Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Ενοχές

Ξημέρωνε Οκτώβρης. Την ξύπνησαν, συνεπείς, οι Ενοχές.Άγρυπνες, αδέκαστες, όρθιες την κοιτάζουν με βλέμμα που διψά για απολογία.Μια ζωή τους απολογείται για κάθε της κίνηση.Οικτρές στην όψη, δαιμονοποιούν την ομορφιά, την καθηλώνουν. Οι πόρτες του σπιτιού ερμητικά κλειστές, αν και το πολυπόθητο φθινόπωρο σε σκασιαρχείο. Το προσμένει για να κάνει τον εγκλεισμό της στο σπίτι λιγότερο παράλογο. Μένει εσώκλειστη, αυτή και οι Ενοχές της.Την κυβερνούν σε ένα παιχνίδι που έγινε άθυρμα, χωρίς συμπαίκτη. Ενέδωσε στην ενοχική της φύση χωρίς εσώτερη διαμαρτυρία.

Η απόκλιση από το δέον πάντα τής γεννούσε τύψεις αφόρητες. Κάθε στιγμή που δοκίμαζε την ηδονή μιας μικρής χαράς, ένιωθε ότι έπρεπε να αισθανθεί διπλάσια θλίψη για να κατοχυρώσει την ισορροπία. Η Ενοχή κατατρόπωνε ακόμα και την πιο ανέμελη στιγμή που διεκδικούσε απόδραση από τα τετριμμένα. Μάταια προσπαθούσε να τις τιθασεύσει με περιοδικές φυγές και χιλιομετρικές μετατοπίσεις. Ξετρύπωναν από παντού, ανήμερα θεριά που την καταδίωκαν, στοίβαζαν ταξίδια στοιχειωμένα, όλο απέλπιδες απόπειρες να γλιτώσει. Αγωνιζόμενη να καταπνίξει τον εγωκεντρισμό της, γινόταν εγωπαθής. Γιατί η προσπάθεια να ξορκίσει κανείς τις ενοχές του είναι η μέγιστη πράξη εγωπάθειας.Το να γίνεται κανείς δοτικός για να νιώθει ο ίδιος καλά είναι μια μορφή υστεροβουλίας  συγκεκαλυμμένης, άρα και πιο σκληροπυρηνικής. Η τάση απώθησης των ενοχών είναι δείκτης ανηδονίας γιατί κάποιος που εκτιμά την απόλαυση δεν την αναλύει, ούτε τη δαιμονοποιεί.
 
Μπαίνει ο Οκτώβρης ορμητικός, το χάραμα τη βρίσκει να μάχεται πρωτόγνωρα με τις Ενοχές, να ξεσκεπάζει τη νομιμοφανή τους επικάλυψη. Τής φαίνονται όντα μοχθηρά και αντιπαθητικά, μια δυναστεία αυτόβουλης ηλιθιότητας που τής φράζει το δρόμο για το ελεύθερο συναίσθημα. Ο Κόσμος διαλαλεί την κατάπτωσή του, η παρακμή είναι πια καθεστώς, τίποτα δεν είναι αισχρό, κανένα θέαμα επονείδιστο. Η φρίκη έγινε πια συμβατική καθημερινότητα, και οποιαδήποτε άρνηση συμπόρευσης και εξοικείωσης με αυτή, σε καθιστά νεφελοβάτη, ρομαντικό και ονειροπόλο. Παρωχημένο το δίχως άλλο. Η Επιθυμία χαράζει ολόφωτη τη δική της πορεία. Εμβόλιμες ενοχές τη φυλακίζουν σε κελιά που ισχυροποιούν την αρχική της ένταση. Μαίνεται η επιθυμία φλεγόμενη, δεν αντέχει την περιφρόνηση των ρασιοναλιστικών ενοχών που τα στρέφουν όλα σε μία κατεύθυνση κατ'επίφαση δεοντολογίας.
 
 Πέρασε μια ζωή, παρελαύνει εμπρός της μέσα από γλαφυρές εικόνες, κραυγάζει πίσω της, με τη φωνή του ανεπίστρεπτου..Κύλησε μια ζωή μέσα σε Ενοχές καμαρωτές, κάθε Οκτώβριο την έζωναν και πιο έντονα, την τύλιγαν με αίσθηση γενικευμένης ανεπάρκειας, την κοίμιζαν όσο εκείνες επαγρυπνούσαν. Τής λήστευαν το κέφι, τη σιγουριά, την αγάπη. Την πότιζαν εικασίες και μαραμένα ανικανοποίητα, τής τριβέλιζαν το νου με τη βοή των εναλλακτικών οδών, τη συνέτιζαν κάθε φορά που πήγαινε να λοξοδρομήσει.

Φυσάει ξαφνικά ένα λυτρωτικό αεράκι, ο Κόσμος βιάζεται να καλωσορίσει το μήνα, ξεχύνεται στους δρόμους όλο προσδοκία, τρέχει, προβλέπει,, προσμένει το Θαύμα. Τη μαστιγώνουν οι Ενοχές, τις έμαθε πια καλά.Αυτή τη φορά θα ανατρεψει το καθιερωμένο της πρόγραμμα αψηφώντας τα ενοχικά της σύνδρομα, ακόμα και αν ολόκληρος ο κόσμος γκρεμιστεί. Γιατί η μεγαλύτερη μορφή ανελευθερίας κρύβεται στις Ενοχές. Υποχείριο των ενοχών ίσον υποχείριο των πάντων. Και είναι κρίμα σε ένα σύμπαν που πασχίζεις για ανεξαρτησία, οι Ενοχές να βρίσκουν τον πιο πανούργο συνένοχο σε εσένα. Τότε γίνεσαι αιχμάλωτος όχι απλώς με τη συναίνεσή σου, αλλά με την πρωτοβουλία σου, και νιώθεις ότι αξίζεις την αιχμαλωσία μόνο και μόνο για να ξεχρεώσεις αυτοδημιούργητες ενοχές. Κάπου εδώ σε προσκαλεί επιτακτικά η απενοχοποίηση. Ίσως τότε ανακαλύψεις ότι ακόμη και ο Οκτώβρης κρύβει μια υποτιμημένη μαγεία και χαθείς σε μια ξέφρενη γιορτή από παρεξηγημένα μυστικά ευδαιμονίας.

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Η Στιγμή

To απέραντο του Χρόνου τον άγγιζε διχασμένο. Μέρες ατέλειωτες, μέσα σε σκόνη αναμνήσεων, το άχθος του Χρόνου που κυλάει μέσα στις αντιφάσεις, η φθορά και η αλλαγή μαζί. Αποφράδα Σεπτέμβρη και δεν του έμεινε κάτι άλλο από το να παρατηρεί το χάος που τον περιβάλλει. Άλλοτε καλμάρει την εσωτερική του φρίκη και άλλοτε την εξάπτει. Μέρες που έχουν εκχωρηθεί στη συνήθεια, με κινήσεις μηχανικές, αιχμαλωτισμένες στην ενοχική εκτέλεση του δέοντος. Σκέψεις τελματώδεις, που απλώς οικειοποιούνται βάρβαρα την αυτοτέλεια της απλής στιγμής. Πρόσωπα παραμορφωμένα που ούτε τα κοιτάζει, ούτε τα βλέπει, ξυστά μόνο περνούν από δίπλα του σε μια αποθέωση ανέκφραστου. Συνήθισε αυτό το μοτίβο ζωής, το συμβιβασμό. Συνήθισε τη συνήθεια, έτσι δυναμικά όπως την εδραιώνει η ανακύκλωση του Χρόνου και των προβλέψιμων δομικών του στοιχείων.

Νιώθει ότι από το ταβάνι του δωματίου του πέφτουν ορμητικά οι μνήμες καταβροχθίζοντας τη γαλήνη του. Από την τεράστια μηχανή του Χρόνου που κάνει μαγικά τις πιο ακατάλληλες ώρες, πόσες στιγμές μπορεί άραγε να ξεδιαλύνει; Στιγμές ατόφιες, χαραγμένες μέσα του, ανεξίτηλες, από εκείνες που ακόμα και η πιο στυγνή συνήθεια δε μπορεί να ξεθωριάσει. Στιγμές που αγκιστρώθηκαν στο φοβερό παραλήρημα του Χρόνου. Σε άπειρες μέρες άχρωμες, όλο άσκοπο δόσιμο, πισωγυρίσματα και οραματισμούς. Εκείνες τις στιγμές τις ανυπότακτες, τις αιωνόβιες, τις ανυπάκουες σε οποιαδήποτε χρονομηχανή. Που έκαναν αποστασία όταν όλα γύρω πειθήνια τιθασεύονταν από μια λερναία παραίτηση.Σαστίζει με το Χρόνο, πώς ενώ τα φθείρει όλα και τα αποδυναμώνει, στέκεται αδύναμος μπροστά στην Ψυχή που είναι ικανή να τον αψηφήσει. Η διάσωση μιας στιγμής στην απεραντοσύνη του Χρόνου είναι Θαύμα που μας υπενθυμίζει ότι η αιωνιότητα κρύβεται στη σωτηρία μιας αληθινής στιγμής. Στη σωτηρία μας από μία αληθινή στιγμή.
 
Και σκέφτεται πώς ενώ η ζωή του έμοιαζε χαμένη σε μία στείρα επανάληψη, μπορεί να ξεχωρίσει στιγμές παμπάλαιες που μοιάζουν παντοτινές, γιατί  καθόρισαν την πορεία του στο Χρόνο. Τον έκαναν δυνατό, γενναίο, ατρόμητο. Συναντήσεις με φίλους, αγνώστους, το άλλο του μισό. Ευκαιρίες που έχασε και ένιωσε νικητής, αποτυχίες που τον έκαναν πραγματικά επιτυχημένο στη συνέχεια, σωστά που ξεπηδούσαν μέσα από τα πιο ξέφρενα λάθη, αγάπες απρόβλεπτες και βραδινές βόλτες με το αυτοκίνητο και τον Springsteen στο ραδιόφωνο. Μετακομίσεις όλο γόνιμα ξενύχτια, χαμόγελα γεμάτα ψυχή, λέξεις που τον στοίχειωσαν. Και από την άλλη όχθη:πόνος, κλάμα, απογοήτευση, αίσθηση ήττας και ανεπάρκειας. Μέρες γεμάτες πέτρινα βλέμματα και αβάσταχτη σιωπή. Μοναξιά που τον ανάγκασε να βυθιστεί στην ύπαρξή του, να τρομοκρατηθεί, να πεθάνει ο μονόχνωτος εαυτός του, να ξαναγεννηθεί.

 Επισκέπτεται τόπους που του χορηγούν την αιώνια νιότη, τον γυρνούν πάντα πίσω, στην παράφορη ευτυχία. Κάποιες φορές είναι αναγκαίο να γυρίζεις πίσω. Θυμάσαι τι σε βοήθησε να φτάσεις στο παρόν αλώβητος. Τι συμμάχησε μαζί σου για να μπορέσεις να διαχειριστείς τις πληγές σου και να βαδίσεις εμπρός. Στην ουσία σε κινητοποιεί να αφορίσεις τη συνήθεια και να βγεις στην αναζήτηση και άλλων τέτοιων στιγμών. Ο αφορισμός της συνήθειας είναι ο μόνος τρόπος για να ζήσεις τη σωτήρια στιγμή. Εκείνη που θα σε κάνει ακόμα και την αιωνιότητα να περιφρονήσεις και να αποθεώσεις το παροδικό. Εξάλλου πια θα ξέρεις καλά ότι η παροδικότητα είναι απλώς μια κατασκευή:παροδικό είναι μόνο ό,τι δεν έχεις την ικανότητα να γλιτώσεις από τη λαίλαπα του χρόνου. Και όσο πιστεύεις στην παντοδυναμία της στιγμής, μόνο αιώνιες συγκινήσεις θα σε βρίσκουν.

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Ανείπωτα

Ξημέρωσε μια μέρα σαν φυγή ουτοπική. Πλημμύρισε το δωμάτιο φως και δυνατότητα. Στέκεσαι στο περβάζι και απολαμβάνεις τη θέα της νεογέννητης ημέρας. Λουσμένα τα πάντα στο φως, η ησυχία της ώρας τόσο εύγλωττη, η μέρα που ξεκινά σε μια πολιτεία έγχρωμη. Τέτοιες μέρες θεωρείς αμάρτημα να κάθεσαι όλο ραθυμία στο κρεβάτι και να χουζουρεύεις. Θέλεις να μαζέψεις ήλιο, ζωή, βλέμματα, φωνές. Και εικόνες, προπαντός εικόνες αλληλοαναιρούμενες, εικόνες όλο λεπτεπίλεπτες λεπτομέρειες, εικόνες γεμάτες από συναίσθημα και ελπίδα.Κάτι σε βασανίζει, και έτσι ψάχνεις θεραπεία σε ατέλειωτες βόλτες και συναντήσεις ουρανοκατέβατες. Κάτι άλλαξε μέσα σου, από το πουθενά. Πλέον χαμογελάς σε ένα εκφραστικό βλέμμα, κάθεσαι κάπου και πιάνεις κουβέντα, όσο ριψοκίνδυνο και αν είναι το ταξίδι σε έναν άγνωστο κόσμο. Οι παλιοί σου φίλοι αφέθηκαν σε μία απαράδεκτη λήθη, ευτυχώς δηλαδή που τους βλέπεις σε κάτι όνειρα που μεθάνε τον ύπνο σου και τον ποτίζουν αναμνήσεις θαλερές, από μια αξέχαστη εφηβεία.
 
Κοιτάζεις τους ανθρώπους να προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα, συχνά σε συναρπάζει η απόκλιση που υπάρχει ανάμεσα στην εξωτερική τους εικόνα και στην προσωπικότητά τους, που δειλά ξεδιπλώνεται από τις πρώτες στιγμές, τις πρώτες κουβέντες, τα πρώτα κινήματα. Διδακτορικό έπρεπε να έχεις στη διάγνωση προσωπικοτήτων και την ψυχολογία, να η δική σου αντίφαση, που στην πραγματικότητα ήσουν οικονομολόγος. Γνώρισες άτομα που καχύποπτα σε απέφυγαν για να κλειστούν στο καβούκι μιας πάντα άγονης μοναξιάς. Άνδρες που σε φλέρταραν άγαρμπα και γυναίκες που αρκέστηκαν σε ένα-δύο βλέμματα αποδοκιμασίας. Κι έπειτα γνώρισες ανθρώπους επιφανειακά ψυχρούς, φλεγματικούς και ακοινώνητους, που με την πρώτη ευκαιρία έκαναν κατάθεση ψυχής, μέσα σε ένα καφέ πνιγμένο στον καπνό και τη δυνατή μουσική. Πόση μοναξιά υπάρχει γύρω μας, σκεφτόσουν, και η σκέψη καρφιτσώθηκε στο νου σου έκτοτε. Έλλειψη επικοινωνίας απόλυτη, όλοι να θέλουν να πουν μια κουβέντα, και να μην έχουν σε ποιον να μιλήσουν, είτε επειδή αυτός δεν υπάρχει, είτε επειδή είναι σα να μην υπάρχει. Το ένα και το αυτό δηλαδή, ή μάλλον το δεύτερο είναι αναμφίβολα χειρότερο.

