. Κι έπειτα γνώρισες ανθρώπους επιφανειακά ψυχρούς, φλεγματικούς και ακοινώνητους, που με την πρώτη ευκαιρία έκαναν κατάθεση ψυχής, μέσα σε ένα καφέ πνιγμένο στον καπνό και τη δυνατή μουσική. Πόση μοναξιά υπάρχει γύρω μας, σκεφτόσουν, και η σκέψη καρφιτσώθηκε στο νου σου έκτοτε. Έλλειψη επικοινωνίας απόλυτη, όλοι να θέλουν να πουν μια κουβέντα, και να μην έχουν σε ποιον να μιλήσουν, είτε επειδή αυτός δεν υπάρχει, είτε επειδή είναι σα να μην υπάρχει. Το ένα και το αυτό δηλαδή, ή μάλλον το δεύτερο είναι αναμφίβολα χειρότερο.

 Είναι εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία άγνωστες μορφές σου αράδιαζαν τις ενδόμυχες σκέψεις τους, ίσως επειδή δε σε ήξεραν και ένιωθαν άνετα, ίσως επειδή εξέπεμπες μια σπάνια αίσθηση αξιοπιστίας και οικειότητας. Πόσοι άνθρωποι μας προσπερνούν καθημερινά, και πόσους παραγκωνίζουμε ασυλλόγιστα, πόσες ιστορίες ανείπωτες, πόσο πόνο και πόση αγάπη! Αυτά σκεφτόσουν και οι καθημερινές στιχομυθίες με αγνώστους μετατράπηκαν σε ιδανικό υποκατάστατο της απούσας ζωής σου. Χανόσουν μέσα στις ξένες ιστορίες, ένιωθες ασφάλεια και θαλπωρή να τις ακούς, χωνόσουν με πάθος στα λεγόμενα των άλλων, στη φλόγα που χόρευε στα μάτια τους όσο σου μιλούσαν. Η αλληλεπίδραση αυτή ήταν που είχες ανάγκη για να μην είσαι πια ξεκομμένη από όλα.

 Πρέπει να ανταμώσεις με ξένους καμιά φορά για να γλιτώσεις την αποξένωση.
 
Εκείνη την τρομερή ώρα που όλα και όλοι στέκονται τόσο μακριά από εσένα...δεν τους βλέπεις..δε σε διακρίνουν..δεν τους ακούς...δε σε αφουγκράζονται...δε σε αφορούν..δε νοιάζονται.
Το αντιλαμβάνεσαι όταν σε επισκέπτονται διχασμένα εκείνα τα όνειρα μιας ολάνθιστης εποχής που τίποτα δε μπορούσε να ήταν ξένο.
 
Οι λέξεις των ξένων σε ψυχαγωγούν, σε γαληνεύουν. Η διαφορετικότητα των ανθρώπων σα να σε παρηγορεί, επιπλήττοντας εκείνη την αβίαστη ετυμηγορία σου περί ανιαρού κόσμου και σύμπαντος. Ο κόσμος είναι με σοφία σμιλεμένος. Εμείς δεν έχουμε την ετοιμότητα να τη δούμε και να την εκτιμήσουμε.
 
Έτσι έγινε και ένα μελαγχολικό απόγευμα προς τα τέλη του Σεπτέμβρη, γνώρισες και εμένα. Με ρώτησες πώς μπορώ και πίνω σκέτο καφέ, αποκαλύπτοντας θαρρετά ότι άκουσες την παραγγελία μου.Στην αρχή σε πέρασα για τρελή, και εκείνη τη μέρα ήθελα απλώς να πιω καφέ και να ρίξω μια ματιά στις εφημερίδες. Δεν είχα διάθεση για συνομιλίες, για αυτό και ήμουν αρκετά σφιγμένος. Μου έκανε εντύπωση το καθαρό σου βλέμμα και η άνεση με την οποία μού απευθυνόσουν. Είχες κάτι αδιευκρίνιστα ελκυστικό, και ένα βλέμμα χαριτωμένα αδηφάγο, που ρουφούσε την κάθε εικόνα, άγρυπνο και ακόρεστο. Περισσότερο μιλούσα εγώ, για όλα τα κλισέ θέματα που μπορούν να απαλλάξουν μια αναγνωριστική συνομιλία από την άβολη αμηχανία. Εσύ με κοιτούσες με ύφος που στάθμιζε κάθε μου λέξη. Αυτή ήταν η αρχή μιας σειράς συναντήσεων. Άρχισα, εκτός από το να σε συναντώ, να νιώθω την επιρροή σου πάνω μου καταλυτική. Μια αλλόκοτη εξάρτηση που γεννιόταν και άκμαζε μέρα με τη μέρα. Μπορούσα να σου πω το κάθε τι, παρελθόν, παρόν, μέλλον, σαν όλα να ήταν ζυμωμένα και ενιαία και να πυροδοτούσαν χειμαρρώδεις εξομολογήσεις. Το γεγονός ότι εσύ δε μου μιλούσες για εσένα σχεδόν καθόλου δεν πρόλαβε να με προβληματίσει, εξάλλου ίσως αυτή η μυστηριώδης σου εικόνα ήταν που επενεργούσε εξαρτησιογόνα πάνω μου. Αυτή η αίσθηση που μου έδινες ότι στη ζωή , στην ψυχή και στη σκέψη σου, επικρατούσε μια θεϊκή αρμονία. Αυτή γέννησε το θαυμασμό και την ανάγκη μου για εσένα. Εκεί που ήμουν ξένος, ήθελα να γίνω δικός σου. Εκεί που ένιωθα ξένος, ένιωθα κομμάτι από εσένα. Δεν ήξερα αν ήσουν γρίφος, πόθος ή χίμαιρα. Απολάμβανα απλώς κάθε απόγευμα να κοιτάζω τα αχόρταγα μάτια σου και να ακούω τη βελούδινη φωνή σου να καταπραϋνει  τις εμμονές μου. Τη μοναξιά που κάποτε αποθέωνα, ήθελα πια να εξουδετερώσω. Δεν ήθελα τον παλιό μου εαυτό τον μονόχνωτο, που βυθιζόταν σε εφημερίδες και φορούσε ωτασπίδες σε μελωδικά καλέσματα. Ήθελα το μοίρασμα, το δόσιμο, το ξόδεμα. Και αν αυτό που ένιωθα για εσένα δεν ήταν έρωτας, τότε τι ήταν; Πάλεψα με τον εαυτό μου να το προσδιορίσω μέχρι που απελπίστηκα. Δε γινόταν να το κρατάω άλλο μέσα μου. Μέσα σε σμήνη εξομολογήσεων, θα γινόσουν δέκτης μιας ακόμα εξομολόγησης, που θα αφορούσε και εσένα. Και από τότε όλα θα μεταμορφώνονταν. Είτε επειδή ως ερωτευμένος εθελοτυφλούσα καθώς είχα ανάγκη να βιώσω αυτό που απρόσμενα αισθανόμουν, είτε επειδή όντως διαπίστωνα την πολυπόθητη αμοιβαιότητα, με διακατείχε μια θεότρελη αισιοδοξία. Έλεγα πως πλησίαζα σε μια ολοκληρωτική αλλαγή της ζωής μου. Η παλιά μου οντότητα θα αποτελούσε και επισήμως παρελθόν μετά από την κινηματογραφική μας αντάμωση. Τώρα που τα αναμοχλεύω αποστασιοποιημένα, ο ονειροπόλος ρομαντισμός μου ήταν ακράτητος και γραφικός, αν και μου λείπει πλέον.
 