 Είναι εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία άγνωστες μορφές σου αράδιαζαν τις ενδόμυχες σκέψεις τους, ίσως επειδή δε σε ήξεραν και ένιωθαν άνετα, ίσως επειδή εξέπεμπες μια σπάνια αίσθηση αξιοπιστίας και οικειότητας. Πόσοι άνθρωποι μας προσπερνούν καθημερινά, και πόσους παραγκωνίζουμε ασυλλόγιστα, πόσες ιστορίες ανείπωτες, πόσο πόνο και πόση αγάπη! Αυτά σκεφτόσουν και οι καθημερινές στιχομυθίες με αγνώστους μετατράπηκαν σε ιδανικό υποκατάστατο της απούσας ζωής σου. Χανόσουν μέσα στις ξένες ιστορίες, ένιωθες ασφάλεια και θαλπωρή να τις ακούς, χωνόσουν με πάθος στα λεγόμενα των άλλων, στη φλόγα που χόρευε στα μάτια τους όσο σου μιλούσαν. Η αλληλεπίδραση αυτή ήταν που είχες ανάγκη για να μην είσαι πια ξεκομμένη από όλα.

 Πρέπει να ανταμώσεις με ξένους καμιά φορά για να γλιτώσεις την αποξένωση.
 
Εκείνη την τρομερή ώρα που όλα και όλοι στέκονται τόσο μακριά από εσένα...δεν τους βλέπεις..δε σε διακρίνουν..δεν τους ακούς...δε σε αφουγκράζονται...δε σε αφορούν..δε νοιάζονται.
Το αντιλαμβάνεσαι όταν σε επισκέπτονται διχασμένα εκείνα τα όνειρα μιας ολάνθιστης εποχής που τίποτα δε μπορούσε να ήταν ξένο.
 
Οι λέξεις των ξένων σε ψυχαγωγούν, σε γαληνεύουν. Η διαφορετικότητα των ανθρώπων σα να σε παρηγορεί, επιπλήττοντας εκείνη την αβίαστη ετυμηγορία σου περί ανιαρού κόσμου και σύμπαντος. Ο κόσμος είναι με σοφία σμιλεμένος. Εμείς δεν έχουμε την ετοιμότητα να τη δούμε και να την εκτιμήσουμε.
 
Έτσι έγινε και ένα μελαγχολικό απόγευμα προς τα τέλη του Σεπτέμβρη, γνώρισες και εμένα. Με ρώτησες πώς μπορώ και πίνω σκέτο καφέ, αποκαλύπτοντας θαρρετά ότι άκουσες την παραγγελία μου.Στην αρχή σε πέρασα για τρελή, και εκείνη τη μέρα ήθελα απλώς να πιω καφέ και να ρίξω μια ματιά στις εφημερίδες. Δεν είχα διάθεση για συνομιλίες, για αυτό και ήμουν αρκετά σφιγμένος. Μου έκανε εντύπωση το καθαρό σου βλέμμα και η άνεση με την οποία μού απευθυνόσουν. Είχες κάτι αδιευκρίνιστα ελκυστικό, και ένα βλέμμα χαριτωμένα αδηφάγο, που ρουφούσε την κάθε εικόνα, άγρυπνο και ακόρεστο. Περισσότερο μιλούσα εγώ, για όλα τα κλισέ θέματα που μπορούν να απαλλάξουν μια αναγνωριστική συνομιλία από την άβολη αμηχανία. Εσύ με κοιτούσες με ύφος που στάθμιζε κάθε μου λέξη. Αυτή ήταν η αρχή μιας σειράς συναντήσεων. Άρχισα, εκτός από το να σε συναντώ, να νιώθω την επιρροή σου πάνω μου καταλυτική. Μια αλλόκοτη εξάρτηση που γεννιόταν και άκμαζε μέρα με τη μέρα. Μπορούσα να σου πω το κάθε τι, παρελθόν, παρόν, μέλλον, σαν όλα να ήταν ζυμωμένα και ενιαία και να πυροδοτούσαν χειμαρρώδεις εξομολογήσεις. Το γεγονός ότι εσύ δε μου μιλούσες για εσένα σχεδόν καθόλου δεν πρόλαβε να με προβληματίσει, εξάλλου ίσως αυτή η μυστηριώδης σου εικόνα ήταν που επενεργούσε εξαρτησιογόνα πάνω μου. Αυτή η αίσθηση που μου έδινες ότι στη ζωή , στην ψυχή και στη σκέψη σου, επικρατούσε μια θεϊκή αρμονία. Αυτή γέννησε το θαυμασμό και την ανάγκη μου για εσένα. Εκεί που ήμουν ξένος, ήθελα να γίνω δικός σου. Εκεί που ένιωθα ξένος, ένιωθα κομμάτι από εσένα. Δεν ήξερα αν ήσουν γρίφος, πόθος ή χίμαιρα. Απολάμβανα απλώς κάθε απόγευμα να κοιτάζω τα αχόρταγα μάτια σου και να ακούω τη βελούδινη φωνή σου να καταπραϋνει  τις εμμονές μου. Τη μοναξιά που κάποτε αποθέωνα, ήθελα πια να εξουδετερώσω. Δεν ήθελα τον παλιό μου εαυτό τον μονόχνωτο, που βυθιζόταν σε εφημερίδες και φορούσε ωτασπίδες σε μελωδικά καλέσματα. Ήθελα το μοίρασμα, το δόσιμο, το ξόδεμα. Και αν αυτό που ένιωθα για εσένα δεν ήταν έρωτας, τότε τι ήταν; Πάλεψα με τον εαυτό μου να το προσδιορίσω μέχρι που απελπίστηκα. Δε γινόταν να το κρατάω άλλο μέσα μου. Μέσα σε σμήνη εξομολογήσεων, θα γινόσουν δέκτης μιας ακόμα εξομολόγησης, που θα αφορούσε και εσένα. Και από τότε όλα θα μεταμορφώνονταν. Είτε επειδή ως ερωτευμένος εθελοτυφλούσα καθώς είχα ανάγκη να βιώσω αυτό που απρόσμενα αισθανόμουν, είτε επειδή όντως διαπίστωνα την πολυπόθητη αμοιβαιότητα, με διακατείχε μια θεότρελη αισιοδοξία. Έλεγα πως πλησίαζα σε μια ολοκληρωτική αλλαγή της ζωής μου. Η παλιά μου οντότητα θα αποτελούσε και επισήμως παρελθόν μετά από την κινηματογραφική μας αντάμωση. Τώρα που τα αναμοχλεύω αποστασιοποιημένα, ο ονειροπόλος ρομαντισμός μου ήταν ακράτητος και γραφικός, αν και μου λείπει πλέον.
 
Ίσως διαισθάνθηκες τι επρόκειτο να συμβεί και σε εκείνη τη συνάντηση δεν εμφανίσθηκες ποτέ. Έσβησες όλα τα ίχνη, από το πουθενά. Μπορεί να μην ήσουν έτοιμη για αυτή την εξομολόγηση που θα σε έκανε λιγότερο ξένη. Ποιος ξέρει, ίσως τελικά, να ένιωθες ανακούφιση μέσα στη γυάλινη αποξένωσή σου. Σε ιστορίες πλουμιστές και αγωνιώδεις, σαν υλικό για μυθιστοριογράφο που τις ατενίζει σαν εργαλείο για να αναπτύξει το συγγραφικό του ταλέντο. Ιστορίες στραγγισμένες από επαφή. Ανέπαφη έτσι όπως ήθελες να μείνεις, τα κατάφερες. Τα ανείπωτα πάθη μου ίσως ήταν τα πιο απερίσκεπτα λάθη μου. Μία φορά πήγα να λοξοδρομήσω αλλά και πάλι απέτυχα.
 
Μέσα από το ανικανοποίητο, βρήκα ξανά τον παλιό μου εαυτό. Ήταν πάλι εκεί, σκωπτικός όπως πρώτα, μόνο με υπεροψία και έπαρση. Μέσα σε ερείπια και στάχτες, καμάρωνε που επιβίωσε μετά από ένα αφελές ταξίδι-ναυάγιο. Καμιά φορά η μόνη ιστορία που δεν αντέχεις να ακούσεις είναι εκείνη που σε αφορά. Εκείνη που σε ξυπνά, σε τρομοκρατεί, σε ανασταίνει. Από τότε που αντάμωσα και πάλι με τον κυνικό μου εαυτό, η δική μου ιστορία ανασαίνει ανακουφισμένη που παρέμεινε ανείπωτη. Προτιμώ να λεηλατεί την ηρεμία μου κάθε ανυπόφορα μοναχικό βράδυ από το να την είχα μοιραστεί μαζί σου τότε. Πια σε νιώθω παράξενη, μια οπτασία που ήρθε και έφυγε, χωρίς να με αγγίξει ουσιαστικά, ανέπαφη πάντα, να συνεχίζει την περιπλάνηση σε ξένες ιστορίες.

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

Δρόμος

 Πλάθει λέξεις σε γαλαξίες φανταστικούς. Σκέψεις αλλοπαρμένες, μια εποχή λουσμένη από ένα μωβ ακαθόριστο..δημιουργικής μελαγχολίας ή επικαλυμμένης οδύνης; Τέτοια εποχή, κάθε χρόνο, αγοράζει σημειωματάρια, πένες, βιβλία. Καμαρώνουν στο γραφείο της εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή, έναν νέο καταιγισμό σκέψεων και λέξεων.Μυρίζει το τυπωμένο χαρτί, η οσμή ανακατεύεται με τη μυρωδιά της καραμέλας και του καφέ, γράφει να κατευνάσει τα δαιμόνια, γράφει να ξαποστάσει. Διφορούμενος ο καιρός, όπως και όλα. Τριγύρω βασιλεύει μια αμηχανία, μετά το πέρας των καλοκαιρινών διακοπών που αφέθηκαν σε μια πρωτόγνωρη αλμύρα τα πιο φρικαλέα τους άγχη.

  Και τώρα ψύχρα, νεφέλη,πράσινα μήλα και τυπωμένο χαρτί. Λέξεις και σκέψεις που κάνουν κρότο από χιλιόμετρα. Όταν η ελπίδα είναι απούσα από παντού, η υπομονή πρέπει να δυναμώνει. Ακριβώς τότε που είναι άθλος. Στο μυαλό της καμαρώνουν σχέδια και ιδέες, επιθυμίες για μάθηση, περιπλάνηση, νέες εξερευνήσεις. Όπως νυχτώνει νωρίς και μια γριφώδης ερήμωση την κεντά με θλίψη, δεν τολμάει να παραδεχτεί ότι για αλλού ξεκίνησε, ότι θέλει έναν νέο δρόμο, που θα χαράξει η ίδια αυτή τη φορά, και ας είναι ανατρεπτικός. Σιχαίνεται τα μονοπάτια, όπως και δεν πιστεύει στην πανάκεια. Τίποτα δεν είναι μονοσήμαντο. Ο νους της σκαρώνει εναλλακτικές διαδρομές. ΄Εχουν φίλους αγαπημένους, γεύση, χρώμα, άρωμα, αγάπη. Όλα εκείνα που άργησε να καταλάβει ότι τής χορηγούσαν χαρά. Τόποι γεμάτοι ευλογία, βλέμματα όλο λαχτάρα, ηδονική προσμονή στιγμές. Η αίσθηση ότι βιώνεις το κάθε τι,όχι απλώς το ζεις.

Κάνει μια εκκαθάριση γενναία, έστω και με χρονοκαθυστέρηση. Άνθρωποι που πίκρανε, άνθρωποι που δεν την υπολόγισαν, εξαπατήσεις, χαμόγελα, εκδρομές και εκδορές. Σε μια νοητή ζυγαριά, η κλίση πάντα διχάζει. Σβήνει σκηνικά αθέλητα και ατυχή, κατανοεί την αναγκαιότητά τους. Αναζωπυρώνει η φαντασία της στιγμές μέθης που η ύπαρξη γιόρταζε, χωρίς ενοχές και δεύτερες σκέψεις.Η παραδοχή μιας λάθος επιλογής μπορεί να αποβεί καταλυτική μόνο αν είσαι δειλός για να την κάνεις. Να αυτοαναιρεθείς, ποιο το κακό σε ένα παράπτωμα αν όχι στην άρνηση ομολογίας αυτού;

Το ξέρει, τής το έμαθαν τα βράδια της ερήμωσης, εκείνο το αμφίσημο μωβ, ο διφορούμενος καιρός, η συρρίκνωση της ημέρας. Αν έχεις τη δύναμη να γίνεις κριτής του εαυτού σου καμία κριτική δε θα είναι ικανή να σε αγγίξει. Αν τσαλακώσεις πρώτος την εικόνα σου, όσο και να θέλουν οι άλλοι να την αλλοιώσουν, θα αποτυγχάνουν. Και επίσης:η αναγνώριση μιας αποτυχίας πυροδοτεί απρόσμενη επιτυχία. Το κρίσιμο είναι η εγκατάλειψη..λάθος ονείρου, απόφασης, ανθρώπου, σκέψης. Γιατί στη σκέψη ριζώνει η όποια αποτυχία..Η σκέψη τη μεθοδεύει, η σκέψη επισπεύδει την έλευσή της.

Κι έπειτα έρχονται εκείνα τα κυριακάτικα πρωινά, τα τόσο νωχελικά, που όλη η πλάση μοιάζει να την καλεί σε μια πελώρια γιορτή που τής θυμίζει ότι οι αποτιμήσεις στη ζωή πάσχουν τελικώς από κάποια γελοιότητα. Πως τίποτα δεν έχει στην ουσία σημασία. Και πως ,όσο μπορεί να γίνεται κοινωνός αυτής της γιορτής μαζί με όσους αγαπάει, όλα τα άλλα είναι πραγματικά ανούσια. Κανένας δρόμος δε μπορεί να είναι λανθασμένος όταν έχει τέτοιους συνεπιβάτες, όταν για συνοδοιπόρο έχει τον ειλικρινή εαυτό της . Και αν αποτυχία είναι η μη πραγματοποίηση στόχων, επιτυχία κάποιες φορές είναι η δύναμη  αναθεώρησής τους. Γιατί δεν υπάρχει πιο πικρή αίσθηση από εκείνην της επιτυχίας σε έναν λανθασμένο στόχο.
 
Χαμογελάει ξαφνικά. Ήρθε η ώρα για τις σκέψεις της να χαθούν σε μια λυτρωτική σιωπή και η ίδια να ξεκινήσει μια πορεία γιορτινή, και ας μοιάζει γεμάτη αντιφατικά, σωτήρια λάθη.
 

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Θυμός

 Όσες φορές και να την ρωτούσαν με τι ήταν θυμωμένη, αδυνατούσε να απαντήσει.
Η ζωή φρόντισε να την κεράσει πολλά φιλέκδικα σκηνικά που την έκαναν να απορεί και να εξίσταται. Κάτι σαν δοκιμασία αντοχής, μόνο που τραβούσε σε μάκρος.