Ίσως διαισθάνθηκες τι επρόκειτο να συμβεί και σε εκείνη τη συνάντηση δεν εμφανίσθηκες ποτέ. Έσβησες όλα τα ίχνη, από το πουθενά. Μπορεί να μην ήσουν έτοιμη για αυτή την εξομολόγηση που θα σε έκανε λιγότερο ξένη. Ποιος ξέρει, ίσως τελικά, να ένιωθες ανακούφιση μέσα στη γυάλινη αποξένωσή σου. Σε ιστορίες πλουμιστές και αγωνιώδεις, σαν υλικό για μυθιστοριογράφο που τις ατενίζει σαν εργαλείο για να αναπτύξει το συγγραφικό του ταλέντο. Ιστορίες στραγγισμένες από επαφή. Ανέπαφη έτσι όπως ήθελες να μείνεις, τα κατάφερες. Τα ανείπωτα πάθη μου ίσως ήταν τα πιο απερίσκεπτα λάθη μου. Μία φορά πήγα να λοξοδρομήσω αλλά και πάλι απέτυχα.
 
Μέσα από το ανικανοποίητο, βρήκα ξανά τον παλιό μου εαυτό. Ήταν πάλι εκεί, σκωπτικός όπως πρώτα, μόνο με υπεροψία και έπαρση. Μέσα σε ερείπια και στάχτες, καμάρωνε που επιβίωσε μετά από ένα αφελές ταξίδι-ναυάγιο. Καμιά φορά η μόνη ιστορία που δεν αντέχεις να ακούσεις είναι εκείνη που σε αφορά. Εκείνη που σε ξυπνά, σε τρομοκρατεί, σε ανασταίνει. Από τότε που αντάμωσα και πάλι με τον κυνικό μου εαυτό, η δική μου ιστορία ανασαίνει ανακουφισμένη που παρέμεινε ανείπωτη. Προτιμώ να λεηλατεί την ηρεμία μου κάθε ανυπόφορα μοναχικό βράδυ από το να την είχα μοιραστεί μαζί σου τότε. Πια σε νιώθω παράξενη, μια οπτασία που ήρθε και έφυγε, χωρίς να με αγγίξει ουσιαστικά, ανέπαφη πάντα, να συνεχίζει την περιπλάνηση σε ξένες ιστορίες.

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

Δρόμος

 Πλάθει λέξεις σε γαλαξίες φανταστικούς. Σκέψεις αλλοπαρμένες, μια εποχή λουσμένη από ένα μωβ ακαθόριστο..δημιουργικής μελαγχολίας ή επικαλυμμένης οδύνης; Τέτοια εποχή, κάθε χρόνο, αγοράζει σημειωματάρια, πένες, βιβλία. Καμαρώνουν στο γραφείο της εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή, έναν νέο καταιγισμό σκέψεων και λέξεων.Μυρίζει το τυπωμένο χαρτί, η οσμή ανακατεύεται με τη μυρωδιά της καραμέλας και του καφέ, γράφει να κατευνάσει τα δαιμόνια, γράφει να ξαποστάσει. Διφορούμενος ο καιρός, όπως και όλα. Τριγύρω βασιλεύει μια αμηχανία, μετά το πέρας των καλοκαιρινών διακοπών που αφέθηκαν σε μια πρωτόγνωρη αλμύρα τα πιο φρικαλέα τους άγχη.

  Και τώρα ψύχρα, νεφέλη,πράσινα μήλα και τυπωμένο χαρτί. Λέξεις και σκέψεις που κάνουν κρότο από χιλιόμετρα. Όταν η ελπίδα είναι απούσα από παντού, η υπομονή πρέπει να δυναμώνει. Ακριβώς τότε που είναι άθλος. Στο μυαλό της καμαρώνουν σχέδια και ιδέες, επιθυμίες για μάθηση, περιπλάνηση, νέες εξερευνήσεις. Όπως νυχτώνει νωρίς και μια γριφώδης ερήμωση την κεντά με θλίψη, δεν τολμάει να παραδεχτεί ότι για αλλού ξεκίνησε, ότι θέλει έναν νέο δρόμο, που θα χαράξει η ίδια αυτή τη φορά, και ας είναι ανατρεπτικός. Σιχαίνεται τα μονοπάτια, όπως και δεν πιστεύει στην πανάκεια. Τίποτα δεν είναι μονοσήμαντο. Ο νους της σκαρώνει εναλλακτικές διαδρομές. ΄Εχουν φίλους αγαπημένους, γεύση, χρώμα, άρωμα, αγάπη. Όλα εκείνα που άργησε να καταλάβει ότι τής χορηγούσαν χαρά. Τόποι γεμάτοι ευλογία, βλέμματα όλο λαχτάρα, ηδονική προσμονή στιγμές. Η αίσθηση ότι βιώνεις το κάθε τι,όχι απλώς το ζεις.

Κάνει μια εκκαθάριση γενναία, έστω και με χρονοκαθυστέρηση. Άνθρωποι που πίκρανε, άνθρωποι που δεν την υπολόγισαν, εξαπατήσεις, χαμόγελα, εκδρομές και εκδορές. Σε μια νοητή ζυγαριά, η κλίση πάντα διχάζει. Σβήνει σκηνικά αθέλητα και ατυχή, κατανοεί την αναγκαιότητά τους. Αναζωπυρώνει η φαντασία της στιγμές μέθης που η ύπαρξη γιόρταζε, χωρίς ενοχές και δεύτερες σκέψεις.Η παραδοχή μιας λάθος επιλογής μπορεί να αποβεί καταλυτική μόνο αν είσαι δειλός για να την κάνεις. Να αυτοαναιρεθείς, ποιο το κακό σε ένα παράπτωμα αν όχι στην άρνηση ομολογίας αυτού;

Το ξέρει, τής το έμαθαν τα βράδια της ερήμωσης, εκείνο το αμφίσημο μωβ, ο διφορούμενος καιρός, η συρρίκνωση της ημέρας. Αν έχεις τη δύναμη να γίνεις κριτής του εαυτού σου καμία κριτική δε θα είναι ικανή να σε αγγίξει. Αν τσαλακώσεις πρώτος την εικόνα σου, όσο και να θέλουν οι άλλοι να την αλλοιώσουν, θα αποτυγχάνουν. Και επίσης:η αναγνώριση μιας αποτυχίας πυροδοτεί απρόσμενη επιτυχία. Το κρίσιμο είναι η εγκατάλειψη..λάθος ονείρου, απόφασης, ανθρώπου, σκέψης. Γιατί στη σκέψη ριζώνει η όποια αποτυχία..Η σκέψη τη μεθοδεύει, η σκέψη επισπεύδει την έλευσή της.

Κι έπειτα έρχονται εκείνα τα κυριακάτικα πρωινά, τα τόσο νωχελικά, που όλη η πλάση μοιάζει να την καλεί σε μια πελώρια γιορτή που τής θυμίζει ότι οι αποτιμήσεις στη ζωή πάσχουν τελικώς από κάποια γελοιότητα. Πως τίποτα δεν έχει στην ουσία σημασία. Και πως ,όσο μπορεί να γίνεται κοινωνός αυτής της γιορτής μαζί με όσους αγαπάει, όλα τα άλλα είναι πραγματικά ανούσια. Κανένας δρόμος δε μπορεί να είναι λανθασμένος όταν έχει τέτοιους συνεπιβάτες, όταν για συνοδοιπόρο έχει τον ειλικρινή εαυτό της . Και αν αποτυχία είναι η μη πραγματοποίηση στόχων, επιτυχία κάποιες φορές είναι η δύναμη  αναθεώρησής τους. Γιατί δεν υπάρχει πιο πικρή αίσθηση από εκείνην της επιτυχίας σε έναν λανθασμένο στόχο.
 
Χαμογελάει ξαφνικά. Ήρθε η ώρα για τις σκέψεις της να χαθούν σε μια λυτρωτική σιωπή και η ίδια να ξεκινήσει μια πορεία γιορτινή, και ας μοιάζει γεμάτη αντιφατικά, σωτήρια λάθη.
 

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Θυμός

 Όσες φορές και να την ρωτούσαν με τι ήταν θυμωμένη, αδυνατούσε να απαντήσει.
Η ζωή φρόντισε να την κεράσει πολλά φιλέκδικα σκηνικά που την έκαναν να απορεί και να εξίσταται. Κάτι σαν δοκιμασία αντοχής, μόνο που τραβούσε σε μάκρος.