Ο Θυμός ερχόταν πάντα σε γκρίζο φόντο, και με βιαιότητα, τής άρπαζε τη γαλήνη, την πίστη...Και ακόμα χειρότερα...την ελπίδα. Όταν θύμωνε, η οποιαδήποτε ελπίδα τής προκαλούσε φρίκη. Ήταν από εκείνες τις ώρες τις μοιρολατρικές που ήθελε να αφεθεί στο αρνητικό φορτίο της στιγμής, να βυθιστεί στη θλίψη, να αναμετρηθεί με το χάος. Έμαθε ότι το κρυφτό από τον πόνο τον ενδυναμώνει ακόμα πιο πολύ. Πάντα ο θυμός φανερώνει εσωτερικές εχθροπραξίες. Όσο και αν αναφέρεται σε τρίτους, επιφανειακά περιστατικά και ασήμαντες αφορμές, ο θυμός πάντα στρέφεται εναντίον του εαυτού μας. Όπως και εκείνη, αναζητεί τον εχθρό με καχυποψία σε εν δυνάμει κακόβουλα όντα γύρω της αλλά ο εχθρός είναι ο εαυτός της. Υπονομεύει την εξέλιξή της με κάθε πρόσφορο μέσο και έπειτα αποδίδει αποκλειστική υπαιτιότητα στις ατυχείς συγκυρίες ή στην αδικία που βασιλεύει στο σύμπαν. Μισεί όσους γαλήνιοι έχουν παραιτηθεί από φιλοδοξίες όλο ψυχοβόρα πάθη και στην ουσία μισεί την ίδια που αδυνατεί να το πράξει. Να χαρεί ένα φθινοπωρινό απόγευμα στην μεγαλειώδη του απλότητα. Να περπατήσει ράθυμα, με το βήμα το νωχελικό της άσκοπης περιπλάνησης. Να νιώσει το αεράκι να εξανεμίζει τα κιτρινωπά φύλλα προς άγνωστες κατευθύνσεις. Να παλέψει το αυτοδημιούργητο χάος πριν σαστίσει με το εξωγενές. Το να κάνεις ανακωχή με τον Κόσμο είναι αδύνατο αν δεν έχεις πρώτα κάνει εκεχειρία με τις λόξες του δικού σου Κόσμου. Ο θυμός που πυροδοτείται εκεί είναι ικανός να υποθάλπει αιώνια οργή που, σε μια αλλοπαρμένη σύγχυση, θα κατατείνει προς πάσα κατεύθυνση.
 
Έμεινε τόσο προσκολλημένη στη ματιά των άλλων για αυτή, που στο τέλος έγινε η δική τους αντανάκλαση. Η όψη της αλλοιώθηκε, φιλοξενώντας σμήνη από βοερές αντανακλάσεις που κατατρόπωσαν την αγνή της έκφραση. Πιστεύοντας ακράδαντα τα λόγια των άλλων, έγινε άπιστη απέναντι στη δική της κρίση. Και είναι ματαιοπονία να ψάχνει κανείς για ένα σταθερό σημείο όταν αμαχητί χάνει τις προσωπικές του σταθερές.

Το απόγευμα κυλάει όλο μομφή και κρίσεις πανικού. Περπατάει σαν υπνωτισμένη στην πόλη, χάνεται σε ένα τυχαίο καφέ στα Εξάρχεια. Περίεργα βλέμματα την καρφώνουν, μα εκείνη ανταπαντά με οργισμένες, αδιαπραγμάτευτες ματιές. Παίρνει βαθιές ανάσες, όπου συνήθως παρελαύνουν συνοπτικά τα αλγεινά της απωθημένα. Κάθε απωθημένο, είναι ικανό να της διαλύσει τη μέρα, ακόμα και αν τής το θυμίσει ένας αθώος συνειρμός. Την κουράζει ο κόσμος που αναμοχλεύει της ίδιες κοινοτυπίες, συζητήσεις όλο ερωτήσεις και υπερχειλή ανασφάλεια, εκτιμήσεις ρηχές και ενίσχυση της διάχυτης απαισιοδοξίας. Θυμώνει με τον κόσμο που τη δίδαξε να είναι ρεαλίστρια. Αν συνεχίσει να πιστεύει σε αυτή την πραγματικότητα που την περιβάλλει, θα αυτοκαταστραφεί. Θυμώνει με την ίδια που ο ονειροπόλος της εαυτός τής γλίστρησε μέσα από τα χέρια. Από τότε, παλεύει να τον ξεχνάει, και όταν εκείνος επανακάμπτει, τον αποδιώχνει με βαρβαρότητα.
 
Αυτό το απόγευμα όμως νιώθει να την πλημμυρίζει μια νοσταλγία ξεχασμένη για εκείνο τον εαυτό που πίστεψε πως ήταν πια ενταφιασμένος. Ένα τσίμπημα σαν ξύπνημα απότομο, σαν φωτοχυσία και σαν αγαλλίαση. Αισθάνεται το βάρος των απωθημένων της να εξασθενεί, μοιάζουν σαν γραφικά, εξεζητημένα γεννήματα του νου της. Και μετά από πολύ καιρό, χωρίς να καταλάβει πώς, σταματάει στο ανθοπωλείο και αγοράζει λουλούδια.Βιολέτες, γαρδένιες και τριαντάφυλλα. Τα χρώματα τη μεθάνε, πορτοκαλί, γαλάζιο, μωβ, μπλέκονται αταίριαστα το ένα με το άλλο, είναι όμως απίστευτα αρμονικά. Βάζει τα λουλούδια στο παράθυρο που είναι πάντα ημίκλειστο, σε ένα βάζο-κειμήλιο, που είχε καταχωνιασμένο στην αποθήκη, και ο χώρος της μεταμορφώνεται στη στιγμή. Τόσο καιρό στο ξόδεμα, σε έναν αναίτιο θυμό, ξέχασε τα πιο μικρά θαύματα που κάποτε την έκαναν να νιώθει δυνατή για το Ένα και Μεγάλο Θαύμα.
 
 Το μόνο για το οποίο αξίζει να θυμώσει κανείς είναι όταν απωθεί την ίδια τη ζωή, υπό το βάρος χαοτικών απωθημένων και παράξενων ιδεών. Τη ζωή με κάθε της μικρό στοιχείο, ακόμα και το πιο  ανυπόφορο. Η ανικανότητα να ζει κανείς τη ζωή του όπως τής πρέπει είναι εξοργιστική. Όσο για τα απωθημένα, αυτά λανθάνουν σε επικίνδυνα μέρη. Στέκονται μεταμορφωμένα σε μνήμες που σε κάνουν δέσμιο αν τους επιτρέψεις να κατοικήσουν στο παρόν. Τότε, εκτός από θυμό, η αποθέωση των απωθημένων θα σε κάνει μονίμως απωθητικό.

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Τα σχέδια


Ο Σεπτέμβρης σου αυτή τη φορά έμοιαζε να βυθίζεται σε ένα σκοτάδι. Απόλυτο και τρανό, ο γαλαξίας κατάμεστος από βρόχινα φιλιά και χαμόγελα όλο σταλαγματιές οδύνης.Ερεβώδης ο Σεπτέμβρης, να δοκιμάζει την εναρμόνιση με το μόνιμο ψυχισμό σου. Λείπουν αβάσταχτα οι στιγμές που ξαπόσταινες από τις εμμονές σου. Τις απομυθοποιούσες, και χωρίς θολή όραση, διέκρινες ακόμα και την πιο καλά κρυμμένη ελπίδα.Χρόνια τώρα αφόρητα, γκρίζα πρωινά και νύχτες ασήκωτης μελαγχολίας, στέκεσαι όρθια σε ένα σπίτι παρατημένο, μαζεύεις και εσύ τα ερείπιά σου. Η απληστία χορεύει στο βλέμμα σου, τα χείλη σου προφέρουν με την ίδια ακριβώς ταραχή τη νέα συμφορά που σε βρήκε, η ζωή εφεξής δεν έχει κανένα νόημα και κανένα τέρμα.Από το φόβο σου μην χάσεις τη νιότη σου πρώιμα, την απέβαλλες εσύ η ίδια δια παντός.

Και έπειτα ξεπορτίζεις για την ίδια και απαράλλαχτη βόλτα. Μέσα στην ορμητική βροχή, με ρούχα μουσκεμένα και μαλλιά έξαλλα από την υγρασία. Νιώθεις μια ανείπωτη αίσθηση ελευθερίας όταν περπατάς νωχελικά στη βροχή ενώ όλοι τρέχουν φρενήρεις να φυλαχτούν από μια απλή βροχόπτωση. Λατρεύεις τις καταιγίδες γιατί ακυρώνουν τα όποια σχέδια, που έτσι και αλλιώς για αυτό καταστρώνονται. Σου αρέσει να βλέπεις έκρυθμα πρόσωπα, κατηφείς εκφράσεις και γκρινιάρικες ατάκες, μια αντίδραση σα να ήρθε η συντέλεια επειδή ο ουρανός έστειλε από το πουθενά μια χειμαρρώδη μπόρα. Ποτέ δε θα εξασκηθούμε στην αιφνίδια ανατροπή των σχεδίων, και ας ξέρουμε ότι πρόκειται για νοητές κατασκευές. Πιστεύουμε με όλη μας την Ψυχή στα θεωρητικά μας οικοδομήματα και παρανοϊκά επιδεικνύουμε έλλειψη πίστης όταν αυτά μετατρέπονται σε πράξη.
 
Εσύ απολάμβανες έστω και εκείνες τις λιγοστές στιγμές να είσαι ήρεμη και αυτάρκης. Έπινες αρμένικα βύσσινο λικέρ, έτρωγες σοκολάτα με φουντούκια και ένιωθες τα ρούχα  να κολλάνε πάνω σου, το κρύο αεράκι να σε διαπερνάει. Ταυτόχρονα, διασκέδαζες να βλέπεις ομπρέλες να τις παρασύρει ο άνεμος, περιοδικά έξω από το περίπτερο να μουσκεύονται, ωραιοπαθείς γυναίκες να καθρεφτίζονται όλο αγωνία, χτενίζοντας με τα χέρια τα αφηνιασμένα τους μαλλιά. Ήταν μια γιορτή απροόπτων και η σύγχυση που προκαλούσε ήταν το δίχως άλλο κωμική και τερπνή.
 
Αυτές ήταν οι μόνες ώρες που ο γκρινιάρης εαυτός σου γαλήνευε. Όλες τις υπόλοιπες φρόντιζες να διεκτραγωδείς ακόμα και τη φαινομενική εύνοια που σε συναντούσε.
''Δε μπορεί..Κάτι άλλο κρύβεται από πίσω..Δεν παίρνουν τα μυαλά μας αέρα'' μονολογούσες με τη συνήθη υστερία κάθε φορά που κάτι ελπιδοφόρο συνέβαινε. Όταν δε γινόταν κάτι αποθαρρυντικό, δικαιωνόταν η μίζερη κοσμοθεωρία σου.Ότι η ζωή σου είναι ένα ρεσιτάλ ατυχίας και εσφαλμένων συγκυριών.Ότι αλλού έπρεπε να ήσουν, άλλα να έκανες, μαζί με άλλους ανθρώπους. Ότι τα επόμενα χρόνια θα σε έβρισκαν στάσιμη, με μοναδική ηδονή αυτές τις βροχερές βόλτες. Έτσι έβρισκες κάθε άλλοθι για να επαναπαύεσαι στις αυτοσχέδιες συμφορές σου. Μάταια σου φώναζα να ξυπνήσεις από το λήθαργο και από αυτήν την πελώρια ιδέα σου που σε έσπρωχνε σε αέναη θλίψη. Στην ανικανότητα να ευχαριστηθείς ακόμα και τα πιο μικρά, επειδή μια δυστυχία σίγουρα καιροφυλακτεί στην επόμενη γωνία. Συνήθως τραβούσες τις κλωστές από τα ρούχα σου ή γύριζες πλάτη με πρόσχημα ότι έψαχνες ένα βιβλίο στη βιβλιοθήκη. Η άρνηση του προβλήματος είναι εκείνη που το γεννά και οδηγεί στην υποτροπή του. Στη διαιώνισή του.

Η ζωή γίνεται θάνατος όταν τελούμε εν αναμονή της όποιας συμφοράς ή αποτυχίας. Το μόνο που προκαθορίζεται είναι η ματιά μας απέναντι στο κάθε τι. Ο φόβος ότι όλα θα πάνε διαβολεμένα στραβά ριζώνει στην ποταπή μας ανάγκη να απενοχοποιούμε την παραίτησή μας.Και η γκρίνια είναι μια στάση ζωής ανυπόφορη, κυρίως γιατί φανερώνει απληστία και μεμψιμοιρία.Δεν έχει δύναμη μεταβολής των καταστάσεων, κουράζει όσους μας περιβάλλουν, σφραγίζει τη δική μας φθορά. Και όπως τα σχέδια αναποδογυρίζουν με ανεπαίσθητους μηχανισμούς αναίρεσης, έτσι και την όποια συμφορά μας μπορούμε εμείς να μετατρέψουμε σε θαύμα αρκεί να είμαστε εκεί για να το κάνουμε και να μην έχουμε αφεθεί αμαχητί στον υπέρτατο λήθαργο.

Όλα αυτά δε μπορείς να τα καταλάβεις, ούτε θέλεις. Δεν είσαι εδώ άλλωστε. Όλο λείπεις, προτρέχεις σε μέρες μέλλουσες γεμάτες από αντίξοα και στυφά αδιέξοδα. Και η μόνη διακοπή της καλπάζουσας πορείας σου στο χρόνο γίνεται κάτι τέτοια απογεύματα, που ένας συνωστισμός από μαύρα σύννεφα προκαλεί χαλασμό και βγαίνεις έξω να συναντήσεις τον άλλο σου εαυτό.

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Η Αγάπη

Μετράς μέρες για την Αρχή. Στριφογυρίζεις στο κρεβάτι αμήχανα, η αγριάδα του κόσμου σε υπνωτίζει..Και έπειτα το ξόδεμα. Η μέρα που ξεκινά και τελειώνει μέσα στο χαμό. Στιγμές που κυλούν απρόσκοπτα, με απρόσκοπτη αχρησία. Στόχοι που φαντάζουν χίμαιρες απενοχοποιώντας την εκ προοιμίου παραίτηση. Ικετεύεις για βροχή, ένα γιατροσόφι για την ισοπεδωμένη διάθεση, για έναν φίλο που θα σου αλλάξει τη ματιά. Οι μέρες γεμίζουν από το γκρι της αβεβαιότητας. Μια κοινωνία που λατρεύει να καταποντίζει στην αφάνεια αυτό που πριν ανύψωνε στην επιφάνεια.
 
Μέσα  σε απογεύματα που στεκόσουν συνέχεια στο μεταίχμιο, όλη η ύπαρξή σου ρωτά αν σ'αγαπώ. Η Αγάπη δεν πρέπει να αποδεικνύεται, γι' αυτό είναι αυτεξούσια. Πηγάζει, ανθεί, κυριαρχεί, κάνει θόρυβο ακόμα και μέσα από τη σιωπή.
 
 Σταμάτα να λογαριάζεις, σου λέω με αθέλητα απόλυτο τόνο. Όλα θα ακολουθήσουν μια πορεία που εσύ δε μπορείς ούτε να φανταστείς. Σταμάτα την εμμονή σου με τον έλεγχο.Αυτή κάνει αιωνίως ανεξέλεγκτο το θυμό σου γιατί ποτέ δε θα την ικανοποιήσεις. Έτσι είναι άλλωστε οι εμμονές. Τρωτές φιγούρες, αυτοαναφορικές, τρεφόμενες από το ανικανοποίητο.
 
Ζητάς συνεχή επαλήθευση της αγάπης, και χωρίς να το καταλαβαίνεις, την πολεμάς.
Σαμποτάρεις το αγνό της στοιχείο, το αβίαστο, εκείνο που την αναβιβάζει σε  θαύμα και κύημα παράλογο. Μάθε το πιο δύσκολο. Μάθε να αγαπάς εσένα. Τότε δε θα εξαρτάσαι από καμια άλλη αγάπη. Αν δεν αγαπάς εσένα, πάντα θα διψάς για επιβεβαίωση. Δε θα σε αγαπούν γιατί θα τους το έχεις ζητήσει, δε θα μπορέσεις να αγαπήσεις γιατί δε θα έχεις μάθει τον τρόπο. Παρακολουθώ παραξενεμένα την αυτοκαταστροφική σου μανία. Αφήνεσαι σε μια σειρά από ακρότητες, σε μια επαιτεία προσοχής. Γκρινιάζεις, πεισμώνεις, διατυπώνεις όλο μένος ένα νέο παράπονο. Την κατσουφιασμένη διάθεσή σου τίποτα δε μπορεί να γαληνέψει. Ακόμα και οι χιλιάδες τρόποι μου που σου λένε σ'αγαπώ εξάπτουν παραπάνω την παράφορη ανασφάλειά σου. Ρωτάς, θέλεις διευκρινίσεις, αναλύσεις, πλάνο. Ένα σχεδιασμό σε κάτι που στηρίζεται στο απροσχεδίαστο.
 
 Φοβάσαι τις νύχτες του Σεπτέμβρη. Τυλίγεις γύρω σου μια πλεκτή ζακέτα και περπατάς αγέλαστη στο λιμάνι. Η ανακύκλωση των εποχών σου θυμίζει πόσο ίδια μένουν όλα. Κάθε φορά όμως. Γυρεύεις θεραπεία από ομοιοπαθείς. Κανείς δε μπορεί να γιατρέψει τον πόνο μας εκτός από εμάς. Γινόμαστε ανίατες περιπτώσεις γιατί ψάχνουμε την ίαση έξω από εμάς..απλώς για να προσκρούσουμε σε μια ακόμη νόσο. Με κοιτάς με μάτια αδηφάγα. Αναζητάς την απόδειξη του ενδιαφέροντός μου, σαν ελπίδα στο χαώδες της ζωής σου.  Η μανία σου να βρεις το φως σε βυθίζει στο απόλυτο σκοτάδι. Τυφλή, ανήμπορη, μικρή μέσα στις πληγές σου, με ένα γινάτι να σε σπρώχνει στο γκρεμό, εξαλείφοντας και το ύστατο ψήγμα της πίστης σου. Όταν δεν πιστεύεις, πώς να εμπιστευθείς;Και όταν έχεις αρνηθεί τον εαυτό σου πώς να είσαι άξια για την αποδοχή από τους άλλους;

To σ'αγαπώ είναι άρρητο όταν είναι αληθινό. Το συναίσθημα δε μπορεί να είναι περίκλειστο σε λέξεις.Υπάρχει και το αντιλαμβάνεσαι διάχυτο παντού, το νιώθεις να σε διαπερνά, νικά μαγικά την αμφιβολία. Αυτό όταν δεν αμφιβάλλεις για εσένα. Γιατί αυτό το βράδυ του Σεπτέμβρη, αγνοείς με αγωνιώδη προσμονή τους απανωτούς τρόπους που φωνάζουν πόσο σε αγαπώ-και ας είναι αδέξιοι. Κλεισμένη στο βυθό σου, φοβισμένη, δειλή, ταξιδεύεις σε τόπους καμωμένους από καχυποψία και ανασφάλεια. Απορημένη με βλέπεις να απομακρύνομαι μην αντέχοντας άλλο, βλέποντας τον μόνιμο φόβο σου να αποκτά σάρκα και οστά.

 Κάποτε έλεγα ότι δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από άνθρωπο ανίκανο να αγαπήσει.Ο άνθρωπος όμως που είναι ανέτοιμος να αγαπηθεί είναι εκείνος που το έχει πιο πολύ ανάγκη γιατί είναι ανίκανος να αγαπήσει ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό.Κι έτσι θα εκλιπαρεί για αγάπη σε πολιτείες μεθυσμένες από λάθη που θα τον περιφρονούν και θα τον προσπερνούν, σαν τις τρομερές νύχτες του Σεπτέμβρη.

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Λόγια

Νέο ξεκίνημα. Πάντα έβρισκε σε αυτή τη μικρή φράση έναν πλεονασμό αισιοδοξίας. Και τώρα ακριβώς που καλείται να κάνει τη μεγάλη επανεκκίνηση, ήτοι την ολική διαγραφή δεδομένων και υποδοχή νέων, άγνωστων και ανεξέλεγκτων, δε βρίσκει κάτι το συναρπαστικό. Μόνο ένα δέος τής ροκανίζει την ύπαρξη, σα να στέκεται μπροστά σε μεγαλεπήβολες εξελίξεις που είναι ανεμπόδιστες. Ακαθόριστες, τής γνέφουν όλο αμφισημία, θολές και πανωραίες, πάντα όμως διχασμένες και ποτέ ξάστερες.

Άφησαν όλοι πίσω ένα Καλοκαίρι-όχι σαν όλα τα άλλα. Η ανεμελιά ήταν το υπ'αριθμόν ένα ζητούμενο. Κυνήγι ανεμελιάς, με έντονες απομακρύνσεις από τα ψυχαναγκαστικά οικοδομήματα του ρεαλισμού. Περιθωριοποίηση κάθε σκοτούρας, φαντασιακής και υποστατής. Μάζεψαν μερικές πετρούλες, κοχύλια και φωτογραφίες όπου κατέστη αθάνατος ο ανέμελος εαυτός τους. Αυτή η εικόνα θα αποδειχθεί πολύτιμη υπενθύμιση κάτι χειμωνιάτικα βράδια που η ανεμελιά θα έχει θαφτεί πίσω από ένα νευρωτικό πρόσωπο.Ένα Καλοκαίρι - Παραμύθι. Ευτυχία ανυπόφορη σχεδόν.
 
Το να περνάει η ευτυχία ξυστά από δίπλα σου, να την ποθείς, να την καμαρώνεις αλλά να μη μπορείς να την αγγίξεις, ιδού η επιτομή της δυστυχίας. Να κυκλοφορεί η ευτυχία γύρω σου και να μη μπορείς να την αναγνωρίσεις, να αδυνατείς να γίνεις κοινωνός της, να πώς το όνειρο μπορεί να κάνει ακόμα πιο φρικτό τον εφιάλτη.Όταν είσαι χωμένος στο λαβύρινθο ενός αυτοδημιούργητου εφιάλτη, κάθε όνειρο έξωθεν ερχόμενο τον επιτείνει. Για να αντέξεις την χαρά πρέπει να αποδεσμευθείς από την ανάγκη να την οικειοποιείσαι κάθε τόσο.

 Ακούει ιστορίες γεμάτες από τη θέρμη καλλωπισμένων αναμνήσεων, περπάτημα σε δρομάκια όλο βουκαμβίλιες, γαρδένιες και ορχιδέες, γεύσεις πεντάγλυκες και νερά θαυματουργά, που ξόρκιζαν με τη δροσιά τους την ασφυξία των προσωπικών αδιεξόδων. Ακούει έπειτα ιστορίες ηδείες και συνάμα πικρές, αυτές συνήθως εκτυλίσσονται γύρω από ένα τραπέζι, με μία τσαγιέρα, βουτήματα κανέλας και πρωτοβρόχια. Ιστορίες για νέα σχέδια, προβλέψιμη μελαγχολία ποτισμένες και αναπόληση του προσφάτως παρελθόντος Καλοκαιριού. Οι μνήμες από το Καλοκαίρι είναι αδύνατο να ξεθωριάσουν. Είναι πάντα νωπές, πάντα γλαφυρές, είναι πάντα εκεί για να μας θυμίζουν με άχαρη νομοτέλεια πως δε γίνεται κάθε στιγμή στη ζωή μας να είναι γέννημα μαγείας. Αλλά για τις ελάχιστες στιγμές που αγγίζουν τη μαγεία, οι υπόλοιπες δεν επιτρέπεται να εκχωρούνται στο βάλτωμα. Είναι μια ευλογία σπάνια, που καθιστά επιτακτικό το καθήκον της διαυγούς ματιάς. Του άγρυπνου βλέμματος που δεν εφησυχάζει, ακόμα και όλα τα κίνητρα έχουν αφανισθεί μαζικά. Της αίσθησης ότι η ανατροπή καρτερά στη γωνία και ας κρατεί μια παραπλανητική άπνοια. Αλλά και της γαργαλιστικής αίσθησης του ευμετάβολου που δίνει σε κάθε τι την αξία που του πρέπει. Γιατί η υποτίμηση ή η υπερεκτίμηση απαξιώνουν το ό,τι. Διαστρεβλώνουν την ορθή του θέαση. Αλλοιώνουν την καθαρότητα της ματιάς, γεμίζουν παγίδες το πεδίο ορατότητας.

Ακούει ιστορίες με ανέφελη νωχέλεια. Έχει μάθει να μη δίνει στα λόγια πολλή σημασία. Ξέρει ότι αναπαράγουν τις αυταπάτες με γόνιμη θέληση. Με ταχύτητα φωτός τις διασπείρουν και τις εκλογικεύουν. Λόγια πληθωρικά, λόγια απόλυτα, λόγια σουρεαλιστικά. Παρατηρεί την ευκολία των ανθρώπων να ξεστομίζουν λόγια μεγάλα, ευκολία ανατριχιαστικά ανάλογη με εκείνη των μικρών σκέψεων. Η δυστοκία της σκέψης ωθεί σε μεγάλα λόγια, συνήθως η σοφή σκέψη οδηγεί στην αποσιώπηση, δεν έχει ανάγκη να εξωτερικευθεί, να δρέψει τους καρπούς της επιβεβαίωσης, να βολιδοσκοπήσει αντιδράσεις.
 
 Το δικό της Καλοκαίρι ήταν μια ανάσα Ψυχής, λίγο πιο πάνω από τη Μαγεία. Ίσως γι' αυτό, μέσα στο απροσδιόριστο θαύμα του, επιμένει να μην μιλάει γι' αυτό σε κανέναν, παρά μόνο να το αναβιώνει κάτι απογεύματα που η Νύχτα την επισκέπεται πρόωρα και η βροχή τής θυμίζει την αναγκαιότητα του Φθινοπώρου, με τα αναγκαία νέα ξεκινήματα, τους γενναίους πλατειασμούς και τα τετριμμένα λόγια δίχως φρένο. Το σούρουπο τη βρίσκει πάντα σε μια νοερή μετατόπιση, σε μια απόκλιση από την ευτυχία ή τη δυστυχία που την προσπερνάει ερμαφρόδιτη κάθε φορά, στον εγκλεισμό σε έναν κόσμο όπου τα λόγια δεν έχουν καμία σημασία-για αυτό και όλα έχουν σημασία.
 
 Εκεί που κάθε στιγμή συνιστά νέο ξεκίνημα, απροσχεδίαστο και ακατανόητο, και που το ένα ξεκίνημα διαδέχεται το άλλο αλήτικα καθώς δεν την νοιάζει καθόλου αν και πότε θα φτάσει στο τέρμα.

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Διάψευση

Πάντα αυτό συμβαίνει. Σου συμβαίνει αυτό που χλευάζεις, αυτό που θεωρείς αδιανόητο να σου συμβεί. Θεωρείς ότι έχεις διορατικότητα και ευστροφία να ανιχνεύεις το ψέμα από χιλιόμετρα, χώρια που έχεις την πανοπλία της εποχής, τις θαλερές άμυνες. Όλα αυτά στη θεωρία γιατί η Πράξη είναι εραστής της διάψευσης. Κατεδαφίζει τους κανόνες της θεωρίας σχεδόν σαρκαστικά, καγχάζει μάλιστα για το μεγαλοπρεπές τους περίβλημα. Χορτάσαμε από κούφιες θεωρίες που τις βλέπουμε να καταρρέουν ελλείψει εφαρμοσιμότητας. 

Κάπως έτσι βρέθηκα κι εγώ στην ταράτσα του σπιτιού μου εκείνο τον ταλαίπωρο Αύγουστο να αναρωτιέμαι τι στην ευχή έκανα στραβά, πότε η λογική μου αποκοιμήθηκε. Πολύχρωμες ομπρέλες έμοιαζαν να εξανεμίζονται κάνοντας έναν αλλόκοτο κρότο, σαν όνειρα υπερφιλόδοξα σε αιφνίδια πυρπόληση. Φυσούσε ένας βοριάς σαν βάλσαμο που όμως έκανε τις σκέψεις μου οχληρά διαυγείς. Ρέκβιεμ για την εμπιστοσύνη, ήχοι πένθιμοι σκαρφαλώνουν στην ταράτσα, τα όσα έγιναν με πνίγουν αυτό το σαββατιάτικο βράδυ το πανέρημο που διακηρύττει μια μακρινή, συλλογική ευτυχία.

Αυτός που θέλει να εξαπατήσει, αυταπατάται. Εκείνος που διψά να γίνει θύτης, θυματοποιείται αυτομάτως. Και όποιος διαψεύδει την εμπιστοσύνη, γίνεται εσαεί ανάξιός της
.
Σε πίστεψα τυφλά, ήθελα βλέπεις να κρατηθώ από κάπου, τότε που όλα κατεδαφίζονταν από το πουθενά. Άκουσα λόγια όμορφα, υποσχέσεις και όνειρα κοινά, λέξεις που μαρτυρούσαν γνήσια συναισθήματα, αυτή την ευλογημένη αμοιβαιότητα στον έρωτα που καταλήγει καταραμένη γιατί δεν την εντοπίζουμε ποτέ. Είδα σε εσένα έναν παράδεισο που δεν υπήρχε, ψυχή και αλήθεια και ορμή, που έκρυβαν την πιο οικτρή προσποίηση. 

Έφυγες χωρίς λέξη εκείνο το ξημέρωμα που είχε διαδεχθεί την κατάστρωση των κοινών μας διακοπών. Αφέθηκα σε έναν μακάριο ύπνο, πεπεισμένος ότι αν υπήρχε νόημα στη ζωή, το είχα πια ανακαλύψει. Στράγγιξε η σκέψη από τα ζιζάνια που την έκαναν αυτοκαταστροφική. Και το φρικτό ξύπνημα με βρήκε να δοκιμάζω την πικρία της απουσίας σου. Τη γεύση της εξαπάτησης που πάντα πίστευα ότι τεχνηέντως θα απέφευγα. Σε αναζητούσα, παράφρων, παντού. Σε αγαπημένα στέκια και γωνιές, στο σπίτι σου, στο κινητό σου που ήταν απενεργοποιημένο, παντού. Είχα αρχίσει να πανικοβάλλομαι. Η μέρα είχε γεύση από μαρτύριο και αγωνία. Τιναζόμουν από την καρέκλα κάθε φορά που άκουγα το τηλέφωνο να κουδουνίζει. Περίμενα να μάθω νέα σου έχοντας γράψει νοερά τα πιο δραματικά σενάρια. Και έψαχνα νέα σου μέρες, η τύχη σου αγνοούμενη, όπως κι εσύ..

Τα ίχνη σου τα εντόπισα καιρό μετά, όταν ένας κοινός φίλος με πήρε τηλέφωνο να με ρωτήσει κάτι και στο τέλος κάπως αμήχανα μου ομολόγησε ότι σοκαρίστηκε που γύρισες στον πρώην σου έτσι ξαφνικά. Δεν ήξερε ότι δεν ήξερα και κάπως έτσι μάθαμε όλοι.