Ο Θυμός ερχόταν πάντα σε γκρίζο φόντο, και με βιαιότητα, τής άρπαζε τη γαλήνη, την πίστη...Και ακόμα χειρότερα...την ελπίδα. Όταν θύμωνε, η οποιαδήποτε ελπίδα τής προκαλούσε φρίκη. Ήταν από εκείνες τις ώρες τις μοιρολατρικές που ήθελε να αφεθεί στο αρνητικό φορτίο της στιγμής, να βυθιστεί στη θλίψη, να αναμετρηθεί με το χάος. Έμαθε ότι το κρυφτό από τον πόνο τον ενδυναμώνει ακόμα πιο πολύ. Πάντα ο θυμός φανερώνει εσωτερικές εχθροπραξίες. Όσο και αν αναφέρεται σε τρίτους, επιφανειακά περιστατικά και ασήμαντες αφορμές, ο θυμός πάντα στρέφεται εναντίον του εαυτού μας. Όπως και εκείνη, αναζητεί τον εχθρό με καχυποψία σε εν δυνάμει κακόβουλα όντα γύρω της αλλά ο εχθρός είναι ο εαυτός της. Υπονομεύει την εξέλιξή της με κάθε πρόσφορο μέσο και έπειτα αποδίδει αποκλειστική υπαιτιότητα στις ατυχείς συγκυρίες ή στην αδικία που βασιλεύει στο σύμπαν. Μισεί όσους γαλήνιοι έχουν παραιτηθεί από φιλοδοξίες όλο ψυχοβόρα πάθη και στην ουσία μισεί την ίδια που αδυνατεί να το πράξει. Να χαρεί ένα φθινοπωρινό απόγευμα στην μεγαλειώδη του απλότητα. Να περπατήσει ράθυμα, με το βήμα το νωχελικό της άσκοπης περιπλάνησης. Να νιώσει το αεράκι να εξανεμίζει τα κιτρινωπά φύλλα προς άγνωστες κατευθύνσεις. Να παλέψει το αυτοδημιούργητο χάος πριν σαστίσει με το εξωγενές. Το να κάνεις ανακωχή με τον Κόσμο είναι αδύνατο αν δεν έχεις πρώτα κάνει εκεχειρία με τις λόξες του δικού σου Κόσμου. Ο θυμός που πυροδοτείται εκεί είναι ικανός να υποθάλπει αιώνια οργή που, σε μια αλλοπαρμένη σύγχυση, θα κατατείνει προς πάσα κατεύθυνση.
 
Έμεινε τόσο προσκολλημένη στη ματιά των άλλων για αυτή, που στο τέλος έγινε η δική τους αντανάκλαση. Η όψη της αλλοιώθηκε, φιλοξενώντας σμήνη από βοερές αντανακλάσεις που κατατρόπωσαν την αγνή της έκφραση. Πιστεύοντας ακράδαντα τα λόγια των άλλων, έγινε άπιστη απέναντι στη δική της κρίση. Και είναι ματαιοπονία να ψάχνει κανείς για ένα σταθερό σημείο όταν αμαχητί χάνει τις προσωπικές του σταθερές.

Το απόγευμα κυλάει όλο μομφή και κρίσεις πανικού. Περπατάει σαν υπνωτισμένη στην πόλη, χάνεται σε ένα τυχαίο καφέ στα Εξάρχεια. Περίεργα βλέμματα την καρφώνουν, μα εκείνη ανταπαντά με οργισμένες, αδιαπραγμάτευτες ματιές. Παίρνει βαθιές ανάσες, όπου συνήθως παρελαύνουν συνοπτικά τα αλγεινά της απωθημένα. Κάθε απωθημένο, είναι ικανό να της διαλύσει τη μέρα, ακόμα και αν τής το θυμίσει ένας αθώος συνειρμός. Την κουράζει ο κόσμος που αναμοχλεύει της ίδιες κοινοτυπίες, συζητήσεις όλο ερωτήσεις και υπερχειλή ανασφάλεια, εκτιμήσεις ρηχές και ενίσχυση της διάχυτης απαισιοδοξίας. Θυμώνει με τον κόσμο που τη δίδαξε να είναι ρεαλίστρια. Αν συνεχίσει να πιστεύει σε αυτή την πραγματικότητα που την περιβάλλει, θα αυτοκαταστραφεί. Θυμώνει με την ίδια που ο ονειροπόλος της εαυτός τής γλίστρησε μέσα από τα χέρια. Από τότε, παλεύει να τον ξεχνάει, και όταν εκείνος επανακάμπτει, τον αποδιώχνει με βαρβαρότητα.
 
Αυτό το απόγευμα όμως νιώθει να την πλημμυρίζει μια νοσταλγία ξεχασμένη για εκείνο τον εαυτό που πίστεψε πως ήταν πια ενταφιασμένος. Ένα τσίμπημα σαν ξύπνημα απότομο, σαν φωτοχυσία και σαν αγαλλίαση. Αισθάνεται το βάρος των απωθημένων της να εξασθενεί, μοιάζουν σαν γραφικά, εξεζητημένα γεννήματα του νου της. Και μετά από πολύ καιρό, χωρίς να καταλάβει πώς, σταματάει στο ανθοπωλείο και αγοράζει λουλούδια.Βιολέτες, γαρδένιες και τριαντάφυλλα. Τα χρώματα τη μεθάνε, πορτοκαλί, γαλάζιο, μωβ, μπλέκονται αταίριαστα το ένα με το άλλο, είναι όμως απίστευτα αρμονικά. Βάζει τα λουλούδια στο παράθυρο που είναι πάντα ημίκλειστο, σε ένα βάζο-κειμήλιο, που είχε καταχωνιασμένο στην αποθήκη, και ο χώρος της μεταμορφώνεται στη στιγμή. Τόσο καιρό στο ξόδεμα, σε έναν αναίτιο θυμό, ξέχασε τα πιο μικρά θαύματα που κάποτε την έκαναν να νιώθει δυνατή για το Ένα και Μεγάλο Θαύμα.
 