Το βουβό σου τηλέφωνο αγνοούσε θρασύδειλα την κραυγή μου, αρνούμενο να απαντήσει στη φλέγουσα απορία μου. Γιατί οι άνθρωποι είναι τόσο μπερδεμένοι και ανασφαλείς;Γιατί φέρονται ελεεινά χωρίς καμία ενοχή; Γιατί πληγώνουν πάντα τους ανυπαίτιους;Και γιατί ,επιτέλους, κουβαλούν πάντα το ψέμα μαζί τους;

O χρόνος φρόντισε ώστε να διέλθω χωρίς εξάρσεις μέσα από όλα τα στάδια ανάρρωσης, την θλίψη, την απορία, την ανασφάλεια, την αποστροφή, το θυμό, την αδιαφορία. Παλεύουμε με τόσα δαιμόνια αλλά κανένα δεν είναι ανθεκτικό στο χρόνο όταν εμείς δεν του το επιτρέψουμε. Κάθε μέρα πονάω και λιγότερο, κάθε μέρα δυναμώνω τις αντοχές μου.Δεν αξίζει να μοιραστείς τη ζωή σου με κάποιον που δεν καταδέχεται να μοιραστεί την αλήθεια του μαζί σου. 

Φυσάει μανιασμένα, από τις στέγες των σπιτιών ξεπηδούν αλαφιασμένες μορφές, σε συναισθηματική σύγχυση, με  ανασφάλεια στην όψη, με αποσκευές τα πιο τρανά ψέματα. Ο πυρετός του κόσμου με  νανουρίζει, μου φαίνεται αστείος πια, προδότες έτοιμοι να ριχτούν στα πιο περίπλοκα συναισθηματικά σενάρια, μια οσμή ποταπότητας μου προκαλεί ασφυξία. Οι άμυνες μου διατρανώνονται, σε αυτό τον Κόσμο είναι ευλογία να είσαι μόνος με την αλήθεια σου, κατάρα να ζευγαρώνεις με τερατώδη ψέματα. 

Το ένιωσα όταν προχθές σε είδα από μακριά, να μιλάς στο κινητό αναζωογονημένη, χωμένη στην υποκειμενική σου ευτυχία. Σα να μην τρέχει κάτι, σαν η ιστορία μας να μην υπήρξε ποτέ. Και στην ουσία αυτή είναι η χαρά, ότι ουδέποτε υπήρξε.

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

Ουδέν Πρόβλημα

Αυτό το Καλοκαίρι που ο Κόσμος συνέχιζε συγκαταβατικά την κατηφορική του πορεία, έλεγες συνεχώς πόσο έχεις ανάγκη να ξεχαστείς από τα προβλήματα της καθημερινότητας. Σε έτρωγε κάτι, κάθε μέρα και πιο πολύ. Πότε με γκρίνια που αθέλητα ξέφευγε από την αυτοκυριαρχία σου, πότε σαν παιχνιδιάρικο παράπονο και πότε σαν ρεαλιστική διαπίστωση. Το έλεγες με κάθε διαθέσιμο τρόπο, κυρίως επειδή προσπαθούσες πάση θυσία να το κρύψεις. Είχες ανάγκη από διακοπές. Όπως και όλος ο κόσμος, ήσουν κι εσύ σα να παράδερνες σε μια έρημο, επαίτης ενός σημαδιού, ικέτης για λίγη δροσιά στο άνυδρο τοπίο. Αμήχανη, ξένη, σα να πέρασαν δεκαετίες από πάνω σου, πάσχιζες να αφομοιώσεις τις τεκτονικές αλλαγές της εποχής γλιτώνοντας τη χρόνια ψυχοθεραπεία. Μέσα από άδειες τσέπες, εξευτελιστικά παζάρια, καταστροφολογικές φιληδονίες και αναπότρεπτους συμβιβασμούς. Μέσα από μία απαξίωση χωρίς όρια, έναν εκμηδενισμό της ύπαρξης. Κάπως έτσι γύρευες να χαθείς μέσα στο απέραντο γαλάζιο κάποιου αιγαιοπελαγίτικου νησιού, να νιώσεις το κύμα να σε σύρει στον άγνωστο βυθό, να περπατήσεις σε δρομάκια όλο μικρά θαύματα. Να αισθανθείς ευτυχισμένη μέσα από τα απλούστατα, αυτά που δεν εξαγοράζονται, ούτε αποτιμώνται.

Τα προβλήματα τα δημιουργεί το μυαλό μας, έχει εκείνο το σπάνιο ταλέντο να μεγιστοποιεί την καταστροφή αναβιβάζοντάς την σε πανωλεθρία. Το χειρότερο είναι ότι η πανωλεθρία ουδέποτε αγνοεί τις τυχοδιωκτικές προκλήσεις. Ανταποκρίνεται με θέρμη σε αυτές και συντελείται δραματουργικά. Αν δεν κουβαλούσαμε το δράμα μέσα μας, δε θα επιμέναμε στην εξύψωση του προβλήματός μας σε μέγιστη συμφορά. Ένα γεγονός που εκ πρώτης φαντάζει προβληματικό μπορεί να δώσει λύση σε μύρια προβλήματα αν ο δαιμόνιος νους μας δεν το καταχωρίσει στη λίστα με τα δυσεπίλυτα, τρομακτικά και ανυπέρβλητα προβλήματα. Δεν είναι οι συνθήκες που μας θλίβουν όσο η αντίληψή μας για αυτές. Γιατί όσο πιο εχθρικές είναι οι συνθήκες, τόσο πιο αισιόδοξη πρέπει να είναι η αντίληψή μας, εκτός αν θέλουμε να διασταυρωθούμε με την παράνοια την ίδια. Η ανάγκη για επιβίωση ξεσκεπάζει τον πιο μοχθηρό εαυτό μας, είναι πρόκληση μέσα από όλο αυτό να αναδυθεί μια ηρωική πλευρά. Όταν ρέπουμε προς τη μισανθρωπία χρειαζόμαστε τον ηρωισμό. Εκείνον που θα ποδοπατήσει την επιδερμική φύση των προβλημάτων και μέσα από αυτά θα διακρίνει λύσεις.

Φέτος οι διακοπές αποκτούν άλλη διάσταση. Σηματοδοτούν την αποχή από έναν ανυπόφορο εαυτό, έναν εαυτό που γίνεται αποκρουστικός μέρα με τη μέρα, χωρίς την αρωγή μιας έξωθεν συμμαχίας. Όταν όλα πάνε κατά διαόλου πρέπει να γίνεις μικρός Θεός. Όλα αυτά όμως σε μια εποχή που η πίστη ξεφτίζει ολοένα και θεωρείται ντεμοντέ.

Θέλεις διακοπές από το απροσμέτρητο Χάος. Μόνη, με το βιβλίο σου στην ξαπλώστρα, χωρίς κινητό και υπολογιστή, χωρίς την έγνοια να δώσεις σημεία ζωής. Διακοπές από όλα εκείνα που πάντα θα είναι εκεί αλλά στην επιστροφή δε θα τα βλέπεις πια σαν βάσανα αλλά σαν οχήματα για τις πιο δυνατές σου στιγμές. Αυτές που αναπολείς κάθε βράδυ μελαγχολικά με την αλαζονική βεβαιότητα ότι προσυπέγραψαν μέσα από την απαράμιλλη χάρη τους την μελλοντικη σου δυστυχία. Τα προβλήματα είναι σαν τα ταξίδια, όταν μάθεις να μη βιάζεσαι να φτάσεις στον προορισμό σου, ίσως ανακαλύψεις ότι αυτός βρίσκεται ήδη μπροστά σου.

Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

(Αν)ισορροπία

Aνισόρροπα βήματα. Τσιγάρα στο τασάκι με το σωρό. Μυρωδιά από οινόπνευμα και βαφή στο σκοτεινό δωμάτιο. Τρεκλίζει, παραπατά, πέφτει. Ζωή ράθυμη, χωρίς εξέλιξη, αιώνες τώρα. Ένα άδειο ψυγείο κραυγάζει εγκατάλειψη. Ξέφτισε το χρώμα στους τοίχους, σάπιες μορφές αναδύονται, ματωμένα κρανία και μελανιασμένα χείλη, νεκρά βλέμματα παντού. Τις έθαψε τις αναμνήσεις ένα βράδυ παγερό. Μια και έξω,με την αναγκαιότητα του αποχωρισμού. Φθαρμένα έπιπλα φαγωμένα από το χρόνο, το δωμάτιο μυρίζει θάνατο, το σκοτάδι τη σπρώχνει στο φόβο.

Αγάπες ατελέσφορες και όνειρα σακατεμένα, η Δυνατότητα σωριάζεται στο έδαφος, η σκόνη σκεπάζει τις ελπίδες που καταχωνιάστηκαν σε ερμάρια ουτοπίας. Τα αλλοτινά της σύμβολα την τρομοκρατούν.

Ξέρεις ότι πέθανες όταν όσα σου έδιναν ζωή έχουν μπολιαστεί με θάνατο. Το ξέρει τώρα καλά. Με κόπο συγκρατεί τις μακάβριες σκέψεις της, με κόπο συρρικνώνει τις καλπαζόντως πεισιθανάτιες ιδέες της. Κάθε πρωί, η άγρυπνη μορφή της παραδέρνει σε έναν Κόσμο μασκαρεμένο, που παλεύει για κάτι αδιευκρίνιστο. Πασχίζει να τοποθετηθεί μέσα σε αυτόν, να στεριώσει σε μια και μόνο θέση. Συνήθως την παραγκωνίζουν φιγούρες ανενόχλητες, φαινομενικά ισορροπημένες. Κρατούν καφέ σε πλαστικό, πελώριες τσάντες παραφορτωμένες έγγραφα και μιλούν ακατάπαυστα στο κινητό. Την αποδιώχνει η κατάρα του μέσου όρου.Σηκώνεται με αίσθηση άχθους και ατροφική υπομονή.

Αλλάζει ματιά, όψη, ψυχή. Και πάλι αδυνατεί να μείνει σε μια θέση για πολύ. Δεν ανήκει κάπου, η αίγλη της ομάδας την απογοητεύει και τη δαιμονίζει. Φθονεί όσους συναποτελούν μια ομάδα. Γερή, δεμένη, ετερόκλητη, δημιουργική ή μη, σημασία δεν έχει.Νιώθει ότι αντικρύζει ευλογημένα όντα  που έχουν βρει τη βασιλική οδό για την ισορροπία και την κρατούν επτασφράγιστο μυστικό.Μια συνομωσία εχθρική, που αναπαράγει τους εχθρούς της. Εκείνη αισθάνεται παράλυτη, αδύναμη να προχωρήσει, να αλλάξει γραμμή πλεύσης, να βρει το βλέμμα και την πορεία της. Αναζητώντας μυστικά ισορροπίας καθίσταται ανισόρροπη. Παρατηρώντας τη διαδρομή των Άλλων, χάνει τη δική της πορεία, ακόμα και αν δεν έχει δρομοδείκτες και τα εμπόδια τής φράζουν συνεχώς το δρόμο. Η αίσθηση ότι δεν ανήκει κάπου είναι αυτή που την κάνει ανισόρροπη, ως επαίτη μιας καθολικής, ανεδαφικής αρμονίας που εξυπηρετεί την επιδερμικότητα του ''φαίνεσθαι'' και μόνο. Εκείνη τη διαβολεμένη ψευδαίσθηση της ορθόδρομης και επιτυχημένης πορείας που κατοχυρώνει η εξασφάλιση ενός κλισεδιάρικου τρίπτυχου που ορίζεται σύμφωνα με τις εκάστοτε κοινωνικές επιταγές. Η αίσθηση ισορροπίας από την άλλη, είναι αυστηρώς υποκειμενική. Μπορεί κάποιος να είναι άπορος ή επαγγελματικά αποτυχημένος αλλά να βαίνει πέρα από όλα αυτά και από εκλαϊκευμένες οδηγίες για την ευτυχία και να αισθάνεται παράλογη αγαλλίαση μέσα του. Και vice versa:να διαθέτει το διαβόητο τρίπτυχο και μέσα του να αναγεννάται η πιο ανυπόφορη κόλαση. Κάθε προσπάθεια αντικειμενικοποίησης της έννοιας της ισορροπίας δε μπορεί παρά να είναι άστοχη, αφού αν η ισορροπία ήταν συνισταμένη ορισμένων παραμέτρων, δε θα ήταν τόσο πολύτιμη, ούτε επιδιώξιμη. Θα ήταν απλώς υλοποιήσιμη με απλά μαθηματικά, μόνο που η ευτυχία δεν υπακούει σε απλοϊκές εξισώσεις.

Έχει θανατώσει η ίδια τους δρόμους της, τα θέλγητρα, τις μνήμες, τις φωνές. Όσα την απομάκρυναν από την ισορροπία που θα έσβηνε τα ίχνη από τις παλιές της αυταπάτες. Και δε μπορεί να δει πια ότι εκεί, σε αυτό το θάνατο τον εκούσιο, κρύβεται η ματιά, η ψυχή και η φωνή της. Ότι ακόμα και οι δαίμονες και οι εχθροί της είχαν κάποιο ρόλο στη ζωή της, ιδανικά κομπαρσικό. Και ότι το να βάζει φρένο στις δικές της επιθυμίες για να συγχρονιστεί με το βήμα μιας αλλοπαρμένης ανθρωπότητας, απλώς την συνεπαίρνει σε μια χαώδη μάζα όπου κουρδισμένα ανθρωπάκια εκτελούν διαταγές χάριν της πανανθρώπινης ανισόρροπης ισορροπίας.

Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

Εξαίρεση

Περίμενε στα σκαλιά της πολυκατοικίας με μάτια πρησμένα. Η ζέστη πυρετώδης, ο Αύγουστος έχει ξεσηκώσει σμήνη ταλαίπωρων ανθρώπων προς άγνωστα καταφύγια, να ξεχάσουν τα παρελθόντα και τα επικείμενα, και ας είναι για λίγο.Παρατηρεί με κάποια αηδία την υγρασία να έχει πνίξει τους τοίχους, τις ρωγμές στην είσοδο, τη δυσοσμία από κλεισούρα και παραίτηση. Νιώθει το γαλάζιο της φόρεμα να κολλάει πάνω της καθώς η ζέστη δυναμώνει, ξαφνικά σιχαίνεται που κάθεται κάτω, σε αυτά τα βρώμικα σκαλάκια όλο σκόνη και πατημασιές τεμπέλικων βημάτων, φοιτητών που τρέχουν μόνο για να παραλάβουν τα ταπεράκια της χρυσοχέρας μάνας από τα Κτελ. Ορκίζεται ότι θα απολυμανθεί με οινόπνευμα μόλις γυρίσει στο αποστειρωμένο της σπίτι, θα βάλει και πλυντήριο.