 Το μόνο για το οποίο αξίζει να θυμώσει κανείς είναι όταν απωθεί την ίδια τη ζωή, υπό το βάρος χαοτικών απωθημένων και παράξενων ιδεών. Τη ζωή με κάθε της μικρό στοιχείο, ακόμα και το πιο  ανυπόφορο. Η ανικανότητα να ζει κανείς τη ζωή του όπως τής πρέπει είναι εξοργιστική. Όσο για τα απωθημένα, αυτά λανθάνουν σε επικίνδυνα μέρη. Στέκονται μεταμορφωμένα σε μνήμες που σε κάνουν δέσμιο αν τους επιτρέψεις να κατοικήσουν στο παρόν. Τότε, εκτός από θυμό, η αποθέωση των απωθημένων θα σε κάνει μονίμως απωθητικό.

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Τα σχέδια


Ο Σεπτέμβρης σου αυτή τη φορά έμοιαζε να βυθίζεται σε ένα σκοτάδι. Απόλυτο και τρανό, ο γαλαξίας κατάμεστος από βρόχινα φιλιά και χαμόγελα όλο σταλαγματιές οδύνης.Ερεβώδης ο Σεπτέμβρης, να δοκιμάζει την εναρμόνιση με το μόνιμο ψυχισμό σου. Λείπουν αβάσταχτα οι στιγμές που ξαπόσταινες από τις εμμονές σου. Τις απομυθοποιούσες, και χωρίς θολή όραση, διέκρινες ακόμα και την πιο καλά κρυμμένη ελπίδα.Χρόνια τώρα αφόρητα, γκρίζα πρωινά και νύχτες ασήκωτης μελαγχολίας, στέκεσαι όρθια σε ένα σπίτι παρατημένο, μαζεύεις και εσύ τα ερείπιά σου. Η απληστία χορεύει στο βλέμμα σου, τα χείλη σου προφέρουν με την ίδια ακριβώς ταραχή τη νέα συμφορά που σε βρήκε, η ζωή εφεξής δεν έχει κανένα νόημα και κανένα τέρμα.Από το φόβο σου μην χάσεις τη νιότη σου πρώιμα, την απέβαλλες εσύ η ίδια δια παντός.

Και έπειτα ξεπορτίζεις για την ίδια και απαράλλαχτη βόλτα. Μέσα στην ορμητική βροχή, με ρούχα μουσκεμένα και μαλλιά έξαλλα από την υγρασία. Νιώθεις μια ανείπωτη αίσθηση ελευθερίας όταν περπατάς νωχελικά στη βροχή ενώ όλοι τρέχουν φρενήρεις να φυλαχτούν από μια απλή βροχόπτωση. Λατρεύεις τις καταιγίδες γιατί ακυρώνουν τα όποια σχέδια, που έτσι και αλλιώς για αυτό καταστρώνονται. Σου αρέσει να βλέπεις έκρυθμα πρόσωπα, κατηφείς εκφράσεις και γκρινιάρικες ατάκες, μια αντίδραση σα να ήρθε η συντέλεια επειδή ο ουρανός έστειλε από το πουθενά μια χειμαρρώδη μπόρα. Ποτέ δε θα εξασκηθούμε στην αιφνίδια ανατροπή των σχεδίων, και ας ξέρουμε ότι πρόκειται για νοητές κατασκευές. Πιστεύουμε με όλη μας την Ψυχή στα θεωρητικά μας οικοδομήματα και παρανοϊκά επιδεικνύουμε έλλειψη πίστης όταν αυτά μετατρέπονται σε πράξη.
 
Εσύ απολάμβανες έστω και εκείνες τις λιγοστές στιγμές να είσαι ήρεμη και αυτάρκης. Έπινες αρμένικα βύσσινο λικέρ, έτρωγες σοκολάτα με φουντούκια και ένιωθες τα ρούχα  να κολλάνε πάνω σου, το κρύο αεράκι να σε διαπερνάει. Ταυτόχρονα, διασκέδαζες να βλέπεις ομπρέλες να τις παρασύρει ο άνεμος, περιοδικά έξω από το περίπτερο να μουσκεύονται, ωραιοπαθείς γυναίκες να καθρεφτίζονται όλο αγωνία, χτενίζοντας με τα χέρια τα αφηνιασμένα τους μαλλιά. Ήταν μια γιορτή απροόπτων και η σύγχυση που προκαλούσε ήταν το δίχως άλλο κωμική και τερπνή.
 