 Εύχεται να έχει κάνει λάθος τη διεύθυνση αλλά η μνήμη της σπανίως σφάλλει. Έπρεπε να το φανταστεί πως ένας φοιτητής γύρω στα τριάντα δε θα έμενε και σε καμία καλοβαλμένη μονοκατοικία. Αισθάνεται απελπισμένη που ήρθε να τον συναντήσει, της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και...ξεκαρδίζεται. Σπαρταριστά γελάει η μέρα με τα καμώματα της νύχτας, εκείνη έπινε το ένα ποτό μετά το άλλο, ήθελε να βυθιστεί στην ανακούφιση της νύχτας, να σκεπάσει τα αδιέξοδα που καιρό τώρα την καταδίωκαν.Κάπου εκεί γνώρισε Εκείνον, μέσα σε γέλια ανέμελα και φλερτ επίμονο με τη λήθη. Δε θυμάται τι είπαν, αν είπαν κάτι. Γελούσαν μόνο και χόρευαν, σε μια χαοτική τάξη όπου όλα είχαν νόημα ακριβώς επειδή δεν το έψαχναν. Στο τέλος, σημείωσε κάτι εκείνος σε ένα κομματάκι χαρτιού, μόνο που δεν ήταν ο αριθμός του τηλεφώνου του αλλά του σπιτιού του.Εκείνη το βρήκε χαριτωμένο, οι αναστολές της είχαν τραπεί σε φυγή άλλωστε, γελούσε σα χαζή και του υποσχέθηκε ότι το επόμενο πρωί που θα συνέλθει θα περάσει. Ήρθε το επόμενο πρωί, ο πονοκέφαλος τη ζορίζει, καμία αίσθηση, καμία επαφή με την περιρρέουσα πραγματικότητα, πρέπει να βάλει κομπρέσες στα μάτια, νιώθει ένα μυρμήγκιασμα σε όλο της το κορμί, τα μαλλιά της επιδίδονται σε ένα ανατρεπτικό χτένισμα..αρνούμενα να χτενιστούν.

'' Φρίκη'' σκέφτηκε και έτρεξε στο μπάνιο όπου υπήρχε κάθε είδους βάλσαμο και εργαλείο για έκτακτη ανάγκη...ολικής αναπαλαίωσης!

Καθώς έπινε τον καφέ της που ήταν σα νεροζούμι και πικρός παρά τα τρία κουταλάκια ζάχαρη, σκέφτηκε ότι θα πάει να τον δει. Τι θα μπορούσε να πάει χειρότερα άλλωστε;Μπορεί να ξεστόμισε ανοησίες χτες, οπότε η σημερινή, νηφάλια και σοβαρή της στάση, θα διορθώσει τα πράγματα. Δεν είχε να χάσει και τίποτα εδώ που τα λέμε. Η ζωή της τους τελευταίους μήνες έμοιαζε με ταινία τόσο αργή και νερόβραστη, που ακόμα και ο πρωταγωνιστής είχε αποκοιμηθεί πριν τους τίτλους τέλους. Κανένα ενδιαφέρον, δεν έβγαινε, δεν μιλούσε, δεν συνέβαινε κάτι που θα τη βγάλει από το κώμα. Για ερωτικές ιστορίες, μετά τον πολύκροτο χωρισμό της ένα βήμα πριν τον αρραβώνα , ούτε λόγος. Παραήταν 'μεγάλη΄ για σαχλές ιστορίες του σωρού, για να διασκεδάζει με ρηχότητα τη γυναικεία της ματαιοδοξία. Σήμερα ήθελε όμως να γίνει κάτι, να αλλάξει κάτι, ακόμα και αν ήταν για μια στιγμή. Τώρα που περιμένει όμως σε ένα οίκημα ρυπαρό και με αγωνία περιμένει το πρώτο ποντίκι να ξετρυπώσει από πουθενά, συνειδητοποιεί ότι ήρθε για έναν άνθρωπο όχι απλώς άγνωστο αλλά και ξένο. Τι κοινό να έχει με κάποιον που έχει μάθει να ζει σε μια τρώγλη και να ξενυχτάει μεθώντας ενώ φοιτεί ακόμα, σε ηλικία που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να δουλεύει κανονικά;

Δεν προλαβαίνει να ανασκαλέψει τις εικασίες της. Εκείνος βρίσκεται μπροστά της, λιώμα. Κρύβει την έκπληξή του πίσω από ένα βεριεστημένο ύφος, την καλημερίζει με φυσικότητα:
-Πάμε για καφέ εδώ δίπλα;Για να ανέβεις πάνω δε σου λέω, είναι ακατάστατα...
-Οk, απαντά μαζεμένη εκείνη και αμήχανη.
-Υποχόνδρια είσαι;
-Δεν σε καταλαβαίνω...
-Επειδή εγώ σε καταλαβαίνω το ρωτάω...

Εκείνη σώπασε. Σουρεαλιστική συνομιλία στο φως της μέρας για δυο αγνώστους(και ξένους, αυτό πού το πας);

Στον καφέ εκείνος μιλάει αρκετά αλλά όχι φλύαρα. Αφήνει να ξεδιπλωθεί ο εξανθρωπισμένος του εαυτός, αν και στο βάθος παραμένει σφιγμένος. Εκείνη σα να απολογείται ολόκληρη για τη χθεσινή της κατάντεια, σα να ήρθε για να αποκαταστήσει την εικόνα της. Τον κοιτάζει με μάτια συνεσταλμένα,στο φως της μέρας η γοητεία του είναι αναμφισβήτητη αλλά κάνει πως την αγνοεί.Κρατά στα χέρια της την απόδειξη που κοντεύει να σχιστεί από τη νευρικότητα. Τής την αρπάζει από το χέρι και την κρύβει κάτω από το τασάκι.

-Και πώς σπουδάζεις ακόμα; τον ρώτησε με αθέλητη αγένεια.
-Γιατί οι πτυχιούχοι στην ηλικία μου έχουν όλοι αποκατασταθεί; ανταπαντά αμυνόμενος
-Δεν είπα αυτό, απλώς...
-Δεν έχει απλώς..δεν κολλάω στους τύπους όπως οι πιο πολλοί..Ε θα είχα ένα πτυχίο στην κορνίζα και θα το αναθεμάτιζα ως άχρηστο...όπως η μισή και βάλε Ελλάδα..Αρνούμαι να μπω σε αυτό το τριπάκι..Βγάζω τα προς το ζην και βλέπουμε...

Την βλέπει προβληματισμένη και συνεχίζει.
-Να όπως εσύ. Είσαι εδώ σα να θέλεις να σβήσεις τη χτεσινή νύχτα. Γιατί όμως; Δεν πέρασες ωραία;Όχι, πέρασες παραπάνω από ωραία αλλά όχι με τον τρόπο που σε έμαθαν να θεωρείς ωραίο..Αυτό είναι άσχημο! φωνάζει με θυμό, λύπη, απογοήτευση ακόμα.
-Πού τα ξέρεις όλα αυτά;
-Τα βλέπω!Βλέπω ότι για εσένα το χτεσινό ήταν λάθος. Για εμένα αυτό που γίνεται τώρα είναι λάθος. Που είσαι απέναντί μου όλο προκατάληψη, λες και αν με γνώριζες μέσω ενός φίλου θα άλλαζε κάτι...Θα ήμουν ξαφνικά πιο αξιόπιστος! Μπούρδες!

Το παραλήρημά του ενέτεινε την ανησυχία της. Ορμητικός, μιλούσε πια ακατάπαυστα, για τα γυναικεία κλισέ, τον ψευτοπουριτανισμό της κοινωνίας και τη δαιμονοποίηση του διαφορετικού.
-Όποιος πιστεύει στον κανόνα, απλά τον ακολουθεί..δεν τον ανατρέπει..τής πέταξε με ύφος.
Εκείνη τον παράτησε στα κρύα του λουτρού:
-Είσαι τρελός...του είπε και έτρεξε μακριά.

Τα έβαλε με τον εαυτό της που στάθηκε τόσο τυχοδιώκτης και αφέθηκε σε μια γνωριμία ουρανοκατέβατη. Η ανιαρή ζωή της είχε αρχίσει να τη στρέφει σε επικίνδυνα θέλγητρα. Ο άνθρωπος ήταν ψυχωτικός, χίλιες φορές τον προτιμούσε πότη και άλαλο παρά νηφάλιο και με άποψη για τα πάντα. Άκου δεν ανατρέπει τον κανόνα όποιος τον πιστεύει! Άκου μεγαλοστομίες!Έτσι έριχνε αυτός μάλλον τα κοριτσάκια, φοιτήτριες άπειρες που νομίζουν ότι το μέλλον τους ανήκει και διψούν για τόσο συναρπαστικά τσιτάτα. Εκείνη όμως ήταν συνομήλική του και χάνει  το παρόν αναζητώντας το μέλλον της που δεν φαίνεται πουθενά. Την κουράζουν οι θεωρίες, όπως και οι μεγαλομανείς και επιδειξιομανείς τύποι με τις αντισυμβατικές αντιλήψεις. Είδαμε και στην πράξη πώς ποδοπατούν τις συμβατικότητες!Ζώντας σε βρωμερά σπίτια, αναιρώντας τους παλιούς τους στόχους και πίνοντας με το ραχάτι τους ολημερίς έναν φραπέ με μπόλικα παγάκια.Ή μεθώντας σα να μην υπάρχει αύριο σε συνοικιακά μπαράκια και προσκαλώντας σπίτι τους την κάθε τυχούσα που προσπαθούν να πείσουν μετά ότι είναι στενόμυαλη και οπισθοδρομική.

Μέσα της εύχεται να ήταν αλλιώς τα πράγματα, όπως παλιά, που ο ρομαντισμός δεν ήταν ασυγχώρητος. Από τότε που οι άνθρωποι άρχισαν να υπερεκτιμούν το μυαλό τους, ο ρομαντισμός εξαφανίστηκε. Μετατράπηκε σε ένα κατάλοιπο γραφικό μιας ρετρό εποχής που είναι ρετρό να νοσταλγούμε. Μιας εποχής όπου δε χωρούσε εξιδανίκευση γιατί ήταν όντως όλα ιδανικά. Τώρα με όλες αυτές τις φιλελεύθερες απόψεις και τους υπολογισμούς, όλοι κάνουν αγώνα για να μην ερωτευθούν.Για να χαθούν σε σχέσεις που κάνουν τη μοναξιά ακόμα πιο έντονη αλλά δε γεννούν πόνο, ούτε απώλειες. Σχέσεις πολλές, όχι μονοτονία. Και σχέσεις χαλαρές, επ' ουδενί δεσμευτικότητα. Σχέσεις ανακυκλώσιμες, ουδείς αναντικατάστατος. Και σχέσεις που διαλύονται στην πρώτη αναποδιά γιατί στην ουσία αγωνιούν για την ημερομηνία λήξης τους. Υπάρχουν απλώς για τα πρακτικά, για να στριμωχτούν και αυτές στο βιογραφικό με τις πλούσιες ερωτικές εμπειρίες που υπογράφουν το συναισθηματικό άδειασμα. Θέλει να  πάει να του πει κατάμουτρα πόσο γελιέται αν νομίζει ότι αποτελεί την εξαίρεση. Ότι η σκέψη του είναι γεμάτη από βολικά κλισέ για να νιώθει ασφαλής και διαφορετικός. Ότι είναι ο κανόνας, γιατί η εποχή αυτό προστάζει, τον ζαμανφουτισμό και τη φθηνή επίδειξη. Ότι η ανατροπή, στην τελική, κρύβεται στην παραγωγή ενός νέου κανόνα, όχι στην αποθέωση της εξαίρεσης. Πολλά θέλει να του πει και απορεί γιατί. Νιώθει στην τσίτα, επιτέλους νιώθει ζωντανή, σα να την ανέσυραν από ένα βαθύ πηγάδι όπου είχε μείνει ξεχασμένη αφόρητους αιώνες. Νιώθει τον αντίλογο να δίνει νόημα και υπόσταση στο λόγο της. Νιώθει ότι θέλει να γίνει ο αντίλογος.

 Ίσως ο ρομαντισμός να φωλιάζει στις πιο κυνικές γωνιές. Κάνουν και αυτές υπερπροσπάθεια για να τον κουκουλώσουν, έτσι επαίσχυντα που γυρεύει και αυτός θέση, μέσα σε πεζά ανθρωπάκια που τον παραγκωνίζουν καγχάζοντας. Όπως όμως κάθε Εξαίρεση που επιβιώνει μετά το Θάνατο ενός Κανόνα, έτσι και αυτή είναι αρκετά ισχυρή για να γεννήσει έναν Κανόνα Ανατρεπτικό της Εποχής. Να γεννήσει μια νέα Εποχή, αφού όλα ανακυκλώνονται.
Κάπως έτσι το απόγευμα την βρήκε στο κατώφλι του ερειπίου του, να την κοιτάζει έκπληκτος, σαστισμένος, αυτή τη φορά αμίλητος.
-Για εσένα έκανα την εξαίρεση και ήρθα..του είπε και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο.Και έμεινε εκεί, να διαφωνούν για τα πάντα, να υψώνουν τους τόνους, να συγκρούουν τους κανόνες τους και τις αγέρωχες εξαιρέσεις τους, με μερικές παράταιρες αγκαλιές στα διαλείμματα.

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

Πίσω

Κοίταξε το ρολόι του με φανερό εκνευρισμό. Ήδη είχε αργήσει δώδεκα λεπτά και ο πυρετός της ώρας τον έζωνε σαν απειλή. Μεσημεριάτικη ραστώνη, τα πάντα καθηλωμένα. Εκτός από τα πάθη..αυτά, σε ακραία αναπτέρωση. Νιώθει ότι ακόμα και ο μεσόκοπος σερβιτόρος της αδιάφορης καφετέριας τον κοιτάζει με σταγόνες περιφρόνησης και μουρμουρίζει λόγια χλευασμού μέσα από τα δόντια του. Προσπαθεί να προσποιηθεί ότι διαβάζει μια παρατημένη εφημερίδα, σύντομα όμως εκνευρίζεται με την ξύλινη γλώσσα του εντύπου, νομίζει ότι οι εξελίξεις στην κοινωνία τρέχουν σαν μια κακόγουστη πλην όμως δαιμόνια φάρσα. Δεν τις αντέχει πια, τσαλακώνει την εφημερίδα στην ιδρωμένη παλάμη του, ο σερβιτόρος  μοιάζει να καγχάζει με εκείνη την κουτοπόνηρη φάτσα του. Ορκίζεται ότι αν Εκείνη αργήσει λίγο ακόμα, θα την πληρώσει αυτός. Όταν τα νεύρα του είναι ανεξέλεγκτα, το υβρεολόγιό του διανθίζεται αυτομάτως. Του ρίχνει ένα μοχθηρό βλέμμα και σκύβει στο φλιτζάνι με τον νερόβραστο ελληνικό. 

Τότε Εκείνη καταφθάνει. Κάπως βιαστική, ντυμένη στα μαύρα, παράξενα όμορφη. Η κούραση εμφανής στο πρόσωπό της, προδίδει μια νύχτα άυπνη και βασανιστική. Κάθεται απέναντί του, η μορφή της μια γιγαντιαία ενοχή. Χάθηκε από Εκείνον άλλη μια φορά,πεθύμησε το δικό της σύμπαν και εξανεμίστηκε σε μια οικεία εξαφάνιση. 

''Τι θα πιεις''; τη ρωτάει αγνοώντας τις αλεκτικές της φλυαρίες.
''Έναν ελληνικό κι εγώ..πολύ γλυκό'' απαντάει χωρίς να τον κοιτάζει.

Παραγγέλνουν,τα μουστάκια του σερβιτόρου γελάνε, Εκείνος θέλει παράφορα να του ρίξει μια γροθιά, νιώθει ότι θα εκραγεί με την επικείμενη σκηνή και κάνει αγώνα να κρατηθεί αξιοπρεπής.
Τής ζητάει εξηγήσεις, πρώτα ήρεμα και χαλαρά, στη συνέχεια κτητικά και οργισμένα.
''Δε μπορείς να χάνεσαι όποτε δεν αντέχεις να είμαστε μαζί.Και δε μπορείς να περιμένεις να σε περιμένω.Να σου το συγχωρώ ξανά και ξανά'' λέει Εκείνος και η ταχυπαλμία τον τσιτώνει παραπάνω.
Εκείνη λέξη, δε μπορεί να βρει τις λέξεις που θα κάνουν την Αλήθεια ανώδυνη.Η σιγή ιχθύος που κρατεί πυροδοτεί το ξέσπασμά του:
''Νομίζεις ότι το αντέχω αυτό;Να αποφασίζεις εσύ και για τους δύο;Δεν έχω άλλη υπομονή...'Εχεις φύγει τόσες φορές..Και μετά πάλι πίσω...Δε με θέλεις, αυτό είναι όλο..''
Γατζώνεται Εκείνη από τη στιγμή. Η ζάχαρη γαργαλάει τον ουρανίσκο της μα τα χείλη της μαρτυρούν πικρία έτσι όπως μάχονται να ανοίξουν για να ξεστομίσουν την αλήθεια.
'' Είναι αλήθεια..Πρέπει να φύγω εξάλλου..αυτή τη φορά οριστικά.Λυπάμαι που άργησα τόσο να το καταλάβω...''

Σα να πάγωσε ο χρόνος και όλα να βυθίστηκαν σε μια θεότρελη στασιμότητα. Το μυαλό του αναπαράγει με κεκτημένη ταχύτητα τις χιλιάδες φορές που εγκατέλειπε και τον άφηνε πίσω, να την περιμένει, μόνο για να επανεμφανιστεί και να ξαναφύγει. Φευγάτη, αψυχολόγητη, αινιγματική, όμως την αγαπούσε και βάδιζε με τους όρους της γιατί ο ίδιος δεν έθετε κανέναν. Ούτε όρο, ούτε όρια. Βαθιά μέσα του ήθελε να πιστεύει ότι στο τέλος σε Εκείνον θα γυρνούσε οριστικά, και να που στο τέλος από Εκείνον φεύγει οριστικά. Του το ανακοινώνει μάλιστα με περίσσεια ψυχρότητα, σαν ανακοινωθέν που δεν τον αφορά καν. Αφού απαλλάχτηκε η ίδια από την αμφιταλάντευση και το δίλημμα, κανένα πρόβλημα. Αυτό εξέπεμπε η συμπεριφορά της και αυτή τη φορά θα την άφηνε να φύγει. Αυτό που φοβόταν τόσο, ίσως να είναι και αυτό που είχε ανάγκη.

Εκείνη φεύγει σαν κυνηγημένη, μένει Εκείνος αποσβολωμένος μέσα, και λίγο αργότερα βγαίνει να περπατήσει. Ο καυτός αέρας τον πνίγει, μυρίζει τριγύρω κάτι σαν διάψευση, η ερημιά τον στοιχειώνει. Κουδουνίζουν στο κεφάλι του μακρόσυρτα κεφάλαια που τόσο καιρό έκαναν παράνομη κατάληψη στη ζωή του. Πίσω η ζωή του σε όλα, υπό μια αέναη αίρεση-αφέντρα να επισκιάζει το τώρα, κατασκευασμένη για μια αναμονή με αυτοδίκαιη παράταση. Όλη η ζωή του μια παράταση στη συνάντηση με την πραγματική χαρά.Αυτή που βιώνεις, όχι που οραματίζεσαι, προσμένεις και αυτοσχεδιάζεις. Μια αληθινή συνάντηση, όχι μια νοερή προεπισκόπηση αυτής.

Αυτοί οι άνθρωποι!Ανίατη η ηλιθιότητά τους!Αγωνιούν δειλά να κάνουν την Αλήθεια ανώδυνη ενώ η Αλήθεια είναι ανεκτίμητη ακριβώς επειδή είναι επώδυνη. Καθυστερούν να την ομολογήσουν ακόμα και στον εαυτό τους, ενώ η κωλυσιεργία αυτή προκαλεί αμίμητη μιζέρια. Τρέμουν μήπως πληγώσουν τον άλλο με την Αλήθεια και έτσι τον ακυρώνουν με αναπαραγόμενα ψέμματα. Αφήνουν τον άλλο πίσω να τους περιμένει επειδή δεν έχουν τη γενναιότητα να τον απελευθερώσουν εγκαίρως.

Εκείνη χάνεται σε μια ακόμη φυγή. Αυτή τη φορά ανεπιστρεπτί, ακόμα και αν έχει το θράσος να εμφανιστεί ξανά μια πρωία μπροστά του. Γιατί αυτή τη φορά βλέπει μια τελεία να τον γυροφέρνει δυναμικά. Αξιώνει με πυγμή να εγκατασταθεί σε ένα κεφάλαιο άνοστο και χλιαρό που έσυρε σε μάκρος δίχως αιτία. Η επιστροφή της αυτή τη φορά θα μοιάζει με ανέκδοτο, με άλλο ένα σκηνικό τραγελαφικά προβλέψιμο, μέσα στα τόσα που σκαρώνει η κοινωνία, εμετική και παραπαίουσα, σε ένα παιχνίδι με κανόνα την απόκλιση από αυτόν. 

Οδηγεί  με μουσική στο ραδιόφωνο, δροσίζει ανέλπιστα, ένα αεράκι-ευλογία στο διάβα του, μια καλοσημαδιά. Στο δρόμο τρώνε παγωτά, παιδιά σε κυνηγητό όλο τρανταχτά γέλια, ζευγάρια χαζεύουν το ηλιοβασίλεμα. Μια νεογέννητη ευφορία μεγαλώνει μέσα του. Λες και σε μια στιγμή ξεκόλλησε από εκείνο το σημείο και πάει μπροστά. Δεν ξέρει πού πάει αλλά είναι βέβαιος ότι είναι μακριά από εκείνο το σημείο, και αυτό είναι που μετράει. Η φιγούρα της απομακρύνεται ολοένα, φαγωμένη από τις ερμαφρόδιτες φυγές της και τα νόμιμα διλήμματα. Στο τέλος της μέρας ξέρει πολύ καλά ότι Εκείνη άφησε τώρα Πίσω.

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

Αποχαιρετισμός στα Κόλπα

Ξεκίνησε ο μήνας( με) Μαγικά. Με χρώματα μπερδεμένα το ένα μέσα στο άλλο, αλήτικα παντρέματα και όνειρα επαναστατικά. Με δανεικά και ιδανικά, συνωμοτικά κλεισίματα ματιών και ανατρεπτικά χαμόγελα. Το κύμα σκάει στην άμμο, ο παφλασμός που γαληνεύει το πνεύμα του ανθρώπου το χαοτικό, ο ήλιος πανταχού παρών και ας μας ξεγελάει όταν για στιγμές κρύβεται πίσω από σύννεφα.Κάτι βαλίτσες πολυκαιρισμένες στο διάδρομο εισπνέουν τη σκόνη του κλειστού σπιτιού. Κουβαλούν ιστορίες από ταξίδια, θύμησες και καλοκαίρια όλο αλμύρα. Κάθε Αύγουστο, ξεσκονίζονταν σχολαστικά για να ξεκινήσουν ένα ταξίδι που έμοιαζε γνώριμο αλλά κάθε φορά το ένιωθαν αλλιώτικο. Στριμώχνονται τα χρώματα στις βαλίτσες, λευκό απέραντο, γλυκό κοραλί, ονειροπόλο γαλάζιο. Στριμώχνονται οι μυρωδιές, βανίλια, καραμέλα, ροδάκινο, καρπούζι. Χωρούν εκεί και οι προσδοκίες από το ταξίδι, που συνήθως στο τέλος του σταυρώνουν τα χέρια όλο θυμό και ανικανοποίητα.

Αυτό τον Αύγουστο θέλουν να κινήσουν για έναν τόπο ανόθευτο. Βραχώδη, με κάποια αγριάδα, χωρίς κοσμοπολίτικη οχλαγωγία. Θέλουν νερά ολοκάθαρα, γιασεμί και βανίλια υποβρύχιο. Το φως του ήλιου μέσα στην κατανυκτική ησυχία. Τη νηνεμία, μακριά από το Χάος. Διακοπές να κάνει κυρίως το μυαλό και έπειτα το κορμί. Να μείνει ασάλευτη η σκέψη, προσηλωμένη στην αρμονία της στιγμής.
Είναι η ώρα για τον αποχαιρετισμό στα κόλπα. Για καθάρια εμπειρία χωρίς επεξεργασία, για χρόνο με τον εαυτό τον ιδιότροπο που γυρεύει αμήχανος διευκολύνσεις αποφεύγοντας να φανερωθεί. 

Συγκεκριμένες προσδοκίες. Η προσδοκία υποβιβάζει την όποια εμπειρία αλλά όταν είναι κατασταλαγμένη την εξυψώνει. Ο Αύγουστος είναι ο μήνας που συγχωρεί την αφέλεια των προσδοκιών, σε βαθμό να τις εκπληρώνει κάποιες φορές. Είναι ο μήνας που κοπάζει η καλπάζουσα πορεία του χρόνου, που ανακόπτεται η φρενήρης μανία των επιθυμιών. Οι επιθυμίες αποβάλλουν το αφηρημένο του χαρακτήρα τους μετατρεπόμενες σε προσδοκίες. Αφελείς, αγνές, θυμωμένες, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει που τολμούν να διεκδικήσουν τη μετουσίωσή τους σε βιώματα.

Φέτος οι προσδοκίες δεν κρύβονται συνεσταλμένα σε σοκάκια δειλίας. Ξεπροβάλλουν θαρρετά, φωνάζουν την ύπαρξή τους. Κυνηγούν θέλω καθ' όλα ορισμένα που ακριβώς γι'αυτό γίνονται πιο προσιτά. Αγωνιούν, καρδιοχτυπούν, παλεύουν, ζουν. Και ακόμα και αν το ταξίδι τους φορτώσει ανικανοποίητα, δε θα κάθονται στην γωνιά σαν οργισμένα παιδιά.  Ακόμα και χωρίς κόλπα, οι προσδοκίες είναι συναρπαστικές όταν αυτοελέγχονται και αποποιούνται την ψυχωτική  φύση του αυτοσκοπού. Όπως και ο Αύγουστος: είναι μήνας άσκοπος, νωχελικός, αυτάρκης: γι' αυτό φιλοξενεί την απόλυτη μαγεία στις καυτές του μέρες. Απροσδόκητα μαγικός, αυτός είναι, όπως και να είναι.

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

Παιδικότητα

Η ώρα δείχνει οκτώ. Μέρα που μόλις ξεκινά και η ενέργειά της ήδη στο ναδίρ. Όψη διψασμένη, γυρεύει αναπτέρωση. Τη βρίσκει εύκολα σε ένα τσιγάρο και δυο γουλιές καφέ. Σκέτο, πικρό και καυτό, με μια σταγόνα γάλα.Λίγα λεπτά αργότερα, δε μπορεί να πάρει τα πόδια της. Τα έγγραφα τη χλευάζουν στο γραφείο της σε στοίβες, οι εκκρεμότητες αναπαράγονται. Πρέπει να είναι αποδοτική αλλά αυτό μοιάζει με όνειρο θερινής νυχτός. Έχει χάσει το στόχο, έχει ξεχάσει τον επαγγελματισμό της. Μετατοπίστηκε το μυαλό της σε άλλα άγχη που τής απορροφούν όλο το μεράκι.

Το αφεντικό της μουρμουρίζει κάτι μέσα από τα δόντια του, τον αγνοεί φυσικά αλλά η στάση του προδίδει ότι την επέπληξε ξανά. Ακόμα και η ίδια απορεί με την απάθειά της, κρατάει το πλαστικό που είναι καυτό από τον καφέ- φαρμάκι και το μυαλό της σαλπάρει για λιμάνια αλλιώτικα. Δε μπορεί να το παραδεχθεί ότι η ζωή της είναι φιάσκο, ότι αυτή η δουλειά την κάνει να αργοπεθαίνει, ότι την τσακίζει η υποκρισία των φαρισαίων γνωστών που την πλαισιώνουν με στολή κόλακα. Έκανε πως δεν έβλεπε το κενό τόσα χρόνια, ίσως ήλπιζε πως κάποια στιγμή θα γέμιζε. Πόσο δύσκολη είναι η επανεκκίνηση! Το μόνο που μας κρατάει μακριά από μια πραγματική επιθυμία είναι ο φόβος. Ο φόβος ότι είναι παιδιάστικη,η επίμονη άρνηση να δεχθούμε την παιδική μας πλευρά. Άρνηση ανώμαλη, αφού ως παιδιά και μόνο αγγίζουμε την ατόφια χαρά. Παραμένουμε πιστοί στον ενήλικο εαυτό μας που βουλιάζει στη σοβαροφάνεια και χάνουμε τελικά την όποια σοβαρότητα.

'' Τα παιδιά τα παίρνουν όλα στα σοβαρά, γι' αυτό και εκτιμούν τα αστεία'' θυμάται τη γιαγιά της να το λέει αυτό όταν η ίδια ήταν έξι-επτά ετών και αδυνατούσε να το καταλάβει. Έπειτα έτρωγε λαίμαργα τις πίτες με μέλι και μυζήθρα που έφτιαχνε η χρυσοχέρα γιαγιά και ξεχνιόταν μέχρι το σούρουπο στο παιχνίδι.

Πράγματι, το χιούμορ προαπαιτεί πνεύμα. Σοβαρότητα αυθεντική, όχι νοθευμένα της υποκατάστατα, πουριτανισμούς, καθωσπρεπισμούς και ξόρκια ενοχών. Παρατηρεί στο γραφείο τους συνεργάτες της να προτάσσουν μια εικόνα αυτάρκειας, ότι, τάχα μου, τα πάντα είναι υπό έλεγχο, ενώ νοερά έχουν έτοιμους συγκριτικούς πίνακες επί παντός επιστητού. Ήδη ο ένας από αυτούς, με το τερατώδες βλέμμα και την ατυχή κόμμωση, την κοιτάζει όπως αντικρύζουν έναν αποτυχημένο. Σα να μην έχει θέση εκεί. Και μάλλον δε μπορεί, δε θέλει να ανήκει εκεί. Στη μιζέρια του νευρωτικού εργασιομανούς που ζει από και για τα εργασιακά του ανδραγαθήματα πατώντας επί πτωμάτων για την πρωτιά. 

''Πάσχεις από ολική αδυναμία ενσωμάτωσης'' τής είπε από το τηλέφωνο η καρδιακή της φίλη, με καλοπροαίρετα ειρωνικό τόνο.
΄΄Θες να είσαι παιδί όλο το εικοσιτετράωρο!Άσε το παιδί να κάνει και ένα διάλειμμα!Δε θα επιβιώσεις έτσι..''συνέχιζε σε τόνο νουθεσίας.
''Αδικείς τους ανθρώπους..μένεις στο φαίνεσθαι και τους κρίνεις επιδερμικά...Μπορεί να πέφτεις έξω , το έχεις σκεφτεί''; 

Δεν κρίνει κανέναν. Όμως η έλξη ή η απώθηση ακολουθούν ιδιόμορφους, άγραφους Νόμους. Το ένστικτο την κάνει να πλησιάζει ή να απομακρύνεται, όχι η προσωπική της κρίση. Όση απειθαρχία και να τη διακρίνει, στο ένστικτο επιδεικνύει τυφλή υπακοή. Δεν μπορεί να είναι άστοχο ή λανθασμένο. Μπορεί οι γύρω της να θεωρούν ότι αεροβατεί, ότι είναι φαντασμένη ή σχιζοφρενής. Ποσώς ασχολείται με τις πεποιθήσεις τους, φανερές ή μη.