Αυτές ήταν οι μόνες ώρες που ο γκρινιάρης εαυτός σου γαλήνευε. Όλες τις υπόλοιπες φρόντιζες να διεκτραγωδείς ακόμα και τη φαινομενική εύνοια που σε συναντούσε.
''Δε μπορεί..Κάτι άλλο κρύβεται από πίσω..Δεν παίρνουν τα μυαλά μας αέρα'' μονολογούσες με τη συνήθη υστερία κάθε φορά που κάτι ελπιδοφόρο συνέβαινε. Όταν δε γινόταν κάτι αποθαρρυντικό, δικαιωνόταν η μίζερη κοσμοθεωρία σου.Ότι η ζωή σου είναι ένα ρεσιτάλ ατυχίας και εσφαλμένων συγκυριών.Ότι αλλού έπρεπε να ήσουν, άλλα να έκανες, μαζί με άλλους ανθρώπους. Ότι τα επόμενα χρόνια θα σε έβρισκαν στάσιμη, με μοναδική ηδονή αυτές τις βροχερές βόλτες. Έτσι έβρισκες κάθε άλλοθι για να επαναπαύεσαι στις αυτοσχέδιες συμφορές σου. Μάταια σου φώναζα να ξυπνήσεις από το λήθαργο και από αυτήν την πελώρια ιδέα σου που σε έσπρωχνε σε αέναη θλίψη. Στην ανικανότητα να ευχαριστηθείς ακόμα και τα πιο μικρά, επειδή μια δυστυχία σίγουρα καιροφυλακτεί στην επόμενη γωνία. Συνήθως τραβούσες τις κλωστές από τα ρούχα σου ή γύριζες πλάτη με πρόσχημα ότι έψαχνες ένα βιβλίο στη βιβλιοθήκη. Η άρνηση του προβλήματος είναι εκείνη που το γεννά και οδηγεί στην υποτροπή του. Στη διαιώνισή του.

Η ζωή γίνεται θάνατος όταν τελούμε εν αναμονή της όποιας συμφοράς ή αποτυχίας. Το μόνο που προκαθορίζεται είναι η ματιά μας απέναντι στο κάθε τι. Ο φόβος ότι όλα θα πάνε διαβολεμένα στραβά ριζώνει στην ποταπή μας ανάγκη να απενοχοποιούμε την παραίτησή μας.Και η γκρίνια είναι μια στάση ζωής ανυπόφορη, κυρίως γιατί φανερώνει απληστία και μεμψιμοιρία.Δεν έχει δύναμη μεταβολής των καταστάσεων, κουράζει όσους μας περιβάλλουν, σφραγίζει τη δική μας φθορά. Και όπως τα σχέδια αναποδογυρίζουν με ανεπαίσθητους μηχανισμούς αναίρεσης, έτσι και την όποια συμφορά μας μπορούμε εμείς να μετατρέψουμε σε θαύμα αρκεί να είμαστε εκεί για να το κάνουμε και να μην έχουμε αφεθεί αμαχητί στον υπέρτατο λήθαργο.

Όλα αυτά δε μπορείς να τα καταλάβεις, ούτε θέλεις. Δεν είσαι εδώ άλλωστε. Όλο λείπεις, προτρέχεις σε μέρες μέλλουσες γεμάτες από αντίξοα και στυφά αδιέξοδα. Και η μόνη διακοπή της καλπάζουσας πορείας σου στο χρόνο γίνεται κάτι τέτοια απογεύματα, που ένας συνωστισμός από μαύρα σύννεφα προκαλεί χαλασμό και βγαίνεις έξω να συναντήσεις τον άλλο σου εαυτό.

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Η Αγάπη

Μετράς μέρες για την Αρχή. Στριφογυρίζεις στο κρεβάτι αμήχανα, η αγριάδα του κόσμου σε υπνωτίζει..Και έπειτα το ξόδεμα. Η μέρα που ξεκινά και τελειώνει μέσα στο χαμό. Στιγμές που κυλούν απρόσκοπτα, με απρόσκοπτη αχρησία. Στόχοι που φαντάζουν χίμαιρες απενοχοποιώντας την εκ προοιμίου παραίτηση. Ικετεύεις για βροχή, ένα γιατροσόφι για την ισοπεδωμένη διάθεση, για έναν φίλο που θα σου αλλάξει τη ματιά. Οι μέρες γεμίζουν από το γκρι της αβεβαιότητας. Μια κοινωνία που λατρεύει να καταποντίζει στην αφάνεια αυτό που πριν ανύψωνε στην επιφάνεια.
 
Μέσα  σε απογεύματα που στεκόσουν συνέχεια στο μεταίχμιο, όλη η ύπαρξή σου ρωτά αν σ'αγαπώ. Η Αγάπη δεν πρέπει να αποδεικνύεται, γι' αυτό είναι αυτεξούσια. Πηγάζει, ανθεί, κυριαρχεί, κάνει θόρυβο ακόμα και μέσα από τη σιωπή.
 
 Σταμάτα να λογαριάζεις, σου λέω με αθέλητα απόλυτο τόνο. Όλα θα ακολουθήσουν μια πορεία που εσύ δε μπορείς ούτε να φανταστείς. Σταμάτα την εμμονή σου με τον έλεγχο.Αυτή κάνει αιωνίως ανεξέλεγκτο το θυμό σου γιατί ποτέ δε θα την ικανοποιήσεις. Έτσι είναι άλλωστε οι εμμονές. Τρωτές φιγούρες, αυτοαναφορικές, τρεφόμενες από το ανικανοποίητο.
 