Βλέπει μονάχα το δειλινό με τα γλυκά του χρώματα, νιώθει τη δροσερή του αύρα, συναντά ένα-δύο έυγλωττα βλέμματα και άλλα τόσα πηγαία χαμόγελα, χαίρεται κοιτώντας ένα κορίτσι να δαγκώνει ένα μήλο τρέχοντας με το ποδήλατο, ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο να περπατάει στην πλατεία, δυο φίλους που πάνε γκαζωμένοι να ακούσουν λατρεμένη μουσική και να ανταλλάξουν βινύλια, χαρμόσυνες εικόνες ενός κόσμου που χωρίς αυτές θα ήταν ένας μουντός τόπος για απελπιστικά ανόητους.

Η ωριμότητα δεν είναι απότοκος του Χρόνου. Συχνά ο Χρόνος την κάνει να εξανεμίζεται. Φονεύοντας την παιδικότητα, έρχεται η αποχαύνωση. Πόσο ώριμος μπορεί να είναι κάποιος που βρίσκεται σε λήθαργο;Που έχει αλλεργία απέναντι σε μικρές στιγμές απλής χαράς;Που κάθε μέρα κάνει αποτίμηση των επιτευγμάτων του και αποκτά άλλον έναν ψυχαναγκασμό;

Έχει κάνει ανακωχή με την παιδική της πλευρά, γι' αυτό μπορεί να είναι πραγματικά μεγάλη-όχι μόνο ηλικιακά, όχι μόνο στους τύπους.  Κρατάει άμυνες στην ηλιθιότητα και την αλαζονεία των κατ' επίφαση ενηλίκων - εκεί το γήρας τη συμπαρασύρει σε μια φθορά χωρίς έλεος.Γιατί να ενσωματωθεί σε μια πολιτεία καμωμένη από λάσπη; Στη δική της πολιτεία δεν έχει χώρο ο κυνισμός. 

Ανθρωπάκια -στρατιωτάκια και φοβισμένα μάτια, σκεβρωμένες ψυχές και μισερά χαμόγελα, όλα αντηχούν εκκωφαντικά στο μυαλό της, θέλει να τα πυρπολήσει, να τα αποδιώξει, να καμαρώσει τις στάχτες τους. Θέλει γαλήνη και αγάπη και έκπληξη και απλότητα-όπως αυτό το βράδυ που χαζεύει τα άστρα σε έναν διχασμένο αιθέρα. 

Ακούει τη φωνή της καρδιακής της φίλης που στάζει σαρκασμό: 
''Οι επιθυμίες σου είναι παράλογα επικίνδυνες''
'' Όπως το λες. Παράλογες, άρα ικανές να νικήσουν τον όποιο κίνδυνο'' της απαντάει και χαμογελάει με όλη της την καρδιά.

Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Αντίφαση

Το Όνειρο είναι μέσα μας, παλεύει με τους Φόβους, μάχεται και εξίσταται.
Η Λογική το κατατροπώνει κάτι μέρες που πέφτουν βροχηδόν οι επιπλήξεις.
Και οι μομφές, για Λάθη που ανυπάκουα έκανε, αισιόδοξο και παρορμητικά γενναίο.
Κάτι ηλιόλουστες μέρες πανηγυρίζει γιατί είναι όλα Δυνατά.
Ξεχνά τα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις, τις αναμνήσεις,όλα.
Ξεκινά από την άγνοια,από το μηδέν της Δημιουργίας.
Και η ευτυχία είναι δημιουργία, και το θαύμα γέννημα εκ του μηδενός.

Η Αγάπη τροφοδοτεί το Όνειρο και ας το προσγειώνει καμιά φορά αιφνίδια.
Είναι για να του δώσει τη χαρά της απογείωσης με την επόμενη ανατροπή.

Όλα αλλάζουν, ακόμα και όταν μοιάζουν παγωμένα.
Στάσιμη μπορεί να είναι μόνο η σκέψη, η ζωή πάντα κινείται.
Το να μην το βλέπουμε  σημαίνει ότι η πίστη στο Όνειρο δοκιμάζεται.
Η Ψυχή δεν έχει μάτια για θαύματα και την ίδια ώρα προσεύχεται γι' αυτά.
Ακόμα και αν γίνουν,θα μπορέσει να τα δει;

Γεννηθήκαμε για τον πόνο και ζούμε για να τον αποφύγουμε.
Αναζητούμε τον έρωτα και αμυνόμαστε όταν τον συναντήσουμε.
Πιστεύουμε στην αγάπη και γεμίζουμε αμφιβολία όταν τη νιώθουμε.
Φοβόμαστε την απόρριψη και καθημερινά απορρίπτουμε τον εαυτό μας.
Κολλάμε στο χθες και περιμένουμε το σήμερα να είναι γεμάτο συγκινήσεις.
Διψάμε για αλλαγή και επιλέγουμε την ασφάλεια του εθισμού.

Θέλουμε να βρούμε διέξοδο αλλά στο μονόδρομο που κινούμαστε.
Απεχθανόμαστε τα διλήμματα αλλά κάθε μέρα έχει και ένα.
Θέλουμε πράγματα ξεκάθαρα και ερωτευόμαστε τους γρίφους.
Μισούμε τη λήθη αλλά μας τρομοκρατεί η αλήθεια.
Ακολουθούμε τυφλά τους κανόνες ενώ μας συναρπάζουν οι εξαιρέσεις.
Σχεδιάζουμε το αύριο αλλά ενδόμυχα ελπίζουμε σε μια ανατροπή.
Μας εκνευρίζουν οι ατέλειες ενώ η τελειότητα μας προκαλεί πλήξη.

Τρέμουμε το θάνατο ενώ τον προκαλούμε με χίλιους τρόπους.
Θεωρούμε άδικη τη ζωή ενώ εμείς πρωτοστατούμε στην αδικία.
Καταφέρνουμε να πεισθούμε για όσα'' πρέπει'' να θέλουμε.
Κι έπειτα, κατηγορούμε τη συγκυρία για τον κάθε συμβιβασμό μας.
Αν ήμασταν ασυμβίβαστοι θα λογαριάζαμε την κάθε συγκυρία;

H ευτυχία είναι δίπλα μας και εκπαιδεύομαστε στο να την αγνοούμε.
Το Όνειρο είναι μέσα μας και εμείς το ψάχνουμε έξω.
Μπορούμε να γίνουμε ήρωες και επιλέγουμε να μείνουμε καρικατούρες.

Αθεράπευτη πραγματικά η αντίφασή μας.

Συνάντηση

Το πρωινό ξεκίνησε με εκείνη τη νυσταλέα αίσθηση. Ο κόσμος ξεπρόβαλλε σαν μακρινό όνειρο, όλα κινούνταν αργά, εκείνη αντιδρούσε ετεροχρονισμένα.Περπατάει ακανόνιστα με τα μαλλιά πιασμένα και ένα βυσσινί φόρεμα, τα μάτια της πρησμένα από το ξενύχτι. Στάση για τσιγάρο και φραπέ, μετά βίας διακρίνει τα κέρματα, πληρώνει και φεύγει.Ένα άτυπο κυνηγητό η ζωή της όλη.

Ψάχνει να βρει με ποιο πλοίο θα σαλπάρει και για πού. Θα ήθελε να μπει σε ένα πλοίο και να γυρίσει δυο μήνες μετά.Να ξεχαστεί μακριά, σε άλλες πολιτείες, τη λήθη τώρα την έχει τόσο ανάγκη.
Αφελέστατα πίστευε ότι το Καλοκαίρι θα είχε χρώμα συντροφιάς και ατέλειωτης παρέας. Μόνη το Καλοκαίρι τελικά, ιδού η ιδιότυπη ομορφιά.

Παίρνει τη τζούρα της, λίγες γουλιές φραπέ, ένα τσιγάρο,ο Iggy Pop στα ακουστικά. Έτοιμη να αντιμετωπίσει τη μέρα. Βαδίζει με την πεποίθηση ότι σιμώνει σε ένα σημάδι βελτίωσης.Μήπως όμως             
πρέπει η ίδια να δείξει σημάδι βελτίωσης στη ματιά της απέναντι σε όλα για να συμμαχήσουν και αυτά μαζί της; Αυτή η ματιά είναι η ρίζα πολλών δεινών αλλά και η πηγή πολλών συγκινήσεων. Αρκεί να μην είναι άμοιρη Ψυχής.

Ανακαλεί άθελά της το προχθεσινό σκηνικό. Εκείνος με διαβολεμένη ψυχρότητα να συλλέγει λέξεις για να τής χρυσώσει το χάπι. Δεν ήταν πια ερωτευμένος, δεν το είπαν αυτό οι λέξεις, το είπε η στάση του και έτσι ξέρει ότι είναι αναμφίβολο.Την κοίταζε με ένα μείγμα οίκτου, τύψεων και αδελφικής αγάπης.Πάλι η ματιά τα είπε όλα.Ακόμα και ότι είναι ερωτευμένος με κάποια άλλη, ακόμα και αυτό το μαρτύρησε, μέσα από την ενοχική ευτυχία να ξετρυπώνει από τις άκρες των ματιών του. 

Πικράθηκε αφάνταστα εκείνη. Πρώτον, τής ήρθε ξαφνικό. Δεύτερον, ακυρώθηκε μεμιάς η γυναικεία της φύση και υπόσταση. Τρίτο-και πιο σπουδαίο-πληγώθηκε συναισθηματικά. Τής ήρθε να ουρλιάξει από θυμό, πόνο και ζήλεια. Έπειτα αυτοσυγκρατήθηκε. Δεν υπέγραψαν δα κανένα συμβόλαιο αιώνιας αμοιβαιότητας-και αν το έκαναν θα το είχαν παραβιάσει πρωτύτερα. Τουλάχιστον ο άνθρωπος που έχει απέναντί της και που είχε δίπλα της δύο χρόνια δεν παίζει κάποιο βρώμικο παιχνίδι. Του τελείωσε και της το είπε. Ειλικρινής, εκείνος που γίνεται αντιπαθής αλλά ποτέ δεν μπορείς να τον αποκαλέσεις ανάξιο, ούτε και να τον στολίσεις με μύρια κοσμητικά επίθετα.

Σε άλλη περίπτωση, αυτή η ιστορία θα γινόταν αντικείμενο αναμάσησης μέχρι δυσπεψίας από γυναικείες παρέες. Θα κάθονταν ώρες αμέτρητες προκειμένου να φωτίσουν τα κίνητρα και να εξωθήσουν στα άκρα την ανάλυση κάθε πιθανού σεναρίου. Τώρα όμως η ιστορία αυτή είναι αυτό που πρέπει να είναι, ιστορία. Παρελθόν και τέλος, χωρίς ερμηνείες και παραθυράκια ανοιχτά σε επανασυνδέσεις. Εκείνη εξάλλου δεν του είπε κουβέντα. Περήφανη εκ γενετής, ήταν κάθετη σε αυτό:τα συναισθήματα εμπνέονται, δεν εκβιάζονται.

Τα σκέφτεται όλα αυτά καθώς περπατά και ένα δροσερό αεράκι την τυλίγει ευχάριστα. Κάνουν βοή στο μυαλό της και προσπαθεί να τα διώξει.Να και η πρώτη παρενέργεια, νομίζει ότι τον βλέπει από μακριά.Διαστρεβλώνει η σκέψη ακόμα και το οπτικό της πεδίο!Αν δεν είχε λίγη μυωπία, θα ανησυχούσε μήπως άρχισε να το χάνει! Δε δίνει σημασία και βαδίζει σκυφτή.

Σύντομα ακούει να προφέρει το όνομά της με εκείνη την ενοχλητικά οικεία φωνή.Συγκρατημένος μεν αλλά δεν είχε σκοπό να την αγνοήσει. Τον ακούει να μιλάει για την αφόρητη ζέστη και ένα σωρό άλλα τετριμμένα θέματα για να γεμίσει τον αμήχανο χρόνο.Εκείνη είναι νευρική, αναστατωμένη, δύσθυμη. Με κόπο ξεστομίζει μονολεκτικές απαντήσεις και κοιτάζει συνέχεια τα δευτερόλεπτα να κινούνται σαν άλλοι αιώνες στο ρολόι της.Η ύπαρξή της φωνάζει ότι βιάζεται τρελά. 

Πριν προλάβει να τον διακόψει και να του το πει, στην παρέα προστίθεται μια ψηλή μελαχρινή κοπέλα  
γύρω στα είκοσι τρία, με σγουρά φουντωτά μαλλιά και έντονα μαύρα μάτια. Χαλαρή και χαμογελαστή, προφανώς πήρε κάτι από το περίπτερο πιο πάνω και τώρα κρατάει το χέρι του αγαπημένου της αγνοώντας ότι μέχρι προχθές είχε την ίδια ιδιότητα και για την άλλη κοπέλα. Ούτε καν τις σύστησε, έφυγε σαν κυνηγημένος, κυριολεκτικά εξαφανίστηκε μαζί με το κορίτσι με την πλούσια κώμη και το γλυκό χαμόγελο.

Τότε ήταν που πλημμύρισαν το μυαλό της εικόνες από κάτι απογεύματα με άρωμα κανέλας και κάτι κρύα πρωινά προσμονής που γέμιζαν γέλια και αστεία και βόλτες. Η γεύση των φιλιών του, το λοξό του βλέμμα όταν θύμωνε, η μανία του να μιλάει με μισόλογα. Θυμήθηκε όσα μοιράστηκαν, το φορτίο τους επαχθές ξαφνικά και συνάμα ανύπαρκτο. Λες και εξαφανίστηκαν, λες και αναιρέθηκαν από τη μία στιγμή στην άλλη. Η καρδιά είναι επιρρεπής στην αποστασία,όσο και αν θέλει να είναι σταθερή. Μέσα της ξέρει ότι τα συναισθήματα έχουν ημερομηνία λήξης όταν δεν είναι αυθεντικά. Και η γέννησή τους πλάνη είναι που κάποια στιγμή αποκαλύπτεται. Όταν όλοι επικαλούνται το χρόνο ως τον 
αποκλειστικό υπαίτιο για το τέλος μιας σχέσης, εκείνη ξέρει ότι τίποτα δεν τελειώνει αν δεν το θέλουμε. Ο χρόνος ενδυναμώνει τις σχέσεις, αρκεί να είναι πραγματικές. Όταν δεν είναι, απλώς φανερώνει την ψεύτικη δομή τους,άρα σε κάθε περίπτωση μόνο ευεργετικά δρα.

Άξαφνα νιώθει μια γλυκόπικρη γεύση χειραφέτησης. Από ένα κελί που νόμιζε πως ήταν το καταφύγιό της. Αφήνει στην άκρη εικασίες, απορίες και γυναικείες ματαιοδοξίες. Είναι ελεύθερη, κυριολεκτικά και μεταφορικά.