Ζητάς συνεχή επαλήθευση της αγάπης, και χωρίς να το καταλαβαίνεις, την πολεμάς.
Σαμποτάρεις το αγνό της στοιχείο, το αβίαστο, εκείνο που την αναβιβάζει σε  θαύμα και κύημα παράλογο. Μάθε το πιο δύσκολο. Μάθε να αγαπάς εσένα. Τότε δε θα εξαρτάσαι από καμια άλλη αγάπη. Αν δεν αγαπάς εσένα, πάντα θα διψάς για επιβεβαίωση. Δε θα σε αγαπούν γιατί θα τους το έχεις ζητήσει, δε θα μπορέσεις να αγαπήσεις γιατί δε θα έχεις μάθει τον τρόπο. Παρακολουθώ παραξενεμένα την αυτοκαταστροφική σου μανία. Αφήνεσαι σε μια σειρά από ακρότητες, σε μια επαιτεία προσοχής. Γκρινιάζεις, πεισμώνεις, διατυπώνεις όλο μένος ένα νέο παράπονο. Την κατσουφιασμένη διάθεσή σου τίποτα δε μπορεί να γαληνέψει. Ακόμα και οι χιλιάδες τρόποι μου που σου λένε σ'αγαπώ εξάπτουν παραπάνω την παράφορη ανασφάλειά σου. Ρωτάς, θέλεις διευκρινίσεις, αναλύσεις, πλάνο. Ένα σχεδιασμό σε κάτι που στηρίζεται στο απροσχεδίαστο.
 
 Φοβάσαι τις νύχτες του Σεπτέμβρη. Τυλίγεις γύρω σου μια πλεκτή ζακέτα και περπατάς αγέλαστη στο λιμάνι. Η ανακύκλωση των εποχών σου θυμίζει πόσο ίδια μένουν όλα. Κάθε φορά όμως. Γυρεύεις θεραπεία από ομοιοπαθείς. Κανείς δε μπορεί να γιατρέψει τον πόνο μας εκτός από εμάς. Γινόμαστε ανίατες περιπτώσεις γιατί ψάχνουμε την ίαση έξω από εμάς..απλώς για να προσκρούσουμε σε μια ακόμη νόσο. Με κοιτάς με μάτια αδηφάγα. Αναζητάς την απόδειξη του ενδιαφέροντός μου, σαν ελπίδα στο χαώδες της ζωής σου.  Η μανία σου να βρεις το φως σε βυθίζει στο απόλυτο σκοτάδι. Τυφλή, ανήμπορη, μικρή μέσα στις πληγές σου, με ένα γινάτι να σε σπρώχνει στο γκρεμό, εξαλείφοντας και το ύστατο ψήγμα της πίστης σου. Όταν δεν πιστεύεις, πώς να εμπιστευθείς;Και όταν έχεις αρνηθεί τον εαυτό σου πώς να είσαι άξια για την αποδοχή από τους άλλους;

To σ'αγαπώ είναι άρρητο όταν είναι αληθινό. Το συναίσθημα δε μπορεί να είναι περίκλειστο σε λέξεις.Υπάρχει και το αντιλαμβάνεσαι διάχυτο παντού, το νιώθεις να σε διαπερνά, νικά μαγικά την αμφιβολία. Αυτό όταν δεν αμφιβάλλεις για εσένα. Γιατί αυτό το βράδυ του Σεπτέμβρη, αγνοείς με αγωνιώδη προσμονή τους απανωτούς τρόπους που φωνάζουν πόσο σε αγαπώ-και ας είναι αδέξιοι. Κλεισμένη στο βυθό σου, φοβισμένη, δειλή, ταξιδεύεις σε τόπους καμωμένους από καχυποψία και ανασφάλεια. Απορημένη με βλέπεις να απομακρύνομαι μην αντέχοντας άλλο, βλέποντας τον μόνιμο φόβο σου να αποκτά σάρκα και οστά.

 Κάποτε έλεγα ότι δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από άνθρωπο ανίκανο να αγαπήσει.Ο άνθρωπος όμως που είναι ανέτοιμος να αγαπηθεί είναι εκείνος που το έχει πιο πολύ ανάγκη γιατί είναι ανίκανος να αγαπήσει ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό.Κι έτσι θα εκλιπαρεί για αγάπη σε πολιτείες μεθυσμένες από λάθη που θα τον περιφρονούν και θα τον προσπερνούν, σαν τις τρομερές νύχτες του Σεπτέμβρη.

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Λόγια

Νέο ξεκίνημα. Πάντα έβρισκε σε αυτή τη μικρή φράση έναν πλεονασμό αισιοδοξίας. Και τώρα ακριβώς που καλείται να κάνει τη μεγάλη επανεκκίνηση, ήτοι την ολική διαγραφή δεδομένων και υποδοχή νέων, άγνωστων και ανεξέλεγκτων, δε βρίσκει κάτι το συναρπαστικό. Μόνο ένα δέος τής ροκανίζει την ύπαρξη, σα να στέκεται μπροστά σε μεγαλεπήβολες εξελίξεις που είναι ανεμπόδιστες. Ακαθόριστες, τής γνέφουν όλο αμφισημία, θολές και πανωραίες, πάντα όμως διχασμένες και ποτέ ξάστερες.

Άφησαν όλοι πίσω ένα Καλοκαίρι-όχι σαν όλα τα άλλα. Η ανεμελιά ήταν το υπ'αριθμόν ένα ζητούμενο. Κυνήγι ανεμελιάς, με έντονες απομακρύνσεις από τα ψυχαναγκαστικά οικοδομήματα του ρεαλισμού. Περιθωριοποίηση κάθε σκοτούρας, φαντασιακής και υποστατής. Μάζεψαν μερικές πετρούλες, κοχύλια και φωτογραφίες όπου κατέστη αθάνατος ο ανέμελος εαυτός τους. Αυτή η εικόνα θα αποδειχθεί πολύτιμη υπενθύμιση κάτι χειμωνιάτικα βράδια που η ανεμελιά θα έχει θαφτεί πίσω από ένα νευρωτικό πρόσωπο.Ένα Καλοκαίρι - Παραμύθι. Ευτυχία ανυπόφορη σχεδόν.
 
Το να περνάει η ευτυχία ξυστά από δίπλα σου, να την ποθείς, να την καμαρώνεις αλλά να μη μπορείς να την αγγίξεις, ιδού η επιτομή της δυστυχίας. Να κυκλοφορεί η ευτυχία γύρω σου και να μη μπορείς να την αναγνωρίσεις, να αδυνατείς να γίνεις κοινωνός της, να πώς το όνειρο μπορεί να κάνει ακόμα πιο φρικτό τον εφιάλτη.Όταν είσαι χωμένος στο λαβύρινθο ενός αυτοδημιούργητου εφιάλτη, κάθε όνειρο έξωθεν ερχόμενο τον επιτείνει. Για να αντέξεις την χαρά πρέπει να αποδεσμευθείς από την ανάγκη να την οικειοποιείσαι κάθε τόσο.

 Ακούει ιστορίες γεμάτες από τη θέρμη καλλωπισμένων αναμνήσεων, περπάτημα σε δρομάκια όλο βουκαμβίλιες, γαρδένιες και ορχιδέες, γεύσεις πεντάγλυκες και νερά θαυματουργά, που ξόρκιζαν με τη δροσιά τους την ασφυξία των προσωπικών αδιεξόδων. Ακούει έπειτα ιστορίες ηδείες και συνάμα πικρές, αυτές συνήθως εκτυλίσσονται γύρω από ένα τραπέζι, με μία τσαγιέρα, βουτήματα κανέλας και πρωτοβρόχια. Ιστορίες για νέα σχέδια, προβλέψιμη μελαγχολία ποτισμένες και αναπόληση του προσφάτως παρελθόντος Καλοκαιριού. Οι μνήμες από το Καλοκαίρι είναι αδύνατο να ξεθωριάσουν. Είναι πάντα νωπές, πάντα γλαφυρές, είναι πάντα εκεί για να μας θυμίζουν με άχαρη νομοτέλεια πως δε γίνεται κάθε στιγμή στη ζωή μας να είναι γέννημα μαγείας. Αλλά για τις ελάχιστες στιγμές που αγγίζουν τη μαγεία, οι υπόλοιπες δεν επιτρέπεται να εκχωρούνται στο βάλτωμα. Είναι μια ευλογία σπάνια, που καθιστά επιτακτικό το καθήκον της διαυγούς ματιάς. Του άγρυπνου βλέμματος που δεν εφησυχάζει, ακόμα και όλα τα κίνητρα έχουν αφανισθεί μαζικά. Της αίσθησης ότι η ανατροπή καρτερά στη γωνία και ας κρατεί μια παραπλανητική άπνοια. Αλλά και της γαργαλιστικής αίσθησης του ευμετάβολου που δίνει σε κάθε τι την αξία που του πρέπει. Γιατί η υποτίμηση ή η υπερεκτίμηση απαξιώνουν το ό,τι. Διαστρεβλώνουν την ορθή του θέαση. Αλλοιώνουν την καθαρότητα της ματιάς, γεμίζουν παγίδες το πεδίο ορατότητας.

Ακούει ιστορίες με ανέφελη νωχέλεια. Έχει μάθει να μη δίνει στα λόγια πολλή σημασία. Ξέρει ότι αναπαράγουν τις αυταπάτες με γόνιμη θέληση. Με ταχύτητα φωτός τις διασπείρουν και τις εκλογικεύουν. Λόγια πληθωρικά, λόγια απόλυτα, λόγια σουρεαλιστικά. Παρατηρεί την ευκολία των ανθρώπων να ξεστομίζουν λόγια μεγάλα, ευκολία ανατριχιαστικά ανάλογη με εκείνη των μικρών σκέψεων. Η δυστοκία της σκέψης ωθεί σε μεγάλα λόγια, συνήθως η σοφή σκέψη οδηγεί στην αποσιώπηση, δεν έχει ανάγκη να εξωτερικευθεί, να δρέψει τους καρπούς της επιβεβαίωσης, να βολιδοσκοπήσει αντιδράσεις.
 
 Το δικό της Καλοκαίρι ήταν μια ανάσα Ψυχής, λίγο πιο πάνω από τη Μαγεία. Ίσως γι' αυτό, μέσα στο απροσδιόριστο θαύμα του, επιμένει να μην μιλάει γι' αυτό σε κανέναν, παρά μόνο να το αναβιώνει κάτι απογεύματα που η Νύχτα την επισκέπεται πρόωρα και η βροχή τής θυμίζει την αναγκαιότητα του Φθινοπώρου, με τα αναγκαία νέα ξεκινήματα, τους γενναίους πλατειασμούς και τα τετριμμένα λόγια δίχως φρένο. Το σούρουπο τη βρίσκει πάντα σε μια νοερή μετατόπιση, σε μια απόκλιση από την ευτυχία ή τη δυστυχία που την προσπερνάει ερμαφρόδιτη κάθε φορά, στον εγκλεισμό σε έναν κόσμο όπου τα λόγια δεν έχουν καμία σημασία-για αυτό και όλα έχουν σημασία.
 
 Εκεί που κάθε στιγμή συνιστά νέο ξεκίνημα, απροσχεδίαστο και ακατανόητο, και που το ένα ξεκίνημα διαδέχεται το άλλο αλήτικα καθώς δεν την νοιάζει καθόλου αν και πότε θα φτάσει στο τέρμα.